26 Φεβρουαρίου μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος και ισαποστόλου Φωτεινής της Σαμαρείτιδος , του εν αγίοις πατρός ημών Πορφυρίου επισκόπου Γάζης και του Αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου
Βίος Αγίας Φωτεινής της Μεγαλομάρτυρος της Σαμαρείτιδος
Ο διάλογος με το Χριστό
Η Αγία Φωτεινή καταγόταν από τη Σαμάρεια. Δυστυχώς δεν βάδισε τον καλό δρόμο. Ζούσε στην αμαρτία. Άλλαζε αλληλοδιαδόχως άνδρας. Ήταν στιγματισμένη στην Σαμάρεια.
Γι αυτό τη βλέπομε να πηγαίνει για νερό στο πηγάδι το καταμεσήμερο, πού ησύχαζαν οι άλλοι και ήταν ερημιά. Ένα μεσημέρι όμως συνάντησε εκεί τον Ιησού, ο οποίος επίτηδες
πέρασε από εκεί για να σώσει αυτό το απολωλός πρόβατο. Ο Κύριος της ζήτησε νερό. Εκείνη παραξενεύθηκε. Πώς συ, πού είσαι Ιουδαίος, ζητάς νερό από μένα πού είμαι
Σαμαρείτισσα; «Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Ο Ιησούς φανέρωσε σ’ αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι «τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η
αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Της αποκάλυψε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αλλά και η γυναίκα αυτή έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Μετανόησε και έτρεξε αμέσως στην πόλη
Συχάρ και καλεί τους συμπατριώτες της να πάνε στο Χριστό. Βγήκαν, τότε οι Σαμαρείται και ήλθαν στο Χριστό και πίστεψαν σ’ αυτόν. Τον παρεκάλεσαν να παραμείνει στην πόλη
τους και έμεινε δυο μέρες.
Αυτή η μακαρία, μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίστηκε από
τους Αποστόλους, μαζί με τους δυο υιούς της και τις πέντε αδελφές της. Όλοι πάλι μαζί ακολούθησαν τους Αποστόλους, κήρυτταν την πίστη του Χριστού, από τόπο σε τόπο και
από χώρα σε χώρα. Γύρισαν πολλούς ειδωλολάτρες από την ασέβεια στην πίστη του Χριστού. Επήγε κηρύττοντας στη Συρία, στη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην
Καρχηδόνα, στη Ρώμη. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν ήταν εύκολο να περιοδεύει μια γυναίκα! Οι γυναίκες έμεναν στο γυναικωνίτη. Αυτή όμως είχε τόση αγάπη στο Χριστό,
ώστε τα έκανε και τα πιο δύσκολα κατορθώματα. Γι αυτό και η αγία μας Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο. Τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε ελάχιστα πρόσωπα.
Ο διωγμός του Νέρωνος
Κατά την εποχή εκείνην βασίλευε στη Ρώμη ο ασεβέστατος και σκληρότατος βασιλεύς ο Νέρων (54 – 68) μ. Χ. Ο Νέρων σαν ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να βλέπει και να
ακούει να πληθαίνουν οι Χριστιανοί και κήρυξε μεγάλο διωγμό εναντίον τους. Μετά το Μαρτύριο των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζητούσαν οι διώκτες τους
μαθητές του και όλους εκείνους, πού πίστευαν στο Χριστό. Αγωνίζονταν οι μωροί, να εξαλείψουν από τον κόσμο το όνομα του Χριστού.
Τον καιρόν εκείνον η Αγία Φωτεινή μαζί με τον μικρότερο υιό της τον Ιωσήν ήταν στην Καρθαγένην, πόλη της Βορείου Αφρικής και κήρυττε με θάρρος το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βίκτωρ ο μεγαλύτερος υιός της, ήταν στρατιώτης στο στράτευμα των Ρωμαίων. Επειδή κατάφερε μεγάλες ανδραγαθίες και νίκες στον πόλεμο, πού είχαν οι Ρωμαίοι εναντίον
των Αβάρων, πού κατέτρεχαν τους τόπους τους, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτη. Μη γνωρίζοντας όμως ότι ήταν Χριστιανός τον έστειλε στην Ιταλία, για να τιμωρεί όλους
τους Χριστιανούς, πού βρίσκονταν εκεί.
Τότε ο Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, προσπάθησε να συμβουλέψει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις διαταγές που έδωσε ο βασιλιάς και να βασανίζει τους Χριστιανούς.
Ο στρατηλάτης Βίκτωρ αρνιόταν να δεχτεί να πράξει κάτι τέτοιο και να σταματήσει να κυρήττει τον Χριστό. Ο δουξ συνέχισε να επιμένει να συμβουλεύει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις
διαταγές του βασιλιάς ώσπου τυφλώθηκε, έπεσε κάτω και έμεινε άφωνος από τους σφοδρούς και αβάσταχτους πόνους των ματιών. Τον σήκωσαν αμέσως όσοι ήταν εκεί και τον
έβαλαν σε ένα κρεβάτι όπου έμεινε τρεις ημέρες άφωνος, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Την τετάρτη μέρα φώναξε μεγαλοφώνως και είπε:
– Ένας είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών.
Κατόπιν ο Σεβαστιανός κατηχήθηκε από τον Βίκτωρα, εις την πίστη του Χριστού και βαπτίστηκε. Μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, αμέσως ήλθε το φως των ματιών του και
δόξασε τον Θεό. Άμα είδαν οι άλλοι ειδωλολάτρες το παράδοξο αυτό θαύμα, φοβήθηκαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο, πού έπαθε ο δούξ και έτρεξαν όλοι στον
Βίκτωρα Εκείνος με ευχαρίστηση τους κατήχησε στην πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.
Ο Νέρων οργίζεται
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ακούστηκε αυτό στη Ρώμη και το έμαθε ο Νέρων, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης και ο δούξ ο Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του
Παύλου και των άλλων Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνες στην πίστη του Χριστού. Επίσης έμαθε ο Νέρων, ότι η μητέρα του στρατηλάτη Βίκτωρος μαζί με τον άλλον
υιό της Ίωσην, είχαν σταλεί από τους Αποστόλους στην Καρθαγένη και κάνουν και αυτοί τα ίδια. Όλα αυτά, όταν τα άκουσε ο βασιλεύς, άναψε ολόκληρος από θυμό και έστειλε
στρατιώτες να φέρουν στη Ρώμη όλους τους Χριστιανούς άνδρες και γυναίκες.
Ο Κύριος φανερώνεται στους Μάρτυρες και τους δυναμώνει
Πριν ξεσπάσει ο Νέρων φανερώνεται ο Κύριος και τους λέγει: Μη φοβείσθε. Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγω αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι
μαζί σας και θα νικηθεί ο Νέρων μαζί με τους συντρόφους του. Έπειτα είπε στον Βίκτωρα. Από τώρα και στο εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός. Διότι από σένα θα φωτισθούν
πολλοί και θα πιστέψουν σε μένα Τον Σεβαστιανό να τον δυναμώσεις στο Μαρτύριο με τα λόγια σου και θα είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος πού θα αγωνιστεί ως το τέλος.
Αυτά είπε ο Κύριος και ανέβει στους ουρανούς. Φανερώθηκαν και στην Αγία Φωτεινή όλα εκείνα πού επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτήν. Γι αυτό εκίνησε από την Καρθαγένη μαζί
με πλήθος Χριστιανών και επήγε στη Ρώμη.
Η Αγία Φωτεινή μπροστά στο Νέρωνα
Τότε ταράχθηκε όλη η πόλη της Ρώμης, και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον οι Ρωμαίοι και έλεγαν ποιάαείναι αυτή, πού ήλθε εδώ με τόσο πλήθος; Αλλά η Αγία κήρυττε με μεγάλο
θάρρος τον Χριστό. Η Αγία Φωτεινή παρουσιάστηκε στον Νέρωνα μαζί με τον υιό της Ιωσήν και τους οπαδούς της. Του ανήγγειλε ότι ήρθαν για να τον διδάξουν να πιστέψει στον
Χριστό. Την στιγμήν εκείνην ο δούξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθαν από την κάτω Ιταλία. Ο Νέρων με βλέμμα άγριο τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό γιατί
αλλιώς θα πέθαιναν με κακό θάνατο. Οι Άγιοι αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
—Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθούμε και να αποχωρίσουμε από την πίστη σου και την αγάπη σου. Και ο Νέρων τους λέγει:
—Όλοι σας συμφωνήσατε να τιμωρηθείτε για τον Ναζωραίο και να πεθάνετε γι αυτόν;
—Ναι όλοι μας, απάντησε η Αγία Φωτεινή. Ναι όλοι μας χαρούμενοι και ευχαριστημένοι, πεθαίνουμε για την αγάπη του Κυρίου μας.
Το μαρτύριο των πιστών του Κυρίου
Τα λόγια αυτά ήταν αφορμή να δώσει διαταγή ο Νέρων να συντρίψουν τους αρμούς των χειρών τους με σιδερένιες σφύρες.
Άρπαξαν λοιπόν οι υπηρέτες τους Αγίους και τους έφεραν στο τόπο των βασανιστηρίων. Εκεί αφού έβαλαν τα χέρια πάνω στο αμόνι, άρχισαν οι φονιάδες εκείνοι να τους
κτυπούν με τα σιδερένια σφυριά. Από τις τρεις η ώρα έως στις εξ η ώρα, άλλαξαν τρεις φορές εκείνοι πού τους κτυπούσαν. Οι μάρτυρες όμως δεν έπαθαν τίποτε. Τούτο όταν το
άκουσε ο Νέρων δεν ταράχθηκε, για το παράδοξο θαύμα, και πρόσταξε να κοπούν τα χέρια τους. Παρευθύς οι υπηρέτες πήραν την Αγία Φωτεινή, έβαλαν τα χέρια της επάνω
στο αμόνι και άρχισαν να τα κτυπούν με τις μαχαίρες χωρίς να παθαίνουν τίποτε. Αντίθετα εκείνοι, πού κτυπούσαν παρέλυσαν και έπεσαν κάτω σαν νεκροί. Η Αγία Φωτεινή όμως
έμεινε αβλαβής και ευχαριστούσε τον Θεό λέγουσα: «Κύριος, ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μέ ἄνθρωπος». Άρχισε λοιπόν ο Νέρων να απορεί και να διαλογίζεται,
τι να πράξη για να νικήσει τους Μάρτυρες και να τους φέρει με τη γνώμη του.
Τούς μεν άνδρες προστάζει να τους βάλουν σε σκοτεινή φυλακή. Τις γυναίκες, την Αγία Φωτεινή και τις πέντε αδελφές της, να τις φέρουν μέσα στο χρυσό κουβούκλιο. Να
ετοιμάσουν χρυσό τραπέζι και επτά θρόνους χρυσούς και φορέματα πολλά και στολίδι και ζώνες χρυσές. Έπειτα πρόσταξε και τη θυγατέρα του Δομνίνα να πάει και αυτή στο
κουβούκλιο μαζί με τις δουλεύτριές της, για να είναι μαζί με τις Αγίες. Νόμιζε, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δειλιάσματα θα μεταστρέψει τη γνώμη τους. Αλλά πλανήθηκε ο δόλιος.
Διότι, οι Αγίες, είχαν το νουν τους μόνον στον ουρανό και αυτά όλα τα περιφρονούσαν σαν σκύβαλα και δεν ήθελαν, ούτε καν να τα βλέπουν. Το μεγαλύτερο δώρο ήταν η
Δομνίνα, αλλά πού να φαντασθεί ο ανόητος άπιστος.
