26 Φεβρουαρίου μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος και ισαποστόλου Φωτεινής της Σαμαρείτιδος , του Αγίου ιερομάρτυρος Πορφυρίου επισκόπου Γάζης και του Αγίου μάρτυρος Θεοκλήτου
Βίος Αγίας Φωτεινής της Μεγαλομάρτυρος της Σαμαρείτιδος
Ο διάλογος με το Χριστό
Η Αγία Φωτεινή καταγόταν από τη Σαμάρεια. Δυστυχώς δεν βάδισε τον καλό δρόμο. Ζούσε στην αμαρτία. Άλλαζε αλληλοδιαδόχως άνδρας. Ήταν στιγματισμένη στην Σαμάρεια.
Γι αυτό τη βλέπομε να πηγαίνει για νερό στο πηγάδι το καταμεσήμερο, πού ησύχαζαν οι άλλοι και ήταν ερημιά. Ένα μεσημέρι όμως συνάντησε εκεί τον Ιησού, ο οποίος επίτηδες
πέρασε από εκεί για να σώσει αυτό το απολωλός πρόβατο. Ο Κύριος της ζήτησε νερό. Εκείνη παραξενεύθηκε. Πώς συ, πού είσαι Ιουδαίος, ζητάς νερό από μένα πού είμαι
Σαμαρείτισσα; «Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις». Ο Ιησούς φανέρωσε σ’ αυτήν όλη τη ζωή της. Ο Κύριος είπε στην Αγία, ότι Αυτός είναι «τό ὕδωρ τό ζῶν», δηλαδή η
αστείρευτη πηγή του Αγίου Πνεύματος. Της αποκάλυψε ότι αυτός είναι ο Μεσσίας. Αλλά και η γυναίκα αυτή έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Μετανόησε και έτρεξε αμέσως στην πόλη
Συχάρ και καλεί τους συμπατριώτες της να πάνε στο Χριστό. Βγήκαν, τότε οι Σαμαρείται και ήλθαν στο Χριστό και πίστεψαν σ’ αυτόν. Τον παρεκάλεσαν να παραμείνει στην πόλη
τους και έμεινε δυο μέρες.
Αυτή η μακαρία, μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, βαπτίστηκε από
τους Αποστόλους, μαζί με τους δυο υιούς της και τις πέντε αδελφές της. Όλοι πάλι μαζί ακολούθησαν τους Αποστόλους, κήρυτταν την πίστη του Χριστού, από τόπο σε τόπο και
από χώρα σε χώρα. Γύρισαν πολλούς ειδωλολάτρες από την ασέβεια στην πίστη του Χριστού. Επήγε κηρύττοντας στη Συρία, στη Φοινίκη, την Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην
Καρχηδόνα, στη Ρώμη. Και να σκεφτεί κανείς ότι τότε δεν ήταν εύκολο να περιοδεύει μια γυναίκα! Οι γυναίκες έμεναν στο γυναικωνίτη. Αυτή όμως είχε τόση αγάπη στο Χριστό,
ώστε τα έκανε και τα πιο δύσκολα κατορθώματα. Γι αυτό και η αγία μας Εκκλησία την ονόμασε Ισαπόστολο. Τον τίτλο αυτόν τον έδωσε σε ελάχιστα πρόσωπα.
Ο διωγμός του Νέρωνος
Κατά την εποχή εκείνην βασίλευε στη Ρώμη ο ασεβέστατος και σκληρότατος βασιλεύς ο Νέρων (54 – 68) μ. Χ. Ο Νέρων σαν ειδωλολάτρης δεν μπορούσε να βλέπει και να
ακούει να πληθαίνουν οι Χριστιανοί και κήρυξε μεγάλο διωγμό εναντίον τους. Μετά το Μαρτύριο των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ζητούσαν οι διώκτες τους
μαθητές του και όλους εκείνους, πού πίστευαν στο Χριστό. Αγωνίζονταν οι μωροί, να εξαλείψουν από τον κόσμο το όνομα του Χριστού.
Τον καιρόν εκείνον η Αγία Φωτεινή μαζί με τον μικρότερο υιό της τον Ιωσήν ήταν στην Καρθαγένην, πόλη της Βορείου Αφρικής και κήρυττε με θάρρος το Ευαγγέλιο του Χριστού.
Ο Βίκτωρ ο μεγαλύτερος υιός της, ήταν στρατιώτης στο στράτευμα των Ρωμαίων. Επειδή κατάφερε μεγάλες ανδραγαθίες και νίκες στον πόλεμο, πού είχαν οι Ρωμαίοι εναντίον
των Αβάρων, πού κατέτρεχαν τους τόπους τους, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτη. Μη γνωρίζοντας όμως ότι ήταν Χριστιανός τον έστειλε στην Ιταλία, για να τιμωρεί όλους
τους Χριστιανούς, πού βρίσκονταν εκεί.
Τότε ο Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, προσπάθησε να συμβουλέψει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις διαταγές που έδωσε ο βασιλιάς και να βασανίζει τους Χριστιανούς.
Ο στρατηλάτης Βίκτωρ αρνιόταν να δεχτεί να πράξει κάτι τέτοιο και να σταματήσει να κυρήττει τον Χριστό. Ο δουξ συνέχισε να επιμένει να συμβουλεύει τον Βίκτωρα να εκτελεί τις
διαταγές του βασιλιάς ώσπου τυφλώθηκε, έπεσε κάτω και έμεινε άφωνος από τους σφοδρούς και αβάσταχτους πόνους των ματιών. Τον σήκωσαν αμέσως όσοι ήταν εκεί και τον
έβαλαν σε ένα κρεβάτι όπου έμεινε τρεις ημέρες άφωνος, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Την τετάρτη μέρα φώναξε μεγαλοφώνως και είπε:
– Ένας είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών.
Κατόπιν ο Σεβαστιανός κατηχήθηκε από τον Βίκτωρα, εις την πίστη του Χριστού και βαπτίστηκε. Μόλις βγήκε από την κολυμβήθρα, αμέσως ήλθε το φως των ματιών του και
δόξασε τον Θεό. Άμα είδαν οι άλλοι ειδωλολάτρες το παράδοξο αυτό θαύμα, φοβήθηκαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο, πού έπαθε ο δούξ και έτρεξαν όλοι στον
Βίκτωρα Εκείνος με ευχαρίστηση τους κατήχησε στην πίστη του Χριστού και τους βάπτισε.
Ο Νέρων οργίζεται
Αφού πέρασε λίγος καιρός, ακούστηκε αυτό στη Ρώμη και το έμαθε ο Νέρων, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης και ο δούξ ο Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του
Παύλου και των άλλων Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνες στην πίστη του Χριστού. Επίσης έμαθε ο Νέρων, ότι η μητέρα του στρατηλάτη Βίκτωρος μαζί με τον άλλον
υιό της Ίωσην, είχαν σταλεί από τους Αποστόλους στην Καρθαγένη και κάνουν και αυτοί τα ίδια. Όλα αυτά, όταν τα άκουσε ο βασιλεύς, άναψε ολόκληρος από θυμό και έστειλε
στρατιώτες να φέρουν στη Ρώμη όλους τους Χριστιανούς άνδρες και γυναίκες.
Ο Κύριος φανερώνεται στους Μάρτυρες και τους δυναμώνει
Πριν ξεσπάσει ο Νέρων φανερώνεται ο Κύριος και τους λέγει: Μη φοβείσθε. Δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγω αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι
μαζί σας και θα νικηθεί ο Νέρων μαζί με τους συντρόφους του. Έπειτα είπε στον Βίκτωρα. Από τώρα και στο εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός. Διότι από σένα θα φωτισθούν
πολλοί και θα πιστέψουν σε μένα Τον Σεβαστιανό να τον δυναμώσεις στο Μαρτύριο με τα λόγια σου και θα είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος πού θα αγωνιστεί ως το τέλος.
Αυτά είπε ο Κύριος και ανέβει στους ουρανούς. Φανερώθηκαν και στην Αγία Φωτεινή όλα εκείνα πού επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτήν. Γι αυτό εκίνησε από την Καρθαγένη μαζί
με πλήθος Χριστιανών και επήγε στη Ρώμη.
Η Αγία Φωτεινή μπροστά στο Νέρωνα
Τότε ταράχθηκε όλη η πόλη της Ρώμης, και ρωτούσαν ο ένας τον άλλον οι Ρωμαίοι και έλεγαν ποιάαείναι αυτή, πού ήλθε εδώ με τόσο πλήθος; Αλλά η Αγία κήρυττε με μεγάλο
θάρρος τον Χριστό. Η Αγία Φωτεινή παρουσιάστηκε στον Νέρωνα μαζί με τον υιό της Ιωσήν και τους οπαδούς της. Του ανήγγειλε ότι ήρθαν για να τον διδάξουν να πιστέψει στον
Χριστό. Την στιγμήν εκείνην ο δούξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθαν από την κάτω Ιταλία. Ο Νέρων με βλέμμα άγριο τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό γιατί
αλλιώς θα πέθαιναν με κακό θάνατο. Οι Άγιοι αφού σήκωσαν τα μάτια στον ουρανό, είπαν:
—Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθούμε και να αποχωρίσουμε από την πίστη σου και την αγάπη σου. Και ο Νέρων τους λέγει:
—Όλοι σας συμφωνήσατε να τιμωρηθείτε για τον Ναζωραίο και να πεθάνετε γι αυτόν;
—Ναι όλοι μας, απάντησε η Αγία Φωτεινή. Ναι όλοι μας χαρούμενοι και ευχαριστημένοι, πεθαίνουμε για την αγάπη του Κυρίου μας.
Το μαρτύριο των πιστών του Κυρίου
Τα λόγια αυτά ήταν αφορμή να δώσει διαταγή ο Νέρων να συντρίψουν τους αρμούς των χειρών τους με σιδερένιες σφύρες.
Άρπαξαν λοιπόν οι υπηρέτες τους Αγίους και τους έφεραν στο τόπο των βασανιστηρίων. Εκεί αφού έβαλαν τα χέρια πάνω στο αμόνι, άρχισαν οι φονιάδες εκείνοι να τους
κτυπούν με τα σιδερένια σφυριά. Από τις τρεις η ώρα έως στις εξ η ώρα, άλλαξαν τρεις φορές εκείνοι πού τους κτυπούσαν. Οι μάρτυρες όμως δεν έπαθαν τίποτε. Τούτο όταν το
άκουσε ο Νέρων δεν ταράχθηκε, για το παράδοξο θαύμα, και πρόσταξε να κοπούν τα χέρια τους. Παρευθύς οι υπηρέτες πήραν την Αγία Φωτεινή, έβαλαν τα χέρια της επάνω
στο αμόνι και άρχισαν να τα κτυπούν με τις μαχαίρες χωρίς να παθαίνουν τίποτε. Αντίθετα εκείνοι, πού κτυπούσαν παρέλυσαν και έπεσαν κάτω σαν νεκροί. Η Αγία Φωτεινή όμως
έμεινε αβλαβής και ευχαριστούσε τον Θεό λέγουσα: «Κύριος, ἐμοί βοηθός καί οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μέ ἄνθρωπος». Άρχισε λοιπόν ο Νέρων να απορεί και να διαλογίζεται,
τι να πράξη για να νικήσει τους Μάρτυρες και να τους φέρει με τη γνώμη του.
Τούς μεν άνδρες προστάζει να τους βάλουν σε σκοτεινή φυλακή. Τις γυναίκες, την Αγία Φωτεινή και τις πέντε αδελφές της, να τις φέρουν μέσα στο χρυσό κουβούκλιο. Να
ετοιμάσουν χρυσό τραπέζι και επτά θρόνους χρυσούς και φορέματα πολλά και στολίδι και ζώνες χρυσές. Έπειτα πρόσταξε και τη θυγατέρα του Δομνίνα να πάει και αυτή στο
κουβούκλιο μαζί με τις δουλεύτριές της, για να είναι μαζί με τις Αγίες. Νόμιζε, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δειλιάσματα θα μεταστρέψει τη γνώμη τους. Αλλά πλανήθηκε ο δόλιος.
Διότι, οι Αγίες, είχαν το νουν τους μόνον στον ουρανό και αυτά όλα τα περιφρονούσαν σαν σκύβαλα και δεν ήθελαν, ούτε καν να τα βλέπουν. Το μεγαλύτερο δώρο ήταν η
Δομνίνα, αλλά πού να φαντασθεί ο ανόητος άπιστος.
—Χαίρε η νύμφη τού Κυρίου μου! της είπε η Αγία Φωτεινή.
—Χαίροις και συ Κυρία, της απάντησε η Δομνίνα, η Λαμπάς του Χριστού.
Άμα άκουσε η Αγία Φωτεινή την Δομνίνα πού είπε το όνομα του Χριστού, χάρηκε πολύ και αφού ευχαρίστησε τον Κύριο, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Έπειτα την κατήχησε στην
πίστη του Χριστού μαζί με τις εκατό (100) δουλεύτριές της και τις βάπτισε όλες. Την Δομνίνα, την ονόμασε Ανθούσα. Η Ανθούσα η μακαρία αυτή κόρη, πού βρήκε τη σωτηρία της
ψυχής της με το βάπτισμα, παρεκάλεσε αμέσως τη μεγαλύτερη θεραπαινίδα της να δώσει στους φτωχούς όλα τα χρυσά κοσμήματά της και τα χρήματά της, τα οποία ήταν μέσα
στο κουβούκλιο.
Η Αγία και η συνοδεία της στο καμίνι
Ο Νέρων, όταν έμαθε αυτά, λυπήθηκε πολύ. Αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του, οργίστηκε εναντίον των Αγίων, και διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι και να το καίνε
αδιάκοπα επί επτά ημέρες και κατόπιν να βάλουν μέσα σ’ αυτό την Αγία Φωτεινή και όλη τη συνοδεία τους άνδρες και γυναίκες και να τούς αφήσουν εκεί μέσα επί τρεις ημέρες.
Όλα αυτά έγιναν και αφού πέρασαν οι τρεις ημέρες, νομίζοντας ο τύραννος, ότι κατακάηκαν από τη φωτιά, πρόσταξε να ανοίξουν το καμίνι και εάν εύρουν εκεί μέσα τα οστά των
Μαρτύρων να τα ρίξουν στο ποτάμι, τον Τίβερη. Πράγματι οι στρατιώτες άνοιξαν το καμίνι. Μα, αντί να εύρουν οστά, βρήκαν όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, να δοξάζουν
και να ευλογούν τον Θεό. Τούτο το εξαίσιο θαύμα, όταν το είδαν οι στρατιώτες, έμειναν εκστατικοί. Τέτοια θαύματα έβλεπαν οι ειδωλολάτρες και άφηναν την πίστη τους και
πίστευαν στο Χριστό.
Αλλά ο απαίσιος τύραννος, όταν άκουσε και αυτό το θαύμα, πρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια. Μάλιστα για το σκοπό αυτό κάλεσαν το μάγο Λαμπάδιο,
ο οποίος κατασκεύαζε τέτοια φαρμάκια. Πρώτα λοιπόν έδωσε ο ίδιος εκείνος στην Αγία Φωτεινή το δηλητήριο. Και η μακαρία, όταν πήρε ατά χέρια της το ποτό είπε στο μάγο:
Δεν έπρεπε εμείς να κρατήσουμε στα χέρια μας αυτό, πού έφτιαξες εσύ και να το πιούμε, επειδή, εσύ είσαι ακάθαρτος. Αλλά για να γνωρίσεις και συ, βασιλεύ, και αυτός ο
μάγος τη δύναμη του Χριστού μου, να εγώ πρωτύτερα από όλους το πίνω, εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού μας, ύστερα ας το πιουν όλοι όσοι είναι μαζί
μου. Ήπιαν λοιπόν όλοι οι Μάρτυρες το δηλητήριο. Με την βοήθεια όμως του Χριστού, έμειναν όλοι αβλαβείς, σαν να μη είχαν πιει τίποτε. Εδώ εφαρμόστηκε εκείνο, πού είπε ο
Κύριος. «Καν θανάσιμον τί πίωσιν, οὐ μή αὐτούς βλάψει» (Μάρκ. Ιστ΄ 18).
Το δηλητήριο γίνεται ισχυρότερο
Ο μάγος θαύμασε με αυτά, και γυρίζοντας στην Αγία Φωτεινή της λέγει:
—Έχω και ένα άλλο δηλητήριο πολύ δραστικότερο, και εάν το πιείτε και αυτό και δεν πεθάνετε, τότε αμέσως και εγώ θα πιστέψω στον Θεό σας!
Το έφερε λοιπόν και αυτό και το έδωσε στους Μάρτυρες. Αν και το ήπιαν όλοι, δεν έπαθε κανένας κακό! Βλέποντας και αυτό το θαύμα ο μάγος έμεινε εκστατικός.
