Επιστρέφει από την αίρεση της Εικονομαχίας
Ο Άγιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε το 741 μ.Χ. στην επαρχία των Βιθυνών, σε κάποιο χωριό, του ονομαζόταν Μαρικάτο. Ευσεβείς Χριστιανοί ήσαν οι γονείς του. Τα ονόματα τους
ήσαν Μυριτρίκης και Αναστασία. Από μικρός επομένως ο Ιωαννίκιος μορφωνόταν με τα διδάγματα της Χριστιανικής Θρησκείας.
Επειδή ήταν ρωμαλέος και μεγαλόσωμος γι αυτό οι αξιωματούχοι του βασιλέως τον ξεχώρισαν και τον έγραψαν επίλεκτο στον στρατό. Πολλές απ’ τις σωματικές του ικανότητες
έδειξε στις διάφορες μάχες, ώστε προκαλούσε τον θαυμασμό των άλλων.
Ο διάβολος φθόνησε, γιατί ο Ιωαννίκιος φύλαγε τις εντολές του Κυρίου και έπλεξε εναντίον του παγίδες και πανουργίες. Τον έριξε δυστυχώς στην αίρεση των εικονομάχων.
Το ζήτημα της εικονομαχίας κράτησε στο Βυζάντιο πάνω από εκατό χρόνια. Πολλές καταστροφές επέφερε στο κράτος η Εικονομαχία. Μερικοί από τους εικονομάχους, από
την κακή τους συνήθεια, όχι απλώς δυστροπούσαν και δεν προσκυνούσαν τις άγιες εικόνες, αλλά και είχαν κηρύξει άγριο πόλεμο εναντίον τους.
Επειδή όμως αμάρτανε, γιατί ακριβώς δεν ήξερε, ο καρδιογνώστης Θεός δεν τον άφησε να μείνει πολύ χρόνο στην ασέβεια, άλλα με τον έξης τρόπο τον σαγήνευσε στην
Ορθοδοξία. Κάποια εποχή, ενώ ο Ιωαννίκιος γύριζε από τον πόλεμο, περνούσε από τον Όλυμπο. Εκεί συνάντησε έναν ενάρετο ασκητή. Ο ασκητής μόλις τον είδε του είπε:
— Ματαίως κουράζεσαι, Ιωαννίκιε, να φυλάξεις με τόσο κόπο την αρετή, χωρίς να προσκυνάς την εικόνα του Χριστού, πού τόσο περιφρονείς.
Μόλις άκουσε αυτά ο Ιωαννίκιος, θαύμασε τον άγιο Γέροντα. Έπεσε στα πόδια του και ζητούσε συγχώρηση. Του έδωσε δε την υπόσχεση του, πώς στο έξης θα προσκυνούσε
την εικόνα, του Χριστού και των άλλων Αγίων με ευλάβεια.
Ιωαννίκιος ο Βουλγαροφάγος
Παρακαλούσε ο Ιωαννίκιος τον Κύριο να του δώσει τη δύναμη να νικήσει, και τούς αοράτους δαίμονας. Λυπόταν πολύ επειδή είχε χάσει τόσον πολύτιμο καιρό, πολεμώντας τούς
Βουλγάρους και κινδυνεύοντας την ζωή του για πρόσκαιρη; δόξα. Ευχόταν προς τον Κύριο να τον συγχώρεση, δίνοντας ιερή υπόσχεση να μη φροντίζει πλέον για το σώμα του,
αλλά μόνο και μόνον για την ψυχή του.
Αναχωρεί για Ασκητής
Σκεπτόμενος, λοιπόν, αυτά, αποφάσισε να έλθει και να ασκητέψει στον Όλυμπο και να περάσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Προηγουμένως ήρθε στην Ιερά Μονή
των Αυγάρων. Εξομολογήθηκε στον Καθηγούμενο της Μονής Γρηγόριο, ο οποίος τον συμβούλεψε να μη πάει αμέσως τότε στην άσκηση, αλλά να υπομείνει ορισμένο χρόνο
με συνοδεία άλλων μοναχών, για να μάθει την υπακοή, την ταπείνωση και να συνηθίσει τούς πολέμους του πονηρού. Έμεινε στο Μοναστήρι του Αντιδίου δύο χρόνια
μαθαίνοντας ψαλμούς και αντιμετωπίζοντας, τους πολέμους του σατανά. Είχε πόθο αμέτρητο για ησυχία ο Ιωαννίκιος. Γι αυτέ επήρε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς τού
Μοναστηρίου και αναχώρησε. Νήστεψε ο Ιωαννίκιος 7 ημέρες και προσευχόταν στον Θεό να του γίνει οδηγός. Την έβδομη ημέρα άκουσε φωνή από τον ουρανό που το είπε
να προχωρήσει στο εσωτερικό του βουνού. Έπειτα βρήκε δύο ασκητές οι οποίοι του προφήτεψαν ότι θα ασκηθεί 50 χρόνια και θα πειραχτεί από φθονερούς αλλά δεν θα πάθει
τίποτα. Μετά από αυτά έχοντας την ευχή των ασκητών πήγε στο βουνό Τριχάλι.
