7 Σεπτεμβρίου τα προεόρτια του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και μνήμη της Αγίας Κασσιανής της Υμνογράφου και του Αγίου Νεομάρτυρος Αθανασίου του Κουλακιώτου
7 Σεπτεμβρίου η μνήμη της Αγίας Κασσιανής της Υμνογράφου και (στην Ι.Μ. Νεαπόλεως) η μνήμη του Αγίου νεομάρτυρος Αθανασίου του Κουλακιώτου
Οσία Κασσιανή η Υμνογράφος
Η Οσία Κασσιανή (ή Κασσία ή Ικασία ή Εικασία) η Υμνογράφος γεννήθηκε μεταξύ του 805 και του 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Θεοφίλου (829 -842 μ.Χ.).
Όταν μεγάλωσε συνδύαζε τη σωματική ομορφιά με την εξυπνάδα της. Τρεις βυζαντινοί χρονικογράφοι, ο Συμεών ο μεταφραστής, ο Γεώργιος Αμαρτωλός και ο Λέων ο Γραμματικός, αναφέρουν ότι έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε οργανώσει η μητριά του Ευφροσύνη. Σε αυτή ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο. Θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσίας, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε: «Ως άρα δια γυναικός ερρύη τα φαύλα» «Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά [πράγματα]», αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα. Η Κασσία, ετοιμόλογη, του απάντησε: «Αλλά και δια γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» «Και από μία γυναίκα [ήρθαν στον κόσμο] τα καλά [πράγματα]», αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας. Με βάση την παράδοση ο ακριβής διάλογος ήταν:
– Εκ γυναικός τα χείρω.
– Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
Ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να απορρίψει την Κασσιανή και να επιλέξει τη Θεοδώρα για σύζυγό του.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για την Κασσιανή είναι ότι το 843 μ.Χ. ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα μ.Χ., με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της (Kurt Sherry, σελ. 56).
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριο της, που ψάλλεται στις Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Παρόλο που την μνήμη της δεν την αναφέρει κανένας Συναξαριστής, οι Κάσιοι, από τη συγγένεια του ονόματος της με το νησί τους, καθιέρωσαν τη μνήμη αυτής την 7η Σεπτεμβρίου και ο Γεώργιος Σασσός ο Κάσιος φιλοπόνησε και ειδική Ακολουθία, που δημοσιεύθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1889 μ.Χ. στο τυπογραφείο της «Μεταρρυθμίσεως». Το παράδοξο όμως είναι, ότι η Ακολουθία αυτή αφιερώθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, που ο ίδιος στην συνέχεια την έδωσε για εκτύπωση στον Μητροπολίτη Θηβαΐδας Γερμανό (την 1η Σεπτεμβρίου 1889 μ.Χ.) και έτσι, επισημοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο η αγιοποίηση της Κασσιανής από την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, όπως το ποθούσαν οι κάτοικοι της Κάσου.
Η παρουσία της Κασσιανής έχει επισκιάσει τους υμνογράφους και μελωδούς της εποχής της, διότι αποτελεί την πλέον επιφανή γυναίκα μελωδό (έγραφε και τους ύμνους και τη μελωδία) στην ιστορία της βυζαντινής μουσικής. Έχοντας ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυΐα, ευαισθησία και εκφραστικό πλούτο διακρίθηκε στον τομέα της μελουργίας (σ’ αυτό τη βοήθησε η μεγάλη μόρφωση, που η ευγενής καταγωγή της, της επέτρεψε να έχει). Γι’ αυτό και το έργο της είναι διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, και συγκινεί ιδιαίτερα τον ορθόδοξο κόσμο.
Στην Κασσιανή αποδίδονται γύρω στα 45 έργα, από τα οποία τα 23 τουλάχιστον είναι χωρίς αμφιβολία δικά της, ενώ τα υπόλοιπα είναι αγνώστου προελεύσεως. Έχει επίσης μελοποιήσει κείμενα διαφόρων υμνογράφων. Από τα πιο γνωστά τροπάρια είναι το περίφημο «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή» , σε ήχο πλ. δ΄, που ψάλλεται στους ναούς το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, καθώς και οι ειρμοί από την Α΄Ε΄ ωδή του Κανόνος του Μεγάλου Σαββάτου «Κύματι Θαλάσσης» ). Το μεγαλύτερο μέρος του έργου της αποτελείται από στιχηρά για εορταζομένους Αγίους. Στην ίδια αποδίδεται και ο τετραώδιος κανόνας: «Ἄφρων γηραλέε» , όπως και πολλά δοξαστικά, μεταξύ των οποίων και ένα περίφημο δοξαστικό των Χριστουγέννων, το «Αὐγούστου μοναρχήσαντος», σέ ήχο β΄. Κατά τον βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ «η Κασσιανή ήταν μια εξαίρετη μορφή και το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, αναφερόμενος στο έργο της, έγραψε ότι «το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Μερικές σημαντικές επισημάνσεις για το Τροπάριο της Κασσιανής.
