4 Ιουνίου μνήμη των Αγίων Μάρθας και Μαρίας των αδελφών του Λαζάρου και του εν Αγίοις πατρός ημών Μητροφάνους πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Οι αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία στα Ευαγγέλια
Εν Πειραιεί 26-4-2013 Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Στίχοι: Εκ Βηθανίας τας αδελφάς Λαζάρου, Σώζειν δύνασθαι και νεκράς πιστευτέον. Τετάρτη Μάρθα ηδέ Μαρίη έβησαν πόλω λαμπρώ.
Ταις αυτών πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.
Ο Χριστός τίμησε ιδιαιτέρως τις γυναίκες, το γυναικείο φύλο. Όχι μόνο στο πρόσωπο της μητρός Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία επέλεξε απ’ όλους τους ανθρώπους για να γεννηθεί απ’ αυτήν. Όχι μόνο διότι αξίωσε τις γυναίκες πρώτες να μάθουν την Ανάσταση, γιατί πρώτα σ’ αυτές ενεφανίσθη, αλλά και διότι με τις πράξεις και τα έργα Του έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν μεγάλο ηθικό και πνευματικό μεγαλείο. Μερικές φορές, ξεπερνούν και τους άνδρες. Πολλές φορές, μέσα στα συναξάριά της η Εκκλησία μας έχει άγιες γυναίκες, μάρτυρες, οσίες, ασκήτριες, οι οποίες ξεπέρασαν σε αφοσίωση στο Θεό τους θεωρουμένους δυνατούς άνδρες. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αρκετές φορές, αναφερόμενοι σε εύθραυστες, λεπτές και ευαίσθητες γυναικείες μορφές, απορούν πώς αυτές οι γυναίκες με αυτή τη γυναικεία φύση και την ευαισθησία, πού θα νόμιζε κανείς πώς στην πρώτη δυσκολία θα κατέρρεαν, πώς αυτές οι γυναίκες έδειξαν τέτοια αντοχή και τέτοια αφοσίωση στα μαρτύρια, αλλά και στη μοναχική άσκηση και αποδείχθηκαν ανώτερες από τους άνδρες.
Στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής της Σαμαρείτιδος[1], διαβάζουμε για την απορία των μαθητών, πού «εθαύμασαν ότι μετα γυναικός ελάλει». Απαγορευόταν από τον Μωσαϊκό νόμο να δίνουν οι άνδρες τιμή και αξία στις γυναίκες, ακόμη και να τις θεωρούν ισάξιες να συνομιλήσουν μαζί τους. Υπάρχει μάλιστα στην ιουδαϊκή παράδοση, στη συλλογή των πατέρων των Εβραίων, στο βιβλίο «Λόγοι Πατέρων», ένα λόγιο, το οποίο λέει ότι είναι καλύτερα οι λόγοι του νόμου να καίγονται και να αφανίζονται, παρά να τους ακούν γυναίκες. Και υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία υποτιμήσεως του γυναικείου φύλου. Όχι μόνο στον Ιουδαϊσμό, αλλά και στην αρχαία ελληνική σκέψη. Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός, όμως, είναι εκείνος, ο οποίος όχι μόνο εξίσωσε άνδρες και γυναίκες – «ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ ημείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού»[2] – αλλά, όπως προηγουμένως είπαμε, πολλές φορές ανέβασε τις γυναίκες σε πολύ υψηλά βάθρα αγιότητος.
Κι ας σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι η ισότητα ανδρών και γυναικών δεν κρίνεται στο τι επαγγέλματα ασκεί ο καθένας, όπως ισχυρίζεται το ανόητο φεμινιστικό κίνημα, το οποίο δημιουργεί αναταραχή και αναστατώνει τις κοινωνίες. Διότι, όπως η ανδρική φύση είναι φτιαγμένη από τον Άγιο Τριαδικό Θεό να μετέρχεται ορισμένα επαγγέλματα και ορισμένες εργασίες λόγω της φυσικής της κατασκευής, έτσι και η λεπτή και ευαίσθητη γυναικεία φύση είναι κατάλληλη και φτιαγμένη από τον Θεό να ακολουθεί και να μετέρχεται ορισμένα επαγγέλματα και ιδίως το μεγάλο λειτούργημα της μητρότητας. Δεν υπάρχει ιερότερος θεσμός και ιερότερο λειτούργημα από το λειτούργημα της μητρότητας. Η ισότητα, λοιπόν, δεν έγκειται στο τι επαγγέλματα μετέρχεται κανείς σ’ αυτή εδώ τη ζωή. Η ισότητα έγκειται στο αν η γυναίκα μπορεί πνευματικά να επιτύχει τα ίδια πράγματα, που επιτυγχάνουν οι άνδρες˙ αν υπάρχει ισότητα στην αγιότητα και την αρετή˙ αν μπορούν οι γυναίκες να κατακτήσουν τη Βασιλεία του Θεού˙ αν μπορούν να κατανοήσουν το κήρυγμα και να αφοσιωθούν στον Θεό. Τι είναι αυτή εδώ η ζωή με τις ποικίλες διαφοροποιήσεις και τις ανισότητες; Μήπως και ανάμεσα στους άνδρες δεν υπάρχουν του κόσμου οι ανισότητες; Δεν υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων, παρά μόνο φυσικές και λειτουργικές διαφοροποιήσεις. Μπορούν οι γυναίκες εξ ίσου να κατακτήσουν την αγιότητα. Και εδώ είναι ο μεγάλος στίβος της αγιότητας. Όποια γυναίκα θέλει να ξεπεράσει τους άνδρες, ανοίγεται μπροστά της ο δρόμος της αγιότητας και της αρετής. Αντίθετα, όμως, σήμερα, φωνές διαβολικές, φωνές του κακού εξωθούν τις γυναίκες σε άλλου είδους εξίσωση προς τους άνδρες. Σε εξίσωση με τη διαφθορά και την αμαρτία και έχουν καταξεφτιλίσει το γυναικείο φύλο.
Αυτόν, λοιπόν, τον δρόμο της αγιότητας και της αρετής, επέλεξαν και οι Μάρθα και Μαρία, οι αδελφές του Λαζάρου, και επέτυχαν, Χάριτι Θεού, τον σκοπό του ανθρώπου, δηλ. το καθ’ ομοίωσιν, την τελείωση, τον εξαγιασμό, την αγιότητα, την κατά Χάριν θέωση.