Αυστηρότατη άσκηση
Σ’ αυτό έζησε ζωή ασκητική. Ουδέποτε εισερχόταν μέσα σε σπίτι ή σπηλιά. Πάντα ζούσε στο ύπαιθρο, έχοντας για σκέπη τον ουρανό. Υπέφερε τούς ανέμους και τα χιόνια όλη
την αγριότητα των καιρών. Επειδή μάθαιναν για αυτόν ο κόσμος έφυγε πιο πέρα στον Ελλήσποντο, εκεί έσκαψε έναν λάκκο ώστε να χωράει. Εκεί έζησε έχοντας ένα βοσκό να
του φέρνει κάθε μήνα λίγα ψωμιά και λίγο νερό. Εκάθησε 3 χρόνια προσευχόμενος.
Ο πειρασμός της πορνείας
Καθώς προχωρούσε ο Άγιος για τον καινούργιο τόπο της ασκήσεως του συνάντησε στο δρόμο του δυο μοναχές, μια μητέρα και, την κόρη της. Είχε όμως η Θυγατέρα της μεγάλο
πειρασμό πού την παρακινούσε προς την πορνεία τόσον πολύ, ώστε η μητέρα της δεν μπορούσε να την εμπόδιση πλέον με διδασκαλίες και παραδείγματα. Βλέποντας, λοιπόν,
τον Άγιο τον παρακάλεσε να της διαβάσει μια ευχή για να λυτρωθεί απ’ τον μεγάλο πειρασμό.
Ο Όσιος επειδή λυπήθηκε την κόρη, της είπε να βάλει τα χέρια της πάνω στον λαιμό του και προσευχήθηκε για να φύγει ο πειρασμός από την κόρη και να πάει πάνω σ αυτόν.
Και με την προσευχή του ελευθερώθηκε μεν η κόρη, αλλά ο πειρασμός φορτώθηκε πάνω στον Άγιο Ιωαννίκιο. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Ο Ιωαννίκιος προτιμούσε να πεθάνει
παρά να υποκύψει στον πειρασμό της πορνείας.
Σε λίγο όμως, κι ύστερα από πνευματικούς αγώνες, νηστεία, προσευχή και αγρυπνία, ο Θεός τον απάλλαξε από τον πειρασμό. Αφανίσθηκαν δε οι πονηρές σκέψεις και κάθε
επιθυμία της σάρκας από αυτόν.
Λαμβάνει το Αγγελικό Σχήμα
Άλλα παρά τα πνευματικά του παλαίσματα. Θεωρούσε τον εαυτό του, μικρό, τιποτένιο και γι αυτό ακόμη ο Ιωαννίκιος δεν είχε γίνει μοναχός. Άκουσε όμως φωνή από τον ουρανό
να του λέγει, να πάει να κατοίκηση σε καπόιο τόπο, πού τον έλεγαν Εριστή και να φορέσει εκεί το μοναχικό ένδυμα, σε εκείνο το ασκητήριο.
Όταν λοιπόν έλαβε το Άγιο σχήμα ο Ιωαννίκιος, ήλθε σε τόπο πού ονομαζόταν Κρίτημα και έμεινε εκεί δεμένος με μια αλυσίδα, πού είχε μάκρος εξ οργυές, περίπου τρία χρόνια.
Στο τέλος τού τρίτου χρόνου σκέφτηκε να πάει σε έναν τόπο Χελιδόνα, με σκοπό να συνομιλήσει με έναν άγιο άνδρα, πού ονομαζόταν Γεώργιος. Επήγε κατόπιν στη Μονή των
Αυγάρων με κάποιο μαθητή, πού τον έλεγαν Παχώμιο. Ανέβηκαν στο κοντινό βουνό, για να ιδούν τα κελιά, πού έκτιζαν εκεί. Αυτά προορίζονταν γι εκείνους, πού ήθελαν να ζουν
μακριά από τούς ανθρώπους.
