Άγιοι Εφραίμ, Βασιλεύς, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπιδίος, Καπίτων και Αιθέριος .
Eις τον Eφραίμ.Μὴ τὴν κεφαλὴν τοῖς ἀγάλμασι κλίνων,Ἐφραὶμ ἀγάλλῃ, τῇ τομῇ ταύτην κλίνων.
Eις τον Bασιλέα.Συρεὶς Βασιλεὺς χερσὶ δεισιδαιμόνων,Χεῖρας διασπᾷ δεισιδαίμονος πλάνης.
Eις τον Eυγένιον, Aγαθόδωρον, και Eλπίδιον.τριὰς σύναθλος τοῦ Προφήτου τὸν λόγων,«Εἰς μάστιγας δέδωκα τὸν νῶτον», λέγει.
Eις τον Kαπίτωνα.Ἐπῆρε χεῖρας εἰς προσευχὴν ΚαπίτωνΚαὶ πρὸς Θεὸν μετῆρεν ἐξάρας πόδας.
Eις τον Aιθέριον.Ἐκ τοῦ ποταμοῦ πρὸς Θεὸν χωρεῖς Πάτερ,Τὸν ἐν ποταμῷ σαρκικῶς λελουμένον.Ἑβδομάτῃ πατέρας μόρος ἥρπασεν ἑπτὰ ἀριθμῷ.
Βιογραφία
Επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Έρμων (300-314 μ.Χ.) απέστειλε στη Σκυθία τον Επίσκοπο Άγιο Εφραίμ και στη Χερσώνα τον Επίσκοπο Άγιο Βασιλέα, με σκοπό την διάδοση του Χριστιανισμού. Ο Άγιος Βασιλέας επειδή κήρυττε τον Χριστό, εκδιώχθηκε από τους ειδωλολάτρες. Όμως και πάλι προσκλήθηκε από τον ηγεμόνα του τόπου και ανέστησε, κατά τον Συναξαριστή, τον υιό του. Από το γενόμενο θαύμα και ο άρχοντας και πλήθος λαού πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Οι ειδωλολάτρες όμως εξεμάνησαν και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν και τον έσυραν από τα πόδια, και συρόμενος πέθανε.Αλλά και ο Άγιος Εφραίμ, ενώ δίδασκε το Ευαγγέλιο, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και αποκεφαλίσθηκε.Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Βασιλέως απεστάλησαν στη Χερσώνα οι Επίσκοποι Αγαθόδωρος, Ελπίδιος και Ευγένιος ως κήρυκες του Ευαγγελίου και της πίστεως, αλλά και αυτοί φονεύθηκαν από τους άπιστους.Στην συνέχεια απεστάλη υπό του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ο Επίσκοπος Αιθέριος, ο οποίος μόλις είδε τον εθνικό λαό εξαγριωμένο, κατέφυγε στον Μέγα Κωνσταντίνο και ζήτησε την απέλαση των ειδωλολατρών από τη Χερσώνα, πράγμα το οποίο έγινε. Αφού δε ο Άγιος ανήγειρε εκεί ναό, μετέβη στον βασιλέα, για να τον ευχαριστήσει. Όμως κατά την επιστροφή του τον συνέλαβαν και τον έπνιξαν στον ποταμό Δούναβη.Οι Χριστιανοί της Χερσώνας ζήτησαν τότε από τον Μέγα Κωνσταντίνο να τους στείλει έναν άλλο Αρχιερέα και έτσι στάλθηκε σε αυτούς ο Άγιος Καπίτων. Οι ειδωλολάτρες όμως ζήτησαν από τον Άγιο Καπίτων να τους κάνει ένα θαύμα ώστε να δουν ποια είναι η αληθινή πίστη. Ο Άγιος Καπίτων τότε, αφού φόρεσε τα αρχιερατικά του άμφια, έκανε το σημείο του Σταυρού και μπήκε μέσα σε μια αναμμένη κάμινο. Αφού έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, βγήκε αβλαβής και άφλεκτος. Βλέποντας αυτό το θαύμα οι ειδωλολάτρες, βαπτίστηκαν και αυτοί Χριστιανοί.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπτάριθμος σύλλογος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγώσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεὺς τε, σὺν Ἐφραὶμ Αἰθερίω, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ ἰκεσίαις, πάντας ἐλέησαν.
Ἕτερον ἈπολυτίκιονἮχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς βασιλείας τά σκηπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
ΚοντάκιονἮχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχάς τῆς φύσεως.
Ὥσπερ ἀστέρες ἄδυτοι, τῆς νοητῆς ἐλλάμψεως, τούς ἐν νυκτί τῆς ἀπάτης καθεύδοντας, υἱούς φωτός ἐδείξατε, Εὐγένιε καί Καπίτων, Ἀγαθόδωρε Βασιλεῦ καί Αἰθέριε, Ἐφραίμ σύν Ἐλπιδίῳ, ἀθλήσαντες ὡς ἀήττητοι.
ΚάθισμαἮχος γ’. Τὴν Ὡραιότητα.
Μύρῳ τῆς χάριτος ἱερατεύσαντες, ποιμένες ὤφθητε λαοῦ θεόφρονος, καὶ ὡς ἀρνία καθαρά, τυθέντες προσηνέχθητε, Λόγῳ Ἀρχιποίμενι, τῷ τυθέντι ὡς πρόβατον, Μάρτυρες Πανεύφημοι, καὶ φωστῆρες παγκόσμιοι· διὸ πανηγυρίζομεν πάντες, πόθῳ τὴν θείαν μνήμην ὑμῶν.
Βίος Οσίου Παύλου του Απλού
Ήταν γεωργός
Ο Όσιος Παύλος, ο οποίος ονομάσθηκε Απλούς, ήταν Αιγύπτιος κατά το γένος, σύγχρονος του του Μεγάλου Αντωνίου. Το επάγγελμα του ήταν γεωργός. Ο Όσιος Παύλος ήταν
υπερβολικά απλός στους τρόπους του και άκακος τόσο ώστε κανείς άλλος δεν μπορούσε να τον ξεπεράσει. Είχε όμως ο ευλογημένος γυναίκα κακότροπη και μοιχαλίδα,
η οποία ήταν μοιχός επί πολλά χρόνια, κρυβόταν όμως από τον Όσιο.
Συλλαμβάνει την γυναίκα του να μοιχεύεται
Μια μέρα συνέπεσε να έλθει ο Όσιος στο σπίτι του νωρίτερα από την συνήθη ώρα της επιστροφής του από τον αγρό και βρήκε την γυναίκα του να μοιχεύεται. Τότε αφού γέλασε
σεμνά είπε προς την μοιχαλίδα. «Καλά, δεν με ενδιαφέρει πλέον τίποτε. Όμως από τώρα και στο εξής δεν θέλω να σε δω με τα μάτια μου». Προς δε τον μοιχό είπε. «Να έχεις
την γυναίκα μου αυτή από τώρα συ, καθώς και τα παιδιά της, εγώ δε θα πάω να γίνω Μοναχός».
Στον Μέγα Αντώνιο
Έφυγε τότε και πήγε στον Μεγάλο Αντώνιο και αφού κτύπησε την πόρτα του, βγήκε ο Μέγας Αντώνιος και του λέει. «Ποιος είσαι, αδελφέ, και τι ζητάς εδώ;». Ο Παύλος απάντησε.
