Βίος Οσίου Εφραίμ του Σύρου
Από το ιστολόγιο » xristianos.gr.»
Ο σοφός διδάσκαλος
Ο Όσιος Εφραίμ, ήταν το γένος Σύρος. Γεννήθηκε, όπως πιθανώς συμπεραίνεται, στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας. Την εποχή εκείνη βασίλευε ο Διοκλητιανός κατά το έτος 306.
Οι γονείς του., που ήσαν πιστοί Χριστιανοί, ομολόγησαν γενναία την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Άπό νεαρής ηλικίας τον προσέλαβε κοντά του ο Επίσκοπος της πόλεως αυτής
Ιάκωβος. Τον ανέθρεψε με μεγάλη επιμέλεια, διότι κατάλαβε την αγαθή διάθεση του παιδιού αυτού. Έμαθε πολλά γράμματα και έγινε σοφός διδάσκαλος! Στα θαυμάσια
συγγράμματα του φαίνεται η σοφία του. Με αυτά μας διδάσκει κάθε ώρα ως σήμερα και μας νουθετεί, μας οδηγεί και μας συμβουλεύει. Τα συγγράμματά του τα έγραψε σε τρεις
γλώσσες, Ελληνική, Λατινική και Συριακή. Τόσο δε πολυγραφότατος ήταν. Πολλά έργα του στη λατινική γλώσσα είναι αμετάφραστα. Και είναι πολύτιμα.
Το σπουδαιότερο κατόρθωμα του είναι, ότι δεν έλειψε από τα μάτια του το δάκρυ! Σε όλη, του τη ζωή θα έχυσε ένα ποτάμι δάκρυα σωτήρια. Τα δάκρυα αυτά έβγαιναν αυθόρμητα,
και ακολουθούσαν στεναγμοί από τα βάθη της καρδιάς, σαν να έβγαινε φωτιά από τα σπλάχνα του. Αυτό μπορεί κάνεις να το καταλάβει από τα κατανυκτικά συγγράμματά του,
όπου διηγείται πολλές φορές για τη δευτέρα, του Θεού Παρουσία, και την αδέκαστη κρίση της φοβερής εκείνης ώρας. Και τόσον τυπώνει στο νου μας, τον τρόμο της φοβερής εκείνης
ημέρας, ώστε δειλιάζει κανείς, όταν τα διαβάζει, πως έκλαιε πικρά ο δίκαιος σαν να ήταν αξιοκατάκριτος. Με τέτοιους λογισμούς πάντοτε ο Όσιος στη σκέψη του, απόφευγε τους
θορύβους, και πηγαίνοντας στην έρημο, περπατούσε από τόπο σε τόπο, προσπαθώντας να ωφελήσει, και να ωφεληθεί.
Τον διδάσκει η πόρνη
Την εποχή εκείνη η πατρίδα του η Νίσιβη παραδόθηκε στους Πέρσες. Τότε ο Όσιος έφυγε από την πατρίδα του και επήγε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Ήθελε να προσκύνηση τα
Άγια λείψανα που βρίσκονταν σε αυτήν. Ακόμη, ήθελε να εύρη ένα ενάρετο και λόγιο άνθρωπο, για να μιλήσει μαζί του και να ωφεληθεί. Για να το επιτύχει αυτό έκαμε
προσευχή προς τον Θεό. Καθώς λοιπόν έμπαινε στην πολιτεία κοίταξε με προσοχή να τύχει κανένας, όπως τον ήθελε. Έτσι περπατώντας και συλλογισμένος, τον απάντησε μια πόρνη.
Ο Όσιος, όταν την είδε έμεινε εκστατικός και περίλυπος. Του συνέβη εντελώς το αντίθετο από ότι εζήτησε. Η δε γυναίκα στάθηκε και τον κοίταζε ώρα πολλή.
Ο Άγιος, λοιπόν, για να την κάμει να ντραπεί της είπε:
—Γιατί τολμάς και με βλέπεις, ω γυναίκα, με αυτήν την αναίδεια και δε ντρέπεσαι;
—Εγώ, του απάντησε αυτή, δεν έχω τόσο άδικο να σε παρατηρώ, επειδή από την πλευρά σου έγινα, όταν μας έπλασε ο Κύριος. Εσύ όμως πρέπει να παρατηρείς στη γη, από την
οποία βγήκες. Μάλιστα δε εφόσον είσαι Μονάχος και θεωρείσαι νεκρός στο σώμα, δεν έπρεπε να με κοιτάξεις καθόλου στο πρόσωπο.
Αυτά τα ανέλπιστα, όταν τα άκουσε ο Όσιος, την ευχαρίστησε ομολογώντας, ότι έλεγε την αλήθεια. Δόξασε δε και τον Κύριο, διότι αχούσε την δέηση του και ωφελήθηκε.
Η συνάντηση του με τον Μέγα Βασίλειο
Έπειτα από λίγο καιρό ο Όσιος Εφραίμ έφυγε από την Έδεσα και πήγε σε ένα κοντινό όρος και ασκήτευσε λίγο καιρό. Κατόπιν ξαναγύρισε στην Έδεσσα για να πάει στην Καισάρεια,
να συναντήσει την πηγή των δογμάτων και πρόμαχο της ευσεβείας τον Μέγα Βασίλειο. Όταν ο θείος Εφραίμ είδε τον Μέγα Βασίλειο, εκείνος κήρυττε. Έβλεπε όμως μια περιστερά,
που άστραφτε σαν τον ήλιο και η οποία καθόταν στον δεξιό ώμο του Μεγάλου Βασιλείου και του μιλούσε στο αυτί. Αυτός δε δίδασκε τον λαό, λέγοντας όσα η θεϊκή εκείνη
περιστερά του έλεγε. Αυτή του φανέρωσε και τον θείο Εφραίμ. Αφού τον γνώρισε ποιος ήταν από την χάρι του Αγίου Πνεύματος, συνομίλησαν και ευχαριστήθηκαν πνευματικά,
απολαμβάνοντας ο ένας τα λόγια του άλλου.
Το χάρισμα του λόγου
Αυτός ο Όσιος Εφραίμ δέχθηκε από τον Θεό το χάρισμα της διδασκαλίας, το οποίον φρόντισε με διάφορους τρόπους να το αυξήσει στις ψυχές των ανθρώπων, σαν δούλος του
Θεού γεμάτος ευγνωμοσύνη σε αυτόν που του έδωσε αυτό το τάλαντο. Και αυτό ο ίδιος ο Εφραίμ το φανέρωσε μοναχός του. Ομολόγησε σε ένα ενάρετο πνευματικό, ένα όνειρο που
είδε, όταν ήταν ακόμη μικρός. Ιδού το όνειρο: Είδα μια κληματαριά, που είχε αμέτρητα σταφύλια να φυτρώνει στη γλώσσα μου. Βγαίνοντας κατόπιν έξω από το στόμα μου.
άπλωσε τα κλήματα και σκέπασε όλη τη γη. Όλα τα πετεινά έρχονταν και έτρωγαν τα σταφύλια. Και όσο έτρωγαν τα πουλιά τους καρπούς, τόσο εκείνοι πλήθαιναν. Αυτά είπε
ο Όσιος και τίποτε άλλο δεν φανέρωσε.
Όσοι όμως αξιώθηκαν να βλέπουν θεία Μυστήρια, είδαν πολλές αποκαλύψεις γι αυτόν. Ένας δε από αυτούς είπε, ότι είδε πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι κατέβαιναν άνωθεν,
με ένα βιβλίο χειρόγραφο. Και ρωτούσε ο ένας τον άλλον:
—Ποιος είναι άξιος να πάρει το βιβλίο στα χέρια του;
Ο ένας έλεγε τον ένα, ο άλλος έλεγε τον άλλον, αναφέροντας τους πλέον σώφρονες και ευλαβείς. Τέλος συμφώνησαν όλοι, ότι μόνος άξιος ήταν ο Όσιος Εφραίμ να το πάρει.
Και του το έδωσαν στα χέρια του. Αυτό είδε ο άνθρωπος. Ο ευλαβής αυτός άνθρωπος, όταν είδε το όραμα αυτό, καταφοβισμένος έτρεξε στην εκκλησία, όπου βρήκε τον Όσιο Εφραίμ
να διδάσκει τον λαό με τα μελίρρυτα εκείνα λόγια και του φανέρωσε το όραμα. Από εκείνη την ώρα ξεχύθηκε η χάρι του Θεού στον Όσιο. Τα νοήματα έφθαναν στη γλώσσα του σαν
κύματα. Δίδασκε με τόση ευκολία και γρηγοράδα, ώστε φαινόταν ότι τα έβλεπε στο χαρτί και τα διάβαζε! Δεν πρόφθανε η γλώσσα του να λέγει όσα ο νους του έφερνε με τόση
ταχύτητα!
Το δάκρυ και η ακτημοσύνη του
Επίσης ο όσιος Εφραίμ είχε το σωτήριο δάκρυ, που δεν του έλειπε σχεδόν από τα μάτια. Ιδίως την νύκτα, όταν αγρυπνούσε για να προσευχηθεί με την ησυχία του και προσευχόταν
ώρες κλαίοντας. Κοιμόταν τόσο μόνον, όσο χρειαζόταν για να μη ασθενήσει από τους πολλούς κόπους και πόνους, που του έδινε η σκληραγωγία από του να κοιμάται κατάχαμα,
να νηστεύει και να εργάζεται στο καθήκον του ακούραστος. Είχε δε και την ακτημοσύνη. Τόση φτώχεια θεληματική, που κανένας δεν τον ξεπέρασε. Ο ίδιος το μαρτύρησε κατά την
ώρα της κοιμήσεως του, λέγοντας την αλήθεια:
—Δεν απέκτησε ο Εφραίμ χρήματα, ή πορτοφόλι, ή σακκούλι, ή ραβδί, ούτε άλλο πράγμα επίγειο. Έναν πόθο μόνον είχα, τον πόθο στα ουράνια, από την ώρα, που άκουσα από το
Άγιο Ευαγγέλιο, ότι πρόσταξε ο Δεσπότης τους Αποστόλους Του, να μη αποκτήσουν πράγμα επίγειο.
Η ηθική και πνευματική ελεημοσύνη του – Η ταπεινοφροσύνη του
Είχε δε τόση ταπεινοφροσύνη και μετριότητα ο Όσιος, ώστε έτρωγε με τη στάχτη το ψωμί του, και το νερό το έσμιγε με τα δάκρυα.
Επίσης ήταν πολύ φιλόξενος και εύσπλαχνος με τους πτωχούς. Όταν είχε, έδινε ελεημοσύνη, όσην μπορούσε. Όταν δε δεν είχε επειδή ήταν πτωχότατος και τον
περισσότερο καιρό δεν του βρισκόταν τίποτε, έπαιρνε τους ξένους και τους πτωχούς, και τους φίλευε, με την σωτήρια διδασκαλία του, που ήταν ανώτερη από τη σωματική τροφή
και αναγκαιότερη. Ήταν δε τόσο σοφός και τόσο γλυκομίλητος, ώστε τα λόγια του μπορούσαν να μαλάξουν κάθε ψυχή, να παρηγορήσουν τον θλιβόμενο και να
καταπραΰνουν τον οργιζόμενο. Αλλά και η όψη του, η ευταξία του, το ήθος του, έκανε καθένα να κατανύγεται η καρδιά του.
Αχρηστεύει τα βιβλία του αιρεσιάρχη
Ως προς την Ορθοδοξία, ήταν σφόδρα ζηλωτής και ακαταμάχητος πρόμαχος της ένθεης πίστεως. Ακούσατε ένα τέχνασμα που έκαμε ο σοφότατος, για να μη ζημιωθούν οι πιστοί.
Τον καιρό εκείνο ήταν ο δυσσεβής Απολλινάριος, ο οποίος διέστρεψε πολλά δόγματα των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων μας. Διέστρεψε αυτά στην μιαρά του γνώμη, και έγραψε
πολλά φλυαρήματα κατά των Ορθοδόξων, ο κακόδοξος. Αφού σύνταξε με επιμέλεια δύο βιβλία με πολλούς κόπους και βάσανα τα είχε έτοιμα, για να αντιμάχεται με τους πιστούς,
όταν εύρη καιρό κατάλληλο.
Είχε δε ο Απολλινάριος κάποια γυναίκα πολύ αγαπημένη, με την ίδια γνώμη με αυτόν και την ίδια πίστη, όχι μόνον στην αίρεση, αλλά και στις σαρκικές απολαύσεις, καθώς έλεγαν
οι γείτονες. Σε αυτήν λοιπόν την γυναίκα ο Απολλινάριος είχε δώσει τα βιβλία να τα φυλάξει, για να μη του τα πάρουν οι Ορθόδοξοι. Αυτό το έμαθε ο Εφραίμ. Προσποιήθηκε,
λοιπόν, ότι είναι και αυτός στην αίρεση του Απολλιναρίου, και πηγαίνοντας στο σπίτι της γυναίκας εκείνης, της έδωσε κάποιο δώρο από την έρημο χάριν ευλογίας. Έτσι πήγαινε
πολλές φορές, όταν έλειπε ο Απολλινάριος. Όταν λοιπόν κατάλαβε ο Όσιος, ότι δεν είχε καμιά υποψία η γυναίκα γι αυτόν, της ζήτησε τα βιβλία για να τα διαβάσει, για να ξέρη
να μάχεται με τους αιρετικούς (έτσι ονόμασε τους Ορθοδόξους ο πάνσοφος, όπως τους θεωρούσε ο Απολλινάριος) για να μη τον θεωρήσουν αμαθή και αγράμματο και τον
νικήσουν στη συζήτηση. Πείσθηκε η γυναίκα με αυτό το τέχνασμα που της έστησε ο Μακάριος, του έδωσε τα βιβλία, με την υπόσχεση να τα επιστρέψει την άλλη ήμερα.
Όταν τα πήγε στο δωμάτιο του, διάβασε μερικές σελίδες, αλλά δε είχε τον καιρό να τα αντιγράψει, για να αναιρέσει τις αιρέσεις εκείνες. Η γυναίκα εκείνη ήθελε τα βιβλία
γρήγορα. Τι μηχανεύεται λοιπόν ο Εφραίμ; Ετοίμασε ψαρόκολλα καλή και κόλλησε με αυτήν όλα τα φύλλα με μεγάλη προσοχή ταχτικότατα, το ένα με το άλλο, και τόσο καλά,
ώστε δεν ήταν δυνατόν να ξεκολλήσουν πλέον, εκτός και αν σχίζονταν. Κατόπιν τα έδεσε απ’ έξω καθώς ήσαν πριν, και τα παράδωσε στη γυναίκα. Εκείνη ανύποπτη, δεν τα άνοιξε,
αλλά τα φύλαξε στη θέση τους. Ύστερα από ήμερες παρακίνησε ο Όσιος τους Ορθοδόξους, να κάμουν Σύνοδο, η οποία να διαλεχτεί με τον Απολλινάριο, για να γνωρισθεί η αλήθεια.
Έγινε, λοιπόν, η Σύνοδος και προσκάλεσαν και τον Απολλινάριο. Πολύ γερασμένος και μη μπορώντας να ομιλεί πολλά λόγια, είπε προς τους Ορθοδόξους αυτά:
—Εγώ, Πατέρες Άγιοι, δεν μπορώ πλέον να φιλονικώ με πολλούς φωνάζοντας. Έχω όμως δύο βιβλία πολύτιμα, τα οποία έγραψα με μεγάλη επιμέλεια, και ας διαβασθούν στη
Σύνοδο. Ότι γράφουν τα βιβλία αυτά ομολογώ και εγώ με το στόμα μου.
Τότε δοκίμασε να ανοίξει το ένα βιβλίο, και δεν μπόρεσε να εύρη ούτε αρχή, ούτε τέλος, ούτε μέση. Τα φύλλα είχαν γίνει ένα σώμα και ούτε να τα σχίσει μπορούσε. Παίρνοντας
και το άλλο βιβλίο το βρήκε όμοιο με το πρώτο. Γι αυτό, που έπαθε, επήρε τόση λύπη και στενοχώρια και ντροπή, ώστε έφυγε από την Σύνοδο. Επειδή δε δεν μπορούσε να υποφέρει
την συμφορά αυτή, κακώς ο κακός ξεψύχησε και πέθανε. Έτσι λυτρώθηκαν οι ευσεβείς από την βρωμερή αυτή αίρεση.
