Άγιοι Λουκιλλιανός, Παύλη και τα νήπια Κλαύδιος, Υπάτιος, Παύλος και Διονύσιος
Ο Κύριος μας διαβεβαίωσε ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Δηλαδή, εκείνα που είναι αδύνατο να γίνουν με την ασθενική δύναμη και λογική του ανθρώπου, αυτά είναι κατορθωτά και δυνατά από το Θεό. Πράγματι, ποιος θα περίμενε από έναν άνθρωπο που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή μέσα στην ειδωλολατρία, της οποίας, μάλιστα, ήταν και ιερέας, να γίνει χριστιανός; Κι όμως. Αυτό συνέβη με το γέροντα ιερέα ειδωλολάτρη Λουκιλλιανό, που έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αυρηλιανού το 270 μ.Χ.
Όταν,λοιπόν ο Λουκιλλιανός, άκουσε για πρώτη φορά χριστιανικό κήρυγμα στην πατρίδα του Νικομήδεια, η θεία χάρη δημιούργησε μέσα του πραγματικό σεισμό. Γκρεμίστηκαν σαν χάρτινοι πύργοι οι ειδωλολατρικές του πεποιθήσεις, που τόσο βαθειά ήταν ριζωμένες στην ψυχή του. Τα γεροντικά του μάτια άνοιξαν και με νεανική ζωηρότητα διακήρυξε την πίστη του στο Χριστό. Προσπάθησε, μάλιστα, να φέρει με το κήρυγμα του και άλλες ψυχές σ’ Αυτόν. Το γεγονός αυτό καταγγέλθηκε στον κόμη Λιβάνια. Με θάρρος ο Λουκιλλιανός ομολόγησε μπροστά του το Χριστό. Τότε ο κόμης, πιεζόμενος και από τους ειδωλολάτρες ιερείς, που θεώρησαν το Λουκιλλιανό λιποτάκτη της θρησκείας τους, διέταξε και τον βασάνισαν. Έπειτα τον έριξαν στη φωτιά για να καεί, αλλά δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά. Τότε τον έστειλαν στο Βυζάντιο, όπου ο Λουκιλλιανός αξιώθηκε να μαρτυρήσει με σταυρικό θάνατο.
Στη φυλακή μέσα ο Άγιος Λουκιλλιανός βρήκε τέσσερα παιδιά, τον Κλαύδιο, τον Υπάτιο, τον Παύλο και τον Διονύσιο, που για τον ίδιο λόγο ήταν φυλακισμένα και κατόπιν αποκεφαλίστηκαν. Μετά τον θάνατο και του Αγίου, η παρθένος Παύλη, πήρε τα Ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε. Τότε όμως, συνελήφθη και αυτή, βασανίζεται σκληρά και στο τέλος αποκεφαλίζεται.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Τοὺς μάρτυρας Χριστοῦ, ἱκετεύσωμεν πάντες, αὐτοὶ γὰρ τὴν ἡμῶν, σωτηρίαν αἰτοῦνται, καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, πρὸς αὐτοὺς μετὰ πίστεως, οὖτοι βρύουσι τῶν ἰαμάτων τὴν χάριν, οὖτοι φάλαγγας, ἀποσοβοῦσι δαιμόνων, ὡς φύλακες τῆς πίστεως.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός. Ὡς ἄστρον φαεινόν, ἐκ νυκτὸς τῆς ἀπάτης, ὦ Λουκιλλιανέ, εὐσεβῶς ἀναλάμψας νομίμως ἠγώνισαι καὶ τὸν δόλιον ἔκτεινας· ὅθεν πρέσβευε σὺν τῇ θεόφρονι Παύλῃ καὶ τοῖς τέσσαρσι παισὶ Χριστῷ, ἀθλοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Eις τον Λουκιλλιανόν.Λουκιλλιανώ πήγνυται σταυρός κάτω,Oυχ’ ως ο Xριστού και τίτλον φέρων άνω. Eις τα παιδία.Tους παιδαρίσκους ων αριθμός δις δύω,Θεού Πατρός τίθησιν υιούς η σπάθη. Eις την Παύλαν.Oυκ άξια προς μέλλον, ως Παύλος, κλέος,Tα νυν πάθη φάσκουσα, τέμνεται Παύλα. Σταυρώ αμφί τρίτην Λουκιλλιανός τετάνυστο. Λουκιλλιανὸς σύν τε Παῦλα νηπίοις,Αἵματι ὠνήσαντο Μαρτύρων στέφη.Σταυρῷ ἀμφὶ τρίτην Λουκιλλιανὸς τετάνυστο.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος ,
Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος, κατὰ κόσμον Δημήτριος Πρώιος, ἐγεννήθηκε τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, ἀργότερα δὲ διετέλεσε μαθητὴς τοῦ Δανιὴλ τοῦ Κεραμέως στὴν Πατμιάδα Σχολή. Τὸ 1786, ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἀνεχώρησε στὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία γιὰ εὐρύτερες σπουδές. Ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1793 ἐδίδαξε φιλοσοφία στὴ σχολὴ τῆς Χίου, ὑπὸ τὴ διεύθυνση τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, μέχρι καὶ τὸ 1796.
