26 Ιουνίου μνήμη του Οσίου πατρός ημών Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη
Βίος Οσίου Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη
Από το ιστολόγιο xristianos.gr
Ακολουθεί την μοναχική οδό
Ο Όσιος πατέρας μας Δαβίδ, ο επίγειος Άγγελος και επουράνιος άνθρωπος, γεννήθηκε και ανατράφηκε στην λαμπρή και μεγάλη πόλη της Θεσσαλονίκης. Από μικρός σήκωσε τον
Σταυρό με πλημμυρισμένη την καρδιά του από θείο έρωτα. Περιφρόνησε κάθε σωματική ανάπαυση, εγκατέλειψε φίλους και συγγενείς, τιμή και πρόσκαιρη δόξα. Εκάρη λοιπόν
Μοναχός και έμεινε στο Μοναστήρι των Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου που ονομάζεται των Κουκουλιατών. Σε αυτό ησύχαζε, αγωνιζόταν υπεράνθρωπα και τηρούσε με
κάθε επιμέλεια όλες τις αρετές. Περισσότερο μάλιστα από όλες τις αρετές ασκείτο στην εγκράτεια και στην ταπείνωση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο χορτασμός της κοιλίας διώχνει
την αγρυπνία και την σωφροσύνη και η κενοδοξία πάλι εξαφανίζει τελείως όλες τις αρετές. Γι αυτό φρόντιζε να αποκτήσει σαν συνετός που ήταν την ταπεινοφροσύνη.
Διαβάζοντας ο Όσιος μέρα και νύκτα τις θειες Γραφές, θαύμαζε τις αρετές των Αγίων, των προ του νόμου, και μετά τον νόμο, πώς τους δόξασε ο Θεός, διότι υπάκουγαν στις
εντολές Του και τον ευχαριστούσαν όπως έπρεπε.
Ασκητεύει πάνω στην αμυγδαλιά
Μια μέρα λοιπόν κατανύχθηκε πολύ η καρδιά του. Έτσι αφού ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά, που βρισκόταν στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας, έμεινε πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου,
στο οποίο έκανε όπως μπόρεσε ένα μικρό κρεβάτι. Εκεί ασκήτευε καρτερικά με θαυμάσια υπομονή, βασανιζόμενος από τους ανέμους, τις βροχές και τα χιόνια, καταφλεγόμενος
από το κάψιμο του ηλίου το καλοκαίρι, θλιβόμενος φοβερά και από άλλες στενοχώριες. της καρτερίας και της θαυμάσιας πολυάθλου και καθημερινής υπομονής του Μάρτυρος!
Και πώς υπέφερε ο αείμνηστος τόση κακοπάθεια; Οι άλλοι στυλίτες είχαν και λίγη σταθερότητα, διότι οι στύλοι ήσαν κτιστοί, και έμεναν ακίνητοι. Και πάλι, όταν κοιμώντουσαν ή
έκαναν κάποια άλλη αναγκαία εργασία, ήσαν ακίνητοι. Αλλά αυτός ο αδαμάντινος κινείτο πάντοτε πάνω στο κλαδί του δένδρου, χωρίς να έχει ποτέ άνεση, βασανιζόμενος από τις
βροχές και τους ανέμους και θλιβόμενος φοβερά από το χιόνι.
Επειδή το μεν δένδρο κάνει άνθη και καρπό που φθείρονται σε ανθρώπινη τέρψη και απόλαυση, ο δε Όσιος ευχαριστούσε κάθε στιγμή τον Αγαθό Θεό με καρπούς θεωρίας και
πράξεως, υμνολογώντας και δοξάζοντας ασταμάτητα Αυτόν.