Τον δηλητηριάζουν
Στο μέρος, πού ασκήτευε ο Άγιος, ήταν και ένας άλλος αναχωρητής. Τον έλεγαν Γουρία και νομιζόταν άγιος άνθρωπος. Ο Γουρίας όμως γνώριζε, ότι ο Ιωαννίκιο ς τον περνούσε
στα χαρίσματα και στην αγιότητα, και τόσο τον κυρίευσε ο φθόνος, ώστε σκέφθηκε να θανατώσει τον Ιωαννίκιο με δηλητήριο.
Μια μέρα λοιπόν, ήλθε στο κελί του Άγιου, δήθεν για να διδαχτεί από την αρετή του Άγιου. Ο Ιωαννίκιος τον δέχθηκε απονήρευτα και τον κράτησε μαζί του αρκετές ημέρες. Μια,
λοιπόν, ημέρα ο Γουρίας έβαλε στο νερό, πού του έδωσε να πιει δηλητήριο και, μέσα σε λίγες στιγμές άρχισε ο Άγιος να πονά. Ο Θεός όμως δεν τον άφησε να πονά για πολλή
ώρα. Έστειλε τον Άγιο Ευστάθιο και τον απάλλαξε από τούς ανυπόφορους πόνους. Έκτισε δε από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Ευστάθιο για να τον τιμήσει και εκκλησία ο
θεραπευθείς Ιωαννίκιος.
Μετά από αυτά ο Άγιος έφυγε και επήγε στο όρος Τριχάλικος για να ησυχάσει. Ζούσε και εκεί άστεγος, εις το ύπαιθρο. Όπου αξιώθηκε να προφητεύει και να θεραπεύει.
Προφητεύει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας
Ο Άγιος προέλεγε και τα μέλλοντα να συμβούν. Έτσι λόγου χάριν προείπε εις τον Ιγγερ, πρόεδρο της Νικαέων Εκκλησίας, άλλ εικονομάχο, τον θάνατον του. Απέστειλε μάλιστα
προς αυτόν κάποιο Βασίλειο μοναχό, εκ της Μονής των Ήλιου Βωμών (Ελεγμών), ίνα συμβουλεύσει και μεταστρέφει εις την ορθή οδό. Άλλ εκείνος «ουκ εβουλήθη συνιέναι»,
και απέθανε αμετανόητος ο δυστυχής.
Έπειτα ήλθε ο Όσιος στο Όρος του Αντιδίου. Έκτισε εκεί το κελί του. Ταλαιπωρώντας και εκεί το σώμα του στην άσκηση και την σκληραγωγία.
Το καιρό εκείνον ακόμη στην Εκκλησία επικρατούσε σύγχυσης, λόγω της εικονομαχίας. Ο δε προεστός των Αγαύρων Ευστράτιος ερώτησε τον Όσιο, πότε θα τελείωναν τα
σκάνδαλα από την Εκκλησία. Ο Άγιος απήντησε:
Μετά τον Θάνατον του Θεοφίλου, θα αποκαταστήσει την τάξη εις την Εκκλησία ένας ενάρετος Πατριάρχης, ο Μεθόδιος. Και πράγματι: Οι προφητείες του Άγιου αποδείχθηκαν
αληθινές.
Τον τραυματίζει ο φθονερός
Κάποιος μοναχός πού τον έλεγαν Επιφάνιο, ήταν και αυτός σε εκείνα τα μέρη. Είχε ψεύτικη φήμη, ότι είναι άγιος και ενάρετος. Αλλά ο διάβολος του έβαλε τόσον φθόνο και μίσος
στην ψυχή του, ώστε ήθελε να κάνει κακό στον Άγιο Ιωαννίκιο. Έβαλε, λοιπόν, φωτιά στο όρος, όπου κατοικούσε ο Άγιος, για να κάψει μαζί και τον Άγιο. Αλλά δεν μπόρεσε, γιατί
ο Άγιος γνώριζε τις κακές διαθέσεις του Επιφανίου. Τον κάλεσε μάλιστα ο Ιωαννίκιος να φάνε. Αλλά ο άθλιος Επιφάνιος ήταν αμετανόητος. Μια ήμερα ο φθονερός αυτός Μονάχος
κρατώντας στα χέρια του ένα σουβλερό σίδερο, κτύπησε τον Άγιο στην κοιλιά του. Αλλά ευτυχώς με την βοήθεια ν του Θεού έμεινε ο Άγιος, για μια ακόμη φορά αβλαβής.
Η Κοίμηση του
Κατά τον τέταρτον χρόνο της βασιλείας του Μιχαήλ, ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επειδή γνώρισε ότι ο Άγιος ασθενεί και ότι πρόκειται να αποθάνει, τον επισκέφτηκε, να πάρει την
ευλογία του. Κάλεσε τότε ο Ιωαννίκιος όλους τους Χριστιανούς, κληρικούς και μοναχούς, και τους είπε να φυλάγουν την Ορθόδοξο Πίστη και να έχουν μεταξύ τους αγάπη και
ομόνοια.
