29 Ioυνίου μνήμη των Αγίων ενδόξων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου .
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον (ιϚ´ 13‐19).
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη
Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθη‐
τὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρω‐
ποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον·
Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠ‐
λίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν.
Λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;
Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χρι‐
στὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκρι‐
θεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων
Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ
σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀ‐
γὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύ‐
τῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν,
καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ
δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρα‐
νῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδε‐
μένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ
τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς .
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Οταν δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας, την οποίαν είχε επεκτείνει και εξωραΐσει ο Ηρώδης ο Φιλιππος, ερώτησε τους μαθητάς του λέγων· “τι λένε οι άνθρωποι, ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου;”
Εκείνοι δε είπαν· “άλλοι μεν λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ο Ηλίας, και άλλοι ότι είσαι ο Ιερεμίας η ένας από τους προφήτας”.
Λεγει εις αυτούς· “σεις όμως οι μαθηταί μου ποίος λέτε, ότι είμαι;”
Απεκρίθη δε ο Σιμων ο Πετρος και είπε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν”.
Και ο Ιησούς απήντησε και του είπε· “μακάριος είσαι, Σιμων υιέ του Ιωνά, διότι την ομολογίαν, που έκαμες, δεν σου την εφανέρωσε αίμα και σαρξ, δηλαδή κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Πατήρ μου ο επουράνιος.
Και εγώ δε σου λέγω τούτο· ότι συ είσαι Πετρος και επάνω εις αυτήν την πέτραν της ομολογίας σου θα οικοδομήσω ασάλευτον την Εκκλησίαν μου, και πύλαι Αδου (δηλαδή όλαι αι κακαί δυνάμστου πονηρού διαβόλου και των διεστραμμένων ανθρώπων), δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατορθώσουν τίποτε εναντίον της.
Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, θα σου δώσω δηλαδή την εξουσίαν, ώστε όποιο αμάρτημα δεν θα συγχωρήσης συ εις την γην, θα είναι ασυγχώρητον και στους ουρανούς· και αμάρτημα το οποίον συ θα συγχωρήσης επάνω εις την γην, θα είναι συγχωρημένον στους ουρανούς”.
Βίος Αγίων Πέτρου και Παύλου των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων
Από το ιστολόγιο -forum xristianos.gr
Ο Απόστολος Πέτρος εγεννήθηκε στη μικρή πόλη Βηθσαϊδά κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αλιέως με τον αδελφό του Ανδρέα, κληθέντα και αυτόν στο αποστολικό αξίωμα,
και με τους υιούς του Ζεβεδαίου Ιάκωβο και Ιωάννη, γενόμενους επίσης Αποστόλους.
Το όνομά του απαντά στην Καινή Διαθήκη υπό τέσσερις τύπους:
α) Συμεών (εκ του Sim Un, σημιτικού τύπου).
β) Σίμων (κοινότερος τύπος, εξελληνισμένη σύντμηση του προηγούμενου).
γ) Κηφάς (από το αραμαϊκό Kepha, που σημαίνει πέτρα).
δ) Πέτρος (παράφραση της προηγούμενης αραμαϊκής επωνυμίας, η οποία εδόθηκε στο Σίμωνα από τον Χριστό).
Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης η Ιωνάς. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι επερίμεναν εναγώνια τον Μεσσία και τη μεσσιανική εποχή κατά
την οποία θα ετερματίζετο η κακοδαιμονία της ανθρωπότητος.
Από το γεγονός ότι ο Πέτρος είχε την πεθερά του, την οποία εθεράπευσε ο Κύριος, στην Καπερναούμ, προκύπτει ότι ήταν έγγαμος. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα το όνομα της συζύγου του, καλουμένης
Ιωάννας υπό των Ανατολικών και Περπετούης υπό των Δυτικών. Ούτε είναι γνωστό αν η σύζυγός του εζούσε ακόμη, όταν ο Απόστολος Πέτρος εκλήθηκε στο αποστολικό αξίωμα.
Ο Πέτρος και ο Ιωάννης καλούνται «αγράμματοι και ιδιώται» από τα μέλη του Συνεδρίου, σημείο ότι δεν είχαν φοιτήσει στις λόγιες ραββινικές σχολές. Είχαν όμως μαθητεύσει στον Τίμιο Πρόδρομο. Τούτο
είναι βέβαιο για τους υιούς του Ζεβεδαίου και για τον Ανδρέα, πιθανώς δε και για τον Σίμωνα Πέτρο.
Η κλήση του Πέτρου στο αποστολικό έργο έγινε βαθμιαίως. Όταν τον επαρουσίασε ο αδελφός του Ανδρέας στον Κύριο, με τους λόγους «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν», έλαβε την επωνυμία Κηφάς. Ήταν παρών
κατά το θαύμα στην Κανά και εγκαταστάθηκε μετά με τον Κύριο στην Καπερναούμ. Εκλήθηκε οριστικά μετά την πρώτη θαυμαστή αλιεία, γενόμενος έτσι «αλιεύς ανθρώπων».
Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος επέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και ακολούθησε τον Κύριο πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρος του και της ιδιαίτερης αφοσιώσεώς του στον Κύριο αξιώθηκε να
έχει εξαιρετική θέση μεταξύ των Αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του ζώντος». Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την ομολογία και τον
διαβεβαίωσε πως επάνω σε αυτή την ομολογία πίστεως, που έγινε κατ’ αποκάλυψιν Θεού Πατρός, «οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν».
Κατά την εβδομάδα των παθών και μετά την Ανάσταση ο Πέτρος αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στα Ευαγγέλια. Έτσι στο Μυστικό Δείπνο αρνείται προς στιγμήν τη νίψη των ποδών του από τον Κύριο, αγωνιά
κατόπιν να μάθει ποιός είναι ο προδότης, διαμαρτύρεται, διότι στην προς τον Κύριο ερώτησή του «Κύριε, που υπάγεις;», έλαβε από Αυτόν την απάντηση «όπου εγώ υπάγω ου δύνασαί μοι νυν
ακολουθήσαι», και τέλος υπόσχεται στον Κύριο ότι θα θυσιάσει την ψυχή του για Εκείνον και δεν θα σκανδαλισθεί από το επερχόμενο Πάθος Του. Κατά τον Ευαγγελιστή Λουκά ο Ιησούς στην μετά του
Πέτρου στιχομυθία του είπε σε αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον. Εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου. Και συ ποτε
επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου». Πράγματι δε, δεν εξέλιπε η πίστη του Πέτρου, αν και αρνήθηκε τον Διδάσκαλο τρεις φορές στην αυλή του αρχιερέως. Ένεκα της υπέρ αυτού δεήσεως του Κυρίου,
ήλθε στον εαυτό του, μετανόησε και έκλαψε πικρά για την πράξη του και αξιώθηκε πρώτος αυτός από τους Αποστόλους να διαπιστώσει το γεγονός της Αναστάσεως και πρώτος να δει τον Αναστάντα Κύριο.
Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την ημέρα της
Πεντηκοστής έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, και να βαπτισθούν. Η ιεραποστολική δράση του υπήρξε θαυμαστή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Από εκεί ενεργούσε κατά καιρούς περιοδείες επισκεπτόμενος τις πλησιόχωρες Εκκλησίες. Ο Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του αναφέρει, ότι κατά τις δύο ανόδους του στα Ιεροσόλυμα συναντήθηκε
εκεί με τον Πέτρο, τον οποίο ονομάζει και Απόστολο των «εκ περιτομής» και μας πληροφορεί ότι ετιμάτο μαζί με τον Αδελφόθεο Ιάκωβο και τον Ιωάννη ως «στύλος» της Εκκλησίας.