Οι μαθητές του τον παρακαλούν να κατέβει από την αμυγδαλιά
Είχε ο Όσιος και μερικούς μαθητές, οι οποίοι ήσαν εξαιρετικά ευλαβείς και φιλόχριστοι, και οι οποίοι κοπίαζαν αγωνιζόμενοι μαζί του. Πολλές φορές τον παρακαλούσαν, να κατέβει
από το δένδρο, να του κτίσουν κελί, όπως του άρεσε, ήσυχο, για να τους ποιμαίνη για την σωτηρία τους. Αλλά αυτός τους έλεγε. «Ἀδελφοί καί τέκνα μου, ἐγώ εἶμαι ἁμαρτωλός
καί ἀνάξιος ἄνθρωπος. Ἄλλα ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ καλός βοσκός πού προσφέρει τήν ψυχή Τοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων (Ἰωάν. 1,11), Αὐτός νά σᾶς φυλάη ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ
δαίμονα, καί νά σᾶς ἀξιώση, ὡς Ὑπεράγαθος, τῆς αἰωνίου Βασιλείας Του. Διότι ἐγώ, ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δέν κατεβαίνω ἀπό αὐτό τό
δένδρο, μέχρι νά περάσουν τρία χρόνια καί πάλι μέ τήν δική Του ἐντολή. Διότι χωρίς νά εἶναι θέλημά Του, δέν κατεβαίνω καθόλου ἀπό ἐδῶ». Οι μαθητές του όταν είδαν ότι δεν
άλλαζε γνώμη, δεν τον ενόχλησαν πάλι.
Άγγελος Κυρίου τον επισκέπτεται
Όταν λοιπόν τελείωσαν τα τρία χρόνια, φάνηκε σε αυτόν Άγιος Άγγελος και του είπε: Δαβίδ, άκουσε ο Κύριος την προσευχή σου, και σου δίνει την χάρη που πολλές φορές
ζήτησες, να είσαι ταπεινός και μετριόφρων, να τον φοβάσαι και να τον λατρεύεις με την ευλάβεια που αρμόζει. Κατέβα λοιπόν από το δένδρο και ησύχασε στο κελί, ευλογώντας
τον Θεό, μέχρι να τελειώσεις και άλλη οικονομία και τότε θα βρεις ανάπαυση από τους σωματικούς κόπους και ψυχική παρηγοριά. Όση ώρα του μιλούσε ο Άγγελος, άκουγε με
φόβο και τρόμο. Έπειτα, όταν χάθηκε ο Άγγελος, ο Όσιος, ευχαρίστησε τον Κύριο, και είπε: «Εὐλογητός ὁ Θεός, ὁ ὅποιος δέχθηκε τήν προσευχή μου καί μέ ἐλέησε».
Τότε κάλεσε τους μαθητές του και τους φανέρωσε την οπτασία. Τους είπε μάλιστα να ετοιμάσουν και το κελί σύμφωνα με την δεσποτική εντολή. Εκείνοι με μεγάλη φροντίδα
έκαναν όπως τους είπε, ειδοποίησαν και τον αγιότατο Αρχιεπίσκοπο Δωρόθεο, ο οποίος πήρε χαρούμενος τους ευλαβέστατους κληρικούς και αφού ανέβηκε στον Όσιο τον
ασπάστηκε και τον κατέβασαν από το δένδρο με πολλή ευλάβεια. Αφού λειτούργησαν τον έβαλαν στο κελί του, και έκαναν μεγάλο πανηγύρι.
Έτσι αυτοί ενώ επέστρεψαν χαρούμενοι, ο Όσιος έμεινε ησυχάζοντας στο κελί, δοξάζοντας όπως και πριν ασταμάτητα τον Κύριο, ο οποίος τόση Χάρη του χάρισε, ώστε δαιμόνια
έδιωχνε, τυφλούς φώτιζε και κάθε άλλη αγιάτρευτη αρρώστια γιάτρευε, επικαλούμενος τον Χριστό.