Κατά την ώρα όπου αναπαύτηκε ο Μέγας Ιωαννίκιος, είδαν οι μοναχοί του Ολύμπου το έξης παράδοξο: Είδαν πύρινο στύλο και προπορευόταν άγγελοι. Αυτοί άνοιγαν τις πύλες
του Παραδείσου. Μέσα μπήκε ο Άγιος και προσκύνησε την Παναγία Τριάδα.
Το Άγιο λείψανο, του το έθαψαν ο Πατριάρχης και οι άλλοι παρευρισκόμενοι μοναχοί. Έκανε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα: Γιάτρευε παράλυτους, έδιωχνε δαίμονες και με
άλλους τρόπους βοηθούσε τούς ανθρώπους, πού ζητούσαν την βοήθεια του Άγιου.
Στίχος
Τὸν Ἰωαννίκιον ἐκ γῆς λαμβάνει ο τῷ λόγῳ γῆν τοῦ Θεοῦ πήξας Λόγος. Σῆμά σοι ἔν γε τετάρτῃ Ἰωαννίκιε χεῦσαν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tὴν ἐπίγειον δόξαν, πάτερ, κατέλειπες καταυγασθεὶς τῇ ἐλλάμψει τῆς ἐπινοίας Θεοῦ, ὅθεν ἔφανας ἐν γῇ ὡς ἄστρον ἄδυτον• θείας φωνῆς γὰρ ὡς Μωσῆς
μυστικῶς ἀξιωθείς, ἰσάγγελος ἀνεδείχθης καὶ δωρημάτων ταμεῖον, Ἰωαννίκιε μακάριε.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἀστὴρ ἐφάνης παμφαὴς ἐπὶ γῆς λαμπῶν, καὶ τοὺς ἐν ζόφῳ τῶν παθῶν περιαυγάζων, ἰατρὸς δὲ ἀρωγότατος τῶν νοσούντων, ἀλλ’ ὡς χάριν εἰληφώς,
τὴν τῶν ἰάσεων, τοῖς αἰτοῦσι σε παράσχου πᾶσαν ἴασιν, ἵνα κράζωμεν. Χαίροις Πάτερ, Ἰωαννίκιε.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τῇ ἱερᾷ σου, συνελθόντες ἅπαντες, ἐκδυσωποῦμεν οἱ πιστοί, Ἰωαννίκιε Ὅσιε, παρὰ Κυρίου, εὑρεῖν ἡμᾶς ἔλεος.
Κάθισμα Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Κόσμου τερπνότητα, προθύμως ἔλιπες, καὶ τῷ Δεσπότῃ σου, κατηκολούθησας, ἔρωτι θείῳ τὴν ψυχήν, τρωθείς, Ἰωαννίκιε· ὅθεν καὶ τὴν κάμινον,
τῶν παθῶν ἐναπέσβεσας, δρόσω τῇ τοῦ Πνεύματος, τοῦ Ἁγίου πανόλβιε· διὸ σὺν τοῖς, Ἀγγέλοις χορεύεις, νῦν τούτων τὸν βίον μιμησάμενος.
Ὁ Οἶκος
Ἤστραψεν ἐν τῷ κόσμῳ ὁ θεόληπτος βίος τῶν σῶν κατορθωμάτων, Παμμάκαρ, καὶ ἀπήλασε πᾶσαν ἀχλὺν ψυχικῶν παθημάτων, καὶ φῶς ἄϋλον κατηύγασε,
τοῖς πίστει σοὶ καὶ πόθῳ ἐκβοῶσι ταῦτα.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα χρυσαυγές· χαίροις ἀθανάτου, ζωῆς λειμὼν εὐώδης, τὴν Ἐκκλησίαν τέρπων Ἰωννίκιε.
Χαίροις, τερπνὸν Μοναζόντων κλέος, χαίροις, φωστὴρ διαυγὴς τοῦ κόσμου.
Χαίροις, τῶν νοσούντων ταχεῖα παράκλησις, χαίροις, εὐρωστούντων ἀκλόνητον ἔρεισμα.
Χαίροις, ὅτι τὴν ἐπίγειον ἀπεβάλου στρατιάν, χαίροις, ὅτι τὰ οὐράνια ἀντηλλάξω τῶν φθαρτῶν.
Χαίροις, τῶν θείων ὄντως ἀρετῶν ὁ ταμίας, χαίροις τῶν ἀπορρήτων αὐτουργὸς θαυμασίων.
Χαίροις, παθῶν παντοίων καθαίρεσις, χαίροις, ἡμῶν προστάτης θερμότατος.