Σε μία περιοδεία του ο Πέτρος, περί της οποίας μας ομιλούν οι Πράξεις, επισκέφθηκε τη Λύδδα και αφού εθεράπευσε τον παραλυτικό Αινέα, ήλθε στην Ιόππη, όπου ανέστησε την Ταβιθά η Δορκάδα. Από
εκεί δε, με θεία επιταγή, επορεύθηκε στην Καισάρεια, στην οποία εκατήχησε και εβάπτισε τον εθνικό Κορνήλιο μαζί με την οικογένειά του. Όταν έμαθαν το γεγονός αυτό οι «εκ περιτομής» της Εκκλησίας
Ιεροσολύμων εκατηγόρησαν τον Πέτρο. Ο Απόστολος εξέθεσε με λεπτομέρεια πως ο Θεός δι’ οράματος «υπέδειξεν μηδένα κοινόν η ακάθαρτον λέγειν άνθρωπον» και έκλεισε την απολογία του εκείνη ως
εξής: «Ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν πιστεύσασιν επί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, εγώ δε τις ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;».
Ο Ηρώδης Αγρίππας Α’, επιθυμώντας να ευχαριστήσει τους Ιουδαίους συνέλαβε τον Πέτρο κατά τις εορτές του Πάσχα του 42 η 44 μ.Χ. και τον έκλεισε στη φυλακή για να τον φονεύσει μετά από λίγο. Αλλ’
Άγγελος Κυρίου ελευθέρωσε κατά τη νύχτα το δέσμιο και από στρατιώτες φρουρούμενο Πέτρο, ο οποίος, αφού επισκέφθηκε τους συγκεντρωμένους και προσευχόμενους υπέρ αυτού αδελφούς στην οικία
της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, ανήγγειλε σε αυτούς τη σωτηρία του από τον Άγγελο και «εξελθών επορεύθη εις έτερον τόπον».
Για τελευταία φορά ομιλούν οι Πράξεις περί του Πέτρου κατά την Αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), στην οποία μαζί με τον Παύλο και τον Αδελφόθεο Ιάκωβο διεδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο. Ο Παύλος στην
προς Γαλάτας Επιστολή του μας ομιλεί για μία συνάντηση, την οποία είχε με τον Πέτρο στην Αντιόχεια, κατά την οποία τον ήλεγξε για την επιδειχθείσα έλλειψη θάρρους και παραχώρηση υπέρ των
ιουδαϊζόντων και σε βάρος των εξ εθνών Χριστιανών.
Για τη μετά ταύτα ζωή και δράση του Πέτρου στερούμεθα σαφείς ιστορικές μαρτυρίες. Ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος, προφανώς από τον πρόλογο της Α’ Καθολικής Επιστολής Πέτρου, συμπέραναν ότι αυτός
εκήρυξε στους Ιουδαίους της Διασποράς, στον Πόντο, Γαλατία, Καππαδοκία, Ασία και Βιθυνία. Ορισμένοι δέχονται και την αποστολική δράση του Πέτρου στην Κόρινθο.
Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές. Από αυτές, η μεν πρώτη απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, η δε δεύτερη σε
όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται εξ αιτίας της πίστεώς τους στον Ιησού Χριστό.
Υπάρχει βέβαια και η παράδοση των Ρωμαιοκαθολικών περί μεταβάσεως του Πέτρου στη Ρώμη μετά την απελευθέρωσή του από τον Άγγελο η την Αποστολική Σύνοδο, της οποίας διετέλεσε επί
εικοσιπενταετία Επίσκοπος. Την παράδοση αυτή πολλοί Ορθόδοξοι μελετητές την αμφισβητούν, διότι στηρίζεται σε μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τις λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις» και την
απόκρυφη φιλολογία. Αναμφίβολα όμως ο Πέτρος συνδέεται με την Εκκλησία της Ρώμης, αφού έδρασε και έμαρτύρησε σε αυτήν.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση ο Πέτρος ίδρυσε την τοπική Εκκλησία της Ρώμης. Εκήρυττε νυχθημερόν στη μεγάλη πόλη και κατόρθωσε να μεταστρέψει πλήθος κατοίκων στο Χριστιανισμό. Την ίδια
εποχή ευρισκόταν στη Ρώμη και ο διαβόητος Σίμων ο μάγος, γνωστός από τις Πράξεις των Αποστόλων. Εκεί με τις διάφορες μαγγανείες και τα μαγικά κόλπα προκαλούσε τον θαυμασμό του πλήθους και γι’
αυτό απέκτησε πολλούς οπαδούς. Όμως ευρήκε μπροστά του τον αληθινό άνθρωπο του Θεού, τον Απόστολο Πέτρο, ο οποίος με σειρά θαυμάτων ξεσκέπασε τον απατεώνα μάγο, τον απέδειξε ως
συνεργό των δαιμόνων και εφανέρωσε την ανίκητη δύναμη του αληθινού Θεού.
Ο Άγιος Ειρηναίος γράφει: «Του Πέτρου και Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν».
Ο Ωριγένης: «Ος και επί τέλει εν Ρώμη γενόμενος ανεσκολοπίσθη κατά κεφαλής ούτως αυτός αξίωσας». Τέλος ο πρεσβύτερος Γάιος (169 μ.Χ.) γράφει στον προς Πρόκλο διάλογό του: «Εγώ δε τα τρόπαια
(μνημεία, σκηνώματα) των αποστόλων έχω δείξαι. Εάν γαρ θελήσης απελθείν επί τον Βατικανόν η επί την οδόν την Ωστίαν, ευρήσεις τα τρόπαια των ταύτην ιδρυσαμένων την Εκκλησίαν».
Κατά την παράδοση, λοιπόν, ο Πέτρος άθλησε στη Ρώμη κατά το διωγμό του αυτοκράτορος Νέρωνος (64/67 μ.Χ.). Λίγο πριν τον συλλάβουν έκρινε σκόπιμο να φύγει κρυφά από την πόλη, για να γλιτώσει.
Καθώς εβάδιζε βιαστικά την περίφημη Αππία οδό είδε μπροστά του τον Κύριο, ο Οποίος τον ερώτησε: «Quo Vadis?», δηλαδή «που πηγαίνεις;». Τότε ο ένθερμος Απόστολος κατάλαβε πως η φυγή του αυτή
ισοδυναμούσε με νέα άρνηση του Χριστού. Γι’ αυτό με δάκρυα στα μάτια εγύρισε πίσω και συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε σταυρικό θάνατο. Όταν οδηγήθηκε στο μαρτύριο παρακάλεσε τους δημίους του
να τον σταυρώσουν ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω, διότι, όπως είπε, δεν εθεωρούσε τον εαυτό του άξιο να σταυρωθεί σαν τον ηγαπημένο Δάσκαλο και Θεό του! Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή
στον Χριστό, το δε αγιασμένο λείψανό του το περιμάζεψαν οι πιστοί και το έθαψαν στο Βατικανό λόφο.
Ο τάφος του ήταν απλός και πτωσικός. Εσκέπασαν το τίμιο λείψανό του με χώμα και μετά με πλάκες από κεραμίδι σε σχήμα αμφικλινές. Έτσι έθαπταν τότε τους πολλούς, τους πτωχούς στη Ρώμη. Το μνήμα
του Πέτρου το ήξερε καλά η Εκκλησία της Ρώμης, γι’ αυτό και ο Επίσκοπός της Ανίκητος (155 – 166 μ.Χ.), περί το 160 μ.Χ., ετοποθέτησε μία μαρμάρινη πλάκα, επάνω από την οποία εστήριξε σε δύο
κιονίσκους μία τράπεζα με μικρή κόγχη και υποτυπώδες αέτωμα. Γύρω της συνήρχοντο για προσευχή λίγοι Χριστιανοί, ενώ στον ιερό τόπο της ταφής του Πέτρου συνάγονταν πολλοί προσκυνητές στο πρώτο
ήμισυ του 3ου αιώνος μ.Χ.