Αμέσως μάζεψε όλα τα μαγικά βιβλία του και τα έριξε στη φωτιά και τα έκαψε, πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Θεόκλητος. Ο Νέρων, όταν το έμαθε,
πρόσταξε τους στρατιώτες να τον συλλάβουν. Και εκείνοι τον άρπαξαν ανάμεσα από τους Αγίους και τον έφεραν έξω από την πόλη, όπου του έκοψαν το κεφάλι με το ξίφος.
Τοιουτοτρόπως έλαβε πριν από όλους τον στέφανο του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος Νέρων πρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Μαρτύρων,
αρχίζοντας από την Μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Κατά το διάστημα, πού έκοβαν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι περιγελούσαν και κορόιδευαν τον βασιλιά και τους θεούς του,
πού δεν είχαν καμιά δύναμη. Το μαρτύριο αυτό είναι από τα οδυνηρότατα. Οι μάρτυρες όμως το υπέμειναν.
Ρίχνουν καυτό μολύβι στο στόμα της Αγίας
Ο Νέρων βλέποντας, ότι οι Μάρτυρες δεν λογάριαζαν καθόλου τα βασανιστήρια αυτά, πρόσταξε να λιώσουν μολύβι και να το ανακατώσουν μαζί με θειάφι, και να το χύσουν μέσα
στο στόμα της πολυάθλου Φωτεινής και στα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν οι στρατιώτες εκτελούσαν την προσταγή του βασιλέως και έχυναν το μολύβι στους Μάρτυρες, τότε οι
άγιοι όλοι μαζί με μια φωνή έλεγαν: Ευχαριστούμε σοι, Χριστέ ο Θεός ημών ότι με το κοχλασμένο μολύβι, δρόσισες τις καρδιές μας, σαν να ήσαν διψασμένες από μεγάλη λαύρα
Ο Τύραννος όταν είδε και αυτό το θαύμα θαύμασε, απόρησε, αλλά η καρδιά του έμεινε αλύγιστη. Πρόσταξε να κρεμάσουν τους Αγίους και να τους ξύνουν τις σάρκες αλύπητα σε
όλον το σώμα τους και να τους καίνε συγχρόνως με λαμπάδες αναμμένες. Όσον όμως περισσότερο βασανίζονταν οι Άγιοι, τόσο περισσότερο δυναμώνονταν από την θεία Χάριν
και δόξαζαν οι Μακάριοι τον Θεό.
Ο δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζοντας ότι θα μπορέσει να νικήσει τους Μάρτυρες με τα βασανιστήρια, πρόσταξε και ανακάτεψαν θειάφι και ξύδι και τα έριξαν στα ρουθούνια
και στα μάτια των Μαρτύρων. Και εκείνοι οι μακάριοι έλεγαν ότι αισθάνονταν αυτό γλυκύτερο από το μέλι. Θύμωσε τότε ο Νέρων και πρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τούς
κλείσουν σε σκοτεινή φυλακή, γεμάτη από φίδια δηλητηριώδη. Έγιναν λοιπόν και αυτά και οι Άγιοι δόξαζαν τον Θεό. Τα φοβερά φίδια απονεκρώθηκαν και η βρώμα της φυλακής
έγινε ευωδία απερίγραπτη. Το σκοτάδι έγινε φως υπέρλαμπρο. Τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στάθηκε στο μέσον των Αγίων, και είπε προς αυτούς:
«Εἰρήνη ὑμίν». Έπειτα, αφού πήρε το χέρι της Αγίας Φωτεινής, την σήκωσε επάνω και είπε:
—Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες της ζωής σας. Παρευθύς με τον λόγο του Κυρίου, ανέβλεψαν τα μάτια των Μαρτύρων, είδαν τον Κύριο, και τον
προσκύνησαν. Ο Κύριος ευλογώντας αυτούς είπε: Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε. Έπειτα ανέβει στους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων, έπεσαν οι πληγές σαν λέπια
και γιατρεύθηκαν όπως ήταν πρώτα
Η φυλακή γίνεται τόπος κηρύγματος
Ο θεόργιστος Νέρων πρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι στη φυλακή τρία χρόνια, για να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα κάθε είδους κακοπάθεια, ούτως ώστε να
πεθάνουν με θάνατον φρικτό. Μετά τους τρεις χρόνους έστειλε ο Νέρων να πάρουν ένα στρατιώτη, πού τον είχε κλείσει στην ίδια φυλακή, για να τον βγάλουν από εκεί και να
τον ελευθερώσουν. Όταν όμως πήγαν οι απεσταλμένοι στη φυλακή γι αυτόν τον σκοπό, είδαν τους Μάρτυρες ότι ήσαν όλοι υγιείς και το ανέφεραν στον βασιλέα Του είπαν ότι
οι Γαλιλαίοι, πού τυφλώθηκαν είναι όλοι υγιείς, βλέπουν, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδία. Έγινε οίκος Άγιος, στον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών.