Χαίροις, παντὸς ἑτοιμότατος ῥύστης, χαίροις, παντὸς καταφύγιον κόσμου.
Χαίροις, Πάτερ Ἰωαννίκιε.
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ
Γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης, στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.
Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…
Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!
Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο. Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του! Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”, σαν δεύτερος Νέστορας!
Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ., ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιοΕλεήμων!!!
Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!
Επίσης, προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…
Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!! Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου, ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.
Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!
Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:
“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη, ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!
Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών. Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.
Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης (Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας, πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!
Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός – Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!
Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει, αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’, δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.
Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…
Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου, γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας). Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου! Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!
Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!
Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθεχρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον, την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).
ΣΗΜΕΡΑ, η μνήμη του Αγίου Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, τιμάται και εορτάζεται στο βυζαντινό Διδυμότειχο, επάνω στην Εκκλησιά του Χριστού Σωτήρατου κάστρου, όπου και υπάρχει σαν θησαυρός η φορητή εικόνα του Αγίου, δημιούργημα της λαϊκής τέχνης του 1958, που πάνω της έχει γραμμένο και το Απολυτίκιό του:
“ Τον λαμπρόν Βασιλέα και των πιστών μέγα καύχημα και των Νυμφαίων το κλέος, Ιωάννην τιμήσωμεν, εν ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, την μνήμην επιτελούντες αυτού, συμφώνως ανακράζοντες. Δόξα τω σε Δοξάσαντι, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα των ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα”
Σε μία εποχή πού επικρατεί τόσο βαθύ σκοτάδι με έντονη διαφθορά και υποκρισία, ή άγια μας Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παύει ταπεινά και αθόρυβα να καλλιεργεί πνευματικά τα μέλη της, νά τα οδηγεί και νά τα μορφώνει εν Χριστώ και νά δημιουργεί τελικά τούς άγιους της. Αυτούς πού στηρίζουν και αρωματίζουν με τη ζωή τους τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της κοινωνίας μας. Όχι μόνο κατά τούς παλαιούς χρόνους άλλά και σήμερα ή Εκκλησία μας συνεχίζει το έργο αυτό. Ιδιαίτερα καυχάται για τούς οσίους και ομολογητές της. Ένας από αυτούς και σύγχρονος είναι και ο ιερομόναχος και ομολογητής π. Γεώργιος Καρσλίδης από τον Πόντο, τον οποίο λίγους μήνες πριν – στις 18 Μαρτίου 2008 – ή άγια μας Εκκλησία με ειδική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη ενέταξε επίσημα στο Εορτολόγιο της με τον τίτλο του οσίου και αγίου. Και πλέον θα τον τιμούμε κάθε χρόνο στις 4 Νοεμβρίου, ήμερα τής έκδημίας του. Εφέτος ο πρώτος επίσημος εορτασμός τής μνήμης του τελέστηκε με ξεχωριστή λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην Ιερά Γυναικεία Μονή τής Αναλήψεως του Σωτήρος στο χωριό Σίψα τής Δράμας, την οποία είχε ο ίδιος ιδρύσει και όπου έζησε τα τελευταία 30 χρόνια τής ζωής του και όσιακά έκοιμήθη και ετάφη.
Ό όσιος και ομολογητής Γεώργιος Καρσλίδης είχε την καταγωγή του από τα αγιασμένα χώματα τής Ανατολής. Γεννήθηκε στις αρχές του 20οΰ αιώνα, το 1901, στην Αργυρούπολη του μαρτυρικού μας Πόντου. Έζησε συνολικά 58 χρόνια ομολογίας, θυσίας και προσφοράς έχοντας ως σύνθημα τής ζωής του «νά μη ζει για τον εαυτό του άλλά για τον Θεό και τούς ανθρώπους». Γονείς είχε τούς ευλαβείς Σάββα και Σοφία. Από αυτούς διδάχθηκε τη θεοσέβεια. Νωρίς όμως έμεινε ορφανός και από τούς δύο γονείς του – ο πατέρας του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Έτσι τον μικρό Αθανάσιο (αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Άγιου) ανέλαβε νά τον προστατέψει ή πιστή γιαγιά του. Αυτή του ενέπνευσε την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας και τη συνειδητή πνευματική ζωή. Με αυτή την ευλαβέστατη γιαγιά του σε ηλικία 7 ετών ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την ιστορική Μονή της Παναγίας στον Σουμελά του Πόντου. Και εκεί το μικρό παιδί εναποθέτει την ελπίδα της ζωής του. Σύντομα όμως και ή γιαγιά του άνεχώρησε για τον ουρανό αφήνοντας του πολύτιμη κληρονομιά μαζί με τη θεοσέβεια και μία φιλντισένια εικόνα τής Παναγίας – σε μορφή επιστήθιου εγκολπίου – την όποια πλέον έφερε πάντα πάνω του ως οικογενειακό κειμήλιο ευλάβειας και προστασίας.
