27 Ιουλίου μνήμη του Αγίου μεγαλομάρτυρος και Ιαματικού Παντελεήμονος
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 26 Ιουλίου 2020
Βίος Αγίου μεγαλομάρτυρος και Ιαματικού Παντελεήμονος
Γέννηση και παιδική ηλικία
Γονείς του ήταν ο Ευστόργιος και η Ευβούλη, ένα από τα πλούσια αντρόγυνα της Νικομήδειας, καθόσον ο άντρας ήταν μέλος της Συγκλήτου. Ήταν όμως ο Ευστόργιος
ειδωλολάτρης. Αντίθετα η γυναίκα του Ευβούλη άνηκε στη χριστιανική κοινότητα της Νικομήδειας. Από αυτό λοιπόν το αντρόγυνο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της πιστής
χριστιανής Ευβούλης γεννήθηκε ο Παντολέων. Όπως ήταν φυσικό, η μεν μητέρα του από πολύ ενωρίς έσπειρε στην εύπλαστη ψυχή και στο νου του παιδιού της τα σπέρματα
της χριστιανικής πίστης και ζωής, ο δε πατέρας προσπάθησε να του εμφυσήσει τη λατρεία των ειδώλων. Η μητέρα του τον άφησε ορφανό, αφού έφυγε ενωρίς από την παρούσα
ζωή.
Εγκύκλια και ιατρικά μόρφωση
Ο Παντολέων μαθήτευσε κοντά στον Ευφρόσυνο, πού ήταν ο πιο διακεκριμένος γιατρός της Νικομήδειας και προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας βλέποντας
τα σπάνια προσόντα του νεαρού Παντολέοντα, υπέδειξε στον Ευφρόσυνο να του διδάξει την ιατρικήν πάσαν, προκειμένου αργότερα να τον προσλάβει ως γιατρό εις τα βασίλεια.
Οι διωγμοί – Η γνωριμία με τον Ερμόλαο
Στην αυγή του 4ου αιώνα ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε τον σφοδρότερο ίσως διωγμό εναντίον του Χριστιανισμού. Μέσα σ’ αυτό το φοβερό από κάθε άποψη κλίμα άσκησε την ιατρική
του τέχνη ο νεαρός ακόμα ιατρός Παντολέων. Θλιβόταν πραγματικά η ψυχή του καθώς έβλεπε να διώκονται τόσο ανελέητα οι χριστιανοί. Και η χάρη του Θεού οδήγησε τα βήματά
του στη γνωριμία με τρία πρόσωπα, πού επρόκειτο να ασκήσουν σημαντική επίδραση επάνω του.
Παρόλον ότι ο Παντολέων δεν εγνώριζε την ύπαρξη του Ερμόλαου, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τον ιερέα του Υψίστου. Διότι ο ιερέας είχε υπόψη του τα σχετικά με τον ταλαντούχο
νέο γιατρό, πού προοριζόταν και για γιατρός των ανακτόρων. Του είχε κάνει εντύπωση η σεμνότητα του και η αγάπη προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του. Έτσι, όταν μία
μέρα έτυχε εκείνον να περνάει έξω από το σπίτι στο οποίο κρυβόταν, χωρίς να διστάσει, κινούμενος από θεία έμπνευση, έστειλε και προσκάλεσε τον Παντολέοντα να επισκεφθεί
όσους κρύβονταν μαζί με τον ίδιο στην οικία εκείνη.
Τα γεμάτα αγάπη και χριστιανική σοφία λόγια του Ερμόλαου δεν άργησαν να ηχήσουν λυτρωτικά στην καρδιά του Παντολέοντα. Τόσο την πρώτη αυτή φορά όσο και κατά τις
επισκέψεις πού ακολούθησαν, ο Ερμόλαος κατήχησε τον Παντολέοντα στη χριστιανική πίστη.
Βαπτίζεται χριστιανός. Αργότερα και ο πατέρας του
Ο Παντολέων ζήτησε το θειο Βάπτισμα και ο Ερμόλαος αφού άκουσε από το στόμα του την ομολογία πίστεως, προχώρησε στη βάπτισή του. Μη θέλοντας μάλιστα να τον συνδέει
τίποτα με τα παλαιά, άλλαξε και το όνομά του και αντί Παντολέων ονομάστηκε έκτοτε Παντελεήμων. Κοντά στους τρεις ιερείς, πού παρέμεναν κρυμμένοι, έμεινε μετά τη βάπτισή του
ο Παντελεήμων για επτά ημέρες. Την όγδοη επέστρεψε στο πατρικό σπίτι, νέος πλέον άνθρωπος κατά την ψυχή.
