29 Σεπτεμβρίου μνήμη του Οσίου Κυριακού του Αναχωρητού .
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 28 Σεπτεμβρίου 2016
ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΧΩΡΗΤΟΥ
«Της άνω εφιέμενος υπερκοσμίου ζωής, του κόσμου την τερπνότητα, ως διαπίπτουσαν κατέλιπες όσιε’ όθεν εν ταις ερήμοις, και σπηλαίοις οικήσας, πόλεως ουρανίου, ανεδείχθης πολίτης» λέγει στον άγιο Κυριακό τον Αναχωρητή, ο ιερός Υμνογράφος.
Γεννήθηκε στην Κόρινθο, ο όσιος Κυριακός, από γονείς ευσεβείς, τον ιερέα Ιωάννη και την πρεσβυτέρα Ευδοξία. Ο άγιος επίσκοπος της Κορίνθου Πέτρος ήταν θείος του από τον πατέρα του, αυτός δε και τον εχειροθέτησεν αναγνώστη. Στα χρόνια του εβασίλευε στην Κωνσταντινούπολι ο Θεοδόσιος ο Μικρός.
Δεκαοκτώ χρόνων ήταν όταν κυριεύτηκε από το θείον έρωτα και «της άνω εφιέμενος υπερκοσμίου ζωής, του κόσμου την τερπνότητα ως διαπίπτουσαν κατέλιπε» κατά τον ιερόν Υμνογράφο. Σαν φθηνή και πρόσκαιρη εγκατέλειψε του κόσμου τη χαρά και την τερπνότητα και ήλθε στα Ιεροσόλυμα.
Επισκέφτηκε τον Ευθύμιο τον Μέγα, ο όποιος και τον υποδέχτηκε με χαρά και τον έκειρε Μοναχό, προβλέποντας τη μεγάλη του προκοπή και πρόοδο στο μοναδικό βίο. Ήταν βέβαια αγένειος και γι’ αυτό τον έστειλε στον όσιο Γεράσιμο το διάδοχο του οσίου και μακαρίου Θεοκτίστου.
Σαν υποτακτικός του οσίου και μεγάλου Γερασίμου ήταν υπόδειγμα υπακοής, εργατικότητος και προθυμίας. Ο ίδιος ο άγιος Γεράσιμος εθαύμαζε την αντοχή του στη νηστεία και στην άσκησι και τη σκληραγωγία στην οποίαν είχε καθυποβάλει το σώμα του και γι’ αυτό τον έπαιρνε πάντοτε μαζί του στην περίοδο της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στην έρημο του Ρουβά για σύντροφο και συνασκητή στην επίπονη του άσκηση. Μετά τον θάνατο όμως του οσίου Γερασίμου επανήλθε πάλι στη λαύρα του Μεγάλου Ευθυμίου μια και δεν ήταν πια αγένειος. Ύστερα από χρόνια επισκέφτηκε τη λαύρα του οσίου Χαρίτωνα, όπου και έμεινε για χρόνια πολλά. Εκεί δε και χειροτονήθει ιερέας. Ήταν στη λαύρα εκείνη «κανόνας πίστεως και εικόνα πραότητας». Ουδέποτε οργίστηκε εναντίον κανενός. Ουδέποτε έτρωγε την ήμερα παρά μόνο μια φορά τη νύχτα. Μέχρι τα εβδομήντα επτά του χρόνια ασκήτεψε στη λαύρα και υστέρα αναχώρησε και από εκεί και ήλθε στη Λαύρα του Νατουφά.
Τρεφόταν εκεί με μόνα τα πικρά και απαίσια στη γεύσι σκηλοκρόμμυδα, τις κουβαρασκέλλες. Για να φαντασθήτε μάλιστα πόσο δύσκολη και μεγάλη ήταν αυτή του η άσκηση να τί έπαθε ένας υποτακτικός του οσίου Κυριακού. Έφαγε και αυτός κρυφά από το γέροντα — γιατί το είχε απαγορέψει — μια κουβαρασκέλλα και τόσο δηλητηριάστηκε ώστε έπεσε κάτω σαν νεκρός και ο όσιος Κυριάκος τον εσηκωσε υγιή με πολλές προσευχές. Εδώ επιτέλεσε ο άγιος και αλλά πολλά θαύματα. Πολλά δαιμόνια εξεδίωκε και τα μέλλοντα προέλεγε.
Και στα ενενήντα εννέα του χρόνια αποφάσισε και άλλη αναχώρηση. Για να μη τον ενοχλεί ο κόσμος πού έτρεχε να θαυμάσει την αρετή του και να δεχθεί τα θαύματα του, ανέβηκε σ’ ένα τόπον άβατο πού λεγόταν Σουσακείμ. Είχε πια φθάσει «στο προπτωτικό κάλλος, είχε κατισχύσει η λογική επάνω στην άλογο φύσι και σαν άλλος αδάμ συνωμιλούσε και ειρηνικά συζούσε με τα άγρια θηρία. Ένα λιοντάρι υποτάχτηκε στην αγιότητα και στην ημερότητα του οσίου και του εφύλαγε τον κήπο και τα λάχανα.