Όλους τους γιάτρευε
Οι Θεσσαλονικείς, τον είχαν όλοι σε μεγάλη ευλάβεια και τον τιμούσαν σαν θειο Άγγελο. Όποιος είχε κάποια ασθένεια πήγαινε σε αυτόν και μόλις άγγιζε με το δεξί του χέρι τον
άρρωστο έφευγε αμέσως και σκόρπιζε κάθε αρρώστια, όπως διαλύεται το σκοτάδι από το φως. Πολλά λοιπόν και θαυμάσια αφού έκανε, δοξάσθηκε πολύ από τους ανθρώπους
και όλοι τον σεβόντουσαν.
Όλοι ψηφίζουν τον Όσιο να τους εκπροσωπήσει στον Βασιλέα
Μετά από πολλά χρόνια απέθανε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, και την θέση του έλαβε άλλος επίσης ενάρετος, του οποίου το όνομα ήταν Αριστείδης. Όμως τον
καιρό εκείνο γινόντουσαν στην Θεσσαλία από τους βαρβάρους, μεγάλες ζημιές και πολλή αναταραχή. Ο έπαρχος του Ιλλυρικού έγραψε στον Μητροπολίτη, να πάει στον βασιλέα,
ή να στείλει κάποιον ενάρετο άνθρωπο να τον παρακαλέσει να ψηφίσει έπαρχο στην Θεσσαλονίκη εξ αιτίας των προβλημάτων που δημιουργούσαν οι βάρβαροι διότι δεν υπήρχε
στην Θεσσαλονίκη έπαρχος αλλά μόνον τοποτηρητής, και υπαγόντουσαν στον έπαρχο Σιρμίου. Όταν λοιπόν διάβασε ο αγιότατος Αριστείδης, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
την επιστολή του έπαρχου μπροστά στους κληρικούς και τους άρχοντες της πόλεως, τους είπε να ψηφίσουν κάποιον κατάλληλο και λόγιο άνθρωπο για να τον στείλουν στον
βασιλέα για την υπόθεση αυτή. Τότε όλοι οι συγκεντρωμένοι στην Εκκλησία της πόλεως συμφώνησαν και είπαν να στείλουν τον Όσιο Δαβίδ, για να τον σεβασθεί ο ευσεβέστατος
βασιλεύς ως ενάρετο και Άγιο άνθρωπο, και να δεχτεί την παράκλησή τους. Αυτό έγινε κατά οικονομία της θείας Προνοίας, για να εκπληρωθεί η πρόβλεψη του Αγγέλου, ο οποίος
είπε στον Όσιο να κατέβει από το δένδρο, για να κάνει και άλλη οικονομία και τότε να απέλθει προς Κύριο.
Αφού πήρε λοιπόν ο Αρχιερέας τους πιο ευλαβείς από τους Κληρικούς και λαϊκούς πήγαν στον Όσιο και του ανήγγειλαν την υπόθεση και τον παρακαλούσαν να πάει στον
αυτοκράτορα για το ως άνω ζήτημα. Ο Όσιος στην αρχή προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε να πάει επειδή ήταν γέροντας, έπειτα βλέποντας, ότι όλοι τον πίεζαν να πάει δέχθηκε
για να μη γίνει και παρήκοος του Αρχιερέως και όλων των φιλοχρίστων πολιτών που τον παρακαλούσαν.
Ο Όσιος τους προλέγει για την επιτυχία καθώς και για το τέλος του.
Αφού ο Όσιος θυμήθηκε και του Αγγέλου την πρόβλεψη, λέγει προς τον Αρχιεπίσκοπο: «Ἄς γίνη, Δέσποτα Ἅγιε, τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Πλήν ὅμως νά γνωρίζετε, ὅτι ὁ μέν
βασιλεύς μέ τίς εὐχές σας θά μοῦ χαρίση ὅσα τοῦ ζητήσω, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος, ἀλλά τόν Δαβίδ δέν θά τόν ξαναδῆτε πλέον ζωντανό, γιά νά συνομιλήσουμε. Διότι
ἐπιστρέφοντας ἀπό τά βασίλεια πρός ἐσᾶς, ὅταν θά βρίσκωμαι ἀκόμη σέ ἀπόσταση 126 σταδίων ἀπό αὐτό τό ταπεινό κελλί μου, τότε θά ὕπαγω πρός τόν Δεσπότη μου».