«Ξένος είμαι και ήλθα σε σένα, για να γίνω Μοναχός». Λέγει ο Όσιος Αντώνιος. «Εξήντα ετών γέρος δεν μπορείς να γίνεις Μοναχός, ούτε μπορείς να υπομένεις τις θλίψεις και τις
δυσκολίες της ερήμου. Αλλά εάν θέλεις, πήγαινε στο κοινόβιο, για να βρεις εκεί και σωματικά αγαθά πλούσια και να περάσεις την ζωή σου χωρίς κόπο με τους κοινοβιάτες
μοναχούς, διότι οι αδελφοί θα μπορέσουν να βοηθήσουν την αδυναμία σου. Εγώ εδώ κάθομαι μόνος μου και τρώγω άρτο κάθε πέντε μέρες και αυτό με οικονομία». Ο μακάριος
Παύλος όμως δεν ήθελε να ακούσει τον Γέροντα, αλλά φρόντιζε να γίνει δεκτός για να συγκατοικήσει μαζί του.
Ο Μέγας Αντώνιος προσπαθεί να τον διώξει
Βλέποντας ο Αντώνιος ότι δεν μπορούσε να τον διώξει, έκλεισε την πόρτα του σπηλαίου και τον άφησε έξω τρεις μέρες, χωρίς να βγει έξω να τον δει. Ο δε Παύλος έμεινε
νηστικός, αλλά δεν έφευγε. Την δε τετάρτη ημέρα έχοντας κάποια ανάγκη ο Μέγας Αντώνιος, άνοιξε την πόρτα του σπηλαίου και όταν βρήκε έξω τον Παύλο του λέγει: «Φύγε
γέροντα, από δω και μη με πιέζεις διότι δεν μπορείς να μείνεις μαζί μου». Ο Παύλος τότε απάντησε: «Είναι αδύνατον να πάω σε άλλο μέρος». Όταν λοιπόν είδε ο θείος
Αντώνιος, ότι δεν είχε ούτε δισάκκι, ούτε ψωμί, ούτε κάτι άλλο, του λέγει: «Εάν κάνεις υπακοή και εκτελείς χωρίς κόπο και αγόγγυστα τις εντολές μου, γνώριζε ότι και εδώ μπορείς
να σωθείς. Εάν όμως δεν κάνεις ότι σου λέω, γιατί να κουρασθείς μάταια και δεν πηγαίνεις από εκεί που ήλθες;». Απάντησε ο μακάριος Παύλος και είπε: «Όσα με προστάζεις,
θα τα εκτελώ πρόθυμα».
Τότε είπε προς αυτόν αυστηρά ο Αντώνιος: «Στάσου και προσευχήσου, μέχρις ότου έλθω από το σπήλαιο και σου φέρω εργόχειρο». Όταν μπήκε ο Αντώνιος στο σπήλαιο,
έβλεπε έξω, από μια μικρή τρύπα τον Παύλο, ο οποίος στεκόταν ακίνητος και προσευχόταν. Μετά από μερικές η μέρες και αφού είχε ξηρανθεί ο Παύλος από τον καύσωνα του
ήλιου, βγήκε ο Αντώνιος από το σπήλαιο και αφού έβρεξε λωρίδες από φύλλα φοινίκων, λέγει προς τον Παύλο: «Πάρε αυτά και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις και εμένα να πλέκω».
Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος μέχρι την ενάτη ώρα δέκα πέντε οργυιές με πολύ κόπο.
Ο Όσιος Παύλος αντέχει και άλλη δοκιμασία
Τότε του λέγει ο Αντώνιος: «Κακώς έπλεξες την σειρά, χάλασε την λοιπόν και πλέξτην πάλι από την αρχή». Ήταν δε ο Παύλος νηστικός επτά μέρες. Αυτά τα έκανε ο Αντώνιος,
για να τον στενοχωρήσει και να φύγει. Ο Παύλος όμως με ανεξικακία, αλλά και με ενδιαφέρον, χάλασε την σειρά και την έπλεξε πάλι από την αρχή χωρίς γογγυσμό. Βλέποντας
αυτό ο Άγιος Αντώνιος εξεπλάγει. Αφού τον συμπόνεσε, κατά την δύση του ηλίου του λέγει: «θέλεις να φάμε άρτο;». Ο Παύλος απάντησε. «Όπως νομίζεις κάνε». Αυτός ο λόγος
περισσότερο συγκίνησε την καρδιά του Αντωνίου.
