28 Ιουλίου μνήμη της Οσίας μητρός ημών Ειρήνης , ηγουμένης της Μονής του Χρυσοβαλάντου , των Αγίων Αποστόλων Προχόρου , Τίμωνος , Νικάνορος και Παρμενά και του Αγίου Νεομάρτυρος Χριστοδούλου του Κασσανδρινού
Βίος Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου
Η οσία Ειρήνη έζησε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα και η νεότητά της συνδέεται με τη βασιλική αυλή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, την περίοδο πού είχε λήξει η εικονομαχία και αναστηλωθεί οι ιερές εικόνες μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας (843).
Ο Φιλάρετος, που ήταν ευνοούμενος και αφοσιωμένος στρατηγός στο Θεόφιλο και τη Θεοδώρα (η οποία ανέλαβε το βασιλικό θρόνο μέχρι την ενηλικίωση του γιού της), είχε στην Καππαδοκία δύο κόρες, την Καλλίνικη και την Ειρήνη. Μετά τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ζωής, την επιμέλεια της ανατροφής τους είχε αναλάβει η αδελφή του και θεία τους Σοφία, πού αφοσιώθηκε στο έργο αυτό με όλη την ψυχή της. Στο μοναστήρι Χρυσοβαλάντου
Καθώς πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη για να είναι μία από τις υποψήφιες νύφες του αυτοκράτορα, επισκέφτηκε έναν άγιο άνθρωπο τον Ιωαννίκιο. Οποίος την αποκάλεσε με το όνομα της και την προέτρεψε να μην πάει στην Κωνσταντινούπολη αλλά να πάει στη Μονή Χρυσοβαλάντου που την χρειάζεται. Ακολουθώντας την πρόρρηση του Γέροντος Ιωαννικίου δεν άργησε να πορευθεί προς τη Μονή. Η ηγουμένη τη δέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη• και την έθεσε κάτω από τη δική της πνευματική επίβλεψη. Η Ειρήνη, παρά την ευγενική καταγωγή της, έχοντας τη χάρη του Θεού, με προθυμία επιδόθηκε και στα πιο ταπεινά και δύσκολα διακονήματα και σύντομα ο αγώνας της καρποφόρησε.
Αναδεικνύεται ηγουμένη με τρόπο θαυμαστό
Ύστερα από μερικά χρόνια αρρώστησε η ηγουμένη. Επιθυμία της Γερόντισσας ήταν να γίνει ηγουμένη η Ειρήνη. Όταν είπε στις μοναχές την επιθυμία της, η Ειρήνη δεν ήταν παρούσα. Εκείνες μάλιστα δεν της ανέφεραν τίποτε σχετικό, επειδή φοβήθηκαν μήπως από τη μεγάλη ταπεινοφροσύνη της φύγει από το μοναστήρι, για να μη γίνει ηγουμένη. Οι ηλικιωμένες μοναχές πρότειναν να πάνε όλες μαζί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη, για να επιλέξει αυτός οποία τον φωτίσει ο Θεός. Φτάνοντας στον Πατριάρχη τους είπε: «Εγώ γνωρίζω ότι όλες σας θέλετε την τιμία και σεμνοτάτη Ειρήνη• και η απόφασή σας είναι καλή και θεάρεστη. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος πού μου φανέρωσε την αρετή αυτής της δούλης του». Έτσι όρισε την Ειρήνη ηγουμένη της Μονής.
Καθοδηγεί τις μοναχές με σύνεση και σοφία
Ως ηγουμένη η Ειρήνη συνέχισε και επέτεινε τους πνευματικούς της αγώνες, συναισθανόμενη την ευθύνη του διακονήματος πού έθεσε στους ώμους της ο Ιησούς Χριστός. Προσευχόταν και νήστευε ακόμα περισσότερο. Ήταν τόση η επιθυμία της να σωθούν όλες οι μοναχές, πού τόλμησε από αγάπη υπέρμετρη και όχι εγωισμό να ζητήσει από τον Κύριο να της χορηγήσει το προορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει «τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών… διά να τάς διορθώνη, να μη κολάζωνται». Και ο δωρεοδότης Ιησούς Χριστός, βλέποντας ότι ο σκοπός της ήταν καλός, της έστειλε άγγελο πού της αποκάλυψε ότι προστάχθηκε από τον Κύριο να στέκεται πάντοτε πλησίον της και να της φανερώνει κάθε μέρα τα απόκρυφα παραπτώματα όχι μόνο των μοναχών αλλά και των προσκυνητών της Μονής.
Η φήμη του προορατικού της χαρίσματος δεν άργησε να διαδοθεί και να φτάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να σπεύδουν στο μοναστήρι για να ιδούν το σεβάσμιο πρόσωπο της και να ακούσουν «λόγον ἀγαθόν». Παρά ταύτα εκείνη δεν μείωσε καθόλου τον πνευματικό της αγώνα για την προσωπική τελείωσή της, γεγονός πού ενοχλούσε τον μισόκαλο δαίμονα, πού δοκίμασε άλλη μια φορά να την εμποδίσει από την ολονύχτια προσευχή της. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ, καθώς εκείνη προσευχόταν με κατάνυξη, ένας δαίμονας άναψε κερί από το καντήλι και έβαλε φωτιά στο κουκούλι της Ειρήνης. Η φλόγα άρχισε να καίει κατόπιν τα μαλλιά, το φόρεμα και τις σάρκες της αγίας Ειρήνης, η οποία ακίνητη, ενώ καιγόταν, συνέχιζε την προσευχή της. Και θα είχε καεί ζωντανή, αν μία αδελφή από διπλανό κελί δεν οσμιζόταν καμένη σάρκα και δεν έτρεχε να σβήσει με νερό τη φωτιά! Η ηγουμένη την επέπληξε λέγοντάς της, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής: «Γιατί μού προξένησες, παιδί μου, τόσο κακό και μού στέρησες τέτοια αγαθά; Δεν πρέπει να φρονούμε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Λίγο πριν μπροστά μου έβλεπα έναν άγγελο πού έπλεκε για μένα στεφάνι• κι όταν άπλωνε το χέρι του για να με στεφανώσει, ήρθες εσύ και από ευγνωμοσύνη προκάλεσες χειρότερα της αγνωμοσύνης. Βλέποντάς σε ο άγγελος έφυγε και μού έδωσες λύπη και απερίγραπτη ζημία». Από το μισοκαμμένο σώμα της έβγαινε ευωδία πού νικούσε όλα τα μύρα και τα πολύτιμα αρώματα, ενώ ο Ιησούς, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, γιάτρεψε τα μέλη της πού είχαν εγκαύματα, αυξάνοντας της και το προορατικό χάρισμα.
Τα κυπαρίσσια λυγίζουν τις κορυφές τους
Πολλές φορές προσευχόταν ολόκληρο ημερονύκτιο. Άλλοτε επί δύο ή τρεις ημέρες και καμιά φορά ολόκληρη εβδομάδα, πάντοτε με υψωμένα τα χέρια της. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή έως το Πάσχα δεν έτρωγε ψωμί, παρά μόνο λίγα φρούτα και λαχανικά και έπινε ελάχιστο νερό. Από την αυστηρή αυτή νηστεία είχε γίνει λιπόσαρκη. Όταν ο καιρός το επέτρεπε έβγαινε τα μεσάνυχτα στον αύλειο χώρο της Μονής και προσευχόταν με κατάνυξη, υψώνοντας το βλέμμα της στο κάλλος του ουρανού. Γράφει ο Συναξαριστής της: «Κατά θεία οικονομία, για να μη μείνει άγνωστη μια μεγάλη θαυματουργία, πού έγινε αρκετές φορές στο προαύλιο, έτυχε και βγήκε ήσυχα ένα βράδυ κάποια αδελφή από το κελί της. Και βλέπει την αγία πού προσευχόταν, χωρίς να εγγίζουν τη γη τα πόδια της. Αλλά στεκόταν στον αέρα, δύο πήχεις επάνω. Και κοντά της ήταν δύο κυπαρίσσια πολύ υψηλά. Τα οποία έγερναν τις κορυφές τους μέχρι το χώμα και παρέμεναν έτσι (ώ του εξαισίου θαύματος!) όση ώρα η αγία προσευχόταν. Και όταν τελείωσε, πήγε και στα δύο και αγγίζοντας τις κορυφές τους τα ευλόγησε στο σχήμα του σταυρού και τότε υψώθηκαν κι αυτά και επανήλθαν στην κανονική τους θέση». Η αδελφή νομίζοντας ότι όσα έβλεπε ήταν καρπός της φαντασίας της δεν είπε σε καμία μοναχή τίποτε. Μετά όμως από κάποιες ημέρες είδαν όλες τους στις κορυφές εκείνων των κυπαρισσιών δύο μαντήλια, πού είχε κρεμάσει η αγία Ειρήνη «εις δόξαν Θεού». Στην απορία των αδελφών πώς βρέθηκαν εκεί, η μοναχή πού είχε προσωπική γνώση του πράγματος διηγήθηκε σε όλες τι συνέβαινε• κι εκείνες της παραπονέθηκαν γιατί δεν τις ξύπνησε να ιδούν «τοιούτον εξαίσιον θέαμα». Όταν η αγία Ειρήνη πληροφορήθηκε την πράξη της μοναχής αυτής την επέπληξε με αγάπη λέγοντάς της: Αν με έβλεπες να αμαρτάνω ως άνθρωπος, θα φανέρωνες και την αμαρτία μου; Ζήτησε δε από όλες τις αδελφές να μη φανερώνουν σε κανέναν, ενόσω εκείνη ζει, τα τυχόν θαυμάσια πού βλέπουν.
Τα μήλα του Παραδείσου
Η αγία Ειρήνη συνδέθηκε και με το περιστατικό των τριών μήλων, όπως το εξιστορεί ο Συναξαριστής: Ένα βράδυ, καθώς προσευχόταν, ήρθε φωνή προς την οσία πού της είπε• υποδέξου το ναύτη πού σου φέρνει σήμερα τα οπωρικά και να τα φας με χαρά, ώστε η ψυχή σου να νιώσει αγαλλίαση. Στη διάρκεια του Όρθρου έστειλε δύο μοναχές στην πύλη της Μονής για να υποδεχτούν έναν ναύτη πού ήταν απέξω. Όταν μετά την Ακολουθία συναντήθηκαν, εκείνος της είπε ότι είναι ναύτης από την Πάτμο. Καθώς ξεκίνησε το καράβι τους για να πλεύσει στην Κωνσταντινούπολη, ένας σεβάσμιος Γέροντας από την ακτή τους φώναξε, παρακαλώντας να γυρίσουν πίσω για να τους δώσει κάτι. Όμως το καράβι έπλεε με ανοιγμένα πανιά. Τότε ο Γέροντας πρόσταξε το πλοίο να σταματήσει, πράγμα πού έγινε, κι εκείνος περπατώντας στην επιφάνεια της θάλασσας ήρθε κοντά μας. Και βγάζοντας από το στήθος του τρία μήλα μου τα έδωσε λέγοντας: Όταν φτάσεις στην Πόλη να τα δώσεις στον Πατριάρχη και να του πεις πώς του τα έστειλε ο Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισο. Στη συνέχεια έβγαλε άλλα τρία μήλα και μου είπε: Αυτά να τα δωρήσεις στην ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου, την Ειρήνη, και να της πεις• φάγε από εκείνα πού η καλή σου ψυχή επεθύμης• διότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισο και τα έφερα. Λέγοντάς μου αυτά, ο μεν Γέροντας έγινε άφαντος, το δε πλοίο ξεκίνησε.
Κατόπιν ο ναύτης έβγαλε τα τρία μήλα από ένα μεταξωτό μαντήλι και τα έδωσε στην αγία Ειρήνη. Τα μήλα ήταν εξαιρετικά όμορφα, ευωδιαστά και μεγάλα. «Καί τοῦτο δέν εἶναι πράγμα ἀπίστευτον, ἐπειδή ἤσαν ἀπό τόν Παράδεισον». Η ηγουμένη νήστεψε επί μία εβδομάδα, ευχαριστώντας τον Κύριο. Έπειτα άρχισε κάθε μέρα και από λίγο να τρώει το ένα μήλο χωρίς επί 40 ημέρες να βάζει στο στόμα της καμιά άλλη τροφή. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη, αφού κοινώνησαν όλες οι αδελφές έκοψε το δεύτερο μήλο και έδωσε σε όλες από ένα κομματάκι. Κι αυτές αισθάνονταν την ευωδία και τη γλυκύτητά του και θαύμαζαν. Το τρίτο μήλο το κράτησε η αγία ως πολύτιμο φυλακτήριο «καί καθ’ ἑκάστην τό ὠσφραίνετο εἰς ἀπόλαυσιν τῆς ψυχῆς της καί ἀγαλλίασιν».
Η ωφέλεια της ψυχής από την ασθένεια
Κάποτε μία από τις μοναχές πού ήταν άρρωστη, παρακαλούσε την ηγουμένη με απλότητα, να την κάνει καλά. Η αγία Ειρήνη αφού κάλεσε κοντά της όλη την αδελφότητα είπε: Πιστέψτε με πώς αν είχα κάποια παρρησία ενώπιον του Θεού, θα τον παρακαλούσα να ήμασταν συνέχεια άρρωστες, διότι ξέρω πόσο ωφελείται η ψυχή από την ασθένεια του σώματος. Και μάλιστα όταν ο άρρωστος ευχαριστεί και δοξάζει τον Θεό και όταν παραδέχεται και ομολογεί ότι δίκαια παιδεύεται.
Το μακάριο τέλος της
Επειδή όμως και η ιδία ήταν άνθρωπος, έφτασε κάποτε ο καιρός να ακολουθήσει και η ίδια το κοινό χρέος, το οποίο της φανερώθηκε από άγγελο Κυρίου με τούτα τα λόγια: «Μάθε ότι στις 28 του τρέχοντος μηνός, αφού τιμήσεις την εορτή του μάρτυρος Παντελεήμονος, θα κληθείς να παρασταθείς στο θρόνο του Θεού». Ήταν 26 Ιουλίου όταν τα άκουσε αυτά καιστο Μοναστήρι της γιόρταζαν τα εγκαίνια του αρχαγγέλου, διότι σαν τέτοια μέρα είχαν οικοδομήσει και εγκαινιάσει τον ιερό ναό πού ήταν αφιερωμένος στους ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ. Αφού κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια μετά από αυστηρή εβδομαδιαία νηστεία, χωρίς να γευθεί τροφής ή και νερού, παρά μόνον από εκείνο το τρίτο μήλο του Παραδείσου, η οσία Ειρήνη ατενίζοντας τον ουρανό έχυνε δάκρυα. Οι μοναχές την ρώτησαν τι είχε και έδειχνε πικραμένη. Εκείνη απάντησε: «Σήμερα, τέκνα μου, φεύγω από τον παρόντα κόσμο και δεν θα με βλέπετε πλέον, διότι ήρθε η ώρα να πάω στην αιώνια ζωή. Να εκλέξετε ως προεστώσα την Μαρία, επειδή αυτήν προέκρινε ο Θεός και αυτή θα σας κυβερνήσει θεάρεστα. Προσπαθείστε να βαδίζετε τη στενή και τεθλιμμένη οδό, για να βρήτε ευρυχωρία στον Παράδεισο. Περιφρονείστε τον κόσμο και τα εγκόσμια, διότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και μάταια. Μισείστε τις ψυχές σας για να τις κερδίσετε, σύμφωνα με το θειο πρόσταγμα (πρβλ. Ιω. 12,25). Και γενικά να μη κάνετε το θέλημα της σάρκας αλλά του Θεού. Διότι μόνον εκείνος μπορεί να σας βοηθήσει την ώρα της κρίσεως». Αφού έτσι συμβούλεψε τις αδελφές της Μονής, σήκωσε ψηλά τα χέρια και το βλέμμα της και προσευχήθηκε λέγοντας: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμήν ο καλός, πού μας λύτρωσες με το πανάγιο και πολύτιμο Αίμα σου, στα αγία χέρια σου παραδίδω αυτό το μικρό ποίμνιο σου. Σκέπασέ το στη σκέπη των πτερύγων σου και φύλαξέ το από κάθε πειρασμό του διαβόλου. Διότι εσύ είσαι ο αγιασμός και η λύτρωσή μας και σε σένα αναπέμπουμε την ευχαριστία και σε δοξολογούμε πάντοτε».
Αφού τελείωσε την προσευχή, κάθισε και άρχισε να χαμογελά βλέποντας τους άγιους Αγγέλους πού τη χαιρετούσαν. Το πρόσωπο της έλαμψε και τότε έκλεισε τα μάτια της σα να κοιμάται. Έτσι παρέδωσε την αγία ψυχή της στον Κύριο.
Παρόλο πού ήταν 103 χρονών το κάλλος της δεν είχε μαραθεί, αλλά έδειχνε νέα.
Οι μοναχές πνευματικές της θυγατέρες, θρήνησαν για τον αποχωρισμό και τη στέρησή της. Και μαζί μ’ αυτές αμέτρητο πλήθος αξιωματούχων και απλών ανθρώπων από τη Βασιλεύουσα, πού έσπευσαν να ενταφιάσουν την αγία Ειρήνη σε τάφο καινούργιο στο ναό του άγιου Θεοδώρου, πλησίον του Αρχαγγέλου, στη Μονή Χρυσοβαλάντου. Από τον τάφο εξερχόταν «ευωδία θαυμάσιος, μαρτυρούσα την παρρησίαν της οσίας προς Κύριον», ενώ επιτελούνταν με την επίκληση του ονόματος της και πολλά θαύματα.
