5 Φεβρουαρίου μνήμη της Αγίας παρθενομάρτυρος Αγάθης και του Αγίου ενδόξου νεομάρτυρος Αντωνίου του Αθηναίου
Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΘΗ
Η Αγία Μάρτυς Αγάθη καταγόταν από την Κατάνη της Σικελίας.Το λατινικό Μαρτύριον, που είναι αρχαιότερο, όπως και το Εγκώμιον, που συνέταξε ο Πατριάρχης Μεθόδιος, δεν αναφέρουν την ιδιαίτερη πατρίδα της.Αντίθετα ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει ότι τόπος καταγωγής της Αγίας ήταν το Παλέρμο. Την πληροφορία αυτή υιοθέτησαν αβασάνιστα και οι υπόλοιποι Συναξαριστές, επώνυμοι και ανώνυμοι.Την καταγωγή της Αγίας Αγάθης από την πόλη της Κατάνης ενισχύει και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Άργους, στο Εγκώμιον που έγραψε για τον σικελικής καταγωγής, από την πόλη της Κατάνης, Επίσκοπο Μεθώνης Αθανάσιο.Ο Άγιος Πέτρος αναφέρει μάλιστα ότι στην πόλη αυτή η Αγία γεννήθηκε, ανατράφηκε και μαρτύρησε.
Η Αγία Αγάθη προερχόταν από ευγενική και εύπορη οικογένεια.Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες και πρέπει να τους έχασε σε μικρή ηλικία. Όμως η Αγία από παιδί έβαλε στην καρδιά της τον Χριστό και αφιερώθηκε στην Εκκλησία.
Η Αγία Αγάθη μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Το μαρτύριο της Αγίας άρχισε όταν ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Πρώτα ασκήθηκε σε αυτήν ένας ψυχικός βιασμός, που είχε διάρκεια τριάντα ημέρες, χωρίς όμως να την κάμψει. Βλέποντας ο έπαρχος της Σικελίας Κυντιανός, άνθρωπος με άγρια ένστικτα, την σταθερότητα της Αγίας, προσπάθησε να μεταστρέψει το φρόνημά της ώστε να θυσιάσει στους θεούς.Ύστερα την παρέδωσε σε κάποια άπιστη γυναίκα, που την ονόμαζαν Αφροδισία και τις θυγατέρες της, για να την πείσουν να αρνηθεί την πίστη της στον Κύριο.
Όταν άκουσε ο Κυντιανός από την Αφροδισία ότι η Αγία Αγάθη παρέμενε άκαμπτη, πλημμύρισε από οργή. Διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και άρχισε πάλι τις απειλές.Στον διάλογο που ακολούθησε, η Αγία υποστήριξε με πνευματική ανδρεία και παρά το νεαρό της ηλικίας της, ότι είναι δούλη Χριστού.Κατηγόρησε ευθέως τον έπαρχο ότι πιστεύει σε ξόανα και, μάλιστα, αναρωτήθηκε, πως ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος παρουσιάζεται με την πίστη του τόσο ανόητος. Ο έπαρχος, μόλις άκουσε αυτό, ράπισε την Αγία και διέταξε να την κρεμάσουν και να την λογχίσουν. Παρά τους φρικτούς πόνους, η Αγία Αγάθη εξακολουθούσε να ομολογεί την πίστη της στον Χριστό και να δηλώνει ότι τα βασανιστήρια της προξενούν χαρά, γιατί είναι πρόσκαιρα. Ο Κυντιανός, έξαλλος από οργή, διέταξε να τον αποκόψουν τον μαστό. Ύστερα από την φρικώδη αυτή πράξη την οδήγησαν στη φυλακή.
Μόλις πλησίασαν τα μεσάνυκτα, επισκέφθηκαν την Αγία ο Απόστολος Πέτρος, με μορφή γέροντα και ένας Άγγελος, με μορφή παιδιού, που κρατούσε λαμπάδα. Άπλετο φως πλημμύρισε το υγρό και σκοτεινό κελί της Αγίας. Ο Απόστολος γιάτρεψε τις πληγές της και αποκατέστησε τον κομμένο μαστό. Η πόρτα της φυλακής άνοιξε και οι λοιποί κρατούμενοι ωθούσαν την Αγία να αποδράσει. Αυτή, όμως, σκεπτόμενη από τη μια ότι θα τιμωρηθούν οι δεσμοφύλακες αν δραπετεύσει και από την άλλη ότι έπρεπε να υπομείνει το μαρτύριο, δεν έφυγε από το δεσμωτήριο.
Την τέταρτη ημέρα, ο Κυντιανός την προσάγει στο δικαστήριο. Εκεί της επαναλαμβάνει ότι αν δεν υπακούσει στο αυτοκρατορικό διάταγμα και δεν θυσιάσει στους θεούς, θα θανατωθεί. Καμιά όμως απειλή δεν έκαμψε την Αγία. Ομολόγησε και πάλι την πίστη της στον Χριστό και επέδειξε τις θεραπευμένες πληγές της. Ο απάνθρωπος τότε έπαρχος διέταξε να ρίξουν γυμνή την Αγία πάνω σε αιχμηρά κεραμίδια, που πάνω τους έκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμός έγινε στην πόλη της Κατάνης και προξένησε πολλές ζημιές. Ανάμεσα στα θύματα ήταν ο σύμβουλος του έπαρχου Σιλουανός και ο φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Κυντιανός διέταξε να μεταφέρουν την Αγία στη φυλακή. Μέσα στο δεσμωτήριο η Αγία προσευχήθηκε στον Κύριο και Τον ευχαρίστησε για τη δύναμη που της χάρισε. Και μόλις τελείωσε την προσευχή της, παρέδωσε το πνεύμα της. Ήταν το έτος 251 μ.Χ
Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στον έπαρχο. Στη συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας Αγάθης και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής: «Νους όσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και πατρίδος λύτρωσις».Οι παριστάμενοι είπαν ότι ο νεαρός εκείνος ήταν ο Άγγελος της Αγίας.
Ο λαός της Κατάνης τιμούσε και σεβόταν την Αγία. Ως ανταπόκριση στην τιμή αυτή, η Αγία Αγάθη έσωσε την πόλη της από τη φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας. Οι κάτοικοι της Κατάνης έτρεξαν στον τάφο της και αφού πήραν τη λάρνακα με το άγιο λείψανό της, την έστρεψαν προς την λάβα, που ζύγωνε την πόλη και έτσι αποσοβήθηκε η συμφορά.Το γεγονός αυτό συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της Αγίας.Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου. Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β (976-1025 μ.Χ.)και Κωνσταντίνου Η (1025-1028 μ.Χ.).
Απολυτίκιο. ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εύοσμον, της παρθενίας, νύμφη άφθορος, του Ζωοδότου, αναδέδειξαι Αγάθη πανεύφημε, των αγαθών την πηγήν γαρ ποθήσασα, μαρτυρικώς εν τω κόσμω διέπρεψας. Μάρτυς ένδοξε, λιταίς σου θείαις αγάθυνον, τους πόθω μεγαλύνοντας τους άθλους σου.
Κοντάκιον. Ήχος δ. Επεφάνης σήμερον.
Στολιζέσθω σήμερον, η Εκκλησία, πορφυρίδα ένδοξον, καταβαφείσαν εξ αγνών, λύθρων Αγάθης τής Μάρτυρος, Χαίρε, βοώσα, Κατάνης το καύχημα .
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἀντώνιος γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἀφανεῖς γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλομοίρα. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του, σὲ Τούρκους ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἀλβανία. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐπωλήθη ὑπὸ τῶν αὐθεντῶν του σὲ κάποιος Ἀγαρηνοὺς τῆς Πελοποννήσου, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀγόρασαν μὲ σκοπὸ νὰ τὸν βασανίσουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ἐπειδὴ δὲν κατάφεραν νὰ κάνουν τὸν Ἅγιο νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν πούλησαν σὲ ἄλλους σκληρότερος Τούρκους. Μεταπωληθεὶς πέντε φορὲς σὲ σκληρότερους αὐθέντες, σὲ διάφορους τόπους, παρέμενε πάντοτε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ γενναιότητα ψυχῆς πιστὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Τελικὰ ἀγοράσθηκε ἀντὶ 400 γροσσίων ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήριο ποὺ δούλευε ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ποὺ κάποτε στὸ παρελθὸν τὸν εἶχε ἀγοράσει ὡς δοῦλο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγόρησε ὅτι ἐνῶ εἶχε προηγουμένως δεχθεῖ, τώρα ἀποκήρυσσε τὸν Ἰσλαμισμό. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ Μουρὰτ Μουλάν, ὁ ὁποῖος μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς προσπάθησε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν νομίζεις ὅτι θὰ καταφέρεις νὰ μὲ ἀποτρέψεις ἀπὸ τὴν πίστη μου στὸν Χριστὸ μὲ τὰ φοβερίσματά σου. Γι’ αὐτὸ βασάνισε, μαστίγωσε καὶ κατατεμάχισε τὸ σῶμα μου καὶ ἐπινόησε καὶ κανέναν ἄλλον καινούργιο καὶ φοβερότερο θάνατο, ἐπειδὴ περισσότερο ὑπάρχει περίπτωση ἐσὺ νὰ γίνεις Χριστιανὸς παρὰ ἐγὼ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴν ὁμολογῶ Αὐτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀληθινὸ Θεό». Ὁ κριτὴς συγκινημένος ἀπὸ τὴν παρρησία τοῦ Νεομάρτυρα, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθωώσει. Ἐπειδὴ ὅμως, φοβήθηκε τοὺς ψευδομάρτυρες, τὸν ἀπέστειλε στὸν βεζίρη Μεχμὲτ Πασσᾶ, ἀφοῦ τοῦ διεμήνυσε τὰ περὶ τῆς ἀθωότητος τοῦ Ἁγίου. Ὁ βεζίρης, πεισθεῖς γιὰ τὴν ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν φυλακίσουν. Ὅμως τὸ μαινόμενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν σουλτάνο Χαμὶτ τὸν Α’ (1774 – 1789 μ.Χ.) γιὰ δωροδοκία καὶ ἔτσι ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυρας, ἀφοῦ διετράνωσε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό, δέχθηκε τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας, ἀποκεφαλισθεῖς τὸ ἔτος 1774 μ.Χ, ἡμέρα Τετάρτη, στὴν περιοχὴ Ἂκ – Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως