3 Ιανουαρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου Μαλαχίου , του Αγίου μάρτυρος Γορδίου και η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Αγίου Νεοσιομάρτυρος Εφραίμ του εν τω όρει των Αμώμων
Προφήτης Μαλαχίας
Θεάρεστη θυσία
Ὁ προφήτης Μαλαχίας ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ δράση του τοποθετεῖται στήν Ἰερουσαλήμ ἑκατό περίπου χρόνια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τή βαβυλώνια αἰχμαλωσία. Ὁ Ναός εἶχε ἤδη ὁλοκληρωθεῖ, ἀλλά ὁ λαός εἶχε χάσει τόν πρῶτο του ζῆλο. Ὁ καιρός περνοῦσε καί οἱ εὐτυχισμένες μέρες πού εἶχαν προαναγγείλει οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καί Ἀγγαῖος παρέμεναν ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Παρά τή φανερή εὔνοια τῶν Περσῶν, οἱ Ἰουδαῖοι αἰσθάνονταν βαρύ τόν ξενικό ζυγό καί πολύ ὀχληρές τίς ἐχθρικές διαθέσεις τῶν γειτόνων τους. Πάλευαν ἐπίσης μέ τή φτώχια, μέ δυσκολίες καί στερήσεις. Κλονίστηκε ἡ ἐμπιστοσύνη τους στόν Θεό. Μήπως ἔπαψε νά τούς ἀγαπᾶ καί νά τούς νοιάζεται; «Ἠγάπησα ὑμᾶς, λέγει Κύριος» (1,2), διακηρύττει ὁ προφήτης Μαλαχίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἀμετάπτωτη καί ἀναλλοίωτη μέσα στό χρόνο. Τή βεβαιώνει μέ ἁπτές ἀποδείξεις ἡ ἴδια ἡ ἱστορία. Ὁ Κύριος ἔμεινε πιστός στή διαθήκη του μέ τόν Ἰακώβ. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες τῶν συμφορῶν πού ἔπλητταν τούς Ἰδουμαίους, τούς ἀπογόνους τοῦ Ἠσαῦ· μάταιες οἱ προσπάθειές τους γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς χώρας τους. Ἀντίθετα, στόν ἐκλεκτό του λαό ὁ Θεός πολλές φορές ἔδειξε τήν προστασία του. Πῶς, λοιπόν, τώρα νά μήν ἐλέγξει τήν ἀχαριστία πού εἰσπράττει; Πῶς νά μήν ἐκφράσει τό παράπονό του; «Καί εἰ πατήρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καί εἰ Κύριος εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου;» (1,6). Τά παιδιά τιμοῦν τόν πατέρα τους· οἱ δοῦλοι φοβοῦνται τόν κύριό τους. Ὁ Ἰσραήλ πλέον μήτε ἀγάπη μήτε φόβο νιώθει γιά τόν Θεό του. Οἱ θυσίες πού τοῦ προσφέρει –ζῶα τυφλά, χωλά, καχεκτικά- αὐτό δηλώνουν. Μιά τέτοια προσβολή (βλ. Λε 22,22-25· Δε 15,21) δέν θά τήν ἀνεχόταν κανείς πολιτικός ἄρχοντας· «προσάγαγε δή αὐτῷ τῷ ἡγουμένῳ σου, εἰ προσδέξεται αὐτό, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου, λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,8). Ὁ Κύριος ἐλέγχει τό λαό· ἡ λατρεία του κατήντησε ψυχρή καί τυπική, τήν ἀπεχθάνεται. Ἐλέγχει δριμύτατα καί τούς ἀνάξιους ἱερεῖς, πού ὑποθάλπουν μιά τέτοια ἀσέβεια. Μέ γλώσσα ὠμή ἐκφράζει ὅλη τή δυσαρέσκειά του: Εἶναι προτιμότερο νά κλείσουν οἱ πύλες τοῦ Ναοῦ, πού μέ τόσους κόπους μόλις εἶχε ἀνοικοδομηθεῖ· νά σβήσει γιά πάντα ἡ φωτιά στό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων! Κι ἐνῶ ἀποδεικνύονται βδελυρές οἱ θυσίες τῶν