Η κοίμηση του
Ο Όσιος δεν ήθελε να ενταφιαστεί με πολυτελή ράσα. Το επανέλαβε και κατά την ώρα του θανάτου του, προσθέτοντας, εάν υπάρχει κανείς, που ετοιμάζει τέτοιο ένδυμα, ας το δώσει
σε αυτόν, που έχει ανάγκη. Και πράγματι, ένας από τους επισημότερους και αγαπητότερους του ετοίμαζε ένα λαμπρό ένδυμα, και σκόπευε να ντύσει με αυτό το σώμα
του Οσίου. Όταν όμως άκουσε την παραγγελία του, λυπήθηκε γιατί έχασε το σκοπό του. Σκέφθηκε δε να μη δώσει το ένδυμα στον ίδιο, αλλά να μοιράσει την αξία του στους
πτωχούς, νομίζοντας, ότι έτσι ευχαριστεί τον Άγιο. Ενώ συλλογιζόταν αυτά πήρε την τιμωρία της παρακοής του. Εκείνη την στιγμή μπροστά σε όλους κυριεύεται από δαιμόνιο.
Πέφτει μπροστά στο κρεβάτι του Οσίου και αρχίζει να σπαράζει, διαστρεβλώνει τα χέρια του, να γυρίζει τα μάτια του ανάποδα, να βγάζει αφρούς από το στόμα., και εν γένει να
κάνη όλα τα φοβερά που η μανία εκείνη, μπορεί να επιφέρει, στον άνθρωπο. Ο θείος Εφραίμ από Πνεύμα Άγιο κατάλαβε, ότι αυτό ήταν καρπός αμαρτίας, και άμα συνήλθε και
έμαθε την κακή του σκέψη τον μάλωσε, αλλά και τον συγχώρησε. Έβαλε κατόπιν τα χέρια του επάνω στο δαιμονισμένο και με την προσευχή, έδιωξε το πονηρό πνεύμα και τον
θεράπευσε με την τελευταία εντολή να εκτελέσει την παραγγελία του κατά γράμμα. Με αυτό το θαύμα. κατά το τέλος του βίου του ο Όσιος επισφράγισε τις πράξεις του! Έπειτα
συμβούλεψε αρκετά τους παρόντες να εργάζονται την αρετή, τους ευλόγησε και είπε και μερικά από το μέλλον τα οποία εκπληρώθηκαν αργότερα. Έτσι παρέδωκε την αγία του
ψυχή στα χέρια του Δεσπότου Χριστού με ειρήνη το έτος (379) και στεφανηφόρος έφυγε για τις αιώνιες Μονές, και την λαμπρότητα η οποία αναμένει όλους, όσοι αγωνίζονται και
μιμούνται τη ζωή του.
Στίχος
Ἤκουσε γλῶτταν ψαλμικῶς, ἣν οὐκ ἔγνω, Ἐφραίμ, ἄνω καλοῦσαν, ὁ γλῶσσαν Σῦρος. Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Νόες Ἐφραὶμ θυμὸν ἀπηῦρον.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Ρεῖθρον ἄϋλον, ἐν τῇ ψυχῇ σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι· ὅθεν ἡμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοῖς ἱεροῖς σου ῥυθμίζεις διδάγμασιν.
Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ,
λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τὴν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις Ἐφραίμ, δάκρυα κατανύξεως· πρακτικὸς δὲ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος Ὅσιε. Ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις
πρὸς μετάνοιαν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῆς σοφίας ὑποφήτην θεορρήμονα καὶ μετανοίας ἀληθῶς σάλπιγγα ἔνθεον εὐφημοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς θεῖος θεωρὸς Χριστοῦ τοῦ βήματος Ἐν τῇ κρίσει
ἀκατάκριτόν μεφύλαξον, Ἵνα κράζω σοι, χαίροις Πάτερ Ἐφραὶμ σοφέ.
Κάθισμα Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, τὸν κρατῆρα τὸν θεῖον τῆς κατανύξεως, ἀνυμνήσωμεν πιστοί, ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· φερωνύμως γὰρ ἀεί, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν,
εὐφραίνει ἔπεσι θείοις, Ἐφραίμ, ὡς πράκτωρ καὶ μύστης, τῶν τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεων.
Μεγαλυνάριον
Σάλπιγγι τῶν λόγων σου τῶν σοφῶν, πρὸς ἔνθεον φόβον, διεγείρεις πᾶσαν ψυχήν· σὺ γὰρ τῆς δευτέρας, τοῦ Λόγου ἐμφανείας, τὸν τρόπον προσημαίνεις, Ἐφραὶμ Πατὴρ ἡμῶν.