Ή σκληρή και βάναυση συμπεριφορά του μεγαλυτέρου αδελφού του τον ανάγκασαν μαζί με τον παππού του νά φύγουν για τη Θεοδοσιούπολη τής Μεγάλης Αρμενίας. Δεν θα παραμείνει όμως για πολύ εδώ.
Αισθάνεται μέσα του βαθιά δίψα για τον Θεό. Αυτόν ποθεί και σ’ Αυτόν επιθυμεί ν’ αφιερωθεί. Ξεκινά λοιπόν μόνος το μεγάλο του ταξίδι με όπλο του την πίστη, έχοντας μαζί του έκτος από την εικόνα τής Παναγίας, ένα σταυρό, ένα θυμιατό και το πιστοποιητικό τής γεννήσεως του. Διήνυσε περιπετειώδη πορεία μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χιονισμένες εκτάσεις του Καυκάσου. Ό Κύριος τον προστάτευε συνεχώς. Αλλά και οι Άγιοι πού έπεκαλεΐτο και τούς ονόμαζε φίλους του, ήταν πάντα κοντά του και τον συνόδευαν, και κυρίως ο άγιος Γεώργιος.
Έφθασε στην Τιφλίδα τής Γεωργίας. Και από εκεί ή θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματα του σε γειτονικό μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής. Με ευγνωμοσύνη προς τον άγιο Θεό εισήλθε στον άγιο αυτό χώρο. Στολισμένος με την αθωότητα, τη σύνεση, την αδιάκριτη πίστη και τον φόβο του Θεού απέσπασε την αγάπη και τον σεβασμό των συμμοναστών του. Στα διακονήματα πού του ανέθεσαν, τής ραπτικής, τής υφαντικής και τής μαγειρικής, υπήρξε υποδειγματικός με ζηλευτή φιλεργία και αποδοτικότητα. Αγαπούσε όμως πολύ και την αυστηρή άσκηση στον εαυτό του και την κακοπάθεια. Ζούσε για τον Θεό και χαιρόταν για όσα απολάμβανε εκεί. Και έλεγε: «Εγώ έτσι θα περάσω στη ζωή μου».
Στις 20 Ιουλίου 1919 ο Αθανάσιος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Συμεών. Κατά την ιερή εκείνη ώρα τής κουράς του οι καμπάνες τής Μονής κτύπησαν από μόνες τους. Και θεωρήθηκε αυτό το γεγονός θείο σημείο τής εύνοιας του Θεού προς τον πιστό δούλο του, τον μελλοντικό Άγιό του. Ό μοναχός Συμεών πλημμυρισμένος από τη χάρη του Θεού συνεχίζει τώρα την άσκηση του ακόμη πιο υπεύθυνα, τηρώντας με ακρίβεια τις ιερές υποσχέσεις πού έδωσε στην κουρά του για αυστηρή παρθενία, αδιάκριτη υπακοή και πλήρη ακτημοσύνη.
Όμως από το 1917 στη Ρωσία άρχισε νά μαίνεται ισχυρός ο άνεμος των διωγμών εναντίον τής Εκκλησίας του Χριστού από το αθεϊστικό καθεστώς. Ό Χριστός «ξανασταυρώνεται» με τόσο σκληρά διατάγματα και διαγγέλματα, ώστε νά λένε: «Εμείς θα διορθώσουμε τα λάθη του Διοκλητιανού και του Νέρωνος». Εκκλησίες βεβηλώνονται ή ισοπεδώνονται. Μοναστήρια πυρπολούνται ή κατεδαφίζονται. Μοναχοί και ιερωμένοι άλλά και λαϊκοί φυλακίζονται και βασανίζονται σκληρά, γιατί παραμένουν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη. Οι πρώτοι μάρτυρες καταγράφονται στα Μαρτυρολόγια τής Ρωσικής Εκκλησίας. Ήρθε όμως και ή σειρά τής Γεωργίας. Το Μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής λεηλατήθηκε. Οι μοναχοί συνελήφθησαν. Τούς έκλεισαν σε υγρή και σκοτεινή φυλακή, όπου ήταν αναγκασμένοι νά ξαπλώνουν σε μία σανίδα κάτω ακριβώς από την όποια αναδύονταν οι οσμές ακαθαρσιών από διερχόμενο υπόνομο.