Ο Αρχιερεύς, νομίζοντας ότι έλεγε αυτά ως πρόφαση, για να μη τον αναγκάσουν, τον συμβούλεψε πάλι και του είπε: Μιμήσου, πάτερ μου, τον ποιμένα μας και Διδάσκαλο Χριστό,
ο οποίος θανατώθηκε για μάς ως άνθρωπος και απέθανε. Απέθανε λοιπόν και συ για τον λαό σου, για να σε ευχαριστήσουν οι άνθρωποι και από τον Δεσπότη Χριστό να λάβεις
δόξα και άπειρο έπαινο, σαν μιμητής του πάθους Του.
Τότε βγαίνοντας από το κελί ο τρισμακάριος, όλοι τον προσκύνησαν, διότι η μορφή του ήταν ένα θαυμαστό θέαμα, οι τρίχες της κεφαλής του έφθαναν ως την ζώνη του, τα γένια
του μέχρι τα πόδια του, το σεβάσμιο πρόσωπο του ήταν ωραίο σαν του Αβραάμ, ώστε οποίος τον έβλεπε τον θαύμαζε. Αφού λοιπόν πήρε δύο από τους μαθητές του, τον
Θεόδωρο και τον Δημήτριο, άνδρες ευλαβείς και ενάρετους, όχι μόνον στην ψυχή αλλά όμοιοι του και στην μορφή του σώματος, κατέβηκαν στον λιμάνι της πόλεως, και αφού
μπήκαν στο πλοίο αναχώρησαν. Όταν έφτασαν στο Βυζάντιο, ακούστηκε η φήμη του Οσίου σε όλη την πόλη.
Τον υποδέχονται με μεγάλες τιμές
Το καιρό εκείνο Αυτοκράτορας ήταν ο ευσεβής Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε. Η βασίλισσα Θεοδώρα έστειλε εκπροσώπους της και τον υποδέχθηκε με πολλή ευλάβεια. Όταν
είδε το λαμπρό εκείνο και αγγελόμορφο πρόσωπο με τέτοια λευκά μαλλιά, θαύμασε, τον προσκύνησε με πολλή ταπείνωση και του ζήτησε την ευχή του και την ευλογία του.
Πράγματι ο Όσιος, ευχήθηκε για τον βασιλέα, για αυτήν και για όλη την πόλη. Η ευσεβής βασίλισσα τον δεξιώθηκε με τόση μεγάλη χαρά και με τόση περιποίηση που δεν
μπορούμε να σας διηγηθούμε με ακρίβεια πόσο λαμπρή υποδοχή του έκανε η αείμνηστη, διότι νόμιζε ότι Άγγελο Κυρίου δέχθηκε και όχι άνθρωπο. Όταν επέστρεψε ο βασιλεύς,
του ανέφερε για τον Όσιο και του είπε: «Ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς εὐσπλαχνίστηκε Δέσποτα καί ἔστειλε στό κράτος σου σήμερα τόν Ἄγγελό του, ὁ ὅποιος ἦλθε ἀπό τήν
Θεσσαλονίκη καί μοῦ φάνηκε ὅτι εἶδα στά ἀλήθεια τόν Ἀβραάμ».