—Χαίρε η νύμφη τού Κυρίου μου! της είπε η Αγία Φωτεινή.
—Χαίροις και συ Κυρία, της απάντησε η Δομνίνα, η Λαμπάς του Χριστού.
Άμα άκουσε η Αγία Φωτεινή την Δομνίνα πού είπε το όνομα του Χριστού, χάρηκε πολύ και αφού ευχαρίστησε τον Κύριο, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Έπειτα την κατήχησε στην
πίστη του Χριστού μαζί με τις εκατό (100) δουλεύτριές της και τις βάπτισε όλες. Την Δομνίνα, την ονόμασε Ανθούσα. Η Ανθούσα η μακαρία αυτή κόρη, πού βρήκε τη σωτηρία της
ψυχής της με το βάπτισμα, παρεκάλεσε αμέσως τη μεγαλύτερη θεραπαινίδα της να δώσει στους φτωχούς όλα τα χρυσά κοσμήματά της και τα χρήματά της, τα οποία ήταν μέσα
στο κουβούκλιο.
Η Αγία και η συνοδεία της στο καμίνι
Ο Νέρων, όταν έμαθε αυτά, λυπήθηκε πολύ. Αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του, οργίστηκε εναντίον των Αγίων, και διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι και να το καίνε
αδιάκοπα επί επτά ημέρες και κατόπιν να βάλουν μέσα σ’ αυτό την Αγία Φωτεινή και όλη τη συνοδεία τους άνδρες και γυναίκες και να τούς αφήσουν εκεί μέσα επί τρεις ημέρες.
Όλα αυτά έγιναν και αφού πέρασαν οι τρεις ημέρες, νομίζοντας ο τύραννος, ότι κατακάηκαν από τη φωτιά, πρόσταξε να ανοίξουν το καμίνι και εάν εύρουν εκεί μέσα τα οστά των
Μαρτύρων να τα ρίξουν στο ποτάμι, τον Τίβερη. Πράγματι οι στρατιώτες άνοιξαν το καμίνι. Μα, αντί να εύρουν οστά, βρήκαν όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, να δοξάζουν
και να ευλογούν τον Θεό. Τούτο το εξαίσιο θαύμα, όταν το είδαν οι στρατιώτες, έμειναν εκστατικοί. Τέτοια θαύματα έβλεπαν οι ειδωλολάτρες και άφηναν την πίστη τους και
πίστευαν στο Χριστό.
Αλλά ο απαίσιος τύραννος, όταν άκουσε και αυτό το θαύμα, πρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια. Μάλιστα για το σκοπό αυτό κάλεσαν το μάγο Λαμπάδιο,
ο οποίος κατασκεύαζε τέτοια φαρμάκια. Πρώτα λοιπόν έδωσε ο ίδιος εκείνος στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο. Και η μακαρία, όταν πήρε ατά χέρια της το ποτό είπε στο μάγο:
Δεν έπρεπε εμείς να κρατήσουμε στα χέρια μας αυτό, πού έφτιαξες εσύ και να το πιούμε, επειδή, εσύ είσαι ακάθαρτος. Αλλά για να γνωρίσεις και συ, βασιλεύ, και αυτός ο
μάγος τη δύναμη του Χριστού μου, να εγώ πρωτύτερα από όλους το πίνω, εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού μας, ύστερα ας το πιουν όλοι όσοι είναι μαζί
μου. Ήπιαν λοιπόν όλοι οι Μάρτυρες το δηλητήριο. Με την βοήθεια όμως του Χριστού, έμειναν όλοι αβλαβείς, σαν να μη είχαν πιει τίποτε. Εδώ εφαρμόστηκε εκείνο, πού είπε ο
Κύριος. «Καν θανάσιμον τί πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει» (Μάρκ. Ιστ΄ 18).
Το δηλητήριο γίνεται ισχυρότερο
Ο μάγος θαύμασε με αυτά, και γυρίζοντας στην Αγία Φωτεινή της λέγει:
—Έχω και ένα άλλο δηλητήριο πολύ δραστικότερο, και εάν το πιείτε και αυτό και δεν πεθάνετε, τότε αμέσως και εγώ θα πιστέψω στον Θεό σας!
Το έφερε λοιπόν και αυτό και το έδωσε στους Μάρτυρες. Αν και το ήπιαν όλοι, δεν έπαθε κανένας κακό! Βλέποντας και αυτό το θαύμα ο μάγος έμεινε εκστατικός.
Αμέσως μάζεψε όλα τα μαγικά βιβλία του και τα έριξε στη φωτιά και τα έκαψε, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Θεόκλητος. Ο Νέρων, όταν το έμαθε,
πρόσταξε τους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Και εκείνοι τον άρπαξαν ανάμεσα από τους Αγίους και τον έφεραν έξω από την πόλη, όπου του έκοψαν το κεφάλι με το ξίφος.
Τοιουτοτρόπως έλαβε πριν από όλους τον στέφανο του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος Νέρων πρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Μαρτύρων,
αρχίζοντας από την Μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Κατά το διάστημα, πού έκοβαν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι περιγελούσαν και κορόιδευαν τον βασιλιά και τους θεούς του,
πού δεν είχαν καμιά δύναμη. Το μαρτύριο αυτό είναι από τα οδυνηρότατα. Οι μάρτυρες όμως το υπέμειναν.
Ρίχνουν καυτό μολύβι στο στόμα της Αγίας
Ο Νέρων βλέποντας, ότι οι Μάρτυρες δεν λογάριαζαν καθόλου τα βασανιστήρια αυτά, πρόσταξε να λιώσουν μολύβι και να το ανακατώσουν μαζί με θειάφι, και να το χύσουν μέσα
στο στόμα της πολυάθλου Φωτεινής και στα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν οι στρατιώτες εκτελούσαν την προσταγή του βασιλέως και έχυναν το μολύβι στους Μάρτυρες, τότε οι
άγιοι όλοι μαζί με μια φωνή έλεγαν: Ευχαριστούμε σοι, Χριστέ ο Θεός ημών ότι με το κοχλασμένο μολύβι, δρόσισες τις καρδιές μας, σαν να ήσαν διψασμένες από μεγάλη λαύρα
Ο Τύραννος όταν είδε και αυτό το θαύμα θαύμασε, απόρησε, αλλά η καρδιά του έμεινε αλύγιστη. Πρόσταξε να κρεμάσουν τους Αγίους και να τους ξύνουν τις σάρκες αλύπητα σε
όλον το σώμα τους και να τους καίνε συγχρόνως με λαμπάδες αναμμένες. Όσον όμως περισσότερο βασανίζονταν οι Άγιοι, τόσο περισσότερο δυναμώνονταν από την θεία Χάριν
και δόξαζαν οι Μακάριοι τον Θεό.
Ο δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζοντας ότι θα μπορέσει να νικήσει τους Μάρτυρες με τα βασανιστήρια, πρόσταξε και ανακάτεψαν θειάφι και ξύδι και τα έριξαν στα ρουθούνια
και στα μάτια των Μαρτύρων. Και εκείνοι οι μακάριοι έλεγαν ότι αισθάνονταν αυτό γλυκύτερο από το μέλι. Θύμωσε τότε ο Νέρων και πρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τούς
κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, γεμάτη από φίδια δηλητηριώδη. Έγιναν λοιπόν και αυτά και οι Άγιοι δόξαζαν τον Θεό. Τα φοβερά φίδια απονεκρώθηκαν και η βρώμα της φυλακής
έγινε ευωδία απερίγραπτη. Το σκοτάδι έγινε φως υπέρλαμπρο. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στάθηκε στο μέσον των Αγίων, και είπε προς αυτούς:
«Εἰρήνη ὑμίν». Έπειτα, αφού πήρε το χέρι της Αγίας Φωτεινής, την σήκωσε επάνω και είπε:
—Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες της ζωής σας. Παρευθύς με τον λόγο του Κυρίου, ανέβλεψαν τα μάτια των Μαρτύρων, είδαν τον Κύριο, και τον
προσκύνησαν. Ο Κύριος ευλογώντας αυτούς είπε: Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε. Έπειτα ανέβει στους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων, έπεσαν οι πληγές σαν λέπια
και γιατρεύθηκαν όπως ήταν πρώτα
Η φυλακή γίνεται τόπος κηρύγματος
Ο θεόργιστος Νέρων πρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι στη φυλακή τρία χρόνια, για να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα κάθε είδους κακοπάθεια, ούτως ώστε να
πεθάνουν με θάνατον φρικτό. Μετά τους τρεις χρόνους έστειλε ο Νέρων να πάρουν ένα στρατιώτη, πού τον είχε κλείσει στην ίδια φυλακή, για να τον βγάλουν από εκεί και να
τον ελευθερώσουν. Όταν όμως πήγαν οι απεσταλμένοι στη φυλακή γι αυτόν τον σκοπό, είδαν τους Μάρτυρες ότι ήσαν όλοι υγιείς και το ανέφεραν στον βασιλέα Του είπαν ότι
οι Γαλιλαίοι, πού τυφλώθηκαν είναι όλοι υγιείς, βλέπουν, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδία. Έγινε οίκος Άγιος, στον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών.
Συντρέχουν εκεί πλήθη ανθρώπων συνεχώς, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεό και βαπτίζονται από αυτούς.
Ο τύραννος έγινε έξω φρενών από το θυμό του και πρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με το κεφάλι κάτω και να ξύνουν τις σάρκες τους επί τρεις ημέρες έως ότου
διαλυθούν. Αφού έκαμαν τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέτες του, τους άφησαν κρεμασμένους άλλες τέσσερις μέρες αφού άφησαν φύλακες για να τους φυλάγουν.
Κατόπιν επήγαν να δουν, αν ζουν αφού πέρασαν αυτές οι μέρες. Μα καθώς τους είδαν κρεμασμένους, αμέσως τυφλώθηκαν. Τότε Άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον
ουρανό, έλυσε τους Αγίους και αφού τους ασπάστηκε τους γιάτρεψε από όλες τις πληγές τους.
Η Αγία Φωτεινή θαυματουργεί
Η Αγία Φωτεινή σπλαχνίστηκε τους υπηρέτες πού τυφλώθηκαν και έκαμε προσευχή στον Θεό γι αυτούς και αμέσως ήρθε το φως στα μάτια τους. Οι υπηρέτες αμέσως πίστεψαν
και βαπτίστηκαν. Όταν ο τύραννος το έμαθε, πρόσταξε να γδάρουν το σώμα της Αγίας Φωτεινής. Κατά το διάστημα πού γινόταν το μαρτύριο, η Αγία έψαλλε το: «Κύριε,
ἐδοκίμασας μέ καί ἔγνως μέ» (Ψαλ. ρλη΄ 1). Αφού τελείωσαν το φρικτό έργο τους, την Μεγαλομάρτυρα του Θεού την έριξαν σε ένα ξεροπήγαδο, το δε δέρμα της το πέταξαν στο
ποτάμι.
Τούς λοιπούς Αγίους Μάρτυρες, τον Σεβαστιανό, τον Φωτεινό και τον Ιωσήν, τους κράτησαν και τους έκοψαν τα γεννητικά τους μόρια, τα οποία πέταξαν στα σκυλιά. Κατόπιν
έγδαραν και τα δέρματα αυτών, και τα έριξαν στο ποτάμι, αυτούς δε τους ασφάλισαν σε ένα παλαιό λουτρό. Τις πέντε αδελφές της Αγίας Φωτεινής, αφού τις παρουσίασαν
μπροστά του, πρόσταξε να τους κόψουν τους μαστούς, κατόπιν δε να γδάρουν τα δέρματά τους.