Ἰουδαίων, γίνεται λόγος γιά μία ἄλλη θυσία «καθαρά», ἡ ὁποία θά τίς ἀντικαταστήσει καί θά δοξάσει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στά ἔθνη· «διότι πρό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν τό ὄνομά μου δεδόξασται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐν παντί τόπῳ θυμίαμα προσάγεται τῷ ὀνόματί μου καί θυσία καθαρά, διότι μέγα τό ὄνομά μου ἐν τοῖς ἔθνεσι λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (1,11). Ἡ θυσία αὐτή, ἡ μόνη εὐάρεστη στόν Θεό, δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ θυσία τοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Ἀμνοῦ (βλ. Α΄ Πέ 1,19), πού προσφέρεται ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα. «Τῶν μέν ἀλόγων θυμάτων τέλος ἔλαβεν ἡ σφαγή», ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος, «μόνος δέ ὁ ἄμωμος ἀμνός ἱερεύεται, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΓΟΡΔΙΟΣ
«Ο άγιος Γόρδιος ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ζούσε όταν βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος. Ήταν κόμης κατά την τάξη, αρχηγός εκατό στρατιωτών. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει το θράσος των δυσσεβών και τις βλασφημίες τους κατά του Χριστού, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στα όρη, ζώντας εκεί με τα θηρία. Εκεί ανέφλεξε τον πόθο του για τον Χριστό και έλαβε θάρρος κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, οπότε ήλθε ορμητικός σαν λιοντάρι από την έρημο στην πόλη, ζητώντας να κατασπαράξει τον προστάτη της απάτης διάβολο. Μπήκε μέσα στο θέατρο και δοξολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα το πλήθος να στρέψει την προσοχή του προς εκείνον και ο προκαθήμενος άρχοντας να νιώσει κατάπληξη από το θάρρος του. Η κατάπληξή του μετατράπηκε σε μανία, γι’ αυτό και διέταξε να τον φονεύσουν με ξίφος».
Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Γορδίου, ερμηνεύει κατά πρώτον την απομάκρυνση από τον κόσμο του αγίου μάρτυρα: στράφηκε στα αιώνια, αποθέτοντας την πρόσκαιρη ματαιότητα. Ο άγιος Γόρδιος δηλαδή προτίμησε να ζει με τους αγγέλους, παρά με ανθρώπους που είχαν χάσει το στοιχείο της ανθρωπιάς, γενόμενοι χειρότεροι λόγω της ασέβειάς τους προς τον Θεό και από τα θηρία. Η απομάκρυνσή του έτσι από τον κόσμο ήταν καρπός της πίστεώς του και της αγάπης του προς τον Θεό και όχι μία στείρα άρνηση αυτού. Απόδειξη το γεγονός ότι στην έρημο φούντωσε την αγάπη του προς Εκείνον. «Απέθου την πρόσκαιρον ματαιότητα και συνέθου, πανόλβιε, τοις αεί διαμένουσι∙ και φυγών τους ανθρώπους, αγγέλων ομόσκηνος, θεόφρον, εχρημάτισας» (Άφησες κατά μέρος την πρόσκαιρη ματαιότητα, παμμακάριστε, και πήγες μαζί με αυτά που είναι αιώνια. Κι αφού απέφυγες τους ανθρώπους, έγινες συμπολίτης των αγίων, θεόφρον).
Η αίσθηση της ματαιότητας των επιγείων και ο προσανατολισμός του σε μόνα τα αιώνια, δηλαδή στον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, δεν ήταν μόνον η αιτία της φυγής του από τον κόσμο, αλλά και η αδιάκοπη άσκησή του στην έρημο. Κι αυτό με τη σειρά του τον οδήγησε στην επάνοδό του στον κόσμο, προκειμένου όμως όχι να συσχηματιστεί με αυτόν, αλλά να τον ελέγξει για την αμαρτία του, προκαλώντας τον με τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. «Ρεόντων το άστατον λογιζόμενος και μενόντων την σύστασιν, μάρτυς αοίδιμε, ενθυμούμενος, μάκαρ, ατρόμως το στάδιον υπήλθες της αθλήσεως» (Σκεπτόμενος, μάρτυς αοίδιμε, το άστατο των ρεόντων πραγμάτων της ζωής αυτής και ενθυμούμενος τα αιώνια που παραμένουν, χωρίς φόβο εισήλθες στο στάδιο της αθλήσεως). Από την άποψη αυτή η και πάλι είσοδός του στον κόσμο κατανοείται – με πνευματικά κριτήρια – ως η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης του προς αυτόν. Διότι κανείς δεν αγαπά πραγματικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν τους φέρνει με τον λόγο και το παράδειγμά του ενώπιον του Θεού. Ό,τι έκανε στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός: ήλθε στον κόσμο όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά των ανθρώπων, όχι να τους πει ότι πορεύονται καλά, αλλά να τους ελέγξει για την αμαρτία τους και να τους δώσει ώθηση και δύναμη επανεύρεσης του αρχικού τους προορισμού: να είναι με τον Θεό. Όπως και στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης κατανοείτο και η αποστολή των Προφητών: στέλνονταν από τον Θεό, φανερώνοντας την αγάπη Του προς τους Ιουδαίους, με την κλήση που τους απηύθυναν για μετάνοια. Έτσι η σαν λιοντάρι είσοδος του αγίου Γορδίου στο θέατρο κατανοείται ως προφητική ενέργεια που προκαλεί τους καλοπροαίρετους σε μετάνοια.
Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει σ’ αυτήν την ορμητική και λιονταρίσια παρουσία του Γορδίου στο θέατρο: «η πυράκτωση της καρδιάς του αγίου από την αγάπη του Χριστού» τον κάνει να βλέπει τους άφρονες ειδωλολάτρες ως άψυχες πέτρες, ενώ η μανία του τυράννου πέφτει επάνω του σαν το κύμα που σπάει μπροστά σε βράχο. Είναι εκπληκτικές οι συγκεκριμένες εικόνες του αγίου υμνογράφου, προκειμένου να «ζωγραφίσει» ανάγλυφα την ψυχική δύναμη του μάρτυρα. «Υπεισελθών ατρόμως και ρωμαλέως ως λέων το θέατρον, πέτρας ώσπερ αψύχους, μάκαρ, ελογίσω τους άφρονας» (Μπαίνοντας χωρίς φόβο και με ρωμαλεότητα, σαν λιοντάρι, στο θέατρο, αντιμετώπισες, μακάριε, τους άφρονες ειδωλολάτρες σαν άψυχες πέτρες)∙ «Νενοηκώς, θεόφρον, την σταθεράν σου ο τύραννος ένστασιν, πέτρα καθάπερ κύμα, τη ση διερράγη στερρότητι» (Κατάλαβε, θεόφρον, ο τύραννος τη σταθερή σου στάση, και όπως το κύμα πάνω στον βράχο, έτσι κι αυτός διαλύθηκε μπροστά στη δύναμή σου). Είναι γεγονός: η πίστη και η αγάπη στον Χριστό όχι απλώς δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά κάνουν τον άνθρωπο πανίσχυρο, που κανείς δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί του. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο διάβολος και τα όργανά του σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο είναι να καταβάλουν το σώμα του. Την ψυχή όμως ποτέ. Αυτή παραμένει χάριτι Θεού ανίκητη και ακατάβλητη.
Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυς και θαυματουργός
Βιογραφία