4 Μαΐου , Τρίτη της Διακαινησίμου , μνήμη εκ μεταθέσεως : του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου και των Αγίων νεοφανών μαρτύρων Ραφαήλ , Νικολάου και Ειρήνης , των εν Λέσβω
Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής
Μάρκος
Ο Άγιος Μάρκος Απόστολος και Ευαγγελιστής ήταν ανεψιός του Αποστόλου Βαρνάβα και η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία. Η καταγωγή του ήταν μάλλον από την Κύπρο, αργότερα όμως εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα. Το ιουδαϊκό όνομα του ευαγγελιστού ήταν Ιωάννης. Μάρκος ήταν το Ρωμαϊκό του επώνυμο, που πήρε κατά τη συνήθεια που υπήρχε τότε. Και μ’ αυτό έμεινε γνωστός στον χριστιανικό κόσμο.
Ο Μάρκος από πολύ νωρίς μπήκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας, συνοδεύοντας το θείο του Βαρνάβα και τον Απ. Παύλο στις διάφορες περιοδείες τους. Επίσης, εργάσθηκε για πολύ καιρό κοντά στον Απ. Πέτρο. Κατά την παράδοση, ο Μάρκος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, τη Βαρβαρία, και είχε χρηματίσει πρώτος επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο ευαγγελιστής Μάρκος πιστεύεται ακόμη ότι είναι εκείνος ο νεανίσκος, που, όπως αναφέρει ο ίδιος στο Ευαγγέλιο του (Μαρ. ιδ’, 51-52), ακολούθησε τον Ιησού μετά τον Μυστικό Δείπνο στον κήπο της Γεθσημανής τυλιγμένος σ’ ένα σινδόνι, Μετά τη σύλληψη του θείου Διδασκάλου οι υπηρέτες όρμισαν και προς αυτόν. Μα ο νεανίσκος, για να γλιτώσει, αφήκε το σινδόνι κι έφυγε γυμνός.
Για τον τρόπο του θανάτου του οι γνώμες διίστανται. Η μία αναφέρει ότι πέθανε ειρηνικά στην Αλεξάνδρεια, ενώ η άλλη, ότι πέθανε δια λιθοβολισμού από τους ειδωλολάτρες. Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, ο Άγιος Μάρκος Απόστολος, κάποια μέρα που κήρυττε, τον άρπαξαν οι εχθροί της πίστεως, οι εθνικοί κι οι ειδωλολάτρες, κι αφού τον έδεσαν με σχοινιά, τον έσυραν στους δρόμους της Αλεξανδρείας, όπου και πέθανε από τα τραύματα του στις πέτρες. Το άγιο λείψανο του το περιμάζεψαν με πόνο οι χριστιανοί και το έθαψαν σ’ ένα γειτονικό χωριό.
Το σπουδαίο είναι ότι ο Μακρός έγραψε το δεύτερο κατά σειρά στην Καινή Διαθήκη Ευαγγέλιο περί το 65 μ.Χ. και είναι και το συντομότερο από τα τέσσερα κι είναι γνωστό σαν το Ευαγγέλιο των θαυμάτων του Ιησού.
Μέσα σ’ αυτό ο ιερός ευαγγελιστής, παρόλο που δεν ήταν από τον κύκλο των δώδεκα αποστόλων, έχει περιλάβει αρκετά από τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου μας. Ολίγα από τη διδασκαλία Του, τα θαύματα Του, τα Πάθη και την Ανάσταση Του. Παραλείπει την επί του όρους Ομιλία και τις πιο πολλές από τις μακρές ομιλίες του Ιησού Χριστού. Πιο πολύ ο ευαγγελιστής διηγείται αυτά που έκανε ο θείος Διδάσκαλος κι όχι αυτά που είπε. Και τούτο, γιατί κύριος σκοπός της συγγραφής του ήταν με την έκθεση αυτή των θαυμάτων να αποδείξει τη θεϊκή του Ιησού καταγωγή και τη δύναμη Του, ιδιαίτερα δια των θαυμάτων. Γι΄ αυτό και οι αγιογράφοι τοποθετούν δίπλα στον ευαγγελιστή Μάρκο ένα λιοντάρι, που είναι σύμβολο της δύναμης.
Κατά τον 9ο αιώνα έμποροι Ενετοί μετέφεραν τα άγια λείψανα στη Βενετία και τα τοποθέτησαν σ’ ένα πολύ μεγάλο και ωραιότατο ναό, που έκτισαν προς τιμή του.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Πέτρου συνέκδημος, καὶ κοινωνὸς ἱερός, τοῦ Λόγου διάκονος, καὶ ὑποφήτης σοφός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ὅθεν τὸ τοῦ Σωτῆρος, Εὐαγγέλιον θεῖον, Μᾶρκε διαχαράττεις, ὡς οὐράνιος μύστης, διὸ Εὐαγγελιστὰ σέ, πόθω γεραίρομεν.
Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη , οι λαοφιλείς Νεομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ραφαήλ ὁ Ἱερομάρτυρας, Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Εἰρήνη ἡ Παρθενομάρτυς,
συγκαταλέγονται στὴ χορεία τῶν Νεοφανῶν Ἁγίων καὶ μάλιστα ἐκείνων ποὺ μαρτύρησαν σχεδὸν ἀμέσως
μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικὰ μὲ τὸν βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα.
Οἱ πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν Ἁγίων ἱστοροῦνται μὲ θαυματουργικὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ ἔτος 1959.
Ἀπὸ μία ἀνασκαφὴ ποὺ ἔγινε στὴ Θερμὴ τῆς Λέσβου, ἀνακαλύφθηκε ὁ τάφος ἑνὸς ἀγνώστου προσώπου,
ποὺ ὅπως ἀποκαλύφθηκε σὲ συνεχὴ ὁράματα, ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο
Ὁσιομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἁγία Εἰρήνη. Ὁ τάφος καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε στὶς 13 Ἰουνίου 1960.
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ καταγόταν ἀπὸ τοὺς Μύλους τῆς Ἰθάκης καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1410.
Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Λάσκαρης ἢ Λασκαρίδης καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Διονύσιος.
Πρὶν γίνει κληρικὸς εἶχε σταδιοδρομήσει στὸ βυζαντινὸ στρατὸ καὶ ἔφθασε μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό.
Σὲ ἡλικία τριάντα πέντε ἐτῶν γνώρισε ἕνα ἀσκητικὸ καὶ σεβάσμιο γέροντα, τὸν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος τὸν
προσείλκυσε στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ὁ γέροντας κατέβηκε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του,
γιὰ νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ κοινωνήσει τοὺς στρατιῶτες καὶ κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἀξιωματικὸς Γεώργιος,
ὅταν ὁ γέροντας κατέβηκε πάλι τὰ Θεοφάνεια, ἀποχαιρέτισε τοὺς στρατιῶτες καὶ τὸν ἀκολούθησε.
Μετὰ τὴν κουρά του σὲ μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ τιμήθηκε καὶ μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ
ἀρχιμανδρίτου καὶ τοῦ πρωτοσυγκέλλου. Μαζὶ δὲ μὲ τὶς ἄλλες ἀποκαλύψεις, ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ ἀποκάλυψε
ὅτι ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὴν Ἑσπερία, στὴν πόλη τῆς Γαλλίας ποὺ ὀνομάζεται Μορλαί,
γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χώρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Ἀκόμη ἀπεκάλυψε ὅτι κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀθήνα, στὸ λόφο ποὺ εἶναι
τὸ μνημεῖο τοῦ Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὸ ἔτος 1450, ὁ Ἅγιος βρέθηκε μετὰ ἀπὸ
περιπλανήσεις στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας και συγκεκριμένα στην Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου , Μενοικίου όρους Σερρών καὶ μόναζε ἐκεῖ.
Κοντὰ στὸν Ἅγιο Ραφαὴλ βρισκόταν ἐκεῖνο τὸ διάστημα ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὡς ὑποτακτικός.
Ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρεῖται Θεσσαλονικεὺς στὴν καταγωγή,
ἂν καὶ ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στοὺς Ράγους τῆς Μηδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὡστόσο μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε στὴ Θεσσαλονίκη.
Μόλις ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στὰ χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλαν ὁρμητικὰ στὴ Θράκη καὶ καταλύθηκε
ὁριστικὰ ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ὁ φόβος γιὰ γενικοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν στάθηκε ὡς ἀφορμὴ
νὰ καταφύγει ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, στὴ Μυτιλήνη.
Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς στὴν παλαιὰ μονὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν
ἦταν γυναικεία καὶ ἦταν χτισμένη στὸ λόφο Καρυές, κοντὰ στὸ χωριὸ Θέρμη. Ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐξελέγη στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος Ραφαήλ.
Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ ἔτος 1463, ἡ Λέσβος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι σὲ μία ἐπιδρομὴ τους στὸ
μοναστήρι, συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ραφαὴλ καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἀκολούθησαν σκληρὰ
καὶ ἀνηλεὴ βασανιστήρια καὶ ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ μαρτύρησε διὰ σφαγῆς μὲ πολὺ σκληρὸ τρόπο.
Τὸν ἔσυραν βιαίως τραβώντας τὸν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν γενειάδα, τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα δένδρο, τὸν χτύπησαν βάναυσα,
τὸν τρύπησαν μὲ τὰ πολεμικά τους ὄργανα, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ πυράκτωσαν σὲ δυνατὴ φωτιὰ καὶ τελικὰ τὸν ἔσφαξαν
πριονίζοντας τὸν ἀπὸ τὸ στόμα.
Σὲ μερικὲς ἐμφανίσεις του ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ φαίνεται νὰ συνοδεύεται ἀπὸ πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά,
οἱ ὁποῖοι διάνυσαν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀσκητικὸ βίο στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν, ὅπως εἶπε σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ ἔβλεπαν αὐτά.
Ἀποκάλυψε ἐπίσης, ὅτι ἡ μονὴ αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι γυναικεία, ὑπέστη ἐπιδρομὴ ἀπὸ τοὺς αἱμοχαρεῖς πειρατὲς κατὰ τὸ ἔτος
1235 μ.Χ. Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ ἐκείνη ἀγωνίσθηκε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες μοναχὲς τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καλὸ ἀγῶνα ἡ καταγόμενη
ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ ἀδελφή της Εὐφροσύνη.
Ἡ Ὀλυμπία τελειώθηκε ἀθλητικῶς στὶς 11 Μαΐου τοῦ ἔτους 1235, ἐμφανίσθηκε δὲ μαζὶ μὲ τὸν μεγάλο καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο Ραφαήλ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος πέθανε μετὰ ἀπὸ βασανισμούς, ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδιᾶς, δεμένος σὲ ἕνα δένδρο.
Μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους συνάθλησε καὶ ἡ μόλις δώδεκα χρονῶν νεάνιδα Εἰρήνη, θυγατέρα τοῦ Βασιλείου,
προεστοῦ τῆς Θέρμης, ἡ ὁποία καὶ ἐμφανίζεται μαζί τους.
Αὐτὴ μαρτύρησε ὡς ἑξῆς:
Οἱ ἀσεβεῖς ἀλλόθρησκοι τῆς ἀπέκοψαν τὸ ἕνα χέρι καὶ ἀκολούθως τὴν ἔβαλαν σὲ ἕνα πιθάρι καὶ κατέκαυσαν τὴν ἁγνὴ αὐτὴ
παρθένο, ὑπὸ τὰ βλέμματα τῶν δύστυχων γονέων της, οἱ ὁποῖοι καὶ θρηνοῦσαν γοερὰ γιὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ τους.
Μὲ τοὺς Ἁγίους συνεμαρτύρησαν ὁ μνημονευθεῖς πατέρας τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, Βασίλειος, ἡ σύζυγός του Μαρία,
τὸ μόλις πέντε ἐτῶν παιδί τους Ραφαήλ, ἡ ἀνεψιά τους Ἑλένη, ὁ δάσκαλος Θεόδωρος καὶ ὁ ἰατρὸς Ἀλέξανδρος,
τῶν ὁποίων τὰ ὀστὰ βρέθηκαν κοντὰ στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων, μέσα σὲ ξεχωριστοὺς τάφους.
Τὸ μαρτύριό τους συνέβη τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, στὶς 9 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1463.
Ἔπειτα ἀπὸ θαυματουργικὲς ὑποδείξεις τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης, ἔγινε γνωστὴ ἡ ὕπαρξη τῶν λειψάνων τους
καὶ ὑποδείχθηκαν τὰ σημεῖα ὅπου βρίσκονταν οἱ τάφοι τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.