Ο Απόστολος Παύλος η ηρωικότερη αποστολική μορφή της πρώτης Χριστιανικής περιόδου, υπήρξε ο κατ’ εξοχήν Απόστολος των Εθνών, ο μοναδικός διδάσκαλος και ο σπουδαιότερος παιδαγωγός της
Οικουμένης, ο εκκλησιαστικός αγωνιστής καυ φυτουργός της Εκκλησίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται με το μεγαλύτερο θαυμασμό και εξυμνούν με τα καλύτερα λόγια την προσωπικότητά του, το
καταπληκτικό ιεραποστολικό έργο του και τη μοναδική διδασκαλία του.
Μάλιστα ο κυριότερος ερμηνευτής του, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκ των κορυφαίων πατέρων της Εκκλησίας, εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «τον πρώτον μετά τον Ένα» και συνιστά «μη θαυμάζειν
μόνον αλλά και μιμείσθαι το αρχέτυπον τούτο της αρετής». Άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας, έφερε το αληθινό φως της θεογνωσίας, το φως του Ευαγγελίου από την Ανατολή στη Δύση.
Ο Απόστολος Παύλος εγεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, μεταξύ των ετών 5 – 15 μ.Χ., από Ιουδαίους γονείς της φυλής Βενιαμίν, η οποία μαζί με τη φυλή του Ιούδα θεωρούνται οι μόνες καθαρές φυλές.
Κατείχε τη ρωμαίκή υπηκοότητα από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ρωμαίος πολίτης, δικαίωμα το οποίο απέκτησε και ο ίδιος και από το οποίο φαίνεται ότι ο κάτοχός του καταγόταν από τα ανώτερα
στρώματα της κοινωνίας της Κιλικίας. Στο εβραϊκό του αρχικό όνομα Σαούλ η Σαύλος, κατά τη γνωστή τότε συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να χρησιμοποιούν διπλή ονομασία, προστέθηκε αργότερα
δεύτερο όνομα – και ως Ρωμαίος πια πολίτης – το χρησιμοποιούμενο στις Πράξεις ελληνικό η ρωμαϊκό όνομα Παύλος, ομόηχο του Ιουδαϊκού Σαύλος (Σαύλος – Παύλος). Η δεύτερη ονομασία δεν ήταν
ασυνήθης ενέργεια στις ευκατάστατες και οπωσδήποτε σημαντικές ρωμαϊκές οικογένειες.
Ο Άγιος Ιερώνυμος, έχοντας υπ’ όψιν του κάποια αρχαία παράδοση αναφέρει ότι ο Παύλος καταγόταν από τα Γίσχαλα η Κίσχαλα (Gischala) της Γαλιλαίας της Παλαιστίνης, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος,
ενδεχομένως, από τους προγόνους του καταγόταν από τα Κίσχαλα.
Κατά την όγδοη ημέρα από της γεννήσεώς του ο Παύλος περιτμήθηκε, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και νομοταγείς, αν και ήταν ελληνιστές, όπως και ο ίδιος ο Παύλος ήταν
ελληνιστής της διασποράς.
Στην Ταρσό, όπου επέρασε τα παιδικά του χρόνια, οι γονείς του εφρόντισαν να αποκτήσει την καλύτερη και αρτιότερη ελληνική μόρφωση, όπως άλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από τις Επιστολές του. Εκεί
έμαθε την ελληνική γλώσσα και εδιδάχθηκε γενικότερα την ελληνική σκέψη και τον τρόπο ζωής.
Στην πόλη αυτή η Ιουδαϊκή παροικία διατηρούσε τα ήθη και έθιμά της και την κοινωνική ζωή της γύρω από τη Συναγωγή που ήταν το πνευματικό κέντρο. Η Συναγωγή αποτελούσε, επίσης, το κέντρο της
λατρείας της θρησκείας, της προσευχής και της διδαχής του λόγου και του Νόμου του Θεού. Γαλουχημένος ο Παύλος μέσα σε αυτό το περιβάλλον ευσεβείας άκουσε για το σεβασμό στους Πατριάρχες και
τους Προφήτες και εδιδάχθηκε για την τήρηση του Νόμου με ζήλο. Μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο αυστηρό θρησκευτικό ιουδαϊκό περιβάλλον ο Παύλος απέκτησε βαθιά συνείδηση της μεγάλης σημασίας που
είχε η τήρηση του Νόμου για την επιβίωση του λαού του Ισραήλ, αλλά και την ελπίδα απελευθερώσεώς του από τους Ρωμαίους. Έτσι έμαθε τη μητρική του γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα πιο πολύ σε
ιουδαϊκό παρά σε ελληνικό περιβάλλον και η παίδευσή του και η όλη ανατροφή του ήταν αυστηρά ραββινική και εβραϊκή. Άλλωστε η εβραϊκή – αραμαϊκή γλώσσα θα πρέπει να ομιλείτο και στο σπίτι του, γιατί
έτσι εξηγείται και η ευχέρειά του να προσφωνήσει αργότερα τους συγκεντρωμένους στα Ιεροσόλυμα «τη εβραΐδι διαλέκτω».
Ο Απόστολος Παύλος δεν αρκέσθηκε στην παραπάνω ελληνική μόρφωση που απέκτησε στη γενέτειρά του Ταρσό, αλλά επήγε στα Ιεροσόλυμα, για να τη συμπληρώσει με σπουδές του Νόμου κοντά σε
σοφούς ραββίνους της Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσας του Ιουδαϊσμού. Η απόφασή του να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα δείχνει αφ’ ενός τη συντηρητικότητα του θρησκευτικού περιβάλλοντος από το οποίος
προερχόταν και ακόμη την πρόθεσή του να γνωρίσει πληρέστερα και καλύτερα το Νόμο, ως καταγόμενος από τον Ιουδαϊσμό της διασποράς και αφ’ ετέρου την οικονομική δυνατότητα της οικογένειάς του.
Μάλιστα στις Πράξεις αναφέρεται ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ανιψιός του Παύλου, υιός της αδελφής του. Φαίνεται ότι ο Παύλος είχε έγγαμη αδελφή εγκατεστημένη στα Ιεροσόλυμα, στην οικία της οποίας
ίσως διέμενε ο ίδιος κατά το διάστημα των εκεί σπουδώνμ του. Και αυτός, ενδεχομένως, να υπήρξε και ένας ακόμη λόγος η ο κύριος λόγος να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα για συμπληρωματικές σπουδές.
Στα Ιεροσόλυμα ο Παύλος σπούδασε παρά τους πόδας του συνετού φαρισαίου διδασκάλου Γαμαλιήλ (πρεσβυτέρου εγγονού του Χιλλέλ), ο οποίος ήταν «τίμιος παντί τω λαώ» και, κατά το Ταλμούδ, ήταν
γνώστης της ελληνικής φιλολογίας και ενεθάρρυνε τις ελληνικές σπουδές. Από αυτόν το φαρισαίο διδάσκαλό του Γαμαλιήλ, ο Παύλος εδιδάχθηκε, όσο λίγοι, την ιουδαϊκή θεολογία και έτσι το ύφος του, η
θεολογική μέθοδος και η χρήση της Γραφής τον εμφανίζουν ραββίνο της πιο αυστηρής και καθαρής μορφής· ενωρίς εντάχθηκε στην τάξη των Φαρισαίων, αν βέβαια δεν ανήκε σ’ αυτήν από τους γονείς του,
και έγινε ζηλωτής και βαθύς γνώστης όχι μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά των πιο σπουδαίων και σημαντικών ζητημάτων του Νόμου. Έτσι διέθετε όλα τα απαραίτητα εφόδια ενός άριστα καταρτισμένου
νομοδιδασκάλου και επιδέξιου χειριστού της ραββινικής διαλεκτικής. Στα Ιεροσόλυμα εκτός από τις παραπάνω σπουδές του έμαθε και την τέχνη του σκηνοποιού που τον εβοήθησε αργότερα, ασκώντας την,
να συντηρείται και να μην επιβαρύνει τους πιστούς των Εκκλησιών στις οποίες εκήρυττε: «και δια το ομότεχνον είναι έμενε παρ’ αυτοίς και ηργάζετο». Η εκμάθηση τέχνης αποτελούσε συνήθεια των
Ιουδαίων λογίων και μάλιστα των ραββίνων αλλά και υποχρέωσή τους για να εξασφαλίζουν τη συντήρησή τους.
Ο Παύλος διακρινόταν για το ζήλο στο έργο του, την αγαθότητα των προθέσεών τουκαί τις φυσικές ικανότητες, αλλά και την ευρύτητα του πνεύματος, την ανησυχία και δυναμικότητά του, προσόντα τα οποία
ανέμεναν στην κατάλληλη στιγμή να αξιοποιηθούν. Αυτή η εμπνευσμένη και δυναμική προσωπικότητα έγινε τελικά το όργανο της θείας Χάριτος και εχρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση του θείου
σχεδίου. Άλλωστε μέσα στο στάδιο της θείας βουλής τόσο οι ανθρώπινες ικανότητες όσο και γενικότερα ο ανθρώπινος παράγοντας κατευθύνονται μέσα στην πορεία της ιστορίας της ανθρωπότητας και
καθοδηγούνται στην επίτευξη του σκοπού της σωτηρίας του κόσμου και των ανθρώπων. Η Χάρη του Θεού δεν άφησε την ικανή αυτή προσωπικότητα να συνεχίσει να στρέφεται εναντίον των πιστών του
Ευαγγελίου.
Μαρτυρίες ότι ο Παύλος εγνώρισε κατ’ άνθρωπον τον Κύριο δεν έχουμε, εκτός από κάποιο υπαινιγμό του ιδίου: «ει δε και εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν, αλλά νυν ουκέτι γινώσκομεν». Φαίνεται όμως ότι
επισκέφθηκε τα Ιεροσόλυμα μετά το 30 μ.Χ.
Κατά το μαρτυρικό θάνατο του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου «νεανίας» ακόμη εφύλαγε τα ρούχα που απέθεσαν στα πόδια του εκείνοι που ελιθοβόλησαν τον Πρωτομάρτυρα: «και οι μάρτυρες απέθεντο τα ιμάτια
αυτών παρά τους πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου».
Με το όραμα της Δαμασκού, κατά υπερφυσικό και μοναδικό τρόπο, ο Χριστός τον εκάλεσε στο έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Η εμφάνιση όμως αυτή δεν ήταν μία υποκειμενική αντίληψη του Παύλου,
αλλά ένα γεγονός αντικειμενικό και ιστορικό, καθώς συνάγεται τούτο και από τη σημασία που του αποδίδει ο ίδιος ο Παύλος. Τον ξεχωρίζει από τις άλλες αποκαλύψεις και οπτασίες, που κατά καιρούς είχαν
γίνει σ’ αυτόν ακόμη και από την αρπαγή του μέχρι του τρίτου ουρανού για την οποία, όπως ομολογεί, δεν ήταν βέβαιος αν ήταν σωματική η όχι. Αντιθέτως, για την εμφάνιση του Ιησού στο όραμα της
Δαμασκού είναι απόλυτα βέβαιος ότι υπήρξε σωματική, και μάλιστα την συναριθμεί με τις λοιπές εμφανίσεις του Κυρίου, που έγιναν στους Αποστόλους κατά τις 40 ημέρες πριν από την Ανάληψή Του και την
προβάλλει, βεβαιώνοντας έτσι ότι και αυτός είδε τον Κύριο.
Συγκεκριμένα, στις Πράξεις αναφέρεται ότι, ενώ ο Παύλος επορεύετο από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό, για να συλλάβει άνδρες και γυναίκες Χριστιανούς και να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ,
ξαφνικά άστραψε ένα φως από τον ουρανό και ο Παύλος έπεσε καταγής και άκουσε μία φωνή να του λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;». Και ο Παύλος ερώτησε: «Ποιός είσαι Κύριε;». Και ο Κύριος
του απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. Όμως σήκω τώρα και πήγαινε στην πόλη, όπου εκεί θα σου πουν τι πρέπει να κάνεις». «Οι άνδρες που τον συνόδευαν έμειναν
κατάπληκτοι, γιατί ενώ άκουγαν τη φωνή δεν έβλεπαν κανένα». Μόνο ο Παύλος είδε τον Κύριο, ενώ οι συνοδοί του αντελήφθηκαν ότι κάτι το έκτακτο συνέβη. Έτσι το γεγονός της θείας εμφανίσεως και
φωνής είναι και αντικειμενικά μαρτυρημένο.
Τελικά, σύμφωνα με τις οδηγίες, οδήγησαν τον Παύλο στη Δαμασκό και εκεί για τρεις ημέρες έμεινε τυφλός, χωρίς να φάει και να πιεί τίποτε. Στη Δαμασκό τον επισκέφθηκε κάποιος μαθητής ονόματι Ανανίας,
ο οποίος παρά τις επιφυλάξεις που είχε για τον Παύλο, λόγω της φήμης του ως διώκτου των Χριστιανών, και υπακούοντας στην εντολή του Κυρίου: «Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του
βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών… εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν», έθεσε τα χέρια του επάνω στον Σαύλο και του είπε: «Αδελφέ, ο Κύριος που σου
φανερώθηκε στο δρόμο, με έστειλε για να ξαναβρείς το φως σου και να φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα». Αμέσως εκαθάρισαν τα μάτια του, ξαναβρήκε το φως, εσηκώθηκε, εβαπτίσθηκε και, αφού έφαγε,
ενδυναμώθηκε.
Εκεί εδέχθηκε την κατήχηση της διδασκαλίας του Χριστού και ασφαλώς αναθεώρησε καθ’ ολοκληρίαν τη φαρισαϊκή ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και την όλη συγκρότησή του, σύμφωνα πλέον με τη νέα
εντολή που έλαβε από τον Κύριο. Στη συνέχεια μετέβη στην Αραβική έρημο, στο βασίλειο των Ναβαταίων, νότια της Δαμασκού, παρ’ ότι τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στις Πράξεις, προκειμένου πιθανόν να
αποφύγει τους διώκτες του και αργότερα ξαναγύρισε στη Δαμασκό, όπου άρχισε το κηρυκτικό έργο του για μία τριετία: «αλλ’ απήλθον εις Αραβίαν και πάλιν υπέστρεψα εις Δαμασκόν».
Στη Δαμασκό έμεινε μερικές ημέρες με τους Μαθητές του Χριστού και εκήρυττε στις Συναγωγές ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, γεγονός που προκάλεσε την κατάπληξη σε όλους όσοι τον άκουαν και
απορούντες έλεγαν: «Αυτός δεν είναι εκείνος που κατεδίωκε στην Ιερουσαλήμ όσους πίστευαν στον Ιησού και γι’ αυτό το σκοπό δεν έχει έλθει εδώ για να τους συλλάβει και να τους οδηγήσει δεμένους
στους Αρχιερείς;».
Αντίθετα ο Παύλος ενισχυόταν πιο πολύ και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους της Δαμασκού με το κήρυγμά του, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Ύστερα από μερικές ημέρες οι Ιουδαίοι κατέληξαν τελικά
στην απόφαση να τον θανατώσουν και γι’ αυτό παραφύλαγαν τις πύλες εξόδου ημέρα και νύκτα. Η εχθρότητα και η απόφαση αυτή των Ιουδαίων, την οποία επληροφορήθηκε, ανάγκασαν τον Παύλο να
εγκαταλείψει τη Δαμασκό.