Αφού λοιπόν ετοίμασε την τράπεζα, τοποθέτησε σε αυτή τέσσερα τεμάχια άρτου, κάθε ένα των οποίων ζύγιζε σαράντα οκτώ δράμια και το μεν ένα από αυτά το έβρεξε για τον
εαυτό του, τα δε άλλα τρία για τον Παύλο. Άρχισε αμέσως ο Μέγας Αντώνιος να λέγει κάποιο ψαλμό. Για να δοκιμάσει δε και σε αυτό τον Παύλο, έψαλλε δύο φορές τον ίδιο
ψαλμό. Αλλά ο Παύλος προσευχόταν με μεγαλύτερη προθυμία από τον Αντώνιο. Τότε ο Αντώνιος λέγει. «Παύλε, κάθησε μεν στην τράπεζα αλλά μη τρώγης, βλέπε μόνον και
πρόσεχε αυτά τα οποία έχουν παρατεθή». Επειδή δε ο Παύλος και αυτό έκανε με προθυμία, του λέγει ο Αντώνιος. «Σήκω από το τραπέζι κάνε την προσευχή σου και πήγαινε
να κοιμηθής». Ο δε Παύλος, χωρίς να φάη καθόλου άρτο, έκανε όπως διατάχθηκε και κοιμήθηκε. Τα μεσάνυκτα δε σηκώθηκε ο θείος Αντώνιος για προσευχή, σήκωσε δε και
τον Παύλο και παρέτεινε την προσευχή μέχρι την ενάτη ώρα της ημέρας εκείνης. Όταν δε νύκτωσε, ετοίμασε ο Αντώνιος τράπεζα και άρχισε να ψάλλη και να προσεύχεται.
Του αρκεί ένας άρτος
Αφού λοιπόν προσευχήθηκαν, κάθισαν στην τράπεζα και ο μεν θείος Αντώνιος έφαγε τον ένα τεμάχιο και άλλο δεν ακούμπησε, ο δε Παύλος επειδή έτρωγε πιο αργά, είχε,
ακόμη υπόλοιπο από το πρώτο τεμάχιο. Αφού δε το έφαγε όλο, λέγει προς αυτόν ο Μέγας Αντώνιος. «Φάγε, πάτερ, και άλλο κομμάτι». Αποκρίθηκε ο Παύλος. «Εάν φας εσύ,
τότε θα φάω και εγώ». Λέγει ο θείος Αντώνιος: «Σε μένα είναι αρκετό το ένα τεμάχιο, διότι είμαι Μοναχός». Απάντησε ο Παύλος. «Επειδή λοιπόν πρόκειται να γίνω Μοναχός,
είναι αρκετό και σε μένα το ένα τεμάχιο». Έτσι, αφού σηκώθηκαν και οι δύο έψαλλαν, και αφού κοιμήθηκαν λίγο, πάλι σηκώθηκαν και οι δύο και έψαλλαν, μέχρις ότου ξημέρωσε.
Έπειτα ο Άγιος Αντώνιος έστειλε το Παύλο στην έρημο να περπατήσει τρεις μέρες και κατόπιν να επιστρέψει.
Υπηρετεί τους αδελφούς
Αφού λοιπόν επέστρεψε, ήλθαν μερικοί αδελφοί στον Αντώνιο. Πρόσεχε τότε ο Παύλος ποια εντολή επρόκειτο να δώσει ο Αντώνιος. Ο δε θείος Αντώνιος αφού γέλασε λίγο,
λέγει προς τον Παύλο. «Υπηρέτησε τους αδελφούς χωρίς να μιλήσεις και να μη γευθείς τίποτα μέχρις να αναχωρήσουν». Αφού δε πέρασαν ακόμη τρεις μέρες, κατά τι οποίες ο
μακάριος Παύλος εκτελούσε την εντολή, χωρίς να πει κανένα λόγο και χωρίς να γευθεί ούτε ελάχιστη τροφή, τον ρώτησαν οι αδελφοί. «Γιατί δεν μιλάς;». Επειδή δε ο Παύλος δεν
απαντούσε, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος. «Μίλησε στους αδελφούς». Τότε ο Παύλος τους μίλησε.