Αρκετοί πιστοί πιστεύουν (λανθασμένα) ότι η Κασσιανή ήταν αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα, και μιλώντας η Κασσιανή για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου βρίσκει ευκαιρία να μιλήσει για τον εαυτό της. Όπως όμως διαβάζουμε στον βίο της, από πουθενά δεν φαίνεται αυτό. Η Κασσιανή ήταν μία οσία μοναχή του Βυζαντίου, προικισμένη με καταπληκτικό ποιητικό ταλέντο. Αντί για τη βασιλική αλουργίδα προτίμησε το ταπεινό σχήμα της μοναχής και έγραψε πολλούς ύμνους.
Ποιά λοιπόν είναι η πόρνη γυναίκα, για την οποία μιλάνε όλα τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Στην ερώτηση αυτή, αρκετοί απαντούν (λανθασμένα) ότι αφού δεν είναι η Οσία Κασσιανή, τότε η αμαρτωλή και διεφθαρμένη γυναίκα θα πρέπει να είναι η Μαρία η Μαγδαληνή! Η αλήθεια όμως είναι ότι η Μαρία η Μαγδαληνή δεν υπήρξε διεφθαρμένη και πόρνη ποτέ. Ήταν μια ύπαρξη, που έπασχε, και την θεράπευσε ο Χριστός. Ο ευαγγελιστής Λουκάς λέγει χαρακτηριστικά για τη Μαρία τη Μαγδαληνή: «Ακολουθούσαν τον Ιησού οι δώδεκα μαθηταί και γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαρία, που ονομαζόταν Μαγδαληνή, απ’ την οποία είχε βγάλει εφτά δαιμόνια» (Λουκ. 8, 2). Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν λοιπόν δαιμονισμένη και ο Χριστός της έβγαλε τα δαιμόνια, όπως έβγαλε και τα δαιμόνια τόσων άλλων ανθρώπων.
Και τότε ποιά είναι η πόρνη, που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, η πόρνη, για την οποία μιλάνε τα τροπάρια της Μεγάλης Τρίτης (βράδυ);
Η αμαρτωλή και διεφθαρμένη πόρνη, αυτή που άλειψε με μύρο τα πόδια του Χριστού, μας είναι άγνωστη, είναι ανώνυμη. Ακούσατε σε κανένα τροπάριο το όνομα της πόρνης; Διαβάσατε στον Ευαγγελιστής Λουκά, που περιγράφει τη σχετική σκηνή, να αναφέρει πουθενά το όνομα της; Όχι! Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι Απόστολοι, ενώ δεν έκρυβαν τις δικές τους ατέλειες και πτώσεις, όταν μιλάνε για μεγάλους αμαρτωλούς που μετανοούν, δεν αναφέρουν το όνομά τους. Δεν θέλουν να τους διαπομπεύσουν.
Το Τροπάριο της Κασσιανής
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα Γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νὺξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·
καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους,
τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μὴ με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Κουλακιώτης καταγόταν από ένα χωριό της Θεσσαλονίκης, την Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα). Γεννήθηκε το 1749. Οι γονείς του, Πολύχρους και Λουλούδω, ήταν προύχοντες της περιοχής και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους. Έτσι, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανατράφηκε σε ένα ευσεβές, χριστιανικό περιβάλλον. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του, στη συνέχεια φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο δάσκαλος ήταν ο ιερομόναχος Αθανάσιος ο Πάριος. Κατόπιν, για να συμπληρώσει τις σπουδές του πήγε στο Άγιο Όρος, στο σχολείο του Βατοπεδίου, όπου δίδασκε ο Παναγιώτης Παλαμάς.Διακρίθηκε μάλιστα για την πολύ καλή επίδοση του. Στη συνέχεια, διδάχτηκε και τη Λογική του Ευγενίου, έχοντας δάσκαλο τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο, από το Μέτσοβο, ο οποίος αποστάλθηκε στον Άθω από τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Όταν έφυγε ο δάσκαλος του από την Αθωνιάδα, τον ακολούθησε και ο Αθανάσιος, κατευθυνόμενος προς την Κωνσταντινούπολη. ‘Επειτα, όμως, από δύο σχεδόν χρόνια, επέστρεψε στο ‘Aγιον Όρος, και στο διάστημα αυτό επισκέφτηκε και την ιδιαίτερη πατρίδα, την Κουλακιά. Εκεί υπήρχε Βασιλικός Μελτζιχανάς (τόπος θρησκευτικών συγκεντρώσεων), τον οποίο συνήθιζε, όταν βρισκόταν στο χωριό του, να επισκέπτεται, για να συζητά και να ακούει διάφορες ειδήσεις.