Συντρέχουν εκεί πλήθη ανθρώπων συνεχώς, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεό και βαπτίζονται από αυτούς.
Ο τύραννος έγινε έξω φρενών από το θυμό του και πρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με το κεφάλι κάτω και να ξύνουν τις σάρκες τους επί τρεις ημέρες έως ότου
διαλυθούν. Αφού έκαμαν τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέτες του, τους άφησαν κρεμασμένους άλλες τέσσερις μέρες αφού άφησαν φύλακες για να τους φυλάγουν.
Κατόπιν επήγαν να δουν, αν ζουν αφού πέρασαν αυτές οι μέρες. Μα καθώς τους είδαν κρεμασμένους, αμέσως τυφλώθηκαν. Τότε Άγγελος Κυρίου, αφού κατέβηκε από τον
ουρανό, έλυσε τους Αγίους και αφού τους ασπάστηκε τους γιάτρεψε από όλες τις πληγές τους.
Η Αγία Φωτεινή θαυματουργεί
Η Αγία Φωτεινή σπλαχνίστηκε τους υπηρέτες πού τυφλώθηκαν και έκαμε προσευχή στον Θεό γι αυτούς και αμέσως ήρθε το φως στα μάτια τους. Οι υπηρέτες αμέσως πίστεψαν
και βαπτίστηκαν. Όταν ο τύραννος το έμαθε, πρόσταξε να γδάρουν το σώμα της Αγίας Φωτεινής. Κατά το διάστημα πού γινόταν το μαρτύριο, η Αγία έψαλλε το: «Κύριε,
ἐδοκίμασας μέ καί ἔγνως μέ» (Ψαλ. ρλη΄ 1). Αφού τελείωσαν το φρικτό έργο τους, την Μεγαλομάρτυρα του Θεού την έριξαν σε ένα ξεροπήγαδο, το δε δέρμα της το πέταξαν στο
ποτάμι.
Τούς λοιπούς Αγίους Μάρτυρες, τον Σεβαστιανό, τον Φωτεινό και τον Ιωσήν, τους κράτησαν και τους έκοψαν τα γεννητικά τους μόρια, τα οποία πέταξαν στα σκυλιά. Κατόπιν
έγδαραν και τα δέρματα αυτών, και τα έριξαν στο ποτάμι, αυτούς δε τους ασφάλισαν σε ένα παλαιό λουτρό. Τις πέντε αδελφές της Αγίας Φωτεινής, αφού τις παρουσίασαν
μπροστά του, πρόσταξε να τους κόψουν τους μαστούς, κατόπιν δε να γδάρουν τα δέρματά τους.
Όταν όμως πήγαν οι υπηρέτες να κάμουν τα ίδια και στην Αγία Φωτίδα, εκείνη δεν καταδέχθηκε να την πλησιάσει κανείς, αλλά μόνη της άρχισε και ξέσχιζε το δέρμα της, με τέτοια
γενναιότητα, πού και ο τύραννος θαύμασε για την καρτεροψυχία της. Και αντί να την λυπηθεί ο άσπλαχνος ύστερα από αυτό το Μαρτύριο, βρήκε ο παγκάκιστος άλλη πανώδυνη
και ολέθρια τιμωρία. Πρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βία, δύο κορυφές δένδρων μέσα στον κήπο του, έδεσαν τα πόδια της Αγίας στις δύο κορυφές και τις άφησαν συγχρόνως.