Κάποτε πού είχε πολύ καιρό να βρέξει και τα λάχανα ξηραίνονταν από την ανομβρία, παρεκάλεσε ο όσιος το Θεό και έστειλε πάνω από τον κήπο του και μόνο, ένα μικρό σύννεφο το όποιο και κατέβρεξε τα λάχανα, μάλιστα δε εγέμισαν οι στάμνες και τα κοιλώματα των βράχων.
Αλλά οι πατέρες του αγίου Χαρίτωνα φοβούμενοι μη με το θάνατο του αγίου χάσουν το πάντιμό του λείψανο, τον ατίμητο εκείνο θησαυρό ήλθαν «εν σώματι» στο ασκητήριό του και τον παρακάλεσαν να έλθει πίσω στη Λαύρα και να απομονωθεί προς ησυχία στο σπήλαιο του οσίου Χαρίτωνος. Ο όσιος Κυριακός υποχώρησε και ήλθε πίσω στη Λαύρα και στο σπήλαιο του οσίου Χαρίτωνα.
Εκεί τον επισκεπτόταν συχνά-πυκνά ο άγιος Κύριλλος αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων και με ευλάβεια τον άκουε και τον ερωτούσε και εμάθαινε για τον όσιο βίο και την ένθεη πολιτεία των μεγάλων ασκητών Σάββα του ηγιασμένου και Ευθυμίου του Μεγάλου τους οποίους και κατέγραψε και σ’ εμάς τους επιγενόμενους παρέδωσε.
Εκατόν επτά χρόνια έζησε ο όσιος Κυριακός χωρίς να αισθανθεί κόπο ή αλλοίωσι καμμιά στα αγία μέλη του σώματος. Το πνεύμα του το παρέδωκε στον Κύριο και Πλάστη ειρηνικά και οσιακά, υστέρα από μια ανεπαίσθητη ασθένεια και έτσι έφθασε τον ποθούμενο Κύριο και νυμφίο της ψυχής του.
Αναχωρητής ονομάστηκε, ο όσιος Κυριακός γιατί αναχωρούσε από τόπο σε τόπο για να βρει την τελειότητα και να απολαύσει του πνεύματος τις χαρές. Πολλούς αναχωρητές έχει να μας παρουσίαση η αγία μας Εκκλησία. Πιο γνωστός αναχωρητής των τελευταίων χρόνων είναι ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, πού για περισσότερη παίδευση και μεγαλύτερη άσκηση έφευγε από μοναστήρι σε Μοναστήρι και εντρυφούσε στις πλούσιες βιβλιοθήκες των μεγάλων Μονών του αγίου Όρους και σε σκήτες και ερημητήρια αναχωρούσε και ασκήτευε μακριά από τα μάτια του κόσμου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀπαλῶν ἐξ ὀνύχων τῷ Χριστῷ ἠκολούθησας, τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν ὁλοτρόπως
ἑλόμενος· διὸ ἐν ταῖς ἐρήμοις προσχωρῶν, τῶν θείων ἠξιώθης δωρεῶν, θεραπεύων πᾶσαν νόσον Κυριακέ, τῶν πίστει προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἠκολούθησας, καταλιπῶν τὰ τῆς γῆς, καὶ βίον ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, ὡς ἄσαρκος Ὅσιε, σὺ γὰρ ἐν ταὶς ἐρήμοις, προσχωρῶν θείω πόθω, σκίλλη πίκρα τὴν πάλαι, πικρᾶν γεῦσιν ἀπώσω. Διὸ Κυριακὲ θεοφόρε, ἀξίως δεδόξασαι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Ὡς ὑπερμάχω κραταιῶ καὶ ἀντιλήπτορι, ἡ σὲ τιμώσα ἱερὰ Λαύρα ἑκάστοτε, ἑορτάζει τὰ μνημόσυνα ἐτησίως, Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς τὸν Κύριον, ἐξ ἐχθρῶν ἐπεμβαινόντων ἠμᾶς φρούρησον, ἶνα κράζωμεν, Χαίροις Πάτερ τρισόλβιε.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῆς ἄνω ἐφιέμενος, ὑπερκοσμίου ζωῆς, τοῦ κόσμου τὴν τερπνότητα, ὡς διαπίπτουσαν, κατέλιπες Ὅσιε· ὅθεν ἐν ταῖς ἐρήμοις, καὶ σπηλαίοις οἰκήσας, πόλεως οὐρανίου, ἀνεδείχθης πολίτης, ἐν ᾗ τῶν ἐκτελούντων τὴν σήν, μνήμην μνημόνευε.
Μεγαλυνάριον
Ἄστρον ἐκ Κορίνθου ἀναφανείς, ἐν τῇ Παλαιστίνῃ, διαλάμπεις ἀσκητικῶς, καὶ καταπυρσεύεις, Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν, Κυριακὲ θεόφρον, τοῖς σοῖς παλαίσμασι.