Μια μέρα, λοιπόν, έτυχε μαζί με τον Άγιο να βρίσκεται εκεί και κάποιος εμίρης.
Κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους, ο Αθανάσιος, που γνώριζε και την τουρκική και την αραβική γλώσσα, είπε στον εμίρη με απλότητα: «Η πίστη σας σ’ αυτούς τους λόγους συγκεφαλαιώνεται», και ανέφερε προφορικά τις λέξεις που συνόψιζαν την μουσουλμανική πίστη. Ο εμίρης, όμως, μόλις άκουσε την απλή εκφορά των συγκεκριμένων λόγων τη θεώρησε τέλεια ομολογία πίστης και είπε προς τον Αθανάσιο: «Εσύ έκανες σαλαβάτι (ομολογία) και έγινες Τούρκος». Μάταια εκείνος προσπάθησε να του εξηγήσει πως η απλή εκφορά από μέρος του λέξεων στις οποίες περικλειόταν η οθωμανική πίστη σε καμία περίπτωση δε σήμαινε πως και ο ίδιος ασπαζόταν αυτή την πίστη .
Ο Τούρκος αξιωματούχος δεν πείστηκε και τον παρέδωσε στον Οθωμανό επιστάτη του Μελτζιχανά, ζητώντας του να τον προσέχει έως ότου ο ίδιος επιστρέψει. Εκείνος έφυγε αμέσως για τη Θεσσαλονίκη και παρουσιάστηκε στο Μουλά, στον οποίο συκοφάντησε με θράσος τον αγαθό Αθανάσιο, ότι δήθεν έκανε «σαλαβάτι» και ομολόγησε την πίστη τους, μα κατόπιν άλλαξε γνώμη και την αρνήθηκε περιπαίζοντας την. Τότε ο Μουλάς στέλνει και φέρνουν μπροστά του τον Άγιο και ακούει και πάλι την υπόθεση της κατηγορίας.
Στη συνέχεια υποβάλει ερωτήσεις στον κατηγορούμενο Αθανάσιο, ο οποίος του εξηγεί όλη την αλήθεια. Αφού τον άκουσε με προσοχή ο κριτής, έκρινε πολύ ορθά την υπόθεση, παραδεχόμενος πως δεν αρκεί, για να γίνει κάποιος Τούρκος, να γνωρίζει απλώς τις αρχές της οθωμανικής πίστης. Και στρεφόμενος προς τον εμίρη, του είπε, αποστομώνοντας τον: «κι εσύ, αν γνώριζες το σύμβολο της πίστεως του και του έλεγες ότι σ’ αυτό στηρίζεται η πίστη του, δε θα γινόσουν χριστιανός μόνο και μόνο προφέροντας τις σχετικές λέξεις».
Ωστόσο, οι αγάδες που παρευρίσκονταν εκεί, διαφωνούσαν έντονα, υποστηρίζοντας ότι η πίστη τους δε μπορούσε να περιπαίζεται. Έτσι, λοιπόν, άλλαξε γνώμη και ο κριτής και άρχισε, άλλοτε με κολακείες και άλλοτε με φοβέρες, να παρακινεί τον Αθανάσιο να αλλαξοπιστήσει, λέγοντας του πως ό,τι έκανε (την δήθεν ομολογία), το έκανε παρακινημένος από το Θεό. Γι’ αυτό και θα έπρεπε να φανεί συνεπής με το «σαλαβάτι» του, γιατί η οθωμανική πίστη δε ήταν δυνατόν να καταφρονείται. Ο Μάρτυρας, όμως, σταθερός στην πίστη του, δεν ανταποκρίθηκε στις προτροπές του εμίρη ούτε δείλιασε μπροστά στις φοβέρες του. Τότε εκείνος διέταξε να τον φυλακίσουν.
‘Ύστερα από αρκετές μέρες, απαίτησε να τον φέρουν και πάλι μπροστά του για να τον εξετάσει. Όταν διαπίστωσε, όμως, ότι ο Αθανάσιος παρέμενε σταθερός και αμετακίνητος, εξ έδωσε τελικά εναντίον του καταδικαστική απόφαση. Έτσι τον παρέλαβαν οι δήμιοι και τον κρέμασαν έξω από την πόλη ( στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσι που φέρει το όνομά του, στο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής). Με αυτό τον τρόπο μαρτύρησε ο Άγιος Αθανάσιος, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1774, σε ηλικία μόλις 25 ετών. Η μνήμη του όμως στον τόπο του μαρτυρίου του τιμάται την παραμονή , 7 Σεπτεμβρίου , για να μή συμπίπτει με τη μεγάλη Θεομητορική εορτή του Γενεσίου της Υπεραγίας Θεοτόκου.