Βιογραφία
Ο Όσιος Ιλαρίων γεννήθηκε το 775 μ.Χ. και καταγόταν από την Καππαδοκία. Οι γονείς του, Πέτρος που ήταν προμηθευτής άρτου των ανακτόρων και Θεοδοσία, ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι και γαλούχησαν τον μικρό γιο τους με τα νάματα της ορθόδοξης πίστης. Όταν ενηλικιώθηκε, ποθώντας το δρόμο της αρετής και της άσκησης πήγε στο μοναστήρι της Ξηρονησίας, στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στην άσκηση, την αυστηρή νηστεία, τη σιωπή και την μελέτη των Θείων Γραφών. Αργότερα πήγε στη Μονή Δαλμάτων, όπου και έγινε μεγαλόσχημος. Εκεί παρέμεινε μία δεκαετία σαν κηπουρός και γρήγορα έγινε παράδειγμα άσκησης, ταπεινοφροσύνης και μεγαθυμίας για όλους τους αδελφούς, οι οποίοι παμψηφεί τον ανέδειξαν ηγούμενο της Μονής. Όταν ξέσπασε η θύελλα της Εικονομαχίας ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος, με τον ασεβή πατριάρχη Θεόδοτο το Μελισσηνό, προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να κάμψουν το αγέρωχο φρόνημα του Οσίου. Εκείνος όρθωσε το πνευματικό του ανάστημα και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Τότε άρχισε ο απηνής διωγμός του. Επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, υπέστη αγόγγυστα και με θαυμαστή καρτερία περιορισμούς σε απομακρυσμένες Μονές, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς και εξορίες. Άντεξε όμως, όλες τις ταλαιπωρίες «ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού», ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον δωρεοδότη Κύριο, πού τον αξίωσε να μείνει αλύγιστος στις επάλξεις του αγώνα. Μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, επέστρεψε στη Μονή του, έζησε τρία ακόμη χρόνια και εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία 70 ετών, το 845 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰλαρίων τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῶν λόγων τοῦ Κυρίου τὴν χάριν γεωργήσας, ἤνθησας καθάπερ ἔλαια, παμμάκαρ Ἰλαρίων, ἐλαίω τῶν θείων ἀρετῶν, καὶ τῆς ὁμολογίας σου σοφέ, ἰλαρύνων τᾶς καρδίας καὶ τᾶς ψυχᾶς, τῶν πίστει σοὶ ἐκβοώντων δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντη, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Πυρὶ προσομιλῶν, οὐδαμῶς κατεφλέχθης, Ἰλάριε σοφέ, ἀθλητὰ γενναιόφρον, τὴν δρόσον γὰρ ἐκέκτησο, τοῦ Θεοῦ ἀναψύχουσαν, ὅθεν ἤνυσας, τοὺς ὑπὲρ φύσιν ἀγώνας, ἀγαλλόμενος, μετὰ Ὁσίων θεόφρον, μεθ᾽ ὧν ἡμῶν μνήσθητι.