Όταν πλέον είδε ο Μέγας Αντώνιος, ότι ο Παύλος χωρίς γογγυσμό και χωρίς δισταγμό εκτελούσε κάθε εντολή του, του λέγει. «Πρόσεχε, αδελφέ, και αν μπορείς να κάνεις έτσι
κάθε μέρα, μείνε μαζί μου, εάν δεν μπορείς, πήγαινε εκεί, από όπου ήλθες». Απάντησε τότε ο Παύλος προς τον Αντώνιο. «Αν έχεις να διατάξεις τίποτα περισσότερο από ότι
διέταξες μέχρι τώρα, δεν γνωρίζω. Όλα όμως όσα μέχρι τώρα με διέταξες να κάνω, όλα τα έκανα με όση προθυμία μπορούσα».
Έγινε τέλειος Μοναχός και μένει μόνος του
Τόση δε υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος Παύλος, ώστε για τις αρετές του αυτές αξιώθηκε από τον Θεό να αποκτήσει δύναμη για να διώχνει τα δαιμόνια. Αυτό όταν
το πληροφορήθηκε από τον Θεό ο Μέγας Αντώνιος, κράτησε μαζί του τον μακάριο Παύλο, για λίγο ακόμη διάστημα, όταν δε έκρινε τον καιρό κατάλληλο, του είπε: «Εν ονόματι
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγινες πλέον τέλειος Μοναχός. Με τη χάρη λοιπόν και την οδηγία του Κυρίου, σου κτίζω κελί ξεχωριστό, τρία έως τέσσερα μίλια μακρυά από το
δικό μου, σ’ αυτό δε να κατοικήσεις με το έλεος του Θεού, ο οποίος θα σου δώσει δύναμη και βοήθεια να πολεμήσεις προς τις ενέργειες του δαίμονα». Αφού λοιπόν έμεινε
μόνος του ο τρισόβλιος Παύλος ο Απλούς, ένα ολόκληρο έτος, αξιώθηκε από το Θεό να κάνει θαύματα, διώκοντας δαιμόνια και απομακρύνοντας κάθε ασθένεια, αγωνιζόμενος
με κάθε τελειότητα τον δρόμο της ασκήσεως.
Ο Μέγας Αντώνιος πηγαίνει τον δαιμονισμένο στον Παύλο
Κάποια μέρα έφεραν στον Μέγα Αντώνιο ένα νέον ο οποίος είχε ένα φοβερό και αγριώτατο δαιμόνιο, τον άρχοντα των δαιμονίων, ο οποίος τολμούσε να βλασφημεί στον ουρανό.
Τούτον όταν τον είδε ο Άγιος, είπε σε εκείνους που τον έφεραν. «Δεν είναι δική μου η υπηρεσία αυτή. Διότι δεν μου δόθηκε ακόμη η χάρι να διώκω το εξουσιάζον τάγμα των
δαιμονίων. Τούτο το χάρισμα έχει δοθή από τον Θεό στον Παύλο τον Απλού». Αφού είπε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, τους οδήγησε στον μακάριο Παύλο, προς τον οποίο, όταν
έφθασαν, είπε αυτά: «Αββά Παύλε, διώξε το δαιμόνιο από αυτόν τον άνθρωπο για να πάει στο σπίτι του υγιής και να ευχαριστεί και να δοξάζει τον Θεό». Ρώτησε τότε ο Παύλος:
«Γιατί, Αββά, δεν το διώχνεις εσύ;» Απάντησε ο Αντώνιος: «Δεν έχω καιρό, επειδή είμαι απασχολημένος με άλλη υπηρεσία». Αυτά αφού είπε ανεχώρησε για το κελί του.
Ο δαίνομας αυθαδειάζει κατά του Οσίου Παύλου
Σηκώθηκε λοιπόν ο μακάριος και απλούστατος Παύλος έκαμε θερμή προσευχή προς τον Θεό και μετά την προσευχή είπε και έφεραν μπροστά του τον δαιμονιζόμενο. Λέγει δε
τότε προς αυτόν. «Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγεις από τον άνθρωπο». Απεκρίθει το ακάθαρτο πνεύμα με αυθάδεια. «Δεν αναχωρώ, κακόγηρε». Τότε ο Παύλος
έλαβε το κάτω μέρος του ενδύματος του και κτυπούσε με αυτό την πλάτη του δαιμονιζομένου λέγοντας. «Ο Αββάς Αντώνιος είπε να βγεις έξω». Ο δε δαίμονας περιγελούσε
περισσότερο τον Αντώνιο και τον Παύλο λέγοντας: «Σεις οι πολυφάγοι, οι μάταιοι, οι αχόρταγοι, σεις όπου δεν ευχαριστιώσασθε με τα δικά σας, αλλά αρπάζετε και τα ξένα, τι
έχετε, κακόγεροι, με μας; Γιατί μας βασανίζετε;». Είπε αυστηρά ο Παύλος: «Αναχωρείς δαίμονα, ή να πάω να το πω στον Χριστό; Εκείνος τότε θα σε τιμωρήσει, ταλαίπωρε,
σκληρά για την αυθάδειά σου». Ο δαίμονας όμως κακολογούσε και τον Ιησού φωνάζοντας ότι δεν αναχωρεί.
Με αυτό το πείσμα του δαίμονα επειδή λυπήθηκε ο μακάριος Παύλος, βγήκε από το κελί του και στάθηκε απέναντι από τον ήλιο, ο οποίος καίει εκεί στην Αίγυπτο, όπως έκαιγε
το καμίνι της Βαβυλώνας. Στάθηκε λοιπόν μεσημέρι ο Όσιος σαν ακίνητος στύλος, προσευχόμενος και έλεγε. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Εσύ που σταυρώθηκες επί Ποντίου Πιλάτου,
Εσύ γνωρίζεις, ότι ούτε από τον τόπο τούτο αναχωρώ, ούτε τρώγω, ούτε πίνω, έως ότου να αποθάνω, αν δε με ακούσεις τώρα, να διώξεις αυτόν τον δαίμονα από το πλάσμα
σου, και να το ελευθερώσεις από το ακάθαρτο πνεύμα».
Δεν είχε ακόμη τελειώσει την προσευχή του ο ταπεινότατος και άκακος Παύλος και έβγαλε φωνή μεγάλη το δαιμόνιο, λέγοντας. «Φεύγω, φεύγω. Βγαίνω με τη βία, διότι
διώχνομαι βασανιζόμενος. Φεύγοντας δε από τον άνθρωπο αυτό ποτέ πλέον δεν θα ξαναπλησιάσω σε αυτόν. Η ταπείνωση και η απλότητα του Παύλου με διώχνει και δεν
γνωρίζω που να κατοικήσω». Αμέσως τότε, βγήκε ο δαίμονας και μετασχηματίσθηκε σε φοβερό δράκοντα έχοντας μήκος μέχρι εβδομήντα πήχες. Εσύρετο δε προς την
Ερυθρά Θάλασσα.
Τόση μεγάλη χάρη δόθηκε στον Όσιο Παύλο μέσα σε λίγο καιρό, λόγω της πραότητας και της ακακίας όπου είχε.
Ονομάσθηκε Απλός
Αυτά είναι τα έργα και οι αρετές του μακαρίου και oσιωτάτου Παύλου του πράου και ταπεινού. Ονομάσθηκε δε απλός και άκακος από όλη την αδελφότητα της ερήμου.
Αφού δε άξια υπηρέτησε τον Θεό, απήλθε εις τας αιωνίους μονάς σε βαθιά γεράματα.