Εναντίον του Παύλου υποχρεώθηκε να κινηθεί και ο βασιλιάς των Ναβαταίων, ύστερα από καταγγελίες των Ιουδαίων της Δαμασκού. Φεύγοντας από τη Δαμασκό ο Παύλος κατέφυγε στην Ιερουσαλήμ
(37 – 38 μ.Χ.), για να γνωρίσει τους Αποστόλους και τον Πέτρο, κοντά στους οποίους παρέμεινε δεκαπέντε ημέρες και στο διάστημα αυτό δεν είδε κανέναν άλλον από τους Αποστόλους παρά μόνο τον
Ιάκωβο «τον αδελφόν του Κυρίου», όπως λέγει ο ίδιος, και παρ’ ότι προσπαθούσε να προσκολληθεί στους Μαθητές, εκείνοι ήσαν επιφυλακτικοί μαζί του, επειδή τον εφοβούνταν ως διώκτη τους. Τελικά,
όπως αναφέρεται στις Πράξεις, τον παρέλαβε ο Βαρνάβας, ο οποίος τον οδήγησε στους άλλους Αποστόλους και διηγήθηκε το θαύμα της μεταστροφής του, «πως εν τη οδώ είδε τον Κύριο», ο Κύριος
ελάλησε σ’ αυτόν και πως είχε τώρα την παρρησία να κηρύττει τον Ιησού. Έτσι έγινε δεκτός και άρχισε να συναναστρέφεται τους Μαθητές και να κηρύττει με θάρρος τον Ιησού. Και εδώ όμως οι ελληνόφωνοι
Εβραίοι – ελληνιστές επεδίωξαν να τον θανατώσουν. Αλλά μόλις το επληροφορήθηκαν οι αδελφοί, τον οδήγησαν στην Καισάρεια και από εκεί τον εφυγάδευσαν στην πατρίδα του την Ταρσό. Στις Πράξεις
αναφέρεται ότι ο Κύριος εμφανισθείς «εν εκστάσει» του είπε: «Σπεύσον και έξελθε εν τάχει εξ Ιερουσαλήμ διότι ου παραδέξονταί σου την μαρτυρίαν περί εμού». Προηγουμένως, όπως μας πληροφορεί ο
ίδιος, «ήλθε στα μέρη της Συρίας και Κιλικίας» κηρύττοντας το λόγο του Θεού. Γι’ αυτή όμως την κηρυκτική του δραστηριότητα στα μέρη αυτά, που πρέπει να ήταν σημαντική, δεν έχουμε κάποιες
πληροφορίες ούτε και από τον ίδιο, εκτός από φήμες που είχαν οι άλλες Εκκλησίες, οι οποίες και εδόξασαν τον Θεό γι’ αυτό.
Στην γενέτειρά του Ταρσό τον ανεζήτησε αργότερα ο Βαρνάβας και τον μετέφερε στην Αντιόχεια, για να συνεχίσουν εκεί το έργο της διαδόσεως του Ευαγγελίου και να ενισχύσουν τους εκεί αδελφούς. Στην
Αντιόχεια ως γνωστόν, ονομάσθηκαν οι μαθητές του Χριστού για πρώτη φορά «Χριστιανοί». Από την Αντιόχεια εταξίδεψαν και πάλι στα Ιεροσόλυμα (43 – 44 μ.Χ.), για να μεταφέρουν βοηθήματα της
Εκκλησίας της Αντιοχείας, στους πτωχούς αδελφούς της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, που υπέφεραν από την πείνα επί Κλαυδίου Καίσαρος. Και αφού εξεπλήρωσαν την αποστολή τους, επέστρεψαν πάλι
στην Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, τον επονομαζόμενο Μάρκο.
Από την Αντιόχεια άρχισε η Α’ Αποστολική περιοδεία (44 – 45 μ.Χ. η 47 – 48 μ.Χ.) κατά τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο: καθώς προσεύχονταν σε κάποια λειτουργική σύναξη μερικοί προφήτες και διδάσκαλοι
μαζί με τους Βαρνάβα και Παύλο, και μετά από κάποια χαρισματική αποκάλυψη, το Άγιο Πνεύμα είπε να ξεχωρίσουν τους Βαρνάβα και Παύλο για το έργο για το οποίο τους είχε καλέσει.
Για την πρώτη Αποστολική περιοδεία μας πληροφορούν οι Πράξεις. Αρχηγός της αποστολής αυτής ήταν ο Βαρνάβας και αυτή περιελάμβανε τη Σελεύκεια, ολόκληρη την Κύπρο, την Πέργη της Παμφυλίας, την
Αντιόχεια της Πισιδίας και τις πόλεις της Λυκαονίας μέχρι το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη.
Στην Αντιόχεια ο Παύλος πρότεινε στον Βαρνάβα να αρχίσουν τη Β’ Αποστολική περιοδεία (τέλος 48 μ.Χ. – αρχές 52 μ.Χ. η 48/49 – 51/52 μ.Χ.) και να επισκεφθούν ξανά τις Εκκλησίες που είχαν ιδρύσει κατά
την πρώτη περιοδεία τους και να στηρίξουν τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών. Ο μεν Βαρνάβας, παίρνοντας μαζί του τον Ιωάννη – Μάρκο, επήγε στην Κύπρο, ο δε Παύλος επήρε για συνοδό του τον Σίλα
και με τη Χάρη του Θεού περιόδευσαν τη Συρία και Κιλικία, στηρίζοντας τους πιστούς των Εκκλησιών των περιοχών αυτών. Από εκεί έφθασαν στις πόλεις Δέρβη και Λύστρα, απ’ όπου ο Παύλος παρέλαβε
μαζί του τον Τιμόθεο, τον οποίο περιέτεμε για τους Ιουδαίους, επειδή ήταν ελληνιστής, και συνέχισαν την περιοδεία τους. Κατόπιν διέσχισαν τη Φρυγία και τη Γαλατική χώρα, όπου όμως παρέμειναν
αναγκαστικά λόγω ασθενείας του Παύλου και έτσι εκήρυξε και εκεί το λόγο του Θεού με επιτυχία. Με υπόδειξη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τους οδηγούσε σ’ όλη την πορεία, πορεύθηκαν βορειοδυτικά και
κατέληξαν στην Τρωάδα.
Ευρισκόμενοι στην Τρωάδα και ενώ πιθανόν διαλογιζόταν ο Παύλος αν έπρεπε να περάσει στην αντίπερα ακτή, για να κηρύξει το λόγο του Θεού, δηλαδή στη Μακεδονία και Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό πια
έδαφος, το Πνεύμα το Άγιο τον καθοδήγησε και πάλι. Εμφανίσθηκε κάποιος άνδρας Μακεδόνας κατ’ όναρ «παρακαλών αυτόν και λέγων διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν». Το όραμα αυτό ο Παύλος το
εθεώρησε ως θεία κλήση για να κηρύξει το λόγο του Θεού και σε ευρωπαϊκό έδαφος και γι’ αυτό ανεχώρησε από την Τρωάδα, συνοδευόμενος από τον Σίλα και Τιμόθεο στους οποίους προστέθηκε και ο
ιατρός Λουκάς, και μέσω Σαμοθράκης την επομένη έφθασαν στη Νεάπολη και από εκεί στους Φιλίππους, όπου εκήρυξαν το λόγο του Θεού έχοντας καλά αποτελέσματα, αφού προσείλκυσαν πολλούς
Χριστιανούς. «Εξήλθομεν έξω της πόλεως παρά τον ποταμόν, ου ενομίζετο προσευχή είναι» και εκεί συνάντησαν τις σεβόμενες τον Θεό γυναίκες προς τις οποίες ο Παύλος ομίλησε με αποτέλεσμα μία από
αυτές, η πορφυρόπωλις Λυδία, να δεχθεί το φωτισμό του Κυρίου, να βαπτισθεί μαζί με όλη την οικογένειά της και με επίμονες παρακλήσεις να πείσει τους Αποστόλους να μείνουν στο σπίτι της. Εκεί ο
Παύλος εθεράπευσε τη μαντευομένη παιδίσκη, που απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της, οι οποίοι και κατήγγειλαν το γεγονός στις αρχές, με επακόλουθο τη σύλληψη του Παύλου και των συνοδών του,
με την κατηγορία ότι διαταράσσουν την πόλη, κηρύττοντας ιδέες και ήθη ξένα στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα της δίκης ήταν να καταδικασθούν σε σκληρούς ραβδισμούς και σε εγκλεισμό στη φυλακή.
Αλλά οι προσευχές και οι δοξολογίες των φυλακισμένων καθώς και ένας ισχυρός σεισμός είχαν ως συνέπεια να ανοίξουν οι πόρτες του δεσμωτηρίου και να λυθούν τα δεσμά των φυλακισμένων. Τούτο
ανησύχησε το δεσμοφύλακα, ο οποίος αποπειράθηκε να σκοτωθεί, επειδή ενόμισε ότι οι φυλακισμένοι εδραπέτευσαν, αλλ’ η παρέμβαση του Παύλου όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά τον εκατήχησε και
εβάπτισε αυτόν και όλη την οίκογένειά του. Στη συνέχεια οι στρατηγοί της πόλεως διέταξαν την απελευθέρωση των Αποστόλων, αλλά επειδή ο Παύλος επικαλέσθηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτου, που
είχε, ήλθαν οι ίδιοι και τους παρεκάλεσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Πράγματι ο Παύλος και η συνοδεία του, αφού συνάντησαν τους λίγους πιστούς στην οικία της Λυδίας και ευχαρίστησαν τον Θεό,
ανεχώρησαν μέσω Αμφιπόλεως και Απολλωνίας για τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια. Την πρώτη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης απετέλεσαν αρχικά μερικοί μεν Ιουδαίοι, περισσότεροι δε από τους
«σεβομένους» Έλληνες και κυρίως πολλές γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξεως της πόλεως «γυναικών τε των πρώτων ουκ ολίγαι». Η παράδοση διέσωσε μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της
Θεσσαλονίκης μερικά ονόματα, όπως ο Ιάσων, ο Αρίσταρχος, ο Σεκούνδος, ο Γάιος, Θεσσαλονικείς συνεργάτες του Παύλου.
Το κήρυγμα του Παύλου στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν χωρίς δυσκολίες και αντιδράσεις. Όπως συνέβη στους Φιλίππους, όπου κατηγορήθηκαν ο Παύλος και οι συνοδοί του ενώπιον του δήμου και των
στρατηγών ως ταραχοποιοί και ως διδάσκοντες για θεωρίες που αντιβαίνουν τα ρωμαϊκά ήθη, έτσι και τώρα στη Θεσσαλονίκη η επιτυχία του κηρύγματος του Παύλου ενόχλησε τους Ιουδαίους που δεν
επίστεψαν, γιατί έβλεπαν ότι σημαντικός αριθμός Θεσσαλονικέων Ιουδαίων προσχωρούσε στη νέα πίστη και εγίνονταν Χριστιανοί και γι’ αυτό έπρεπε να αντιδράσουν με κάθε τρόπο. Ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος ήταν να εξουδετερώσουν τον Παύλο και τους συνοδούς του χρησιμοποιώντας τη βαρύτερη κατηγορία. Επεχείρησαν δηλαδή να τους εμφανίσουν ότι στρέφονται εναντίον των ρωμαϊκών αρχών και
τους απέδωσαν τις κατηγορίες της εσχάτης προδωσίας και της στάσεως εναντίον των αρχών του κράτους. Προς τούτο «προσλαμβανόμενοι των αγοραίων άνδρας τινάς πονηρούς και οχλοποιήσαντες
εθορύβουν την πόλιν» προεκάλεσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις και ταραχές με αποτέλεσμα να αναστατώσουν την πόλη. Αναζήτησαν τον Παύλο και τους συνεργάτες του, για να τους οδηγήσουν ενώπιον των
αρχών της πόλεως. Όμως οι Χριστιανοί, άγρυπνοι και ανήσυχοι, παρακολουθούσαν τιν κινήσεις των αντιτιθέμενων Ιουδαίων και των αρχών και έλαβαν έγκαιρα τα μέτρα τους για τη διάσωση των Αποστόλων.
Γι’ αυτό και οι διώκτες του, αφού δεν ευρήκαν τον Παύλο και τους συνοδούς του, κατευθύνθηκαν στη συνέχεια στο σπίτι του Ιάσονος, για τον οποίο είχαν πληροφορηθεί ότι τους είχε προσφέρει φιλοξενία και εργασία.
Αλλ’ επειδή η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι σοβαρή και πολύ κρίσιμη για τον Παύλο και τους συνοδούς του, γι’ αυτό «οι αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον Παύλον και Σίλαν εις Βέροιαν»
συνοδευομένους από μια ομάδα Χριστιανών Θεσσαλονικέων για την ασφαλέστερη πορεία τους μέχρι τη Βέροια και την εγκατάστασή τους σε γνωστό και ασφαλές περιβάλλον.
Στο ολιγόχρονο διάστημα της παραμονής των Αποστόλων στη Βέροια, ο Παύλος με τους συνοδούς του επήγαν στη Συναγωγή των Ιουδαίων, όπου καυ συνέχισαν εκεί το κήρυγμά τους. Και στη Βέροια
ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοσθεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη· προεκάλεσαν και εκεί ταραχές «σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους» και τους εξήγειραν εναντίον των
Αποστόλων, οπότε αναγκάσθηκαν οι Βεροιείς, για να διασώσουν τον Παύλο, να τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας τον σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ίσως στη Μεθώνη, και από εκεί ανεχώρησε για την Αθήνα.
Φεύγοντας από τη Μεθώνη δια θαλάσσης ο Παύλος έφθασε στην Αθήνα και κατά τη συνήθη τακτική του επικοινώνησε με τους ολίγους Ιουδαίους στη Συναγωγή καθώς και με τους προσηλύτους της πόλεως.
Στην αγορά της πόλεως, στην οποία συνήθιζαν τότε να συχνάζουν οι διάφοροι φιλόσοφοι και διδάσκαλοι, συνάντησε μερικούς απ’ αυτούς και συζήτησε μαζί τους το μήνυμα του Χριστού για τη σωτηρία των
ανθρώπων και τη λύτρωση του κόσμου. Φαίνεται ότι αυτοί αρχικά ευρήκαν ενδιαφέρουσα τη συζήτηση με τον Παύλο και του εζήτησαν να αναπτύξει τη διδασκαλία του ενώπιον του Αρείου Πάγου, που ήταν
και ο υπεύθυνος για τα θρησκευτικά θέματα και τα ήθη της πόλεως. Πράγματι, ο Παύλος, παίρνοντας ως βάση τη λατρεία των Ελλήνων προς τον Άγνωστο Θεό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις επικρατούσες
τότε ιδέες των Στωικών δεχομένων, όπως αναφέρεται στις Πράξεις, ότι: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατ’ αρχήν έλεγξε την πλάνη τους για τη λατρεία των ειδώλων και έπειτα τους ομίλησε για
τον αληθινό και ζώντα Θεό, τον Λυτρωτή Ιησού, ο οποίος απεστάλη από τον Θεό να κηρύξει μετάνοια και άφεση αμαρτιών. Αυτόν τον Ιησού, ο οποίος αναστήθηκε εκ νεκρών, όρισε ο Θεός να κρίνει όλους
τους ανθρώπους, ζώντες και νεκρούς, οι οποίοι θα αναστηθούν κατά την ημέρα εκείνη της κρίσεως όλης της οικουμένης και ανάλογα με τα έργα τους θα τύχουν αιώνιας ζωής η κολάσεως.