Ἀπολυτίκιον
Βασιλείας γηίνου πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ’ ἀφθάρτων στεφάνων νῦν σέ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστός ὁ ὡραιότατος ὤ καθιέρωσας σαυτήν, ὅλη καρδία καί ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δέ προσφυγή καί βοήθεια.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΝΟΙ ΠΡΟΧΟΡΟΣ, ΝΙΚΑΝΩΡ, ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΜΕΝΑΣ
Πρωτοπρ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Οι άγιοι αυτοί, επειδή κήρυσσαν τον λόγο της πίστεως και ομολογούσαν τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό Θεού και τέλειο άνθρωπο, άθλησαν σε διαφορετικούς τόπους, και αφού έπαθαν πολλά από τους ασεβείς, έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου». Ανήκαν στους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, σ’ εκείνους δηλαδή που χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους «διακονείν τραπέζαις», με κριτήριο επιλογής τους την πνευματικότητά τους και τη δύναμη της ψυχής τους, μαζί με τους Στέφανο, τον αρχιδιάκονο και πρωτομάρτυρα, Φίλιππο και Νικόλαο. Οι τέσσερις αυτοί σήμερα εορταζόμενοι κατάγονταν από τα μέρη της Ανατολής. Και ο μεν Πρόχορος – ο οποίος ακολούθησε κατά την παράδοση τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή και μάλιστα στο διωγμό του Δομιτιανού βρέθηκε μαζί του εξόριστος στην Πάτμο, όπου και κατέγραψε την Αποκάλυψή του καθ’ υπαγόρευση εκείνου – κήρυξε αργότερα στα μέρη της Νικομήδειας, γενόμενος επίσκοπος της πόλεως και δίνοντας και τη ζωή του στο έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο «υψηλόνους» Νικάνωρ, εκτελώντας κι αυτός, πέραν των διακονικών του καθηκόντων, έργο ευαγγελιστή, διδάσκοντας με δύναμη την αιώνια ζωή που έφερε ο Ιησούς Χριστός, τον Σταυρό και τα Πάθη Του, σφαγιάστηκε ως πρόβατο, μαζί με δύο χιλιάδες ακόμη πιστούς, από τα χέρια των Ιουδαίων, την ημέρα που μαρτύρησε και ο άγιος Στέφανος. Ο «σοφός και ιερός» Τίμων, στο ίδιο έργο με τους άλλους ευρισκόμενος, έγινε αργότερα ποιμένας των Βόστρων, εκδαπανώμενος στην αγάπη του ποιμνίου του. Στο τέλος, έλαβε κι αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, όταν οι άνομοι, μη αντέχοντας τον σφοδρό του έρωτα για τον Χριστό, τον έριξαν στο μέσο μεγάλης φωτιάς. Κι ο «μέγας και ευκλεής» Παρμενάς, έδρασε κι αυτός με μεγάλη σπουδή, ακολουθώντας τα χνάρια των δώδεκα αποστόλων κι έχοντας κι αυτός μακάριο τέλος.
Μία πρώτη παρατήρηση για τους διακόνους αυτούς της πρώτης Εκκλησίας είναι ότι εκλέχτηκαν από τον λαό και χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων. Διότι, όπως είπαν οι απόστολοι «ουκ αρεστόν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις». Δεν μας αρέσει ν’ αφήσουμε την εξαγγελία του λόγου του Θεού και να υπηρετούμε στα τραπέζια. Το «ουκ αρεστόν» βεβαίως αυτό των αποστόλων δεν οφείλετο σε υποβάθμιση του φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας, αλλά στην ορθή ιεράρχηση της αποστολής και του έργου της. Σημαίνει ότι ναι μεν το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο είναι άκρως απαραίτητο και αναγκαίο, ως πραγμάτωση της βασικής εντολής του Κυρίου, της αγάπης, όμως η προτεραιότητα είναι ο λόγος του Θεού. Με άλλα λόγια, με την εμφάνιση των επτά πρώτων διακόνων, ταυτόχρονα τονίζεται ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον Χριστό, για να συνεχίζει την παρουσία του Ίδιου στον κόσμο, ως το ζωντανό σώμα Του, και να φανερώνει το θέλημα του Θεού σ’ αυτόν, κι έπειτα, ή, τέλος πάντων, παράλληλα, να καλύπτει, όσο μπορεί, τις βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων. Μόνον άνθρωποι που δεν έχουν γνώση του Ευαγγελίου μπορεί να αλλοιώνουν την προτεραιότητα αυτή.