Ο βασιλεύς δέχθηκε αυτά που του ζήτησε ο Όσιος
Την άλλη μέρα το πρωί έδωσε εντολή ο βασιλεύς, όταν συγκεντρώθηκε όλη η Σύγκλητος, να έλθει ο Όσιος, με τους μαθητές του. Εκεί ο Όσιος έβαλε στα χέρια του αναμμένα
κάρβουνα και θυμίαμα και θύμιασε τον βασιλέα και όλη την Σύγκλητο χωρίς καθόλου να βλάπτουν από την φωτιά τα χέρια του, αν και πέρασε περισσότερο από μία ώρα μέχρις
ότου να θυμιάσει όλον τον λαό. Αυτό το θαυμάσιο, όταν το είδαν, θαύμασαν όλοι. Κατόπιν σηκώθηκε από τον θρόνο του ο βασιλεύς, τον υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά και πολλή
ευλάβεια, και αφού άκουσε τις αναφορές του Μητροπολίτη του, τα δέχθηκε όλα ο ευσεβής και φιλόχριστος βασιλεύς, ψηφίζοντας την μεταφορά της έδρας του έπαρχου από το
Σίρμιο στην Θεσσαλονίκη. Και όχι μόνον όσα έγραφαν τα γράμματα εκπλήρωσε, αλλά και όσα ζήτησε ο ίδιος ο Όσιος με μεγάλη προθυμία εξετέλεσε και τα υπέγραψε κατά την
τάξη με ερυθρά γράμματα, τα οποία με τα ίδια του τα χέρια έδωσε στον Όσιο και του λέγει: Εύχου, «τίμιε Πάτερ, δί’ ἐμέ». Μετά τον προέπεμψε με μεγάλη τιμή όπως έπρεπε.
Το τέλος του Οσίου
Ο Όσιος εξεπλήρωσε την αποστολή του και έπλευσε προς την Θεσσαλονίκη, αλλά δεν έφθασε στην πόλη, όπως προφήτευε. Όταν έφθασε στην περιοχή του Φάρου, είπε προς
τους μαθητές του: Τέκνα μου, ο καιρός του τέλους μου έφθασε, να ενταφιάσετε το λείψανο μου στο Μοναστήρι όπου διέμενα. Να φροντίζετε την ψυχή σας, για να βρείτε αιώνια
ανάπαυση. Αυτά και άλλα ψυχωφελή λόγια αφού τους είπε, έφθασαν στο ακρωτήριο, που ονομάζεται Έμβολος. Από εκεί φαινόταν το Μοναστήρι του, το οποίον αφού κοίταξε
έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε τους μαθητές του και παρέδωσε ο τρισευτυχισμένος την ψυχή του στον Θεό.
Όταν κοιμήθηκε ο Όσιος, φυσούσε ισχυρός άνεμος, και ενώ μέχρι τότε έπλεαν με μεγάλη ταχύτητα, το πλοίο, ώ του θαύματος, σταμάτησε για πολλή ώρα παρά τον δυνατό άνεμο
χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Ήλθε μάλιστα και απερίγραπτος ευωδία θυμιαμάτων και φωνές από τον αέρα υπακουγόντουσαν, οι οποίες υμνούσαν μελωδικά τον Κύριο. Αφού
πέρασε αρκετή ώρα σταμάτησαν οι φωνές.
Τότε και το πλοίο ξεκίνησε, αλλά δεν πήγε όμως στο λιμάνι όπως ήταν η συνήθεια αλλά έπιασε λιμάνι προς το δυτικό μέρος της πόλεως.
Τότε όταν άκουσαν την κοίμηση και τον ερχομό του Οσίου, βγήκε όλη η πόλη με τον Αρχιεπίσκοπο, και βαστάζοντες με πολλή ευλάβεια το άγιο λείψανο ήλθαν στο Μοναστήρι και
του έκαναν θήκη με τετράγωνα ξύλα, στην οποίαν τον έβαλαν και με τιμή τον ενταφίασαν. Έπειτα μετέφεραν την έδρα του Έπαρχου στην Θεσσαλονίκη σύμφωνα με την βασιλική
διαταγή. Τον Όσιο εόρταζαν κάθε χρόνο στο Μοναστήρι.
Δεν επέτρεψε να πάρουν από το άγιο λείψανο του
Όταν πέρασαν 150 χρόνια ήταν εκεί Ηγούμενος ένας ενάρετος άνθρωπος, που το όνομά του ήταν Δημήτριος, ο οποίος είχε πολλή ευλάβεια στον Όσιο. Επειδή όμως είχε μεγάλη
επιθυμία να πάρει μέρος από το άγιο λείψανο για να το έχει ως ευλογία, έβαλε ανθρώπους και έσκαβαν τον τάφο.
