Kυριακή ΙΕ ΄ Ματθαίου ( του νομικού )
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 35 – 46
35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. 41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. 43 λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΒ´ 35 – 46
35 καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς νομοδιδάσκαλος ἠρώτησε δοκιμάζων αὐτόν, σὰν ποίαν ἀπόκρισιν θὰ ἔδιδε, καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη μέσα εἰς τὸν νόμον; 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ποθῇς, καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχήν, ὥστε ὁλόκληρος ἡ θέλησίς σου εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι παραδομένη, καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι. 38 Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 Δευτέρα δὲ ἐντολὴ ὁμοία πρὸς αὐτὴν εἶναι· Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου. 40 Εἰς αὐτὰς τὰς δύο ἐντολὰς ὅλος ὁ νόμος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν στηρίζονται. 41 Ἐνῷ δὲ ἦσαν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐρώτησεν ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων· Τί ἰδέαν ἔχετε περὶ τοῦ Μεσσίου, ποὺ θὰ ἀναδειχθῇ καὶ θὰ χρισθῇ τοιοῦτος ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν; Τίνος ἀπόγονος εἶναι; Λέγουν εἰς αὐτόν· Εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ. 43 Λέγει εἰς αὐτούς· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριον, ὅταν λέγῃ: 44 Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθησε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου, μέχρις ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο ὑποστήριγμα, ποὺ θὰ ἀκουμποῦν καὶ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου.Ἀλλ’ οἱ πάπποι ποτὲ δὲν καλοῦν τὰ ἐγγόνια καὶ τρισέγγονα τῶν κυρίους των.Οὔτε στέκει ποτὲ οἱ πρόγονοι νὰ προσφωνοῦν τοὺς ἀπογόνους των κυρίους. 45 Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ἀποκαλῇ Κύριον, πῶς εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ. 46 Καὶ κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ ἀποκριθῇ οὔτε λέξιν, οὐδὲ ἐτόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην νὰ τὸν ἐρωτήσῃ πλέον.
ΑΓΑΠΗ ΜΕ ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
( Εκ της ιστοσελίδος Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Πατρών , http://agiabarbarapatras.blogspot.com/2013/02/22-34-46.html )
Η σημερινή ευαγγελική διήγηση αφηγείται ένα διάλογο του Χριστού με κάποιον εκπρόσωπο της Φαρισαϊκής ομάδας προφανώς για να τον παγιδεύσουν και να τον μειώσουν μπροστά στα μάτια των άλλων. Τον πλησιάζει ένας νομικός θέτοντάς του ένα ερώτημα σχετικά με το ποια είναι η μεγάλη εντολή στο Νόμο.
Ο Ιησούς απαντά στο ερώτημα του νομικού με μία απάντηση διπλής κατεύθυνσης η οποία αποτελεί τη σύνοψη όλης της Π. Δ. : « Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου». Και «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Σ’ αυτές τις δύο εντολές «όλος ο Νόμος και οι Προφήτες κρέμανται».
Κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο αυτές εντολές που αναφέρει ο Χριστός, είναι το ρήμα «αγαπώ», κάτι που κάνει τις δύο εντολές ισότιμες μεταξύ τους. Το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, ότι αυτές οι δύο εντολές αποτελούν το περιεχόμενο του Νόμου και των προφητών. Αποτελούν την ολοκλήρωσή τους».
Με την απάντηση που έδωσε ο Χριστός στο νομικό ερμηνεύει με αυθεντία το νόμο και υπογραμμίζει τη διπλή κατεύθυνση-διάσταση της αγάπης και τον πρακτικό χαρακτήρα της.
Η αγάπη με τη διπλή κατεύθυνση, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, αποτελεί όχι μόνο την ουσία της πρώτης αποκάλυψης του Θεού προς τον περιούσιο λαό Του, αλλά και την καινούργια αποκάλυψη που θεμελιώνεται στην αγάπη Του για τον κόσμο δια της σταυρικής θυσίας του Ιησού Χριστού. Και αυτές οι δύο διαστάσεις της αγάπης είναι πολύ ενωμένες μεταξύ τους σε σημείο που να μην μπορεί η μία να υπάρξει χωρίς τη άλλη. Όταν αγαπάει κανείς τον Θεό αληθινά, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και τον πλησίον.
Η αγάπη αυτή του Θεού έχει κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως διακρίνονται μέσα από το ίδια το ευαγγελικό κείμενο.
Το πρώτο είναι : η αγάπη είναι γνήσια, όταν βγαίνει από όλη μας την καρδιά , την ψυχή και τη διάνοια. Οι δίψυχοι άνθρωποι σίγουρα δεν είναι αρεστοί σε κανέναν. Ο Θεός απαιτεί ολοκληρωτικό δόσιμο στον ίδιο και τον συνάνθρωπο. Δυστυχώς οι άνθρωποι επιλέγουν τον συμβιβασμό για ν’ αποφύγουν μια τέτοια ολοκληρωτική αγάπη. Κι αν μιλούν για εφαρμογή των εντολών του Θεού, το εννοούν όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται, προκειμένου να μην ζημιωθούν οι δικές τους επιδιώξεις. Γι’ αυτό και η εντολή του Θεού για την αγάπη, όταν δεν προέρχεται εξ’ όλης της ύπαρξης μας καταντά εμπαιγμός του Θεού και του εαυτού μας.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η οριζόντια κατεύθυνσή της : «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Η εντολή αυτή έχει την ίδια αξία με την πρώτη, την αγάπη προς το Θεόν. Στο χριστιανισμό δεν μπορεί ποτέ να εννοήσουμε ν’ αγαπάμε τον Θεό και ν’ αγνοούμε τον ταλαίπωρο συνάνθρωπο μας. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζει ως ψεύτη εκείνον που ισχυρίζεται ότι αγαπάει τον Θεό ενώ μισεί τον αδελφό του.
Τέλος, η αγάπη μας δεν πρέπει να εξαντλείται σ’ ένα στιγμιαίο οίκτο ή μία συμπάθεια στον πάσχοντα. Για να έχει γνησιότητα και βάθος πρέπει να αγαπάμε «ως εαυτόν», δηλ. όπως αγαπάμε τον εαυτό μας. Αυτό δεν μας αφήνει περιθώρια για έκφραση επιφανειακής και επίπλαστης αγάπης. Όποιος αγαπά τον αδελφό του πρέπει να τον αγαπά όπως τον εαυτό του.
Η αγάπη είναι η νέα εντολή του Θεού και το γνώρισμα του ανθρώπου του καινούργιου κόσμου του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού δεν έχει θεωρητικό, αλλά πρακτικό περιεχόμενο και θεμέλιό της είναι η αγάπη. Μία αγάπη που ξεπερνά κάθε είδους όρια, γιατί η εκδήλωση της έχει ως αντικείμενο της τον Θεό.
π. γ. στ.