Μία δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στο κριτήριο της επιλογής των διακόνων, όπως το δίνουν οι ίδιοι οι απόστολοι του Χριστού: να είναι «άνδρες πλήρεις πνεύματος αγίου και σοφίας». Κανείς δεν μπορεί να διακονεί στην Εκκλησία από οποιαδήποτε θέση, χωρίς να είναι πνευματοφόρος και χριστοφόρος, ή, τουλάχιστον, να αγωνίζεται να γίνει έτσι. Και τούτο διότι μία διακονία-υπηρεσία, χωρίς την προϋπόθεση αυτή, σημαίνει ότι αντιμετωπίζεται η Εκκλησία «οριζόντια», ως μία επιχείρηση ή δημόσια υπηρεσία, στην οποία κάποιος έναντι αμοιβής προσφέρει ένα έργο. Η εντολή και η προτροπή των αποστόλων για πνευματοφόρους πιστούς στην άσκηση των διακονημάτων φανερώνει ότι τα διακονήματα κατανοούνται ως μέσα δοξολογίας τελικώς του Θεού, λειτουργούν δηλαδή ως προσευχή, κατά το «είτε πίνετε είτε εσθίετε είτε τι άλλο ποιείτε, πάντα εις δόξαν Θεού ποιείτε» του αποστόλου. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πιστοί, ως προς τα διακονήματα, για να δημιουργούνται εντάσεις και ανταγωνισμοί, αλλ’ «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω». Και το ελαχιστότερο διακόνημα, τελούμενο με φόβο Θεού, γίνεται εξαιρετικό μέσο αγιασμού των ανθρώπων.
Μία τρίτη παρατήρηση είναι ότι την εκλογή των διακόνων την έκαναν οι πιστοί, κατά προτροπή των αποστόλων. Εκείνοι είπαν ο λαός να εκλέξει επτά άνδρες για την κάλυψη της ανάγκης του μοιράσματος του φαγητού. Και πάνω σ’ αυτό το σημείο έκτοτε, ιδιαιτέρως τα νεώτερα χρόνια, ακούγονται φωνές, οι οποίες επισημαίνουν ότι το πρωτοχριστιανικό κριτήριο της εκλογής των διακόνων από τον λαό, πρέπει να επανέλθει. Αναγνωρίζουμε το δίκιο αυτών που το υποστηρίζουν, όπως εξίσου κατανοούμε και εκείνους, οι οποίοι αντιπαραβάλλουν τη διαφορετική παράδοση που διαμορφώθηκε στο θέμα της εκλογής στο πέρασμα των αιώνων, σύμφωνα με την οποία όχι άμεσα ο λαός, αλλ’ ο επίσκοπος, με την έγκριση του λαού, είναι ο εκλέκτωρ. Δεν θα μπούμε στη διαδικασία συμφωνίας με τη μία ή την άλλη παράδοση, αφού η καθεμία έχει τα δικά της ισχυρά επιχειρήματα κι είναι θέμα που όταν τεθεί ως πραγματικό πρόβλημα στην Εκκλησία, οπωσδήποτε θα επιλυθεί. Εκείνο που ακροθιγώς θα πούμε είναι ότι αφενός το θέμα δεν είναι, πιστεύουμε, πρωτεύον – δεν εξαρτάται από αυτό η καλή ή όχι πορεία της Εκκλησίας – και αφετέρου δεν ξέρουμε αν τα πνευματικά κριτήρια του λαού θα λειτουργήσουν καλύτερα από τα πνευματικά κριτήρια ενός επισκόπου, όσον αφορά τη χειροτονία ενός κληρικού, όταν μάλιστα την ευθύνη της χειροτονίας έχει κατά κύριο λόγο ο χειροτονών επίσκοπος. Άλλωστε η διακονία ενός κληρικού – κι εδώ ίσως πρέπει να ρίχνουμε περισσότερο το βάρος μας – δεν είναι θέμα τόσο του πρώτου καιρού, όσο της μετέπειτα καθημερινότητάς του, ως αδιάκοπης επιβεβαίωσης του χαρίσματος που έλαβε.
Ακολουθείν
Ο Άγιος Χριστόδουλος ο εκ Kασσάνδρας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη