25 Μαΐου , Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής και η ανάμνηση της Τρίτης ευρέσεως της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου
Τι είναι η Μεσοπεντηκοστή;
«Ο Μεσσίας (= Χριστός), όταν η εορτή ήταν στο μέσο, στάθηκε ανάμεσα στους διδασκάλους του μωσαϊκού Νόμου και τους δίδασκε». Την εορτή της Μεσοπεντηκοστής την εορτάζουμε για την τιμή των δύο μεγάλων εορτών, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής, επειδή αυτή και ενώνει και συνδέει τις δύο αυτές εορτές. Η εορτή της Μεσοπεντηκοστής θεσπίστηκε για τον εξής λόγο: Μετά το υπερφυές θαύμα που έκαμε ο Χριστός στο παράλυτο, οι Ιουδαίοι, σκανδαλισμένοι δήθεν για το Σαββάτου (διότι πράγματι, Σάββατο θεράπευσε ο Κύριος τον παράλυτο), Τον καταδίωκαν και ζητούσαν να τον σκοτώσουν. Για το λόγο αυτό ο Ιησούς έφυγε από τα Ιεροσόλυμα και πήγε στη Γαλιλαία, όπου και διέμενε στα όρη της περιοχής εκείνης με τους μαθητές Του. Εκεί έκανε το υπερφυές θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων, και έφαγαν και χόρτασαν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται στον αριθμό αυτό γυναίκες και παιδιά. Μετέπειτα, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας (ήταν δε και αυτή μεγάλη εορτή των Ιουδαίων), ο Ιησούς ανέβηκε και πάλι στα Ιεροσόλυμα και περπατούσε στα κρυφά. Στο μέσο όμως της εορτής ανέβηκε στο Ναό και δίδασκε· και όλοι έμεναν έκπληκτοι από τη διδαχή Του. Αλλά, επειδή Τον φθονούσαν, έλεγαν: «Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει σπουδάσει;». Αλλά ο Ιησούς, όντας πράγματι νέος Αδάμ, όπως εκείνος ο πρώτος ήταν κατάμεστος από σοφία, έτσι και Αυτός, όντας επιπλέον και Θεός, ήταν παντογνώστης (που βέβαια ο πρώτος Αδάμ δεν ήταν). Γόγγυζαν λοιπόν όλοι κατά του Χριστού και επιδίωκαν να Τον σκοτώσουν οπωσδήποτε. Εκείνος δε, ελέγχοντάς τους ότι μάχονταν δήθεν υπέρ του Σαββάτου, είπε: «Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;». Και στρέφοντας τη σκέψη των Ιουδαίων στο μωσαϊκό Νόμο, τους είπε επιπρόσθετα ότι δεν είχαν κανένα λόγο να θυμώνουν εναντίον του, επειδή θεράπευσε κατά την ημέρα του Σαββάτου τον παράλυτο, διότι και ο Μωυσής έχει νομοθετήσει ότι το Σάββατο μπορεί να καταλύεται, στη περίπτωση που πρόκειται για περιτομή, (όταν η όγδοη ημέρα από τη γέννηση του αρσενικού παιδιού, κατά την οποία έπρεπε αυτή να γίνει, συνέπιπτε με την ημέρα του Σαββάτου. Και συνεχίζοντας ο Κύριος, είπε: «Αν ένας άνθρωπος περιτέμνεται το Σάββατο, για να μην παραβιαστεί ο Νόμος του Μωυσή, εσείς θυμώνετε εναντίον μου, επειδή θεράπευσα έναν ολόκληρο άνθρωπο κατά την ημέρα του Σαββάτου;»). Και βέβαια ο Κύριος έκαμε διάλογο πολλή ώρα με τους Ιουδαίους περί του θέματος αυτού και τους τόνισε ότι δοτήρας του Νόμου ήταν αυτός ο ίδιος και ότι ήταν ίσος προς τον Πατέρα. Και αυτό το τόνισε ιδιαίτερα κατά την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα της εορτής (λέγοντας τους: «Εάν κανείς διψάει, ας έλθει σ’ εμένα και ας πιει»). Μετά ο Ιησούς τους είπε και πάρα πολλά άλλα, και ιδιαίτερα βαρυσήμαντα. Τότε εκείνοι πήραν στα χέρια τους πέτρες, για να τις ρίξουν καταπάνω Του, πλην όμως πέτρα δεν Τον άγγιξε ούτε κατ’ ελάχιστον. Και τούτο, διότι ο Ιησούς χάθηκε θαυματουργικά από τα μάτια τους και, περνώντας από ανάμεσά τους απαρατήρητος, έφυγε από το Ναό. Φεύγοντας δε από εκεί ο Κύριος και διαβαίνοντας από το μέσο της πόλεως, είδε κάποιον που είχε γεννηθεί τυφλός και τον θεράπευσε, κάνοντας τα μάτια του να βλέπουν. Πρέπει δε να ξέρουμε ότι οι μέγιστες εορτές των Ιουδαίων είναι τρεις: Πρώτη είναι η εορτή του Πάσχα, η οποία τελείται κατά τον πρώτο μήνα, προς ανάμνηση της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Δεύτερη είναι η Πεντηκοστή, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της παραμονής τους στην έρημο επί πενήντα ημέρες, μετά τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας -πενήντα ημέρες, πράγματι, πέρασαν από τη διάβαση της Ερυθράς μέχρι που έλαβαν το μωσαϊκό Νόμο. (Συνολικά βέβαια στην έρημο έμειναν σαράντα χρόνια). Η εορτή αυτή γίνεται και προς τιμήν του αριθμού εφτά, ο οποίος θεωρείται από αυτούς ιερός. Τρίτη είναι η εορτή της Σκηνοπηγίας, η οποία θεσπίστηκε προς ανάμνηση της σκηνής, την οποία ο Μωυσής κατασκεύασε και έστησε με αρχιτέκτονα τον Βεσελεήλ και έχοντας ως πρότυπο τη σκηνή που είδε (που του περιέγραψε ο Θεός) στη νεφέλη στο όρος Σινά. Η εορτή αυτή διαρκεί εφτά ημέρες και, εκτός από τον παραπάνω λόγο, θεσπίστηκε και προς ανάμνηση της επί σαράντα χρόνια παραμονής των Εβραίων στην έρημο. Αλλά και με τη συγκομιδή των καρπών σχετίζεται η εορτή της Σκηνοπηγίας. Τότε, λοιπόν, ενώ τελούνταν η εορτή αυτή, στάθηκε όρθιος ο Χριστός και έκραξε με φωνή μεγάλη: «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Εάν δηλαδή κάποιος αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται προς έμενα διά της πίστεως και ας πίνει ελεύθερα. Πλησίον μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενείς του πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του. Επειδή λοιπόν με τη διδασκαλία Του αυτή ο Χριστός απέδειξε ότι είναι Μεσσίας (δηλαδή χρισμένος από το Θεό Πατέρα βασιλέας και λυτρωτής), αφού έγινε μεσίτης και συμφιλιωτής των ανθρώπων και του αιώνιου Πατέρα Του, γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία, εορτάζοντας την εορτή αυτή και ονομάζοντάς την Μεσοπεντηκοστή, ανυμνούμε και τον Μεσσία Χριστό, αλλά συνάμα δηλώνουμε και τη μεγάλη σημασία που έχει η εορτή αυτή ευρισκόμενη στο μέσο μεταξύ των δύο μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας, δηλαδή του Πάσχα και της Πεντηκοστής. Νομίζω δε ότι για το λόγο αυτό θεσπίστηκε να γίνεται μετά την εορτή αυτή η εορτή της Σαμαρείτιδας, διότι και σ’ εκείνη την εορτή γίνεται λόγος για το Μεσσία Χριστό και περί ύδατος και δίψας, όπως και κατά την παρούσα εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Πέραν δε τούτου, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο διάλογος με τη Σαμαρείτιδα έγινε αρκετά πριν από τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού. Με το άπειρό Σου έλεος , Χριστέ ο Θεός , ελέησέ μας .Αμήν. (Γ.Δ.Παπαδημητρόπουλου, «Με τους Αγίους μας»-συναξάρια Τριωδίου και Πεντηκοσταρίου.)
Η εύρεση της κεφαλής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Όταν ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη, η Τιμία Κεφαλή του τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο όπου και το έκρυψαν στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, (οι οποίοι είχαν φύγει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού), λέγοντάς τους το σημείο όπου βρίσκεται η Τιμία Κεφαλή του.
Οι μοναχοί αυτοί αφού την βρήκαν, την παρέδωσαν σε κάποιον για να την μεταφέρει στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν αυτός όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, και κατέληξε στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος όπου έκρυψε την Τιμία Κεφαλή σε ένα σπήλαιο. Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος, στο Παντείχιον της Βιθυνίας ώσπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας την ανεκόμισε στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου έχτισε μεγαλόπρεπη Ναό.
Η τρίτη εύρεση της κεφαλής του Προδρόμου (25 Μαϊου)
“Ως θείον θησαύρισμα, έγκεκρυμμένον τη γη, Χριστός απεκάλυψε, την Κεφαλήν σου ημίν, Προφήτα και Πρόδρομε· πάντες ουν συνελθόντες, εν τη ταύτη εύρέσει, άσμασι θεηγόροις, τον Σωτήρα ύμνούμεν, τον σώζοντα ημάς εκ φθοράς, ταις ίκεσίαις σου”.
Ακολούθησε και τρίτη έυρεση της τιμίας κεφαλής του Βαπτιστή Ιωάννη, ενώ ήταν πολλά χρόνια κρυμμένη, τώρα φάνηκε μέσα στη γη, όπως διακρίνεται ό χρυσός από τα άλλα κοινά μέταλλα. Όμως, δεν ήταν κλεισμένη μέσα σε ειδική στάμνα όπως πρώτα, αλλά βρισκόταν μέσα σε άργυρό αγγείο και σε τόπο Ιερό. Ή εύρεση αυτή έγινε από τους ιερείς στα Κόμανα της Καππαδοκίας.
Από εκεί μετακόμισαν το Ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όπου ή υποδοχή έγινε με μεγάλη επισημότητα. Ό τότε πιστότατος βασιλιάς και ό Πατριάρχης με όλο τον ορθόδοξο λαό, υποδέχθηκαν με πολλή χαρά την τιμία κεφαλή του Προδρόμου. Έπειτα, με ευλάβεια την προσκύνησαν και την τοποθέτησαν σε τόπο Ιερό. Έτσι, επαληθεύεται ό λόγος του ψαλμωδού Δαυίδ: “Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται”. Ό Κύριος, δηλαδή, φυλάσσει όλα τα οστά των δικαίων, και ούτε ένα από αυτά δε θα συντριβεί. (1. Ψαλμός λγ’ 21).
Οι άλλες παραδόσεις για την εύρεση της Τιμίας κεφαλής του Προδρόμου
Βέβαια περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου υπάρχουν και άλλες αντιφατικές παραδόσεις. Κατά άλλη εκδοχή η τίμια κάρα ευρέθηκε στην Έμεσα το έτος 458 μ.Χ., επί βασιλέως Λέοντος Α (457-474 μ.Χ.), ενώ άλλοι δέχονται ότι αυτή ευρέθηκε το έτος 760 μ.Χ. και μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Έμεσα. Από εκεί μετακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Μιχαήλ Γ (842-867 μ.Χ.) και πατριαρχίας Ιγνατίου.
Για τα ιερά λείψανα του Τιμίου Προδρόμου βρίσκουμε ειδήσεις και σε διάφορους χρονογράφους. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι το έτος 968 μ.Χ. ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας «βόστρυχον του Βαπτιστού Ιωάννου αίματι περφυμένον», που μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Πέντε δε χρόνια νωρίτερα, κόμισε στην Κωνσταντινούπολη από τη Βέροια της Συρίας, περί τον Απρίλιο του έτους 963 μ.Χ., μέρος του ιματίου του Τιμίου Προδρόμου. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Νικηφόρος Φωκάς βρήκε στην Κρήτη «το ένδυμα του Προφήτου εκ τριχών καμήλου τυγχάνον και περί τον τράχηλον ημαγμένον». Η Σύναξη της ευρέσεως της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ετελείτο στο Προφητείο του, που βρισκόταν στην τοποθεσία την ονομαζόμενη Φωρακίου.
Πηγή: http://www.pyles.tv
Άγιος Μελέτιος ο Στρατηλάτης
Και οι συν αυτώ Ιωάννης, Στέφανος, Σεραπίωνας, ο Αιγύπτιος, Καλλίνικος ο μάγος, και οι δώδεκα Τριβούνοι, οι τρείς γυναίκες Μαρκιανή, Παλλαδία, Σωσάννη, δύο νήπια Κυριάκος και Χριστιανός και το λοιπό πλήθος.
Ό στρατηγός Μελέτιος διοικούσε τον ρωμαϊκό στρατό που είχε στρατοπεδεύσει στις Τάβες της Γαλατίας, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Άντωνίνου (138-161). Διαπιστώνοντας τήν ευλάβεια του και φοβούμενοι τον εκμηδενισμό της εξουσίας τους, οι δαίμονες πού κατοικούσαν στα είδωλα της περιοχής πήραν τήν μορφή σκύλων για νά επιτεθούν στους χριστιανούς. Παίρνοντας μαζί του στρατιώτες πού συμμερίζονταν τήν πίστη του και με τήν βοήθεια αγγέλων, ό Μελέτιος θανάτωσε τα ζώα καί κομματιάζοντας τα έξεδίωξε τους δαίμονες. Μετέβη κατόπιν στον ειδωλολατρικό ναό καί με τήν προσευχή του έκανε σκόνη τα άγάλματα των θεών. Οί γενναίοι όμολογητές συνελήφθησαν μέ διαταγή του διοικητή Μαξι[λίνου πού είχε έλθει από τήν Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τους χριστιανούς να θυσιάσουν στους θεούς. ‘Αφού τούς εράβδισαν, τρύπησαν τους αστραγάλους τους με καρφιά, εκείνοι, όμως, παρέμειναν αναίσθητοι στον πόνο, γιατί ή ψυχή τους ήταν όλη στραμμένη στον Κύριο και στα αγαθά πού επαγγέλλεται στους πιστούς μάρτυρες του. Έν συνεχεία έσκαψαν τα πλευρά τους με σιδερένια άγκιστρα και σημάδεψαν τό μέτωπο τους με τό σημείο του σταυρού. ‘Αφοΰ ύπέμειναν και άλλα πολλά βασανιστήρια, υπό τήν σκέπη τής θείας χάριτος, ο άγιος Μελέτιος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου κρεμασθείς από ένα πεύκο, ενώ οί συναθλητές του, Στέφανος και Ιωάννης, αποκεφαλίσθηκαν. Ό Σεραπίων, ο φύλακας τους, καταγόμενος άπό τήν Αίγυπτο, πού είχε μεταστραφεί βλέποντας τήν προστασία πού ο Θεός χορηγούσε στους μάρτυρες, βαπτίσθηκε άπό τον επίσκοπο τής πόλης, παραδόθηκε στους βασανιστές και κατόπιν απο-κεφαλίσθηκε μαζί με τον Καλλίνικο, έναν μάγο πού μεταστράφηκε κι αυτός διαπιστώνοντας ότι τά φίλτρα του ήσαν ατελέσφορα κατά τών χριστιανών. Οί άλλοι συναθλητές του Μελετίου, Τριβούνοι, αξιωματικοί και άνθρωποι υψηλόβαθμοι, πέθαναν στήν πυρά. Τά ονόματα τους ήσαν: Φαύστος, Φήστος, Μάρκελλος, Θεόδωρος, Μελέτιος, Σέργιος, Μαρκελλίνος, Φήλιξ, Φωτεινός, Θεοδωρίσκος, Μερκούριος, Δίδυμος. Οί γυναίκες του Στέφανου, του Ιωάννη και του Σεραπίωνα, Σωσάννη, Μαρκιανή και Παλλάδια, παραδόθηκαν κι αυτές ανελέητα στά βασανιστήρια μαζί με τά βρέφη τους, Κυριάκο και Χριστιανό. Όταν ο διοικητής ρώτησε τά δύο νήπια ποιος είναι Θεός μεγαλύτερος, ο Ζεύς ή ο Χριστός, εκείνα ψέλλισαν: «Ό Χριστός!» και αποκεφαλίσθηκαν. Διηγούνται ότι οί δήμιοι, συνειδητοποιώντας έντρομοι τήν πράξη τους, πέθαναν παρευθύς.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος