6 Μαρτίου μνήμη των Αγίων Τεσσαράκοντα Δύο Μαρτύρων των εν Αμορίω
Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες οι εν Αμορίω
Eπταπλαρίθμως συντεθειμένον φέρει,Tον έξ αριθμόν η τετμημένη φάλαγξ.Tεσσαράκοντα κάρηνα δυοίν άμα έκτη εκάρθη.
Τὴν ἑξάριθμον συντεθειμένην φέρει,Σὺν ἑπταρίθμῳ ἡ τετμημένη φάλαγξ.
Τεσσαράκοντα κάρηνα δυοῖν ἅμα ἕκτῃ ἐτμήθη.
Βιογραφία
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια της βασιλείας του Θεοφίλου του εικονομάχου (829 – 842 μ.Χ.) και ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες, πλούσιοι και ευγενείς.Ο Άγιος Θεόδωρος ήταν στρατηγός και πρωτοσπαθάριος, ο Άγιος Θεόφιλος στρατηγός και πατρίκιος, ο Άγιος Κάλλιστος τουρμάρχης, ο Άγιος Κωνσταντίνος δρουγγάριος, ο Άγιος Βασσόης δρομεύς, οι Άγιοι Μελισσηνός και Αέτιος στρατηγοί, ο Άγιος Κρατερός ευνούχος, ο άλλος Άγιος Κρατερός στρατηγός και ο Άγιος Κύριλλος επίσης στρατηγός.Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε από την Συρία ο Αμηράς με αναρίθμητο στρατό, κατά των ανατολικών μερών της επικράτειας των Ρωμαίων, απεστάλησαν από τον βασιλέα στρατιώτες, για να προστατέψουν την πόλη του Αμορίου, πρωτεύουσας της Φρυγίας.Και όταν είδαν το άπειρο πλήθος των Σαρακηνών, εισήλθαν στο εσωτερικό μέρος του κάστρου αγωνιζόμενοι με καρτερία. Εκεί, αφού συνελήφθησαν, το έτος 838 μ.Χ., από τον χαλίφη Μοτασέμ, οδηγήθηκαν εις Σάμαρα της Μεσοποταμίας και κλείσθηκαν στη φυλακή.Ο χαλίφης τους υποσχέθηκε να τους αποκαταστήσει στα αξιώματά τους, εάν αλλαξοπιστήσουν και γίνουν Μωαμεθανοί. Όμως οι Άγιοι Μάρτυρες αρνήθηκαν με γενναιότητα και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Και αφού υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και απάνθρωπα βασανιστήρια, αποκεφαλίσθηκαν, το έτος 842 μ.Χ. και έτσι σφράγισαν την ομολογία τους για τον Χριστό με το αίμα τους.Ναό επ’ ονόματι των Αγίων τεσσαράκοντα δύο τούτων Μαρτύρων ανήγειρε στο παλάτι των Πηγών ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ (976 – 1025 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.
ΚοντάκιονἮχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς νεοφανεῖς, ὁπλίτας τῆς Πίστεως, ὡς ὑπὲρ Χριστοῦ, προθύμως ἐναθλήσαντας, ἐγκωμίων στέμμασιν, ἐπαξίως πάντες στεφανώσωμεν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύοντας Χριστῷ, ὡς πύργους καὶ φυλακας τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς.
Ἕτερον ΚοντάκιονἮχος δ´. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ ἐν τῇ γῇ διά Χριστόν ἠθληκότες, ἀναδειχθέντες εὐσεβεῖς στεφανῖται, τούς οὐρανούς ἐλάβετε οἰκεῖν ἐν χαρᾷ· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελόντες, πόνοις καί τοῖς αἵμασι, τῶν ὑμῶν αἰκισμάτων, τοῖς εὐφημοῦσιν ἄνωθεν ἀεί, ἁμαρτημάτων τήν λύσιν βραβεύετε.
ΚάθισμαἮχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀπαχθέντες δεσμῶται ὑπὸ ἐχθροῦ, καὶ φρουρᾷ συγκλεισθέντες χρόνοις πολλοῖς, τῇ πίστει φρουρούμενοι, ἀσινεῖς διεμείνατε, καὶ τῷ ξίφει λυθέντες, τοῦ σώματος Ἅγιοι, τῷ ἐνθέῳ πόθῳ σαφῶς συνεδέθητε· ὅθεν ὡς φωστῆρες, διελάμψατε κόσμῳ, τοὺς πάντας φωτίζοντες, τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, Ἀθλοφόροι μακάριοι· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ἕτερον ΚάθισμαἮχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Συμπεφραγμένοι ἀνδρικῶς πρὸς ἀνόμους, συντεταγμένοι λογικῶς πρὸς ἀθέους, τὴν πανοπλίαν ἤρασθε Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· πίστιν μὲν ὡς μάχαιραν, ἐπὶ χεῖρα λαβόντες, ἀσπίδα τὴν ἐλπίδα δέ, τεθεικότες ἐπ’ ὤμων, καὶ τῆς ἀγάπης θώρακα σαφῶς, ἐνδεδυμένοι, ἐχθροὺς ἐτροπώσασθε.