Αλλά το κήρηγμα αυτό του Παύλου για την ανάσταση των νεκρών και τη μέλλουσα κρίση προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αθηναίων και άλλοι τον ειρωνεύθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι του είπαν μάλλον
αδιάφορα ότι: «θα σε ακούσουμε άλλη φορά». Γι’ αυτό και το κήρυγμά του είχε πολύ πτωχά αποτελέσματα· από τους Αθηναίους επίστευσαν πολύ λίγοι, μεταξύ των οποίων ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μία
γυναίκα ονόματι Δάμαρις.
Στενοχωρημένος ο Παύλος εγκατέλειψε την Αθήνα, αφού το κήρυγμά του δεν είχε την επιτυχία των άλλων πόλεων που είχε επισκεφθεί πριν, και έφθασε στην Κόρινθο. Ευρήκε εκεί ένα ζευγάρι Ιουδαίους,
τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, που μόλις είχαν έλθει από την Ιταλία αφού ο Κλαύδιος έδιωξε τους Ιουδαίους από τη Ρώμη και, επειδή ήταν και αυτοί ομότεχνοι, έμεινε στο σπίτι τους. Και στην Κόρινθο ο
Παύλος άρχισε το κήρυγμά του από τη Συναγωγή, όπως συνήθιζε πάντα, με απλά όμως λόγια αυτή τη φορά και χωρίς τις φιλοσοφικές εκείνες ιδέες που ανέπτυξε στους Αθηναίους. Τους μίλησε μόνο για τον
«Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Επειδή όμως και εδώ οι Ιουδαίοι αντέδρασαν στο κήρυγμα του Παύλου και δεν θέλησαν να αποδεχθούν το περιεχόμενό του, ο Παύλος εστράφηκε προς τους
εθνικούς, «και μεταβάς εκείθεν ήλθεν εις την οικίαν τινός ονόματι Τιτίου Ιούστου, σεβομένου τον Θεόν, ου η οικία ην συνομορούσα τη συναγωγή», από τους οποίους επίστεψαν πολλοί και εβαπτίσθησαν·
μεταξύ αυτών δε ήταν και ο αρχισυναγωγός Κρίσπος και όλοι οι οικείοι του. Μάλιστα ο Κύριος απεκάλυψε στον Παύλο «δι’ οράματος εν νυκτί… μη φοβού, αλλά λάλει και μη σιωπήσης, διότι εγώ ειμι μετά σου,
και ουδείς επιθήσεταί σοι του κακώσαί τε, διότι λαός εστί μοι πολύς εν τη πόλει ταύτη». Γι’ αυτό και παρέμεινε στην Κόρινθο «ενιαυτόν και μήνας εξ» διδάσκοντας στους Κορινθίους το λόγο του Θεού και
βοηθούμενος στο έργο του από τους Τιμόθεο και Σίλα, που επέστρεψαν εν τω μεταξύ από τη Βέροια, φέρνοντες ευχάριστα νέα για τη στερέωση της πίστεως των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης και Βεροίας.
Αυτά τα νέα έδωσαν την ευκαιρία στον Παύλο να γράψει τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του. Το κήρυγμα τουν Παύλου στην Κόρινθο είχε καρποφόρα αποτελέσματα, πράγμα που προκάλεσε την
αγανάκτηση των Ιουδαίων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν στο Ρωμαίο ανθύπατο Γαλλίωνα. Ο Γαλλίων όμως μη επιθυμών να αναμιχθεί σε ζητήματα «περί λόγου και ονομάτων και νόμου», τους έδιωξε.
Ύστερα από μερικές ακόμα ημέρες παραμονής του στην Κόρινθο ο Παύλος ανεχώρησε μαζί με τους συνοδούς του Ακύλα και Πρίσκιλλα για τη Συρία, με πρώτο σταθμό την Έφεσο, στην οποία έμεινε λίγο
χρόνο, παρά τις παρακλήσεις των πιστών της να μείνει περισσότερο κοντά τους. Από την Έφεσο έφθασε στην Καισάρεια και κατέληξε στην Αντιόχεια, αφού προηγουμένως ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ να
χαιρετήσει την εκεί κοινότητα των πιστών.
Στην Έφεσο, όταν έφθασε ο Παύλος, κατά την Τρίτη αποστολική περιοδεία (άνοιξη 52 – άνοιξη 57 μ.Χ.), άρχισε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και της ενισχύσεως των πιστών, καταδεικνύοντας τη θεία
προέλευση και αλήθεια της διδασκαλίας του ακόμη και με τα θαύματα που επιτελούσε, θεραπεύοντας ασθενείς και δαιμονιζομένους.
Ο Απόστολος Παύλος τελικά ανεχώρησε για τα Ιεροσόλυμα συνοδευόμενος από μερικούς μαθητές από την Καισάρεια. Οι Ιουδαίοι, που φαίνεται ότι επερίμεναν τον Παύλο, ξεσηκώθηκαν εναντίον του και
μόλις κατόρθωσε να διασωθεί από βέβαιο θάνατο από το Ρωμαίο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία. Αυτός τον παρέπεμψε με συνοδεία και σχετική επιστολή στο Ρωμαίο Διοικητή της Καισαρείας Φήλικα, ο οποίος τον
εκράτησε φυλακισμένο δύο χρόνια (57 – 59). Τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Φήστος και οι Ιουδαίοι εζήτησαν τότε απ’ αυτόν να τους παραδώσει τον Παύλο, για να τον δικάσουν αυτοί στα Ιεροσόλυμα. Βλέποντας
ο Παύλος ότι αντιμετωπίζει βέβαιο θάνατο, έκανε χρήση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτου και εζήτησε να δικασθεί από τον Καίσαρα, πράγμα που έγινε δεκτό.
Στη Ρώμη ο Απόστολος Παύλος έμεινε μία ολόκληρη διετία (60 – 62 μ.Χ. η 59 – 61 μ.Χ.) φυλακισμένος σε ιδιαίτερη ενοικιασμένη οικία, όπου μπορούσε να δέχεται όλους όσοι ήθελαν να τον επισκεφθούν, να
κηρύττει το λόγο του Θεού και να διδάσκει για τον Ιησού Χριστό με παρρησία και χωρίς μεγάλα εμπόδια. Στο διάστημα αυτό της παραμονής του στη Ρώμη ο Παύλος έγραψε την προς Εφεσίους Επιστολή
καθώς και τις λεγόμενες Επιστολές αιχμαλωσίας.
Για την παραπέρα πορεία και δραστηριότητα του Παύλου, την τέταρτη αποστολική περιοδεία (62 – 65 μ.Χ. η 61 – 64 μ.Χ.), οι πληροφορίες είναι πενιχρές και έμμεσες και δεν συμφωνούν απόλυτα. Από τις
σποραδικές αναφορές και τους υπαινιγμούς των Πράξεων, από κάποιες ειδήσεις της αρχαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως όπως του Κλήμεντος Ρώμης, του Μορατορίου Κανόνος, του Ευσεβείου
Καισαρείας, του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου, του Αγίου Ιερωνύμου και από τις μαρτυρίες των Ποιμαντικών Επιστολών, συνάγεται ότι ο Παύλος μετά την
απαλλαγή του από τη δίκη στη Ρώμη, εταξίδεψε «μέχρις εσχάτων της Δύσεως». Τούτο κατά τη μαρτυρία του Κλήμεντος Ρώμης σημαίνει, κατά την εκτίμηση μερικών, μέχρι την Ισπανία. Σύμφωνα με τις
Ποιμαντικές Επιστολές, κατά την Δ’ Αποστολική περιοδεία ο Παύλος επισκέφθηκε την Έφεσο, τη Μακεδονία, την Κρήτη, τη Νικόπολη, την Τρωάδα, τη Μίλητο και την Κόρινθο, πιθανόν και τις Εκκλησίες των
Κολοσσών, Ιεραπόλεως, Λαοδικείας, εκπληρώνοντας παλαιά υπόσχεσή του προς τον Φιλήμωνα και τους Κολοσσαείς, για να γνωρίσει και προσωπικά τους πιστούς των Εκκλησιών αυτών που δεν είχε
συναντήσει μέχρι τότε.
