Ο Μωϋσής ο προφήτης και θεόπτης, ο υπέρτατος των φιλοσόφων και ο σοφώτατος των νομοθετών και ο αρχαιότερος, όλων των ιστοριογράφων, γεννήθηκε από τη φυλή του
Λευΐ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αμράμ και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το έτος 1571 π.Χ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα
του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα),
η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα».
Η ανατροφή του Μωϋσή
Ο Μωϋσής ανατρέφεται στα ανάκτορα του Φαραώ, όπου διδάχθηκε όλη τη φιλοσοφία των Αιγυπτίων επί 40 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως έμεινε πιστός στους ομοεθνείς του.
Αισθανόταν λύπη πραγματική και βαθειά, όταν έβλεπε να καταπιέζονται και να τυραννούνται οι Ισραηλίτες από τους Αιγυπτίους. Άνδρας τώρα πια ο Μωϋσής, όταν είδε ένα
Αιγύπτιο, να δέρνει άδικα ένα Εβραίο, αγανάκτησε. Κοίταξε γύρω του και όταν είδε ότι κανένας δεν τον έβλεπε, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έχωσε στην άμμο. Η πράξη αυτή του
Μωϋσή δεν έμεινε για πολύ καιρό κρυμμένη. Έγινε γνωστή και στον ίδιο τον βασιλέα, ο οποίος ζητούσε να θανατώσει τον Μωϋσή. Γι’ αυτό ο Μωϋσής φεύγει από το ανάκτορο
και από την πρωτεύουσα και έρχεται στη γη Μαδιάμ.
Ο Μωϋσής παντρεύεται
Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός
βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν
στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή
αδολεσχία του Θεού.
Ο Θεός αποκαλύπτεται στον Μωϋσή
Ο Μωϋσής καθώς έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του μια μέρα, ανέβηκε στο όρος Χωρήβ, πλησίον του Σινά. Έξαφνα βλέπει μια βάτο, που έβγαζε φλόγες, χωρίς να καίγεται
και να χωνεύεται. Πλησίασε λοιπόν κοντά να δη το περίεργο αυτό φαινόμενο, οπότε ακούει μια φωνή, που έβγαινε από μέσα από την πατουλιά και έλεγε: «Μωϋσή, Μωϋσή. Μη
πλησιάσεις, διότι είναι τόπος ιερός, άγιος. Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ». Ο Μωϋσής φοβήθηκε και σκέπασε το πρόσωπό του. Πάλι ο Κύριος είπε
προς τον Μωϋσή «Είδα τα δεινά του λαού μου στην Αίγυπτο και θέλω να τους ελευθερώσω και να τους οδηγήσω σε γη αγαθή, που τρέχει γάλα και μέλι. Στη γη Χαναάν. Πήγαινε,
λοιπόν στο Φαραώ και ζήτησε την άδεια να βγάλεις τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο». Ο Μωϋσής με την ταπεινοφροσύνη του φοβήθηκε να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο έργο.
Αλλά ο Κύριος του έδωσε θάρρος και του είπε ότι θα είναι μαζί του. Ο Μωϋσής όμως δίσταζε ακόμη, γιατί ήταν βραδύγλωσσος και δεν είχε δυνατή φωνή. Αλλά ο Κύριος και πάλι
τον ενθάρρυνε και του είπε ότι θα του δώσει βοηθό τον αδελφό τον Ααρών. Ο Μωϋσής υπάκουσε. Ο Αφού παρέλαβε τον αδελφό του τον Ααρών, ήλθε στην Αίγυπτο και
διηγήθηκε στους Ισραηλίτες τον σκοπό για τον οποίον ήλθε.
Ο Μωϋσής στον Φαραώ
Παρουσιάστηκαν λοιπόν ο Μωϋσής με τον Ααρών στον Φαραώ και εν ονόματι του Θεού ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες, να αναχωρήσουν στην έρημο για να τελέσουν
εκεί εορτή προς τον Θεό. Αλλά ο Φαραώ τους έδιωξε, λέγοντας ότι και τον Θεό δεν γνωρίζει και τους Ισραηλίτες δεν τους αφήνει να φύγουν. Διέταξε μάλιστα να τους καταπιέζουν
βαρύτερα και σκληρότερα. Ο Μωϋσής παρηγόρησε τους ομοεθνείς του και τους υποσχέθηκε ότι ταχύτατα θα ελευθερωθούν. Παρουσιάστηκε ο Μωϋσής πάλι στον Φαραώ, και
έκαμε ενώπιόν του διάφορα έκτακτα σημεία, για να τον πείσει ότι ο Θεός τον έστειλε, να ζητήσει να ελευθερώσει τους συμπατριώτες του. Αλλά η καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε
πιο πολύ και δεν τον πίστευε. Τότε ο Θεός για τιμωρία έστειλε δέκα μεγάλες πληγές, όπως λέγει η Αγία Γραφή, δηλαδή δέκα τιμωρίες. Ο Φαραώ όσο διαρκούσε κάθε τιμωρία ήταν
έτοιμος να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν. Αλλά όταν περνούσε η τιμωρία πάλι η καρδιά του σκληρυνόταν και δεν τους άφηνε. Την τελευταία όμως τιμωρία φοβήθηκε τόσο
πολύ, που πείσθηκε να δώσει την άδεια να φύγουν.