Ανάσταση Λαζάρου[3]
Το πιο γνωστό ίσως γεγονός, στο οποίο αναφέρονται οι άγιες Μάρθα και Μαρία, είναι η Ανάσταση του αδελφού τους, Λαζάρου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο μόνος, που αναφέρει το υπερφυσικό και παράδοξο θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου, ενώ οι άλλοι Ευαγγελιστές το παραλείπουν, ίσως επειδή ο Λάζαρος ήταν ακόμη τότε ζωντανός και τον έβλεπαν οι άνθρωποι. Λέγεται μάλιστα ότι γι’ αυτό ακριβώς ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε το Ευαγγέλιό του (για να μην ξεχασθεί αυτό το θαύμα) και φυσικά, για να γράψει και για την άναρχη Γέννηση του Χριστού από τον Πατέρα (Εν αρχή ην ο Λόγος[4]…), αφού οι άλλοι Ευαγγελιστές δεν έγραψαν τίποτα σχετικό μ’ αυτήν. Γιατί πραγματικά αυτό κυρίως ήταν που έπρεπε να γίνει πιστευτό, ότι δηλ. ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού και Θεός, ότι αναστήθηκε και ότι θα υπάρξει ανάσταση των νεκρών.
Ο άγιος Λάζαρος ήταν Εβραίος στην καταγωγή, από τη τάξη των Φαρισαίων, υιός του Φαρισαίου Σίμωνα και καταγόταν από το μικρό χωριό Βηθανία. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, που αφιέρωσε την επίγεια ζωή Του στη σωτηρία του γένους μας. Πολύ συχνά ο Χριστός ερχόταν στο σπίτι του Σίμωνα και συνομιλούσε μαζί του, επειδή κι εκείνος πίστευε βαθειά στην ανάσταση των ανθρώπων εκ νεκρών. Μ’ αυτή την αφορμή γνώρισε και ο άγιος Λάζαρος τον Χριστό και δέχθηκε με χαρά την αλήθεια. Κι όχι μόνο αυτός, αλλά και οι δύο αδελφές του, η Μάρθα και η Μαρία. Καθώς, λοιπόν, πλησίαζε το σωτήριο Πάθος και επειδή έπρεπε να επιβεβαιωθεί ακριβέστερα το μυστήριο της Αναστάσεως, ο Ιησούς βρισκόταν πέρα απ’ τον Ιορδάνη, αφού πρώτα είχε αναστήσει εκ νεκρών την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της χήρας στη Ναΐν. Τότε ο φίλος του ο Λάζαρος αρρώστησε βαρειά και πέθανε. Ο Ιησούς, λοιπόν, παρ’ όλο που ήταν απών, είπε στους μαθητές του: «Ο Λάζαρος, ο φίλος μας κοιμήθηκε»[5]. Και ύστερα από λίγο είπε πάλι: «Ο Λάζαρος πέθανε»[6]. Αφήνοντας τότε τον Ιορδάνη, ήλθε στη Βηθανία, ύστερα από την ειδοποίηση, που του έστειλαν, οι αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία˙ «απέστειλαν ουν αι αδελφαί προς αυτόν, λέγουσαι˙ Κύριε, ίδε ον φιλείς ασθενεί»[7]. Η Βηθανία απέχει από τα Ιεροσόλυμα περίπου δεκαπέντε στάδια (δηλ. δυόμισυ χιλιόμετρα)[8]. Εκεί οι αδελφές του Λαζάρου τον υποδέχθηκαν λέγοντας: «Κύριε, αν βρισκόσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θέλεις, μπορείς να τον αναστήσεις, γιατί έχεις αυτή τη δύναμη»[9]. Ο Ιησούς τότε ρώτησε το πλήθος: «Πού τον έχετε θάψει»[10]; Αμέσως όλοι τον οδήγησαν στο μνήμα. Μόλις σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα είπε: «Κύριε, ήδη μυρίζει άσχημα, γιατί είναι θαμμένος εδώ και τέσσερεις μέρες»[11]. Τότε, αφού προσευχήθηκε ο Ιησούς και έχυσε δάκρυα πάνω στον τάφο του νεκρού, φώναξε δυνατά: «Λάζαρε έλα έξω»[12]. Και αμέσως ο νεκρός βγήκε και αφού τον έλυσαν (από το σάβανο), πήγε στο σπίτι του[13].
Ο Λάζαρος, όπως φαίνεται στην ευαγγελική διήγηση, ήταν φίλος του Χριστού. Όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι αδελφές του, Μαρία και Μάρθα, ήταν πολύ γνώριμοι στον Χριστό. Η επικοινωνία και η σχέση της Μαρίας και της Μάρθας με τον Χριστό, η παρρησία, που είχαν μαζί Του, δείχνουν την οικειότητα. Οι αδελφές του Λαζάρου έστειλαν μήνυμα στον Χριστό : «Κύριε, ίδε ον φιλείς ασθενεί»[14]. Η αγάπη του Χριστού σε ολόκληρη την οικογένεια φαίνεται από την φράση : «ηγάπα δε ο Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον»[15]. Όταν ο Χριστός ανακοινώνει τον θάνατο του Λαζάρου, τον χαρακτηρίζει φίλο, και όχι μόνο δικό Του, αλλά φίλο όλων των Μαθητών: «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται»[16]. Όταν η Μαρία συνάντησε κλαίγοντας τον Χριστό, Εκείνος στον πόνο της και στα λόγια, που του είπε, έκλαυσε. Και τότε οι Ιουδαίοι είπαν: «ίδε πώς εφίλει αυτόν»[17]. Μετά δε την Ανάσταση του Λαζάρου ο Χριστός παρευρίσκεται στο σπίτι του δείπνο, που του ετοίμασαν[18].
Από όλα αυτά τα χωρία φαίνεται ότι ο Χριστός αγαπούσε τον Λάζαρο και τις αδελφές του πάρα πολύ. Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης χαρακτηρίζει τον Λάζαρο μακάριο, γιατί αγαπήθηκε από τον Χριστό, που είναι η αυτοαγάπη. Και στη συνέχεια λέει ότι δεν είναι καθόλου θαυμαστό πώς και οι γυναίκες, δηλ. η Μάρθα και η Μαρία, αγαπήθηκαν από τον Χριστό, ο οποίος ήλθε στον κόσμο, για να καλέσει όλους τους ανθρώπους προς τον Εαυτό Του, και μάλιστα αγαπήθηκαν αυτές, που είχαν αρρενωθεί ως προς το φρόνημα. Αυτό σημαίνει ότι η Μάρθα και η Μαρία, που εκφράζουν την πράξη και την θεωρία, είχαν υπερβεί το συναισθηματικό στοιχείο και αγαπούσαν ολοκληρωμένα και αληθινά. Επόμενο ήταν να αγαπηθούν πολύ από τον Χριστό.