Σὲ κάποια ἐπίσκεψη τοῦ Καπετὰν-Πασᾶ στὸ Αἰγαῖο, ὁ διερμηνέας τοῦ στόλου Κωνσταντίνος Χαντζερῆς ἐγνώρισε τὸν Δωρόθεο στὴ Χίο, τὸν ἐζήτησε ὡς διδάσκαλο τῶν τέκνων του, καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 1797. Ἀκολούθησε ἀργότερα τὸν Χαντζερῆ στὴ Βλαχία μετὰ τὸ διορισμό του ὡς ἡγεμόνος. Ὡς βοηθό του ὁ Ἅγιος Δωρόθεος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ Βουκουρέστι εἶχε τὸν ἐπίσης Χίο καὶ ἀγαπητό του μαθητὴ Νεόφυτο Βάμβα.
Τὸ 1799, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, μετὰ τὴν ἀποκεφάλιση τοῦ Χαντζερῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀνέλαβε καθήκοντα ἱεροκήρυκος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ἐχειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης.
Τὸ 1804, ἱδρύθηκε στὴν Ξηροκρήνη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὸν Δημήτριο Μουρούζη, νέα Σχολὴ τοῦ Γένους, ἡ διεύθυνση τῆς ὁποίας ἀνατέθηκε στὸν Ἅγιο Δωρόθεο. Ἕνα χρόνο μετά, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ τὸ 1813 Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε νὰ ἱδρύσει στὴν Ἀδριανούπολη ἱερατικὴ σχολή, ἐπειδὴ ὄμως δὲν κατάφερε νὰ πραγματοποιήσει τὸ ὄνειρό του, συνέβαλε τὰ μέγιστα στὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐκεῖ ὑπαρχούσης Ἑλληνικῆς σχολῆς, ἀφοῦ διόρισε ὡς σχολάρχη αὐτῆς τὸν ἀξιόλογο διδάσκαλο Στέφανο Καραθεοδωρῆ. Ἐδίδασκε καὶ αὐτὸς λογικὴ καὶ ἠθικὴ κατ’ Ἀριστοτέλη, μαθηματικὰ καὶ φυσικὰ κατὰ Νικηφόρο Θεοτόκη καὶ μεταφυσικὴ καὶ θεολογία κατὰ Εὐγένιο Βούλγαρη.
Τὸ 1820, ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐκλήθηκε ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔμελλε νὰ εὕρει μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ τῶν ἄλλων Ἀρχιερέων, ἀφοῦ ἀπαγχονίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὸ 1821, στὸ Μέγα Ρεῦμα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Δωρόθεος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς συντελεστὲς τῆς ἐκπαιδευτικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ. Ἐκτὸς τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ ἀναγνωρίζει αὐτὸν καὶ ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ δὲ Μητροπολίτης Οὑγγροβλαχίας Ἰγνάτιος κατατάσσει τὸν Ἅγιο μεταξὺ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι, ἐπίσης, ἄξιο ἀναφορᾶς ὄτι ὁ Ἅγιος Δωρόθεος ἐπιμελήθηκε τὴν πρώτη ἔκδοση τοῦ Πηδαλίου τὸ 1800, «διορθωθέντος ψήφῳ τοῦ παναγιωτάτου καὶ ἱεροκήρυκος κυρίου Δωροθέου».