Ό ηγούμενος τής Μονής δεν άντεξε. Υπέκυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή. Τον μοναχό Συμεών τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι’ αυτόν: «Νά ο προφήτης!». Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ό διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τούς φόρεσαν λευκούς χιτώνες, τούς οδήγησαν δεμένους στην άκρη απόκρημνων βράχων. Και από εκεί τούς γκρέμισαν, Αφοί προηγουμένως τούς πυροβολούσαν ασταμάτητα. Ό μοναχός Συμεών δέχθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε στο σιδερένιο περίβλημα τής εικόνας τής Παναγίας πού φορούσε, ή άλλη τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και ή τρίτη στα πόδια. Ό Όσιος σώθηκε θαυματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού έλεγε: «Νά αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι θανάσιμες».
Όμως oi εχθροί της πίστεως δεν ησύχασαν. Απαιτούσαν από τον Άγιο να αρνηθεί την Ορθοδοξία του. Και ο Συμεών απάντησε με έντονη φωνή χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι του διοικητή: «Εσύ δεν έχεις εξουσία περισσότερη από τον Θεό». Γι’ αυτό φυλάκισαν τον Όσιο και πάλι, τώρα σε σκληρότερες και πιο απάνθρωπες συνθήκες. Εκεί μέσα στη φυλακή ο Άγιος ασθένησε βαριά, του έπεσαν τα δόντια και υπέφερε φρικτά στα πόδια του.
Ό πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευγενών ανθρώπων τής περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυρος και του όμολογητού. Με μορφή καταπονημένη άλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει με εράνους…
Ό Κύριος καλεί τώρα τον πιστό δούλο του στο υπούργημα τής ίερωσύνης.
Χειροτονείται πρώτα διάκονος και στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονείται ιερεύς στον Άγιο Μηνά στη Γρούζια Σχέτα λαμβάνοντας το νέο του όνομα: Γεώργιος. Με το όνομα αυτό θα δοξάσει τον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Ό όσιος ιερεύς π. Γεώργιος ήταν για όλους τούς ανθρώπους φως, δύναμη και παρηγοριά. Προικισμένος με το χάρισμα τής διορατικότητος απεκάλυπτε τα προβλήματα των ανθρώπων. Έδινε σοφές συμβουλές σε όλους και τούς καθοδηγούσε προς τον Χριστό. Ή φήμη του ως άγιου άρχισε από εκεί νά απλώνεται… Και όταν από την Τιφλίδα ήρθε στο Σοχούμ, και εδώ ο κόσμος τον αγάπησε πολύ. Δεν έπαυσε δε ο όσιος Γεώργιος παρά τη φιλάσθενη κράση του νά συνεχίζει την ασκητική του ζωή μέσα στην πόλη μένοντας σε ένα απέριττο δωμάτιο πάμφτωχος και απαρνούμενος τις περιποιήσεις του κόσμου. Παρέμενε φτωχός άλλά ήταν πάντα πλούσιος σέ αγάπη και σε καλοσύνη, πού αντλούσε από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό!
Το 1929 ο όσιος Γεώργιος έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πού τόσο αγαπούσε και επιθυμούσε. Αποβιβάζεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Και το 1930 εγκαθίσταται μόνιμα στο χωριό Σίψα (σήμερα Ταξιάρχες) της Δράμας. Εδώ ο πολύπαθος όσιος και ομολογητής ιερομόναχος π. Γεώργιος θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του βαστάζοντας «έν τω σώματι του τά στίγματα του Ιησού Χριστού».
Το 1939 έχτισε το ταπεινό μοναστήρι του με τον ιερό ναό της Αναλήψεως και ένα φτωχό κελλάκι γι’ αυτόν. Το 1941 τον συνέλαβαν οι Βούλγαροι και τον οδήγησαν σε εκτέλεση. Τον άφησαν όμως ελεύθερο και έφυγαν έντρομοι, καθώς τον έβλεπαν εξαϋλωμένο νά προσεύχεται πριν τον θανατώσουν.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, στη συνείδηση των ανθρώπων ο ιερομόναχος π. Γεώργιος Καρσλίδης έπαιρνε τη θέση τού οσίου και του αγίου. Πλήθος κόσμου, πολλοί μάλιστα από τη Δράμα, βαδίζοντας με τα πόδια έφθαναν στο Μοναστήρι τής Αναλήψεως. Άλλά και από πολλά μέρη τής Μακεδονίας και τής Θράκης κατέφθαναν εκεί άλλοι για νά ζητήσουν την ευχή τού Γέροντα και άλλοι νά αναπαυθούν κοντά του στο Μυστήριο τής ιεράς Εξομολογήσεως. Φωτισμένος από το Πανάγιον Πνεύμα, εξαγνισμένος από τη μακροχρόνια άσκηση και το μαρτύριο στον Πόντο, «πλημμυρισμένος από γνήσια και καθαρά αισθήματα αγάπης προς τον συνάνθρωπο», μπορούσε νά καθοδηγεί με ασφάλεια τον απλό και κουρασμένο κόσμο και νά τον οδηγεί στη σωτηρία. Μιλούσε άπλά και σταθερά. Και φύτευε στις καρδιές των ανθρώπων την αγάπη προς τον Χριστό και την Εκκλησία. Ιδιαίτερα τόνιζε την άξια τής συγχωρητικότητος. Χτυπούσε κάθε μορφή διχόνοιας και καλούσε τούς ανθρώπους νά συμφιλιωθούν μεταξύ τους και με τον Θεό. Στον λόγο του πάντα συνδύαζε την αυστηρότητα με την αγάπη χωρίς νά έχει ποτέ αστεία. Ήταν βαθιά ταπεινός στο φρόνημα του, άκακος και πραότατος.
Καλλιεργούσε το φιλακόλουθο πνεύμα τελώντας με ακρίβεια και ιεροπρέπεια κάθε ιερή Ακολουθία τής Εκκλησίας μας. Κατά την ώρα τής θείας Λειτουργίας ήταν πάντα μεταρσιωμένος και συμβούλευε τούς πιστούς «νά είναι απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για νά αξιώνονται νά βλέπουν τα μεγαλεία τού Θεού».
Το κύριο χαρακτηριστικό τού Αγίου ήταν ή αγάπη. Γι’ αυτό τον ονόμαζαν «ο άνθρωπος τής αγάπης». Ήταν ο ελεήμων και ο φιλόξενος. Συμμετείχε στα πένθη με παρήγορο και ενισχυτικό λόγο, διένεμε φαγητό σε φτωχούς, κάποτε ύφαινε ο ίδιος με τα χέρια του ρούχα για τούς άπορους.
Μαζί δε με αυτά δεν παρέλειπε ποτέ και την προσωπική του άσκηση και την κακοπάθεια, τη νηστεία του και τη μακρά και θερμή προσευχή του, παρ’ όλο πού ήταν φιλάσθενος και έπασχε από χρόνια κρυολογήματα.
Ήρθε όμως και ή μεγάλη ώρα για νά αναχωρήσει ο Άγιος από τον κόσμο αυτό. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Γαλήνιος και ειρηνικός, αφού προσέφερε όλο τον εσωτερικό του πλούτο στους ανθρώπους, γεμάτος από την παρουσία του Θεού και αφού ατένισε με ευλάβεια την εικόνα τής Παναγίας και τής είπε: «Τής ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ήμίν, ευλογημένη Θεοτόκε», άφησε την πνοή του στον Πλάστη του και πέταξε στον ουρανό στις 4 Νοεμβρίου 1959. Είχε διανύσει ο Άγιος 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας, ασκήσεως, αγάπης, αυτοθυσίας…
Κηδεύθηκε στη Μονή του με δάκρυα από τον πολυπληθή και ευγνώμονα λαό του Θεού. Και ετάφη δίπλα στον Ιερό Ναό τής Αναλήψεως πού ο Ίδιος εκεί με κόπο είχε κτίσει. Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 έγινε ή ανακομιδή των ιερών χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. κ. Παύλο, τα όποια ετέθησαν σε ιερή λειψανοθήκη για τον αγιασμό των πιστών. Πάμπολλα είναι τα θαύματα πού ο Κύριος με τις πρεσβείες του επιτελεί. Εκατοντάδες είναι οι προσκυνητές πού καταφθάνουν για νά αφήσουν στον Άγιο ικετευτικές δεήσεις για τα θέματα τους και ευχαριστήριες προσευχές για τα θαύματα του.
Ή ζωή του νέου Όσιου μας και όμολο-γητού άγιου Γεωργίου του Καρσλίδη συνεχίζει και στις μέρες μας νά μας συγκινεί και νά μάς διδάσκει. Μας καλεί νά βαδίσουμε και μείς τον δρόμο τής άγιότητος όπως ακριβώς και εκείνος τον έβάδισε μέσα από τον αγώνα τής ασκήσεως, την ομολογία τής πίστεως και τής έμπρακτης αγάπης. Αυτό μάς ζητεί ο Άγιος. Μην του το αρνηθούμε. Αυτό θέλει και από μάς ο Θεός μας.■
Βιβλιογραφία: Μοναχού Μωυσέως Άγιορείτου, Ό μακάριος γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959), Έκδοσις Ί. Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχαι (Σίψα) Δράμας.