Αμέσως όμως έσκασε η πλάκα στα τέσσερα και τότε κατάλαβε ότι ο Άγιος δεν ήθελε, και άφησε την προσπάθεια.
Ο μαθητής του Ηγουμένου αυτού, του οποίου το όνομα ήταν Σέργιος, ο οποίος έγινε και εκείνος Ηγούμενος, και ύστερα, επειδή ήταν πολύ ενάρετος, έγινε και Αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης τιμούσε πολύ τον Όσιο. Έχοντας προς αυτόν πολλή ευλάβεια, τον παρακαλούσε πολλές φορές στην προσευχή του να τον συγχωρέσει και να του επιτρέψει να
πάρει λίγο από το άγιο λείψανο του. Πράγματι πήρε πληροφορία από τον Θεό, ότι συμφώνησε ο Όσιος και άνοιξε τον τάφο. Βγήκε τότε θαυμάσια ευωδία και βλέποντας ακόμη
το λείψανο σώο και ακέραιο, δεν τόλμησε να πάρει από αυτό μέρος, παρά μόνο λίγες τρίχες από την κεφαλή του και από τα γένια, τα οποία φύλαγε με ακρίβεια και τα
ασπαζόντουσαν την ημέρα της εορτής του οι φιλόχριστοι. Η εορτή της κοιμήσεώς του τελείται στις 26 Ιουνίου, χαρμόσυνα κάθε χρόνο, ευφημούντες τον Όσιο προς δόξα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στίχος
Δαβίδ συνήφθης τῷ πάλαι, Δαβίδ νέε, Ἄλλον Γολιάθ, σαρκικά κτείνας πάθη. Ἕκτη ἐξεπέρησε πύλας βίου εἰκάδι Δαβίδ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ.α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον
Τή ἀγάπη τοῦ Λόγου, Πάτερ, πτερούμενος, ἐπί τοῦ δένδρου διῆλθες ἀγγελικήν βιοτήν, καί ἐξήνεγκας ἠμίν καρπούς τῆς χάριτος, ἐξ ὧν τρυφῶντες νοητῶς,
ἐκβοῶμεν σοί πιστῶς, Δαβίδ Ὅσιων ἀκρότης μή διαλίπης πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ·
ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Δαυῒδ τὸ πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθησας, τῶν ἀρετῶν τοὺς καρπούς, ἀσκήσας ὡς ἄσαρκος, ἀμυγδαλῆς ἐν φυτῷ, Δαβὶδ Πάτερ Ὅσιε. Ὅθεν Θεσσαλονίκη, τοὶς ὀσίοις σου πόνοις,
χάριν παρὰ Κυρίου, δαψιλῆ καρπουμένη, γεραίρει ὡς μεσίτην σέ, θερμὸν πρὸς τὸν Κύριον.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τούς ἀσφαλεῖς
Ὡς μίμητην τῶν οὐρανίων τάξεων, καί ἀγαθῶν, τῶν ἐπιγείων πάροικον, ἐπαξίως μακαρίζομεν, σέ ὤ Δαβίδ θεομακάριστε, τόν βίον γάρ ὡς ἄγγελος ἐτέλεσας,
καί θείων δωρημάτων κατετρύφησας, ἐξ ὧν καί ἠμίν μετάδος, Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Ἤνεγκας ὡς κλῆμα ἐν τή Ἐδέμ, ἐστῶς ὑπέρ φύσιν, ἐπί δένδρου, Πάτερ Δαβίδ, βότρυας ἠδίστους, ζωῆς τῆς μακαρίας, δί’ ὧν ἀεί εὐφραίνεις, τούς σέ γεραίροντας.
KAI ΟΛΙΓΑ ΕΚ ΤΗΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