Όταν όμως πήγαν οι υπηρέτες να κάμουν τα ίδια και στην Αγία Φωτίδα, εκείνη δεν καταδέχθηκε να την πλησιάσει κανείς, αλλά μόνη της άρχισε και ξέσχιζε το δέρμα της, με τέτοια
γενναιότητα, πού και ο τύραννος θαύμασε για την καρτεροψυχία της. Και αντί να την λυπηθεί ο άσπλαχνος ύστερα από αυτό το Μαρτύριο, βρήκε ο παγκάκιστος άλλη πανώδυνη
και ολέθρια τιμωρία. Πρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βία, δύο κορυφές δένδρων μέσα στον κήπο του, έδεσαν τα πόδια της Αγίας στις δύο κορυφές και τις άφησαν συγχρόνως.
Έτσι διαμοιράστηκε το σώμα της Αγίας Φωτίδος σε δύο και με αυτόν τιν τρόπον παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Τέλος ο αλιτήριος Νέρων πρόσταξε και αποκεφάλισαν και
τους άλλους Μάρτυρες με ξίφος.
Το τέλος της Αγίας Φωτεινής
Τέλος τράβηξαν και έβγαλαν από το πηγάδι την Αγία Φωτεινή, και την έκλεισαν στη φυλακή. Αυτή τώρα, πού έμεινε μόνη και δεν στεφανώθηκε με το στεφάνι του Μαρτυρίου,
στεναχωριόταν και παρακαλούσε τον Θεό, ο οποίος παρουσιάστηκε πάλι, την σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τρεις φορές και την γιάτρεψε από όλες τις πληγές. Ύστερα
από πολλές ημέρες με ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό άφησε την Αγία ψυχή της στον Κύριο.
Στίχος
Ρίπτουσι τήν σήν Σαμαρείτιν εἰς φρέαρ, Τήν εἰς φρέαρ σοῖ συλλαλήσασαν, Λόγε.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείω Πενεύματι καταυγασθεῖσα, καί τοῖς νάμασι, καταρδευθεῖσα, παρά Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, πανεύφημε, τῆς σωτηρίας τό ὕδωρ κατάπιες, καί τοῖς
διψῶσιν ἀφθόνως μετέδωκας. Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολε Φωτεινή, Χριστό τόν Θεόν ἱκέτευε, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ
περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι
δι’ ὑμῶν πάσιν ἰάματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος,
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ,
τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ,
χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.
Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σήμερον, ἡ κορωνίς καί τό κλέος, Φωτεινή ἡ ἔνδοξος, εἰς οὐρανούς ἀνελθοῦσα, ἅπαντας, συγκαλεῖται πρός ὑμνωδίαν, ταύτης γάρ,
τῶν χαρισμάτων ἀπολαβόντας. Δία τοῦτο παρά πάντων, τιμαῖς αἰσίαις, ἀνευφημείσθω πίστεως.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα.
Μεγαλυνάριον
Τήν ἐκ Σαμαρείας νύμφην Χριστοῦ, καί ἀξιωθείσαν, ὁμιλίας τῆς παρ’ αὐτοῦ, Φωτεινήν τήν θείαν, ὑμνήσωμεν ἀξίως, ὡς Μάρτυρα Κυρίου, καί Ἰσαπόστολον.
΄Αγιος Πορφύριος Επίσκοπος Γάζης
Ο Πορφύριος γεννήθηκε το 348 στη Θεσσαλονίκη από πλούσια και επιφανή οικογένεια, αλλά «τούτω θείος έρως υπεισήλθεν καταλείψαι πατρίδα και λαμπρότητα γένους… και ασπάσασθαι τον μονήρη βίον». Νεώτατος εγκατέλειψε την πατρίδα του και κατέφυγε στην Αίγυπτο, το μεγαλύτερο ασκητικό κέντρο της εποχής, για να μονάσει. Διήλθε μία πενταετία στη Σκήτη της Αιγύπτου και ακόμη μία σε ένα σπήλαιο του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί ασθένησε σοβαρά από κίρρωση του ύπατος και αναγκάσθηκε να μεταβεί στα Ιεροσόλυμα. Παρά την ασθένειά του όμως, ο Πορφύριος δεν παρέλειπε καθημερινώς να επισκέπτεται το ναό της Αναστάσεως και τα άλλα ιερά προσκυνήματα, προκαλώντας το θαυμασμό των άλλων προσκυνητών. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μάρκος, ο μετέπειτα βιογράφος του Πορφυρίου, ο οποίος είχε μεταβεί επίσης για προσκύνημα από την Ασία στην Αγία Πόλη, και από τότε συνδέθηκαν διά βίου.
Ο Μάρκος απεδείχθη πιστός και χρήσιμος συνεργάτης του, ανέλαβε μάλιστα να τακτοποιήσει μία σοβαρή εκκρεμότητα που είχε αφήσει στη Θεσσαλονίκη ο Πορφύριος, τον καταμερισμό δηλ. της οικογενειακής περιουσίας του με τα ενήλικα πλέον αδέλφια του. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Μάρκου στη Θεσσαλονίκη η υγεία του Πορφυρίου αποκαταστάθηκε θαυματουργικά, κατόπιν οράματος της σταυρώσεως του Κυρίου και του ευγνώμονος ληστού. Ο Μάρκος διεκπεραίωσε την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο και επέστρεψε με το μερίδιο της περιουσίας, ύψους 4.400 νομισμάτων, και με πλήθος αργυρών σκευών και πολυτίμων ενδυμάτων, τα οποία σύντομα εκποίησε και μοίρασε στους πτωχούς και στα μοναστήρια της Αγίας Πόλεως και της Αιγύπτου, τα οποία ήταν πολύ φτωχά («ώστε διά βραχυτάτου χρόνου πάσαν την περιουσίαν διέδωκεν, ως αυτόν δεηθήναι της εφημέρου τροφής»).
Η φήμη της δράσεώς του επέσυρε την προσοχή του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Β΄, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο σε ηλικία σαρανταπέντε ετών και τον τίμησε με το υψηλό αξίωμα του «σταυροφύλακος», δηλ. της φροντίδος του ξύλου του τιμίου Σταυρού. Τρία έτη αργότερα (395), ο Ιωάννης Καισαρείας τον χειροτόνησε επίσκοπο της παραλιακής πόλεως της Παλαιστίνης, Γάζας, θέτοντας έτσι τέρμα στο σοβαρό πρόβλημα που είχε ανακύψει για την πλήρωση της κενής επισκοπικής έδρας.
Η διακονία του Πορφυρίου διαγραφόταν πολύ δύσκολη, γεμάτη εμπόδια και προβλήματα, διότι η Γάζα παρέμενε ισχυρό προπύργιο της ειδωλολατρίας με κέντρο το ναό του Δία Μάρνα. Το Μαρνείο είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Αδριανό το 129 και ήταν φημισμένος λατρευτικός χώρος, ταυτόσημος με την πόλη της Γάζας. Ο αριθμός των χριστιανών στην πόλη ήταν μικρός· 280 άνθρωποι, αλλά με αξιόλογη πνευματικότητα, αφού είχε δώσει μάρτυρες και ομολογητές, όπως ο πρώτος επίσκοπος της πόλεως Σιλουανός, ο επίσκοπος Ασκληπάς, ο μάρτυς Τιμόθεος ο εν Γάζη, ο μάρτυς Μαϊούρος, η ομολογήτρια Θέης κ.ά.· αντιθέτως το επίνειο της Μαϊουμά ήταν εντονότερα χριστιανικό.
Η αγγελία της εκλογής του νέου επισκόπου Γάζας προκάλεσε την αντίδραση των πολυαρίθμων ειδωλολατρών, οι οποίοι προσπάθησαν να εμποδίσουν την είσοδό του στην πόλη και «κατέστρωσαν πάσαν την οδόν ακανθών και σκολόπων, ως τινας μη δύνασθαι παρελθείν». Η κατάσταση επιδεινώθηκε το επόμενο έτος, όταν μεγάλη ανομβρία έπληξε την περιοχή: «επέγραφον πάντες οι από της πόλεως το πράγμα τη εισόδω τον μακαρίου λέγοντες, ότι εχρηματίσθη ημίν υπό του Μάρνα, ότι κακοποδινός έστιν ο Πορφύριος τη πόλει».
Όσο περνούσαν οι μήνες των βροχών, τόσο ρίζωνε η εντύπωση ότι η αιτία του κακού ήταν ο επίσκοπος Πορφύριος, γι’ αυτό «συναχθέντες δε οι της ειδωλομανίας εις το Μαρνείον, πολλάς θυσίας και ευχάς εποίουν τούτου ένεκεν». Αλλά μετά από μία εβδομάδα θυσιών και ευχών τίποτε δεν επέτυχαν, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν απογοητευμένοι την προσπάθειά τους. Οι χριστιανοί της πόλεως με επικεφαλής τον Πορφύριο ανέλαβαν αγώνα νηστείας και προσευχής, και το ίδιο απόγευμα συνάχθηκαν στο ναό για να τελέσουν αγρυπνία και εν συνεχεία έκαναν μεγάλη λιτανεία μέσα στην πόλη· και τότε «γίνεται σνννεφής ο ουρανός και άρχονται αστραπαί και βρονταί γίνεσθαι άμα τω δύναι και καταφέρεται πολύς όμβρος». Μερικοί από τους ειδωλολάτρες όταν είδαν το θαύμα άνοιξαν την πύλη της πόλεως και ενώθηκαν με τους χριστιανούς κραυγάζοντας: «ο Χριστός μόνος Θεός, αυτός μόνος ενίκησεν».
Η δράση και οι προσηλυτιστικές επιτυχίες του Πορφυρίου προκάλεσαν κλιμάκωση των καταπιέσεων των ειδωλολατρών σε βάρος των χριστιανών, με συνέπεια να ζητήσει την προστασία του αυτοκράτορα. Για το λόγο αυτό έστειλε στην Κωνσταντινούπολη το διάκονο Μάρκο με επιστολές προς τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη το Χρυσόστομο και τον αυτοκράτορα Αρκάδιο. Η απάντηση του αυτοκράτορα ήταν θετική και «εκφωνείται θείον γράμμα ώστε κλεισθήναι τα ειδωλεία της Γαζαίων πόλεως και μηκέτι χρηματίζειν». Εκτελεστής ορίσθηκε ο Ιλάριος, της υπηρεσίας του βοηθού του μαγίστρου, ο οποίος εφαρμόζοντας τη διαταγή κατέστρεψε όλα τα είδωλα και έκλεισε τους ναούς, αλλά «το ιερόν του Μάρνα είασεν λεληθότως χρηματίζειν, λαβών υπέρ τούτου πάμπολλα χρήματα».
Η ιεραποστολική δράση και η αγαθή φήμη του Πορφυρίου είχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα και συνεχώς νέα μέλη προσέρχονταν στη χριστιανική κοινότητα, μάλιστα και πολλοί επώνυμοι ειδωλολάτρες. Η αντίδραση των ειδωλολατρών σκλήρυνε περισσότερο και έλαβε τη μορφή κοινωνικής αποβολής, αφού θεωρούσαν τους χριστιανούς απόβλητους και δεν επέτρεπαν σ’ αυτούς να καταλάβουν πολιτικά αξιώματα στην πόλη. Ο Πορφύριος, μη αντέχοντας τη συμπεριφορά των Γαζαίων, ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο Καισαρείας Ιωάννη την αποδοχή της παραιτήσεώς του, πράγμα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Τελικά, κατόρθωσε να πείσει τον Ιωάννη να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη και να μεσιτεύσουν στον αυτοκράτορα για την παροχή αποτελεσματικής συνδρομής στους χριστιανούς και για την παντελή καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών.
Κατά την παραμονή τους στη βασιλεύουσα -παρευρισκόταν και ο βιογράφος του Μάρκος διάκονος- τους βοήθησε αποτελεσματικά ένας έμπιστος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο ευνούχος Αμάντιος, αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό από τον ίδιο τον Ιωάννη λόγω των κακών σχέσεών του με τη βασίλισσα Ευδοξία. Οι νέες παραστάσεις τους είχαν ευνοϊκό αποτέλεσμα και εξαπελύθη νέο διάταγμα για την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών, ιδιαιτέρως του Μαρνείου.
Αυτή τη φορά η καταστροφή των ναών, οκτώ τον αριθμό, και του Μαρνείου ήταν πλήρης. Η Ευδοξία μάλιστα έδωσε τα αναγκαία χρήματα, αλλά και τα σχέδια για να κτισθεί στη θέση του Μαρνείου χριστιανικός ναός. Σε διάστημα πέντε ετών στη θέση του πάλαι ποτέ Μαρνείου είχε ανεγερθεί μία μεγαλοπρεπής βασιλική, η οποία ονομάστηκε Ευδοξιανή, προς τιμή της Ευδοξίας. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν το Πάσχα του 407 από τον επίσκοπο Πορφύριο εν μέσω πανδήμου τελετής.
Κατά τα μετέπειτα έτη ο Πορφύριος εργάσθηκε για τη συγκρότηση της επισκοπής του. Με ζωηρά χρώματα διασώζει ο βιογράφος του Μάρκος τη φιλανθρωπική και ιεραποστολική του δράση. Αναπαύθηκε εν Κυρίω στις 26 Φεβρουαρίου του 420 μετά από σύντομη ασθένεια, σε ηλικία 72 ετών, «τον καλόν αγώνα τετελεκώς προς τους ειδωλομανείς έως της ημέρας της κοιμήσεως αυτού». Η μνήμη του τιμάται από όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής και Δύσεως.
Η προσωπικότητα του Πορφυρίου αναδεικνύεται δραστήρια και πολυσχιδής και εκτείνεται σε ευρύτερα πεδία, εκτός των ορίων της επαρχίας του. Έλαβε μέρος στη σύνοδο της Διοσπόλεως (Λύδδα) το 415, υπό την προεδρία του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννου Β΄, φίλου του Πορφυρίου. Η σύνοδος αυτή ασχολήθηκε με το Βρεταννό θεολόγο Πελάγιο, ο οποίος είχε καταφύγει στα Ιεροσόλυμα κοντά στον Ιωάννη, μετά τη σύγκρουση που είχε στην Αφρική με τον Αυγουστίνο επίσκοπο Ιππώνος για τα θέματα του προπατορικού αμαρτήματος και της θείας χάριτος. Στη σύνοδο αυτή ο Πελάγιος αθωώθηκε αφού αποδέχθηκε τη βασική διδασκαλία ότι η θεία χάρις είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Πιθανόν ο ένας από τους δύο Πορφυρίους που αναφέρει ο άγιος Αυγουστίνος μεταξύ των δεκατεσσάρων επισκόπων, να είναι ο επίσκοπος Γάζης.
Ο αγνώστου καταγωγής Μάρκος άρχισε να γράφει το Βίο τον διδασκάλου του αμέσως μετά την εκδημία του. Δεν επεδίωκε να παρουσιάσει ένα έργο εγκωμιαστικό και εκτός των πραγματικών διαστάσεων των γεγονότων, αλλά την ιστορία και την αρετή του ανδρός. Για το λόγο αυτό μας άφησε ένα κείμενο απαράμιλλο σε απλότητα και περιγραφικότητα, αλλά και ιστορικότητα. Η θέση όμως του Πορφυρίου απέναντι σε γεγονότα και πρόσωπα της εποχής του -Ιωάννης Β΄ Ιεροσολύμων, σύνοδος Διοσπόλεως, βασίλισσα Ευδοξία- κρίθηκαν ως μη αρεστά σε πολλούς κύκλους περί το 500 και γι’ αυτό ο Βίος του δέχθηκε μεταγενέστερη παρέμβαση από άγνωστο διασκευαστή, με σκοπό να εξαλειφθούν ή τουλάχιστον να υποβιβασθούν τα επίμαχα σημεία, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η χρονολογική συνέχεια του κειμένου.
[Σε σημείο του Βίου του αναφέρεται ότι κάποτε που αρρώστησε βαριά, τον θεράπευσε ο Ευγνώμων Ληστής]
Εκ της ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ
https://www.pemptousia.gr/?cat=14189
«Κριτήρια» Αγιότητας
Σπουδαίες μορφές τιμά σήμερα η Εκκλησία μας , ανάμεσά τους : η Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, η οποία, μετά τον ιστορικό και σωτήριο διάλογό της με τον Κύριο στο φρέαρ του Ιακώβ, κατά την γνωστή Ευαγγελική διήγηση, μετεστράφη και κατέστη φλογερή Ισαπόστολος και Μάρτυς του Χριστού, όπως, επίσης και ο Άγιος Πορφύριος, Επίσκοπος Γάζης, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα και διακρίθηκε για τους επίμονους αγώνες του για την προστασία του Χριστιανικού ποιμνίου από τα κατάλοιπα της ειδωλολατρίας. Η μνήμη τους, όπως και η μνήμη κάθε Αγίου στην καθημερινότητα του Εκκλησιαστικού βίου, γίνεται αφορμή να καταθέσουμε κάποιες λιτές σκέψεις σχετικά με τα κριτήρια εκείνα που ενεργοποιεί η Εκκλησία μας για να κατατάξει έναν άνθρωπο στην χορεία των Αγίων της.
Η κατάκτηση της αγιότητας είναι ο σκοπός της ζωής του κάθε Χριστιανού. Δεν πρόκειται για κάτι πού αφορά μία μερίδα ανθρώπων, πού διακρίνονται από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αλλά αφορά όλους μας, όσοι έχουμε συνείδηση της αμαρτωλότητάς μας και ζούμε σε κατάσταση συνεχούς μετανοίας. Άλλωστε Άγιοι δεν αναδεικνύονται οι αναμάρτητοι, αλλά εκείνοι πού διακρίνονται για τη μετάνοιά τους και τον διά βίου αγώνα τους για τον περιορισμό και την πάταξη της αμαρτωλότητάς τους.
Οι πλείστοι των Αγίων είναι άγνωστοι σε εμάς, είναι, όμως, γνωστοί και τιμημένοι από τον Θεό, αφού μετέχουν των αγαθών της Βασιλείας Σου. Οι λίγοι εξ αυτών είναι γνωστοί και τιμώνται από το Σώμα της Εκκλησίας και αναδεικνύονται ως Άγιοι επί τη βάσει συγκεκριμένων «κριτηρίων». Πρώτο και βασικό κριτήριο, όπως φαίνεται από την Εκκλησιαστική ιστορία, είναι η βούληση Σώματος της Εκκλησίας, του λαού, όσων γνώρισαν και συναναστράφηκαν το υπό αγιοποίηση πρόσωπο, κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσων γνώρισαν το περιεχόμενό του, τα έργα και τις ημέρες του και στη συνείδησή τους το έχουν ήδη κατατάξει στο χορό των Αγίων.
Άλλο πολύ σημαντικό κριτήριο είναι ο οσιακός βίος και η πνευματική ζωή. Η ζωή του υπό αγιοποίηση προσώπου να είναι παράδειγμα πίστεως, ευσεβείας, μετανοίας και προσευχής. Να ζει στον κόσμο αλλά να φαίνεται ότι δεν ανήκει στον κόσμο. Να εργάζεται στον κόσμο, αλλά, κατά βάθος, να απεργάζεται την προσωπική του
τελείωση, αλλά και την ωφέλεια των συνανθρώπων του, καθιστώντας τον εαυτό του φάρο τηλαυγή, θεϊκό φως, κερί ελπίδας αναμμένο για να διαλύσει τα σκοτάδια του κόσμου και της αμαρτίας.
Ένα εξίσου σημαντικό κριτήριο είναι ο μαρτυρικός θάνατος.Τέτοιο θάνατο δοκίμασαν οι άνθρωποι του Θεού κυρίως στους πρώτους αιώνες ζωής της Εκκλησίας, στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, στα κράτη πού δοκιμάστηκαν από το ζυγό των αθεϊστικών καθεστώτων, πού θέλησαν να πατάξουν τη θρησκευτική πίστη και να χαλιναγωγήσουν το Εκκλησιαστικό βίωμα, αλλά και στις μέρες μας σε τόπους που ανθεί ο επάρατος θρησκευτικός φανατισμός.
Το μαρτύριο θεωρείται στη ζωή της Εκκλησίας ως «Βάπτισμα αίματος», διά του οποίου ο Μάρτυρας απαλλάσσεται από τις αμαρτίες του και καταλαμβάνει περίζηλη και κορυφαία θέση στη ζωή του παραδείσου.
Οι αγώνες υπέρ της Εκκλησίας, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν ένα ακόμα κριτήριο για την αγιοποίηση ενός ανθρώπου. Η Εκκλησία στην ιστορική της πορεία δοκιμάστηκε από διώκτες, από αμφισβητίες, από εχθρικά ιδεολογικά συστήματα, από αρνητικές πολιτικές τοποθετήσεις, πού προσπάθησαν, με κάθε μέσο, να τη φιμώσουν, να την περιορίσουν και, ει δυνατόν, να την εξαφανίσουν. Τπήρξαν πάντα στο πέρασμα του χρόνου, φωτεινές προσωπικότητες, προερχόμενες είτε από τον Ιερό Κλήρο είτε από τις τάξεις των λαϊκών, πού προέταξαν τα στήθη τους και αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Εκκλησίας. Τπήρξαν άνθρωποι πού, χωρίς να γευτούν το νέκταρ του μαρτυρίου του αίματος, βίωσαν το συνεχές μαρτύριο της συνειδήσεως και στερέωσαν το οικοδόμημα της Εκκλησίας με τα θεολογικά τους έργα, με τούς δυναμικούς τους αγώνες, με τη δύναμη της αδούλωτης πίστης τους, με τις περιφανείς νίκες τους κατά των αιρέσεων.
Ασφαλή δείγματα αγιότητας, τέλος, μπορούν να θεωρηθούν και κάποια εξωτερικά σημεία τα οποία ο Θεός επιτρέπει να παρουσιάζονται και να ενεργούνται, όχι για να προκαλέσουν το θαυμασμό, όχι για να εκβιάσουν την πίστη, αλλά για να επιβραβεύσουν την πίστη και τη ζωή τόσο του εξαγιασμένου προσώπου, όσο και όλων εκείνων πού το συναναστράφηκαν και πλέον, το προσκυνούν και το τιμούν. Πρόκειται για τις θαυματουργικές ενέργειες και την ιδιαίτερη χάρη των Ιερών Λειψάνων και των Αγίων Εικόνων, σημεία αποδεικτικά της αγιότητας και της Θεϊκής ευαρέσκειας.
Η Αγιότητα, αδελφοί μου, είναι υπόθεση του χθες, του παρόντος και του μέλλοντος στη ζωή της Εκκλησίας. Μία κατάσταση τόσο φυσική στον Ορθόδοξο κόσμο και στην Ορθόδοξη εμπειρία, όσο φυσική είναι η ίδια η ζωή. Τπόθεση πού αφορά όλους, στόχος πού πρέπει να βάλουμε όλοι, αποσκοπώντας στην Θεϊκή τιμή μάλλον κι όχι στην ανθρώπινη αναγνώριση. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Επιφάνιος Οικονόμου -Ι.Μ.Δ