Το Ευαγγέλιο, όπως θ’ ακούσουμε την Κυριακή, λέει για τη νηστεία: Όταν νηστεύεις, να μην το κάνεις στα φανερά αλλά στα κρυφά κλπ. Επίσης, λέει το Ευαγγέλιο να συγχωρήσουμε όλους αυτούς οι οποίοι μας έφταιξαν, εάν θέλουμε να μας συγχωρήσει ο ουράνιος Πατέρας. Μόνο έτσι θα μας συγχωρήσει.
Πρώτα για τη νηστεία. Μπορεί πολλά να έχετε ακούσει έως τώρα. Και εδώ έχουμε πει και αλλού κλπ. Ένα ακόμη. Πολλά πράγματα απ’ αυτά που ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο, που χρειαζόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, που έτσι ή αλλιώς τα έχουμε και τα απολαμβάνουμε κλπ., πολλά απ’ αυτά, για να μην πούμε όλα, είναι, να, επειδή πέσαμε. Όχι γιατί αυτά καθ’ εαυτά χρειάζονταν στον άνθρωπο και θα χρειάζονται. Δεν θα χρειάζονται. Αλλά επειδή πέσαμε.
Όπως είπαμε άλλη φορά, έχουμε κράτος. Δεν χρειαζόταν να υπάρχει κράτος. Θα ήταν το κράτος του Θεού. Αλλά έτσι όπως έγινε τώρα, έτσι και δεν υπήρχε κράτος, αλίμονο. Και άλλα κι άλλα τέτοια. Έτσι και αυτό: Δεν χρειαζόταν να τρώνε οι άνθρωποι, όπως τρώνε. Και όταν πεθάνουμε και φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, και μας αξιώσει ο Θεός να πάμε στον Παράδεισο, τί νομίζετε; Θα χρειάζεται να πάμε στον φούρναρη, για να πάρουμε ψωμί, να πάμε στον ζαχαροπλάστη, για να πάρουμε γλυκίσματα, να πάμε κλπ.; Αυτά θα είναι τόσο φτωχά μπροστά σ’ εκείνα που θα έχουμε κοντά στον Θεό, που ούτε θα γυρίζει κανείς να τα δει, και αν ακόμη ήταν κάπου εκεί.
Επομένως, όλα αυτά έχουν κάτι το προσωρινό. Το κράτος που είπαμε: αλίμονο, αν ελπίσει κανείς στο κράτος και αν καυχάται, ας πούμε, γι’ αυτό. Είναι απλώς, για να περάσει η ζωή αυτή. Αυτό ισχύει και για άλλα πράγματα. Έτσι και το φαγητό. Τρώμε, για να ζήσουμε, για να κάνουμε εκείνο που θέλει ο Θεός. Είναι ανάγκη τώρα να φάμε. Δεν γίνεται αλλιώς. Έπεσε ο άνθρωπος, πρέπει να φάει. Αλλά να φάει, ίσα ίσα για να ζήσει. Αλίμονο, αν παραδοθεί σ’ αυτά τα πράγματα. Αλίμονο, αν σ’ αυτά θέλει να βρει την ευχαρίστησή του, να ξεκουρασθεί και να αναπαυθεί κλπ. Αυτά είναι απλώς για να κάνει ο άνθρωπος τον κανόνα του.
Όλα αυτά, τροφές, πιοτά, άλλες ευχαριστήσεις κλπ. είναι μέσα σ’ εκείνη τη φράση: Ο Θεός, αφού έπεσαν οι πρωτόπλαστοι, τους έκανε, λέει, δερμάτινους χιτώνες. Είχαν καμιά αξία οι δερμάτινοι χιτώνες; Δεν είχαν. Ούτε είχαν πρώτα. Δεν τους χρειάζονταν αυτούς τους δερμάτινους χιτώνες, πριν πέσουν. Αλλά αφού έπεσαν και βρέθηκαν στο κατάντημα που βρέθηκαν, έπρεπε να ντυθούν, και ο Θεός τους έφτιαξε δερμάτινους χιτώνες και τους έντυσε.
Όλα αυτά λοιπόν που λίγο-πολύ έχουμε σ’ αυτόν τον κόσμο και που καμιά φορά τα νομίζουμε απαραίτητα, είναι φτωχά πράγματα, για να μπορέσουμε να περάσουμε αυτήν τη ζωή, για να κυλήσουν οι ημέρες αυτής της ζωής -έχουμε χρέος να ζήσουμε- για να κάνουμε τη μετάνοιά μας, να κάνουμε τον κανόνα μας, να κάνουμε τον αγώνα μας, να επιστρέψουμε στον Θεό, να εφαρμόσουμε το Ευαγγέλιο, να ζήσουμε κατά το Ευαγγέλιο, να ζήσουμε όπως θέλει ο Κύριος. Έχουμε υποχρέωση να ζήσουμε. Και για να ζήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο, μας χρειάζονται ορισμένα πράγματα -εφόσον είμαστε πεπτωκότες άνθρωποι- και μόνο έτσι πρέπει να τα χρησιμοποιούμε.
Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τη νηστεία, καταλαβαίνουμε καλύτερα γιατί μας λέει η Εκκλησία να νηστεύσουμε. Όταν λέει η Εκκλησία να νηστεύσουμε, δεν θέλει να πει: «Ξέρετε; Δεν θα φάτε τώρα, για να πεθάνετε». Όχι. Κανένας δεν πρέπει να πεθάνει. Αμα κάνει κανείς νηστεία για να πεθάνει, θα κάνει μεγάλη αμαρτία. Η αυτοκτονία είναι η μεγαλύτερη αμαρτία απ’ όλες. Όμως μας λέει: «Αφήστε τα αυτά· τάχα ότι κινδυνεύετε και τάχα δεν μπορείτε κλπ. Αφήστε τα αυτά. Λοιπόν, θα ζοριστείτε, θα πιεστείτε λιγάκι, θα νηστεύσετε». Πόσο πρέπει να ξεγλιτώνουμε από πολλά πράγματα αυτής της ζωής, τα οποία είναι αφύσικα! Όσο και αν φαίνονται φυσικά, είναι αφύσικα.
Η φυσιολογική κατάσταση του ανθρώπου είναι άλλη: αυτή η αγία κατάσταση που ζει κανείς με λίγη τροφή, με λίγο πιοτό, με κάποιο ένδυμα κλπ., και η τροφή του είναι ο Θεός, το πιοτό του είναι ο Θεός, η χαρά του είναι ο Θεός, τα πάντα είναι ο Θεός.