Έτσι διαμοιράστηκε το σώμα της Αγίας Φωτίδος σε δύο και με αυτόν τιν τρόπον παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο. Τέλος ο αλιτήριος Νέρων πρόσταξε και αποκεφάλισαν και
τους άλλους Μάρτυρες με ξίφος.
Το τέλος της Αγίας Φωτεινής
Τέλος τράβηξαν και έβγαλαν από το πηγάδι την Αγία Φωτεινή, και την έκλεισαν στη φυλακή. Αυτή τώρα, πού έμεινε μόνη και δεν στεφανώθηκε με το στεφάνι του Μαρτυρίου,
στεναχωριόταν και παρακαλούσε τον Θεό, ο οποίος παρουσιάστηκε πάλι, την σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τρεις φορές και την γιάτρεψε από όλες τις πληγές. Ύστερα
από πολλές ημέρες με ύμνους και δοξολογίες προς τον Θεό άφησε την Αγία ψυχή της στον Κύριο.
Στίχος
Ρίπτουσι τήν σήν Σαμαρείτιν εἰς φρέαρ, Τήν εἰς φρέαρ σοῖ συλλαλήσασαν, Λόγε.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Θείω Πενεύματι καταυγασθεῖσα, καί τοῖς νάμασι, καταρδευθεῖσα, παρά Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, πανεύφημε, τῆς σωτηρίας τό ὕδωρ κατάπιες, καί τοῖς
διψῶσιν ἀφθόνως μετέδωκας. Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολε Φωτεινή, Χριστό τόν Θεόν ἱκέτευε, σωθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Φωτεινὴν καὶ Φωτίδα καὶ Φωτῶ ἀνυμνήσωμεν, σὺν Ἀνατολὴ Φωτεινὸν τὲ Ἰωσὴν θείοις ἄσμασιν, ὁμοὺ Κυριακὴν Παρασκευήν, τοὺς Μάρτυρας Χριστοῦ
περιφανεῖς· θείαν χάριν γὰρ αἰτοῦνται καὶ φωτισμόν, τοὶς πίστει ἀνακράζουσι· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι
δι’ ὑμῶν πάσιν ἰάματα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Χριστῷ συνομίλησας ἐπὶ τῷ φρέαρ σεμνή, καὶ πίστιν εἰσδέδεξαι, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀκλινῶς, Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἐφαπλοῦσα τὸ φέγγος,
ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, σὺν υἱοῖς καὶ συγγόνοις· μεθ’ ὧν ἀπαύστως πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τὴν πηγὴν δεξαμενὴ τῆς σοφίας καὶ χάριτος, ἐκ χειλέων Κυρίου Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, νομίμως ἠγωνίσω πανοικεῖ, καὶ νέμεις φωτισμὸν παρὰ Θεοῦ,
τοῖς προστρέχουσι τῇ σκέπῃ σου τῇ σεπτῇ, καὶ εὐλαβῶς βοώσί σου. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ,
χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Χριστοῦ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καὶ αὐτοῦ ἐκήρυξας, τὴν παρουσίαν ἐν σαρκί, ὦ Φωτεινὴ Ἰσαπόστολε, καὶ μαρτυρίου, ἀγῶσι διέλαμψας.
Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῶν Μαρτύρων σήμερον, ἡ κορωνίς καί τό κλέος, Φωτεινή ἡ ἔνδοξος, εἰς οὐρανούς ἀνελθοῦσα, ἅπαντας, συγκαλεῖται πρός ὑμνωδίαν, ταύτης γάρ,
τῶν χαρισμάτων ἀπολαβόντας. Δία τοῦτο παρά πάντων, τιμαῖς αἰσίαις, ἀνευφημείσθω πίστεως.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἰσαπόστολε Φωτεινή, ἡ ζωῆς τὸ ὕδωρ, δεξαμένη παρὰ Χριστοῦ· χαίροις ἡ ἐν Ῥώμῃ, ἀθλήσασα ἀνδρείως, σὺν πᾶσι τοῖς οἰκείοις, Χριστὸς δοξάσασα.
Μεγαλυνάριον
Τήν ἐκ Σαμαρείας νύμφην Χριστοῦ, καί ἀξιωθείσαν, ὁμιλίας τῆς παρ’ αὐτοῦ, Φωτεινήν τήν θείαν, ὑμνήσωμεν ἀξίως, ὡς Μάρτυρα Κυρίου, καί Ἰσαπόστολον.