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας έδωσαν και μία αλληγορική ερμηνεία στο γεγονός της Αναστάσεως του Λαζάρου και σ’ εκείνα που συνδέονται μ’ αυτό. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Λάζαρος είναι ο νούς, που νεκρώνεται από την αμαρτία. Οι αδελφές του Λαζάρου, η Μάρθα και η Μαρία, είναι η πράξη και η θεωρία αντίστοιχα. Όταν ο νους του ανθρώπου νεκρωθεί, τότε προηγείται η πράξη (Μάρθα) με διάφορες ενέργειες, για να συναντήσει τον Χριστό και να τον παρακαλέσει να έλθει να αναστήσει τον νεκρό νου, και ακολουθεί η θεωρία (Μαρία), που προηγουμένως καθόταν μέσα στο σπίτι, και έτσι έρχεται στον Χριστό και κλαίει ενώπιόν Του. Ο Χριστός ανασταίνει τον νεκρό νου του ανθρώπου και τότε γίνεται μεγάλο δείπνο, όπου ο πρώην νεκρός Λάζαρος (νους) είναι ένας από τους συνανακειμένους με τον Χριστό, ενώ η μεν Μάρθα (πράξη) διακονεί στο δείπνο αυτό, η δε Μαρία (θεωρία) αλείφει τα πόδια του Χριστού με πολύτιμο μύρο[19].
Σε μια ερμηνευτική παρουσίαση ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει ότι η Μάρθα είναι η πρακτική αρετή, ενώ η Μαρία είναι η θεωρία, η οποία ακολουθεί μετά από την πράξη. Με την πράξη και την θεωρία επιδεικνύουμε πληρέστερα την αγάπη προς τον Χριστό. Υπάρχουν, επίσης, μερικοί που ισχυρίζονται ότι οι δύο αυτές αδελφές υποδηλώνουν την Αγία Γραφή, αφού η Μάρθα είναι τύπος της Παλαιάς Διαθήκης, που υπηρετεί τον Χριστό, ενώ η Μαρία είναι τύπος της ευαγγελικής παιδεύσεως. Επίσης, υπάρχουν και μερικοί άλλοι που ισχυρίζονται ότι με την Μάρθα υπονοείται η Συναγωγή των Ιουδαίων, που θέλει να θεραπεύσει τον Χριστό με τις σωματικές σαρκικές πράξεις, ενώ η Μαρία είναι τύπος της εξ Εθνών Εκκλησίας, που προσάγει στον Θεό τις πνευματικές θυσίες και την ευώδη πίστη, και αγιάζεται από την ευλογία της σαρκός δια της μυστικής μεταλήψεως.
Σε ένα τροπάριο, που ψάλλεται στον Εσπερινό της Τετάρτης προ των Βαΐων, λέγεται ότι η Μάρθα και η Μαρία είναι οι πρέσβεις, που πρέπει να αποστείλλουμε στον Χριστό, για να έλθει και να αναστήσει τον νεκρό και αναίσθητο νου, που βρίσκεται στο μνήμα της αμελείας και δεν αισθάνεται τον θείο φόβο, ούτε έχει καμμιά ζωτική ενέργεια. «Μάρθαν και την Μαρίαν πιστοί, εκμιμησάμενοι προς Κύριον πέμψωμεν, ενθέους, ως πρέσβεις πράξεις, όπως ελθών τον ημών, νουν εξαναστήση νεκρόν κείμενον, δεινώς εν τω μνήματι, αμελείας αναίσθητον, φόβου του θείου, μηδαμώς αισθανόμενον, και ενέργειαν, ζωτικήν νυν μη έχοντα, κράζοντες˙ ίδε Κύριε, και ώσπερ τον φίλον σου, Λάζαρον πάλαι Οικτίρμον, επιστασία εξήγειρας, φρικτή, ούτω πάντας, ζωοποίησον παρέχων, το μέγα έλεος»[20].
Κυριακή των Βαΐων[21]
Την άλλη ημέρα, «τη επαύριον», μετά το μέγιστο θαύμα της Αναστάσεως του Λαζάρου, το οποίο ξεσήκωσε τα Ιεροσόλυμα και τον απλό, πιστό λαό, και εξαιτίας του οποίου πολλοί πίστευσαν στον Χριστό, όταν ο Ιησούς Χριστός ήλθε στη Βηθανία, «προ έξ ημερών του Πάσχα ήλθεν Ιησούς εις Βηθανίαν», στο σπίτι του Λαζάρου, δέχθηκε ο Χριστός την έκφραση της αγάπης της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου, η οποία του άλειψε τα πόδια με πολύτιμο μύρο και τα σκούπισε με τα μαλλιά της κεφαλής της.
Ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες το σημείο αυτό και λένε ότι, όταν πρόκειται για εκδηλώσεις λατρείας, δεν χρειάζεται προσοχή στην αξιοπρέπειά μας. Το να λύσει μια γυναίκα τα μαλλιά της και να σκουπίσει τα πόδια ενός άνδρα, θεωρούνταν την εποχή εκείνη εξεφτελιστικό και θα γινόταν βούκινο εις βάρος της Μαρίας. Η Μαρία, όμως, ευγνωμονώντας για την Ανάσταση του αδελφού της, του Λαζάρου, αλλά και εκφράζοντας έτσι αισθηματικά την αγάπη της προς τον Χριστό, δεν υπολόγισε τα σχόλια του κόσμου, όπως τα υπολογίζουμε όλοι εμείς, όταν πρόκειται να προσφέρουμε λατρεία και τιμή προς τον Θεό. Ας πάει να λέει ο κόσμος ό,τι θέλει, ας μας θεωρούν τρελούς, μωρούς και ανοήτους. Το θρησκευτικό μας καθήκον πρέπει να το επιτελέσουμε με οποιαδήποτε θυσία και με οποιοδήποτε εξευτελισμό. Εκεί, λοιπόν, στην οικία του Λαζάρου, στη Βηθανία, «προ έξ ημερών του Πάσχα», στο δείπνο, που έγινε, η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, έκανε αυτή την ωραία πράξη, η οποία, στη συνέχεια, έγινε, αιτία να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας του Ιούδα.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να παρέχουμε μερικές πολύ σημαντικές διευκρινήσεις σχετικά με τη σύγχυση που, δυστυχώς, επικρατεί μεταξύ της αγίας Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου, και άλλων γυναικείων προσώπων.
Διάκριση αγίας Μαρίας αδελφής Λαζάρου και πόρνης γυναικός
«Ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένη»[22].
Η πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου της Μ. Τετάρτης είναι διαφορετική από την αδελφή του Λαζάρου, τη Μαρία. Η Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου «προ έξ ημερών του Πάσχα». Τώρα αυτή είναι άλλη, είναι πόρνη γυναίκα, η οποία δύο ημέρες πριν από το Πάθος του Κυρίου αγόρασε κι αυτή πολύτιμο μύρο και το εξέχεε όχι μόνο στα πόδια του Χριστού, όπως η Μαρία του Λαζάρου, αλλά και «εις την κεφαλήν Αυτού».
Και ας δούμε εδώ τη διάκριση του Κυρίου μας! Ας φαντασθούμε ένα δάσκαλο, ένα πρόσωπο επίσημο, να κάθεται κάτω και ξαφνικά να έλθει μια γυναίκα και να τον ραντίζει, να τον λούζει με μύρο. Δεν ταράχθηκε ο Χριστός. Κανονικά θα έπρεπε να πει : «Τι είναι αυτό που κάνεις»; Εμάς μια στάλα να μας πειράξει κάποιος, διαμαρτυρόμαστε. Πήγε η πόρνη γυναίκα και Τον έλουσε με πολύτιμο μύρο. Κι Εκείνος, βλέποντας αυτή τη διάκριση, για ποιο λόγο το έκανε αυτή η γυναίκα, τι γινόταν μέσα στον εσωτερικό της κόσμο, τι συντριβή, τι μετάνοια, τι απόφαση αλλαγής ζωής, δέχθηκε την εκδήλωση αυτής της αμαρτωλής, της πόρνης γυναικός.
Και όταν διαμαρτυρήθηκαν οι μαθητές, ιδιαίτερα πρωτοστατούντος του Ιούδα, «τι είναι αυτό; Γιατί τα χρήματα από αυτό το μύρο δεν δόθηκαν στους πτωχούς»; τότε ο Χριστός επανέλαβε αυτό που είπε και στην περίπτωση της Μαρίας : «Αφήστε την», «εις την ημέρα του ενταφιασμού μου τετήρηκε, εις το ενταφιάσαι με τετήρηκεν»[23]. Είναι μια μυροφόρος. Αυτή η αμαρτωλή γυναίκα, ουσιαστικώς, τώρα, προλαμβάνει τις μυροφόρες γυναίκες. Και όπως οι μυροφόρες σε μερικές ημέρες θα Τον αλείψουν πριν τεθεί στο μνήμα με μύρα, έτσι έρχεται κι αυτή τώρα και φαντάζεται πώς είναι κεκοιμημένος ήδη, και ζώντα τον αλείφει με το μύρο. Προλαμβάνει έργο μυροφόρου αυτή η γυναίκα. Και είπε τότε ο Χριστός την καταπληκτική προφητεία ότι «όπου εάν κηρυχθή το Ευαγγέλιον τούτο, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής»[24]. Όπου κι αν πάει το Ευαγγέλιο – ήδη έχει πάει σ’όλο τον κόσμο – θα μείνει και το όνομα αυτής της πόρνης, της αμαρτωλής γυναίκας, μέσα στο Ευαγγέλιο «εις μνημόσυνον αυτής».
Διάκριση πόρνης γυναικός και αγίας Κασιανής ποιήτριας
Στη συνάφεια αυτή πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν έχει καμμία σχέση η πόρνη γυναίκα με την αγία Κασιανή την ποιήτρια, η οποία έζησε τον 9ο αι. Όταν η αγία Κασιανή γράφει το γνωστό σε όλους τροπάριο, που ψάλλεται τη Μ. Τρίτη το εσπέρας, στον Όρθρο της Μ. Τετάρτης, «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», δεν αναφέρεται στον εαυτό της. Απλώς ως ποιήτρια, ως λογοτέχνης η αγία Κασιανή έγραψε για την πόρνη γυναίκα του Ευαγγελίου. Αυτή, λοιπόν, τη συμπεριφορά της πόρνης γυναικός από την Ευαγγελική διήγηση, την πήρε η ποιήτρια και μοναχή Κασιανή τον 9ο αι. η οποία παρ’ ολίγον θα κοσμούσε τον θρόνο του Βυζαντίου, και την έκανε ύμνο. Λένε οι ειδικοί ότι ο θρόνος του Βυζαντίου έχασε μία αυτοκράτειρα, αλλά η βυζαντινή υμνογραφία κέρδισε μία βασίλισσα. Η αγία Κασιανή είναι βασίλισσα της χριστιανικής ποιήσεως. Εκτός του ύμνου «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…», η αγία Κασιανή έγραψε και πολλούς άλλους ύμνους, όπως το θαυμάσιο δοξαστικό του εσπερινού των Χριστουγέννων «Αυγούστου μοναρχήσαντος επί της γης», τους εξαισίους ειρμούς του κανόνος του Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον» κ.ά.
Διάκριση αγίας Μαρίας αδελφής Λαζάρου και Μαρίας Ιακώβου και Ιωσή
Επίσης, η αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την Μαρία Ιακώβου και Ιωσή, η οποία είναι η Υπεραγία Θεοτόκος. Ως γνωστόν ο άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ της Θεοτόκου, από τον πρώτο του γάμο απέκτησε επτά παιδιά. Τέσσερα αγόρια: τον Ιάκωβο τον μικρό, τον Ιωσή, τον Σίμωνα και τον Ιούδα. Και τρία κορίτσια: την Εσθήρ, τη Θάμαρ και τη Σαλώμη. Έτσι, όταν ακούμε στο Ευαγγέλιο τη φράση: «Η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή»[25] πρέπει να ενθυμούμαστε ότι είναι η Θεοτόκος, γιατί η Θεοτόκος στα μάτια των ανθρώπων ήταν σαν μητέρα των παιδιών, που είχε ο Ιωσήφ από την αποθανούσα σύζυγό του.
Διάκριση αγίας Μαρίας αδελφής Λαζάρου και Μαρίας του Κλωπά
«Στάθηκαν δε πλησίον εις τον Σταυρόν του Ιησού η μητέρα Του και η αδελφή της μητέρας Του, Μαρία του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή»[26]. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να συγχέεται η αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, με την Μαρία του Κλωπά. Κλωπάς, λένε μερικοί, ότι είναι ο άγιος ένδοξος και πανεύφημος Απόστολος Κλεώπας, ένας από τους εβδομήκοντα αποστόλους, ο οποίος πήγαινε στην κώμη Εμμαούς μαζί με τον άγιο Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά και τους εμφανίσθηκε ο αναστημένος Χριστός, σύμφωνα με το πέμπτο εωθινό Ευαγγέλιο[27].
Οι άγιοι Ευαγγελιστές, οι οποίοι διηγούνται τα Πάθη του Κυρίου μας, κατ’ αρχήν συμπεριλαμβάνουν τις αγίες Μάρθα και Μαρία ανάμεσα στον όμιλο των γυναικών, οι οποίες συνόδευαν τον Κύριό μας. Ήταν ένας όμιλος γυναικών, των μυροφόρων γυναικών, οι οποίες είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους, την Γαλιλαία, και είχαν κατεβεί μαζί με τον Χριστό, «αι ακολουθούσαι και διακονούσαι τον Χριστόν»[28]. Είχαν κατεβεί κάτω στα Ιεροσόλυμα, για να εορτάσουν μαζί Του το τελευταίο Πάσχα, πού δεν πίστευαν, βεβαίως, πώς ήταν το τελευταίο Πάσχα. Και όταν οι Ευαγγελιστές διηγούνται την προδοσία του Ιούδα, την σύλληψη του Κυρίου, τους εμπτυσμούς, τους μάστιγας, τους κολαφισμούς, τα Πάθη, την δίκη, την Σταύρωση, παρατηρούν όλοι : «και γυναίκες», τις οποίες ονομάζουν οι Ευαγγελιστές, «ειστήκεισαν από μακρόθεν ορώσαι ταύτα˙ από μακρόθεν θεωρούσαι»[29]. Και φαντασθείτε αυτή τη θλίψη κι αυτόν τον πόνο των γυναικών. Αυτόν τον αγαπημένο διδάκαλο, από τα χείλη του οποίου εκρέμαντο επί τρία χρόνια, Αυτόν, ο οποίος μόνο ευεργεσίες έκανε στη ζωή του, θεραπείες ασθενών, ιάσεις δαιμονιζομένων, του κόσμου τα θαύματα, τον κατεξοχήν Άγιο, για τον οποίο η λέξη «αγιότης» βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της, ο Πανάγιος Θεός, ο οποίος κανένα δεν έβλαψε, Αυτόν, λοιπόν, τον Πανάγιο και Αναμάρτητο Κύριο τον έβλεπαν να οδηγείται «ως πρόβατον επί σφαγήν», «θεωρούσαι από μακρόθεν ταύτα». Ακόμη και για την Ταφή του, λένε οι Ευαγγελιστές, «και Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Κλωπά εθεώρουν πού τίθεται»[30], έβλεπαν τους δύο άνδρες, τον άγιο Νικόδημο και τον άγιο Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, να θάπτουν τον Χριστό. Κι αυτές έβλεπαν «πού τίθεται». Προφανώς, γιατί προγραμμάτιζαν, μετά από την Ταφή, να πάνε να εκτελέσουν το καθήκον τους της διά μύρων αλείψεως του Σώματος του Ιησού, όπως συνηθιζόταν. Γι’αυτό και ονομάσθηκαν «Μυροφόραι». Αυτή την τόλμη των γυναικών βράβευσε ο Θεός και τις αξίωσε να γίνουν οι πρώτες κήρυκες της Αναστάσεως˙ να γίνουν οι γυναίκες Απόστολοι των Αποστόλων˙ να γίνουν Ευαγγελίστριες των Αποστόλων, να ευαγγελισθούν στους Αποστόλους την Ανάσταση του Κυρίου μας.
Στο σημείο αυτό εγείρεται το εξής ερώτημα: Αφού προηγουμένως οι άνδρες, οι άγιοι Ιωσήφ και Νικόδημος, περιποιήθηκαν το Σώμα του Κυρίου και το άλειψαν με αρώματα, τι ήρθαν να κάνουν και οι γυναίκες «λίαν πρωΐ τη μιά των Σαββάτων φέρουσαι αρώματα»; Η γυναίκα δεν μπορεί να παραιτηθεί από τη φύση της και την αποστολή της. Το έργο αυτό της περιποιήσεως των κεκοιμημένων, όπως και γενικώς της περιποιήσεως και της φροντίδος, το έργο του νοικοκυριού, είναι αποστολή των γυναικών. «Γυναίκες μύρα φέρουσαι». Οι γυναίκες αυτές οι μυροφόρες ακολούθησαν τον Χριστό από τη Γαλιλαία μέχρι κάτω στην Ιουδαία, στην Ιερουσαλήμ. «Ακολουθούσαι αυτόν και ξοδεύουσαι από των υπαρχόντων αυτών». Όλη τους η ζωή ήταν μια αφιέρωση. Και τώρα προσφέρουν μύρα ευωδιαστά.
Πολλές σημερινές γυναίκες «φέρουν μύρα». Όχι, όμως, για να ραντίσουν τον Χριστό και να τα προσφέρουν στο Θεό˙ όχι για να ευωδιάσουν από τα μύρα της αρετής. Οι σημερινές γυναίκες προσφέρουν αλλού μύρα. Προσφέρουν μύρα στη δική τους ματαιοδοξία και στη ματαιοδοξία των άλλων και ελάχιστα συγκινούνται. Αρώματα, ρούχα, κοσμήματα και βαψίματα. Βεβαίως, όχι όλες οι γυναίκες, αλλά οι περισσότερες. Υπάρχουν και σήμερα ευλαβείς γυναίκες. Και βλέπουμε αυτόν τον βόρβορο και όχι τα μύρα καθημερινά στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες, πού έχει φθάσει η γυναικεία φύση. Αντί η γυναικεία φύση να μυρίζει και να ευωδιάζει αρετή και αντί να ασχολείται με αυτά που είναι έργο της γυναικείας φύσεως, έχει παρεκτραπεί τελείως και έχει γίνει σκεύος ηδονής και απωλείας και προσφέρει μύρα στον διάβολο και τους δαίμονες.
Διάκριση αγίας Μαρίας αδελφής Λαζάρου και αγίας Μαρίας Μαγδαληνής
Δεν θα πρέπει να συγχέεται η αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή. Η αγία ένδοξος και πανεύφημος Μαρία η Μαγδαληνή υπήρξε η πιστή και αφοσιωμένη Μαθήτρια του Υιού και Λόγου του Θεού, η ακόλουθος της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Διακόνισσα του Κυρίου και των Αποστόλων, η εκλεκτή Μυροφόρος, η Ευαγγελίστρια της Αναστάσεως, η Ισαπόστολος και κήρυκας της πίστεως. Σ’ αυτήν δόθηκε η χάρις να δη πρώτη μετά την Ανάσταση, μαζί με την Θεοτόκο, τον Αναστάντα Ιησού. Αυτή ευαγγελίσθηκε στους Αποστόλους την Ανάσταση του Κυρίου. Μέσα στα ιερά Ευαγγέλια δοξάζεται από τους αγίους τέσσερις Ευαγγελιστές, ως πρώτη μετά την Θεοτόκον, Μαθήτρια και Μυροφόρος. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας την χαρακτηρίζουν σεμνή και σοφή παρθένον με ψυχική ωραιότητα. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή είναι «ωραίο και ευγενικό παράδειγμα γυναικείας αφοσιώσεως, που φθάνει στην αυταπάρνηση και τον ηρωισμό. Η άγια Μαρία η Μαγδαληνή ήταν άρρωστη, κατεχόταν από επτά δαιμόνια, δηλ. επτά πάθη, από τα οποία την ελευθέρωσε ο Κύριος, αλλά όχι αμαρτωλή!
Είναι κατασυκοφάντηση και βλάσφημος λόγος εναντίον της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής η ταύτισή της με την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, η οποία στο σπίτι του Φαρισαίου άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα. Έχει γίνει δυστυχώς μεγάλη παρερμηνεία των περικοπών του ιερού Ευαγγελίου από (ορισμένους συγγραφείς ακόμη και εκκλησιαστικούς διότι ταύτισαν την αγία Μαρία την Μαγδαληνή με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία έπλυνε τα πόδια του Κυρίου με τα δάκρυά της και τα άλειψε με μύρο, δείχνοντας την συντριβή της, τον σπαραγμό της καρδιάς της, και την μετάνοιά της για τις αμαρτίες της[31]. Γι’ αυτήν μιλά ο ιερός Λουκάς ανώνυμα: «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει». Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο[32] ομιλεί για την αγία Μαρία την Μαγδαληνή και αναφέρεται στην θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο άγιος Ευαγγελιστής θα απέκρυπτε το όνομά της, ενώ αμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι’ αυτήν και για την θεραπεία της από τα επτά δαιμόνια. Το όνομα της αμαρτωλής και πόρνης γυναικός δεν αναγράφεται πουθενά μέσα στα ιερά Ευαγγέλια. Η αγία Μαρία η Μαγδαληνή όμως αναφέρεται συγκεκριμένα και ονομαστικά μετά την θεραπεία της, ως μαθήτρια και ακόλουθος του Κυρίου και της Θεοτόκου Μητρός Του, ως Διακόνισσα των Αποστόλων και ως πρώτη των Μυροφόρων.
Στην Ορθόδοξη Υμνολογία μας της Μεγάλης Εβδομάδος, γίνεται πολύ καθαρά η διάκριση μεταξύ των γυναικείων αυτών προσώπων: Της πόρνης γυναικός, που άλειψε με μύρο τον Κύριο, της οποίας «μνείαν ποιείσθαι οι θειότατοι Πατέρες εθέσπισαν» τη Αγία και Μεγάλη Τετάρτη, και της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής ως Μυροφόρου και Ευαγγελιστρίας της Αναστάσεως του Σωτήρος. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τα άγια Ευαγγέλια, ερευνά και διευκρινίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρα την κεφαλήν και τα πόδια του Κυρίου και ουδεμία σχέση έχουν με την αγία Μαρία την Μαγδαληνή. Ο ίδιος ο ιερός πατήρ έχει γράψει και λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετενόησε και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο.
Πώς δημιουργήθηκε αυτή η πλάνη και αυτή η σύγχυση γύρω από το ιερό πρόσωπο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής; Η σύγχυση αυτή προήλθε από την Δύση και είναι αυτή άλλη μία παπική πλάνη. «Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε εις την Δύσιν, και κακώς ταυτίζεται η Μαγδαληνή μετά της αμαρτωλού γυναικός, η οποία στην οικία του Φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα».
Ευαγγέλιο Μεγάλης Παρακλήσεως[33]
Πολύ γνωστή σε όλους είναι η ευαγγελική περικοπή που εμμελώς απαγγέλλεται στη Μεγάλη Παράκληση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα μ’ αυτή, σε ένα πολύ φιλικό και πολύ αγαπημένο σπίτι βρίσκεται ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στην κόμη της Βηθανίας, στο οικείο περιβάλλον του σπιτιού του φίλου Του Λαζάρου. Και ήλθε κι αυτή τη φορά συνοδευόμενος, όπως συνήθως, από τους Μαθητές Του, τη Μητέρα Του, τη συνοδία Του ολόκληρη, αλλά και από πλήθος άλλων ανθρώπων, που έτρεχαν πίσω Του, προκειμένου να δουν τον θαυματουργό Διδάσκαλο και ν’ ακούσουν τις σωτήριες διδαχές, που κρυστάλλινες και διαυγείς, σαν το καθάριο νερό της πηγής έβγαιναν από τα άγια χείλη Του.
Φιλική, λοιπόν, η ευλογημένη οικία του Λαζάρου, έδωσε κατάλυμα στην αγία αυτή πομπή, που κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλη του Ιησού, προκειμένου ν’ ακούσει τα ζωηρά Του λόγια. Και γίνεται αυτή η οικία με την παρουσία του Ιησού Χριστού και της αγίας συνοδίας Του, της αγαπημένης Μητέρας Του, που πάντοτε Τον ακολουθούσε, των μακαρίων Μαθητών Του και του πλήθους των ακροατών Του, αλλά και με την ύπαρξη της Μάρθας, της αδελφής του Λαζάρου, γίνεται το σπίτι αυτό μία μικρογραφία της ανθρωπίνης κοινωνίας. Γίνεται ένα ακριβές αντίγραφο της πραγματικότητας του κόσμου.
Με τον ερχομό του Ιησού Χριστού στο σπίτι του Λαζάρου δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις ανθρώπων. Αυτοί, που περιεκύκλωσαν την πηγή της συγνώμης και της ζωής, τον Κύριο, και απετέλεσαν, με κέντρο Αυτόν, τον Σωτήρα, τον τύπον της Εκκλησίας Του πάνω στη γη, δίνοντας συνάμα και το βάρος εκεί που πρέπει, δηλ. στον Χριστό και στη σωτηρία τους και σε τίποτε άλλο. Από το άλλο μέρος, η Μάρθα, κοσμικά σκεπτόμενη και έχοντας δεχθεί στο σπίτι της ένα υψηλό φιλοξενούμενο, νοιαζόταν για την καλύτερη και ανετότερη Αυτού και της συνοδείας Του περιποίηση και φιλοξενία. Με θολωμένη τη σκέψη από τη μέριμνα της σωστής κατ’ άνθρωπον φιλοξενίας, σκεπτόμενη πώς καλύτερα θα φιλοξενήσει και θα περιποιηθεί την ιερή πομπή, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν ασχολείται με τίποτε άλλο από αυτήν την διακονία. Και εκτελώντας αυτή την υποχρέωση, γίνεται υπερβολική, μέχρις σημείου να διακόψει τον Διδάσκαλο, που ασχολείται με την σωτηρία του κόσμου και να του ζητήσει με παράπονο : «Κύριε ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλειπε διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται». Κύριε, μόλις ήλθες στο σπίτι μας με την Συνοδεία Σου, παρά τους πόδας Σου, κοντά Σου παρεκάθησαν και οι οικείοι μου και μάλιστα η Μαρία η αδελφή μου, χωρίς να ασχολείται με τίποτε άλλο από το να ακούει τους λόγους Σου. Εμένα, Κύριε, δεν με σκέπτεσαι, που έπεσε πάνω μου όλο το βάρος της διακονίας των φιλοξενουμένων μας; Βλέπεις, Κύριε, την ευθύνη μου και δεν με λυπάσαι; Πές Εσύ, Κύριε, στην αδελφή μου Μαρία, που Σε ακούει, να με βοηθήσει. Ζητάει δηλ. απερίσκεπτα η Μάρθα από τον Κύριο να οδηγήσει τα βήματα της αδελφής της Μαρίας στην αντίπερα όχθη, σε άλλο στρατόπεδο, στην κοινωνία του κόσμου και να την απομακρύνει με ανθρώπινες δικαιολογίες από τη σωτήρια κοινωνία της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό με πολλή αγάπη ο Κύριος απευθύνεται στη Μάρθα, γνωρίζοντας την αγαθή της προαίρεση, και της εξηγεί ότι μάλλον και η δική της θέση είναι να βρίσκεται κοντά Του. «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά· ενός δε έστι χρεία». Μάρθα, ασχολείσαι και φροντίζεις για πολλά και κουράζεσαι με πολλές προετοιμασίες. Ένα πράγμα, ο λόγος του Θεού, είναι χρήσιμο και αναγκαίο για τον άνθρωπο. Όλα τα άλλα είναι δευτερευούσης σημασίας, δεν μπορούν να συγκριθούν με την αξία που έχει για τον άνθρωπο η διδασκαλία του Θεού, που σκοπός της είναι όχι η πρόσκαιρη καλοπέραση και φιλοξενία, αλλά η απόλαυση της τρυφής του Παραδείσου στην αιωνιότητα. Εδώ ο Χριστός, όταν λέει ότι «ενός εστί χρεία», διδάσκει ότι υπάρχει κάτι άλλο ακόμα πιο αναγκαίο και πιο απαραίτητο, διότι αυτὸ έχει να κάνει με την αιώνιο πλέον ζωή μας. Ποιό είναι αυτό; Είναι ο λόγος του, ή μάλλον είναι ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Την αλήθεια αυτή δείχνουν διάφοροι χαρακτηρισμοί, που έδωσε ό Χριστός για τον εαυτό του. Είπε ότι Αυτὸς είναι «το φως του κόσμου»[34]. Και είναι όντως «ο ήλιος της δικαιοσύνης», όπως του ψάλουμε για τους μάγους τα Χριστούγεννα : « … οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης»[35]. Μπορεί να ζήσει το σύμπαν και η γη χωρὶς τον ήλιο; Όχι. Εὰν, λοιπόν, το φως του φυσικού ηλίου – που απὸ τώρα παρουσιάζει κηλίδες και μια μέρα θα σβήσει, όπως βεβαιώνει και η επιστήμη – είναι αναγκαίο για την υλική ζωή μας, πόσο μάλλον αναγκαίος είναι ο ήλιος Χριστός, που ουδέποτε θα σβήσει, αλλὰ θα φωτίζει αιωνίως την ανθρωπότητα! Ο Χριστὸς ονομάζεται ακόμη «ο άρτος της ζωής»[36], η πιο αναγκαία πνευματική τροφή. Ο Χριστὸς ονομάζεται «ύδωρ ζων», όπως απεκάλυψε στη Σαμαρείτιδα, στην οποία είπε : Το νερὸ αυτὸ, που πίνεις, είναι χρήσιμο προσωρινώς, αλλὰ Εγὼ είμαι «το ύδωρ το ζων» εις τους αιώνας[37]. Ο Χριστὸς είναι «η άμπελος η αληθινή»[38]. Ο Χριστὸς είναι όλα τα ωραία και αναγκαία πράγματα. Γι’ αυτὸ ο άνθρωπος περισσότερο απὸ ο,τιδήποτε άλλο έχει ανάγκη τόν Χριστό.
Οι πολλοὶ, όμως, δυστυχώς, δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Και θα μπορούσε να επαναληφθεί για τον καθένα απ’ αυτοὺς και για όλο τον κόσμο αυτὸ που, είπε τότε ο Χριστὸς για τη Μάρθα : Κόσμε, κόσμε, «μεριμνάς και τυρβάζη περὶ πολλά· ενὸς δε εστι χρεία». Αλλὰ, και για την πατρίδα μας μπορούμε να πούμε ότι ακούμε τον Χριστὸ να της λέει: «Μεριμνάς και τυρβάζη περὶ πολλά· ενὸς δε εστι χρεία». Τί χρειάζεται η πατρίδα μας; Ένα πράγμα ή μάλλον ένα Πρόσωπο έχει ανάγκη να είναι σ’ αυτήν παρὼν˙ ο Χριστὸς. Ποὺ να είναι παρών;
Παντού. Ιδίως να είναι παρὼν μέσα στο σπίτι. Όπως τότε επισκέφθηκε το σπίτι του Λαζάρου, έτσι να είναι παρὼν μέσα στην οικογένεια. Παρών, για να την τροφοδοτεί με την ουράνια διδασκαλία του. Τώρα δυστυχώς ο Χριστὸς απουσιάζει απὸ τα σπίτια των Ελλήνων. Πού είναι η προσευχή τους; Πού είναι το Ευαγγέλιο; Πού είναι η Θεία Κοινωνία; Πού είναι η εξομολόγησις; Πού είναι ο εκκλησιασμός; Ας μας επιτραπεί να πούμε ότι ζούμε έτσι ρεμαλοειδώς. Δεν έχουμε πλέον εκείνη την όρεξη για τα θεία και ιερά. Τυπικώς μόνο θρησκεύουμε[39].
Για τη Μαρία δε, την αδελφή σου, που μου ζητάς να απολύσω από κοντά Μου, σου λέω ότι, αντίθετα από σένα, αυτή σήμερα «την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής». Η Μαρία, η αδελφή σου, έκανε την επιλογή της. Καθόρισε τη θέση της. Διάλεξε την αγαθή μερίδα, την καλή και ωφέλιμη πραγματικά για τους ανθρώπους. Αυτήν, που όταν ο άνθρωπος απολαύσει, δεν έχει άλλο την αίσθηση της πείνας. Διάλεξε την ουράνια τροφή η Μαρία, ενώ αυτή, που εσύ ετοιμάζεις, είναι ανθρώπινη, του κόσμου τούτου, χωρίς τη δύναμη του αιωνίου χορτασμού. Και αυτήν τη μερίδα, που η Μαρία επέλεξε, δεν θα βρεθεί ανθρώπινη δύναμη να της την στερήσει. Είναι η μερίδα της αιωνιότητος, που καλεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους να λάβουν μέσα από την Εκκλησία Του, μέσα από το φρικτό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας[40].
Διάκριση αγίων Μάρθας και Μαρίας αδελφών Λαζάρου και αγίων Μάρθας και Μαρίας μαρτύρων
Υπάρχουν, τέλος, και οι άγιες ένδοξες μάρτυρες Μάρθα και Μαρία, η μνήμη των οποίων τελείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 8 Φεβρουαρίου. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τις ομώνυμες αδελφὲς του Λαζάρου των χρόνων του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Πρόκειται για άλλες χριστιανὲς αδελφὲς της χρονικής περιόδου, που οι χριστιανοὶ καταδιώκονταν απὸ τους ειδωλολάτρες για την πίστη τους στον Χριστό. Οι αδελφὲς, λοιπὸν, Μάρθα και Μαρία κρίθηκαν ένοχες, διότι είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στη διάδοση της χριστιανικής πίστης μεταξὺ του γυναικείου κόσμου. Ο έπαρχος προσποιήθηκε ότι τις ευσπλαχνίζεται κατά την δίκη τους και τις εξόρκιζε να λυπηθούν τη νεότητά τους. Εκείνες του απάντησαν ότι τη ζωή τους θα την χάσουν όλοι, αλοίμονο όμως, σ᾿ όποιον χάσει τη ψυχή του. Διότι, κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ο πιστεύων εις τον υιὸν έχει ζωὴν αιώνιον. Ο δε απειθὼν τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ᾿ η οργὴ του Θεού μένει επ᾿ αυτόν»[41]. Και οι δύο παρθένες, μαρτυρικὲς ηρωΐδες της πίστης, επεσφράγισαν την ομολογία τους με το αίμα τους. (Σε μερικοὺς Συναξαριστὲς αναφέρεται την ημέρα αυτή, μαζὶ με τις δύο προαναφερθείσες παρθένες και ο άγιος Λυκαρίων. Ο άγιος αυτός, φέρεται ότι ήταν παιδὶ πού μόναζε μαζὶ με τις αδελφὲς Μαρία και Μάρθα. Σταυρώθηκε μαζὶ μ᾿ αυτὲς και κατόπιν αποκεφαλίστηκε). Σε αντίθεση, βεβαίως, με τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία, οι οποίες αξιώθηκαν να κοιμηθούν εν Κυρίω οσιακά και ειρηνικά και όχι εν διωγμώ. Διότι ο Κύριος δεν θέλησε να αφήσει να πονέσουν οι καρδιές, των οποίων κάτω από τη στέγη του σπιτιού τους, είχε απολαύσει τόση γαλήνη τις παραμονές των παθών Του.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον…
Τω Σωτήρι αμέμπτως διακονήσασαι, αι του αγίου Λαζάρου θείαι αυτάδελφοι, συν τη Μάρθα τη κλεινή Μαρία πάνσεμνε, και την Ανάστασιν αυτού συν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθούσαι εκ του Αγγέλου, φωτός επλήσθητε θείου, ημίν αιτούσαι τα σωτήρια.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ Ήχος β’. Τοις των αιμάτων σου…
Των αδελφών την δυάδα την πάντιμον, τας του Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν και Μάρθαν εν άσμασιν, ως αν αυτών ικεσίαις προς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ
Χαίρετε αυτάδελφαι ιεραί, Μάρθα και Μαρία, σεμναί ήθεσι και ζωή, χαίρετε Λαζάρου, αι σύγγονοι αι θείαι, μεθ’ ου ημιν αιτείσθε, το θείον έλεος.
[1] Ιω. 4, 5-42.
[2] Γαλ. 3, 28.
[3] Ιω. 11, 1-45.
[4] Ιω. 1, 1.
[5] Ιω. 11, 11.
[6] Ιω. 11, 14.
[7] Ιω. 11, 3.
[8] Ιω. 11, 18.
[9] Ιω. 11, 21-22.
[10] Ιω. 11, 34.
[11] Ιω. 11, 39.
[12] Ιω. 11, 43.
[13] ΙΕΡΟΜ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΔΕΛΗΜΑΡΗΣ, Τι γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Ναύπακτος 2001, σσ. 101-105.
[14] Ιω. 11, 3.
[15] Ιω. 11, 5.
[16] Ιω. 11, 11.
[17] Ιω. 11, 36.
[18] Ιω. 12, 1-3.
[19] Ιω. 11, 17-33 / 12, 1-3.
[20] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, Οι Δεσποτικές Εορτές˙ Εισοδικό στο Δωδεκάορτο και την Ορθόδοξη
Χριστολογία , έκδ. Β΄, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά 1998, σσ. 189-190, 200-201.
[21] Ιω. 11-12, 1-19.
[22] Ιω. 11, 2.
[23] Ιω. 12, 7.
[24] Μτθ. 16, 13.
[25] Μτθ. 27, 55-56, Μρκ. 15, 40-41.
[26] Ιω. 19, 25.
[27] Λκ. 24, 13 κ. εξ. Σχ. βλ. ΙΕΡΟΜ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΔΕΛΗΜΑΡΗΣ, Τι γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Ναύπακτος 2001, σ. 175.
[28] Μρκ 15, 43 – 16, 8.
[29] Λκ. 23, 49.
[30] Μρκ 15, 47.
[31] Λκ. 7, 36-50.
[32] Λκ. 8, 1-3.
[33] Λκ 10, 40-42.
[34] Ίω. 8, 12.
[35] Απολυτίκιον Χριστουγέννων
[36] Ίω. 6, 35
[37] Ίω. 4, 10-11.
[38] Ίω. 15, 1.
[39] Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, Η μεγαλύτερη ανάγκη ο Χριστός, Εισόδια της Θεοτόκου 21-11-2010.
http://anavaseis.blogspot.gr/2011/11/blog-post_8864.html
[40] ΙΕΡΕΥΣ ΜΙΧΑΗΛ ΦΩΚΑΣ, Αγιοδρόμιον˙ θεομητορικά κηρύγματα από την διακονίαν του θείου λόγου, τ. Α΄, Αργοστόλιον 1989.
[41] Ιω. 3, 36.