Οι Ισραηλίτες φεύγουν από την Αίγυπτο
Ύστερα από τετρακόσια τριάντα λοιπόν χρόνια από την υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ, εξακόσιες χιλιάδες άνδρες Εβραίοι, εκτός από τα γυναικόπαιδα φεύγουν από την
Αίγυπτο. Ο Θεός οδηγούσε τους Ισραηλίτες στο δρόμο τους, την μεν ημέρα, σαν στύλος από σύννεφο, και το βράδυ, σαν στύλος φωτιάς. Αλλά ο Φαραώ μετάνοιωσε, που τους
άφησε να φύγουν. Και αμέσως στέλνει εναντίον τους εξήντα άρματα και άλογα και στρατό πολύ να τους καταδιώξει. Οι Ισραηλίτες είχαν φθάσει στην Ερυθρά θάλασσα, όταν οι
Αιγύπτιοι πλησίασαν. Οι Ισραηλίτες φοβήθηκαν πολύ και απελπίστηκαν γιατί βρέθηκαν μεταξύ των εχθρών τους και της θάλασσας. Ο Μωϋσής με την θεία βοήθεια κτύπησε με
το ραβδί του τα νερά της Ερυθράς θάλασσας, τα οποία σχίστηκαν στα δύο, και οι Ισραηλίτες πέρασαν ανάμεσα, σαν να περνούσαν από ξηρά. Οι Αιγύπτιοι είχαν φθάσει στα μέσα
της Ερυθράς Θάλασσας, όταν οι Ισραηλίτες έβγαιναν από το άνοιγμα. Τότε ο Μωϋσής με την δύναμη του Θεού πάλι κτύπησε τα νερά με το ραβδί του και οι Αιγύπτιοι
εξαφανίστηκαν μέσα. Τους κατάπιε όλους η θάλασσα, που ενώθηκε πάλι. Τότε οι Ισραηλίτες δόξασαν τον Θεό και έψαλλαν την επινίκια ωδή του Μωϋσή, που η Εκκλησία μας
ψάλλει μέχρι σήμερα: «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασθαι. Ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Έξοδ. ιε’, 1-11).
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του
προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε
το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο
θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι
Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή.
Φθάνουν στο όρος Σινά
Τον τρίτον μήνα μετά την αναχώρηση από την Αίγυπτο οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν απέναντι στο όρος Σινά. Ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος. Κατόπιν κάλεσε τους Ισραηλίτες
και ανήγγειλε σ’ αυτούς εν ονόματι του Θεού, ότι αν υπακούσουν στην φωνή του Θεού και φυλλάττουν την Διαθήκη του, θα είναι λαός του Θεού περιούσιος και εκλεκτός. Θα
αποτελέσουν iερόν βασίλειο και έθνος Άγιο. Ο λαός δέχθηκε. Τότε ο Μωϋσής τους παρήγγειλε να καθαρισθούν και να προετοιμασθούν.
Ο Θεός δίνει τις δέκα έντολές
Την τρίτη ημέρα ακούστηκαν από το πρωί βροντές, αστραπές, και ένα σκοτεινό σύννεφο σκέπασε το όρος Σινά. Συγχρόνως ακούστηκε και φωνή σάλπιγγας και ο λαός έμεινε
κατατρομαγμένος περιμένοντας με φόβο τι μέλλει να ακούσει. Ο Μωϋσής οδήγησε τον λαόν του κάτω στη ρίζα του όρους και αυτός ανέβηκε επάνω. Εκεί ο Θεός του έδωκε τις
δέκα εντολές. Ήσαν γραμμένες επάνω σε δύο πλάκες, και έγραφαν σύντομα τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεόν και τον πλησίον.