Η σύλληψη και μεταφορά του Παύλου στη Ρώμη έγινε μεταξύ της ανοίξεως και του θέρους του 65 μ.Χ. Οι συνθήκες της δεύτερης αυτής φυλακίσεώς του ήσαν οπωσδήποτε διαφορετικές από την πρώτη. Είχε
ασφαλώς ολιγότερες ελευθερίες για να τον επισκέπτονται οι φίλοι του, όπως ο Ονησιφόρος, ο Εύβουλος και Πούδης, ο Λίνος και η Κλαυδία και άλλοι, και οι συνεργάτες του Κρήσκης, Τίτος, Λουκάς, Τυχικός.
Φαίνεται ότι κατά το διάστημα της φυλακίσεώς του αυτής έγραψε τη Β’ προς Τιμόθεον Επιστολή, η οποία αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού μετά από τη φυλάκισή του αυτή οδηγήθηκε στο μαρτυρικό
θάνατό του.
Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του Παύλου δεν είναι γνωστός, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών, τις οποίες όμως αναπληρώνει η αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, η οποία συνδέει το μαρτυρικό
θάνατο του Παύλου με το μαρτυρικό θάνατο του Πέτρου και αναφέρει σχετικά μόνο ότι οι δύο Απόστολοι εμαρτύρησαν κατά το διωγμό του Νέρωνος, χωρίς να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο του μαρτυρίου
τους. Εξ άλλου ο χαρακτηρισμός της 29ης Ιουνίου ως «γενεθλίου» ημέρας τους δεν δηλώνει την ημέρα του μαρτυρίου τους, αλλά την καθιέρωση του κοινού εορτασμού της μνήμης τους, το 258 μ.Χ., ίσως
λόγω της ανακομιδής των λειψάνων τους. Το πιθανότερο είναι ο Παύλος να εμαρτύρησε στα τέλη περίπου του έτους της συλλήψεώς του, το 65 μ.Χ. η το αργότερο στις αρχές του 66 μ.Χ. Τον εξετέλεσαν με
ξίφος κοντά στην «περιοχή του Λικινίου», παρά την Οστία οδό, σε τόπο ονομαζόμενο «Σωτήριο Νερό», που σήμερα είναι γνωστός ως Μονή των «Τριών Πηγών». Εκεί κοντά και τον ενταφίασαν. Στον τόπο
της Ταφής ο Ανίκητος του ανήγειρε «νεκρικό τρόπαιο», που πιθανόν περικλειόταν σε κάποιο μεγαλύτερο κτίσμα.
Ένας από τους σκληρότερους χριστιανομάχους αυτοκράτορες ήταν ο Πόπλιος Λικίνιος Ουαλεριανός (253 – 259 μ.Χ.). Όταν ανέλαβε την εξουσία, εμεθόδευσε συστηματικώτερα τους διωγμούς. Εστράφηκε
κατά του κλήρου, της λατρείας, της περιουσίας και των κοιμητηρίων της Εκκλησίας. Τα μέτρα του εφαρμόσθηκαν περί το 257 μ.Χ. με πραγματική αγριότητα. Θανατώνει τους Επισκόπους, κατεδαφίζει ναούς,
δημεύει περιουσίες, απαγορεύει τις συνάξεις στους τόπους ταφής των Χριστιανών. Ο διάδοχος του μαρτυρήσαντος, το 257 μ.Χ., Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, Έλληνας Επίσκοπος
Σίξτος Β’ (257 – 2258 μ.Χ.), για να προλάβει σκύλευση των τάφων των δύο Αποστόλων, κάνει κρυφά την ανακομιδή των αγίων λειψάνων τους από τα μνημεία – τρόπαιά τους, πιθανώς στις 29 Ιανουαρίου του
258 μ.Χ., και τα μεταφέρει στο κοιμητήριο που είναι σήμερα γνωστό ως Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού. Έτσι η ημερομηνία αυτή διατηρήθηκε ως σήμερα κοινού εορτασμού των Αποστόλων Πέτρου και
Παύλου, όχι πλέον σε ανάμνηση της καταθέσεως των τιμίων λειψάνων, η οποία είχε λησμονηθεί από το λαό, αλλ’ ως γενέθλιος ημέρα, δηλαδή ως εορτή του μαρτυρίου τους.
Μετά το 260 μ.Χ., ο νέος αυτοκράτορας Γαληνός (259 – 268 μ.Χ.) ήταν περισσότερο επιεικής. Εσταμάτησε τις απάνθρωπες σκληρότητες και επέστρεψε τους ναούς και τα κοιμητήρια. Η λατρεία αναπτύσεται
στο νέο τόπο ταφής των Αποστόλων. Επάνω από την Κατακόμβη του ιδρύεται το αρχαιότερο Μαρτύριο της Ρώμης. Έτσι, στις αρχές του 4ου αιώνος μ.Χ., η εορτή των Πρωτοκορυφαίων τιμάται στη Ρώμη σε
τρεις τόπους. Στο Βατικανό ο Πέτρος, στην οδό της Ωστίας ο Παύλος και οι δύο μαζί στις Κατακόμβες.
Όταν η Εκκλησία απέκτησε τα πολιτικά της δικαιώματα (313 μ.Χ.), ο Επίσκοπος Ρώμης Σιλβέστρος (315 – 335 μ.Χ.) εξασφάλισε την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου για την ανοικοδόμηση
Μαρτυρίων στους τόπους αθλήσεως και αρχικής ταφής των Αποστόλων. Τα εγκαίνια των πρώτων κτισμάτων γύρω από τους τάφους των Αποστόλων γίνονται ταυτοχρόνως στο Βατικανό και στην οδό προς
την Ωστία στις 18 Νοεμβρίου του 324 μ.Χ. με τη μετακομιδή των λειψάνων τους από την Κατακόμβη του Αγίου Σεβαστιανού στους τόπους αρχικής ταφής. Μόνο οι Τίμιες Κάρες των Αποστόλων εκρατήθηκαν
στον καθεδρικό ναό του Επισκόπου της Ρώμης, το ναό του Σωτήρος Χριστού του Λατερανού, σημερινό Άγιο Ιωάννη. Εκεί παραμένουν μέχρι σήμερα, επάνω από την κεντρική Αγία Τράπεζα, μέσα σε
κιβώρια.
Η Κωνσταντίνεια βασιλική του Βατικανού, παρά τις πολλές επισκευές λόγω των καταστροφών που τις προξένησαν οι βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και 6ου αιώνος μ.Χ., παρέμεινε δώδεκα αιώνες κέντρο
προσκυνηματικής ευσεβείας. Ήταν πεντάκλιτη βασιλική, με 90 μέτρα μήκος και 65 μέτρα πλάτος. Η Αναγέννηση κατέστρεψε τον πάνσεπτο αυτό ναό και στη θέση του έκτισε τον αχανή και βαρύ σημερινό
Άγιο Πέτρο (1626). Στην οδό προς την Ωστία ιδρύθηκε αρχικά μικρή τρίκλιτη βασιλική, την οποία επεξέτειναν το 386 μ.Χ. οι αυτοκράτορες Ουαλεντιανός Β’, Θεοδόσιος και Αρκάδιος σε πεντάκλιτη και την
εγκαινίασε, το 390 μ.Χ., ο Πάπας Σιρίκιος (384 – 398 μ.Χ.). Η βασιλική διατηρήθηκε σχεδόν ακέραια μέχρι τον Ιούλιο του 1823, που εκάηκε από μεγάλη πυρκαγιά, αλλά αναστηλώθηκε με πιστότητα στο
αρχαίο της κάλλος.
Ο τάφος του Αποστόλου Παύλου καλύπτεται με μία μεγαλογράμματη λατινική επιγραφή του 4ου αιώνος μ.Χ., που γράφει: «Στον Παύλο, Απόστολο Μάρτυρα».