Και ενώ η βάπτιση του κρατήθηκε για ένα διάστημα μυστική από τους εθνικούς, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα του, ο Παντελεήμων φλεγόταν από τον ιερό πόθο να γίνει και
τοις άλλοις του μυστηρίου διδάσκαλος. Φυσικά, πρώτιστα ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του Ευστόργιο. Ο Παντελεήμων προσευχόταν και δόξαζε τον Θεό, καθώς διαπίστωνε ότι
διορθωνόταν σταδιακά «η πατρική πλάνη», ψυχραινόταν η πίστη του Ευστόργιου προς τα είδωλα, αραίωναν οι θυσίες στους ψεύτικους θεούς. Ο πατέρας του Παντελεήμονα
δέχεται το χριστιανικό βάπτισμα, χάρη στην προσπάθεια του γιου του. Και πολύ σύντομα κλήθηκε να συναντήσει τη γυναίκα του στον ουρανό.
Παντελεήμων, ο ανάργυρος ιατρός
Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Παντελεήμων έμεινε κληρονόμος μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας. Απελευθέρωσε τους δούλους πού είχε ο πατέρας του, αφού τους
χάρισε ένα μέρος της περιουσίας του η οποία είχε αποκτηθεί χάρη και στη δική τους εργασία, προκειμένου να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Τα δε υπόλοιπα «χείρες είχον πενήτων», τα
μοίρασε στα χέρια των φτωχών της Νικομήδειας, δηλαδή σε γέροντες, χήρες, ορφανά, αρρώστους, εγκαταλειμμένους.
Ο Παντελεήμων πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο πού ζητούσε από τους
θεραπευόμενους ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό για να σωθούν αιώνια. Όταν μάλιστα συνέβαινε να κάνει καλά και κάποιους πλουσίους κι εκείνοι του πρόσφεραν μεγάλες
αμοιβές, τους έλεγε· «αυτά πού υποσχεθήκατε να δώσετε σ’ εμένα, πηγαίνετε να τα δώσετε στους φτωχούς».
Επιβραβεύοντας ο Θεός την όλη βιοτή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργεί διάφορα θαύματα, πού έγιναν σταδιακά γνωστά
στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Ανάμεσα στα θαύματα περιλαμβάνονται η ανάσταση ενός παιδιού πού είχε
πεθάνει μετά από τσίμπημα έχιδνας, η θεραπεία ενός τυφλού και ενός άλλου πού ήταν παράλυτος.
Αρχίζουν οι συκοφαντίες και οι δοκιμασίες του
Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του Αναργύρου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας. Ιδιαίτερα τους ενοχλούσε το γεγονός ότι
εκείνος με τη χάρη του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού θαυματουργούσε σε δύσκολες περιπτώσεις, ενώ οι ίδιοι παρά την επίκληση των θεών τους τίποτα δεν
κατάφερναν. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενος του και μελλοντικός μετά τον Ευφρόσυνο γιατρός των ανακτόρων,
είναι χριστιανός.
Έτσι έδωσε διαταγή ο Διοκλητιανός να συλλάβουν τον Παντελεήμονα. Με υποσχέσεις και καλοπιάσματα θέλησε να δελεάσει τον Παντελεήμονα, ώστε να απαρνηθεί τη χριστιανική
του πίστη και να θυσιάσει στα είδωλα. Φυσικά τον ρώτησε για να μάθει από ποιόν κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη. Ο Παντελεήμων, «μη ειδώς ψεύσασθαι» απάντησε λέγοντας
«από τον Ερμόλαο». Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έλαβαν επείγουσα εντολή, συνέλαβαν τον Ερμόλαο μαζί με τους Έρμιππο και Ερμοκράτη, και όταν και οι τρεις «παρρησία τον
Χριστόν εκήρυξαν», δέχτηκαν τον διά του ξίφους θάνατο. (Η μνήμη τους στις 26 Ιουλίου).
Η γεμάτη παρρησία απάντηση του γενναίου ομολογητή του Χριστού στις υποσχέσεις είχε ως περιεχόμενο και στόχο να πείσει τον αυτοκράτορα ότι ενώ οι δικοί του θεοί ως ψεύτικοι
είναι εντελώς αδύνατοι, ο δικός του Θεός είναι παντοδύναμος. Αν μάλιστα ήθελε να το διαπιστώσει και στην πράξη θα μπορούσε κάνει μία δοκιμή, πρόκληση την οποία ο
αυτοκράτορας αποδέχτηκε.
Η θεραπεία του παραλυτικοί και η καταδίκη σε θάνατο
Ο αυτοκράτορας διέταξε να φέρουν ενώπιον του έναν παράλυτο άνθρωπο και Πρόσταξε στους ιερείς των ειδώλων να τον θεραπεύσουν, επικαλούμενοι τους θεούς τους. Εκείνοι
προσπάθησαν, ικέτευσαν, επικαλέστηκαν. Πλην ματαίως, αφού τα είδωλα των εθνικών ήταν άφωνα και κουφά! Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός ζήτησε από τον Παντελεήμονα να
επικαλεστεί το Θεό στον οποίο πίστευε και να θεραπεύσει τον παραλυτικό. Ο Ιησούς Χριστός, διά των πρεσβειών του Παντελεήμονα, θεράπευσε τον παράλυτο, προς μεγάλη
ικανοποίηση και θαυμασμό πολλών παρισταμένων, φθόνο των άλλων ειδωλολατρών γιατρών και προβληματισμό του αυτοκράτορα. Όμως ο αυτοκράτορας με κολακείες και
καλοπιάσματα προσπάθησε να μεταπείσει τον Παντελεήμονα, αλλά όταν είδε πως ομολογεί την χριστιανική του πίστη έδωσε εντολή για τα μαρτύρια του.
Αφόρητα μαρτύρια αλλά και θεία προστασία
Κατά πρώτον τον κρέμασαν σ’ ένα ξύλο και ενώ με σιδερένια νύχια καταξέσχισαν το σώμα του, με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους.
Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία διότι προσευχόταν με υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό, απ’ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάσει με θάρρος το μαρτύριο.
Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ’ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο
μέταλλο τον Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν το μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, πού ήταν ικανή «να σβήσει το καζάνι και
να προκαλέσει θαυμαστή αναψυχή».
Ο μεγαλομάρτυς Παντελεήμων είχε ολοφάνερη σε όλους τη θεία προστασία, αλλά και ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος κατά του γενναίου αθλητή, πού έδωσε
αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός με
θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα, προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατάει στην
παραλία! Πολλοί βλέπουντας αυτό πίστεψαν στον Χριστό.
Έτσι λοιπόν έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος χριστιανός στα άγρια θηρία. Τα πεινασμένα ζώα αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση
απ’ αυτόν και τον κοίταξαν ήρεμα.
Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν
«και πάσης πέτρας στερρότερος». Τέλος ο αυτοκράτορας έδωσε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Παντελεήμονα με ξίφος.
Το μακάριο τέλος
Έτσι οι δήμιοι οδήγησαν το γενναίο ομολογητή και μάρτυρα του Χριστού έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Στη διαδρομή αυτή εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται, ν’ απαγγέλει
στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου, ο Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα για να δεχθεί τον διά ξίφους θάνατο.
«Του έκοψαν το ιερό κεφάλι, λένε όμως ότι έτρεξε γάλα αντί για αίμα. Νομίζω δε πώς αυτό είναι απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του» (Νικήτας ο
Παφλαγών).
Οι διωκόμενοι χριστιανοί της Νικομήδειας παρέλαβαν τη σορό του μεγαλομάρτυρα και την ενταφίασαν με κάθε τιμή στο σημείο εκείνο, όπου αργότερα ιδρύθηκε επ’ ονόματι του
μοναστήρι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄.
Ἀθλοφόρε ἅγιε καί ἰαματικέ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῶ, ἴνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχη ταῖς ψυχαῖς ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τόν μεγαλομάρτυρα ἀδελφοί, ἰαματικόν τέ, ἁπασῶν τῶν ἀσθενειῶν, φύλακα ἠμῶν τέ, καί πάντων τῶν αἰτούντων, θερμῶς Παντελεήμονα μεγαλύνομεν.