Στις 24 Αυγούστου η Ζάκυνθος εορτάζει τον πολιούχο της Άγιο Διονύσιο και συγκεκριμένα εορτάζει την διακομιδή παραλαβή του άφθαρτου και Σεπτού σκηνώματός του, (1717) για να προστατευτεί από τους πειρατές.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
Ο ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
[ Αποσπάσματα. Έκδοση β’ της Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου ]
Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΕ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ
Η Ζάκυνθος, εκείνον τον καιρό, αρχές Αλωνάρη 1571, αγωνιούσε από την απειλή ενός γενικού εξανδραποδισμού. Ο τόσο γνώριμος στους κατοίκους εφιάλτης των τουρκικών επιδρομών άπλωνε τώρα βαρειά τη σκιά του σ’ ολόκληρο το Νησί. Περισσότερα από τριακόσια πενήντα τουρκικά πλοία, με την αρχηγία του τρομερού αρχιπειρατή Ουλουτζαλή, αφού έζωσαν ασφυκτικά όλα τα παράλια, έβγαλαν στην ξηρά δώδεκα χιλιάδες Αγαρηνούς, που έκαιγαν, λεηλατούσαν και σκότωναν. Η εισβολή απέβλεπε στην κατάληψη των αμυντικών προπυργίων του Νησιού και, ιδιαίτερα, του Κάστρου (Τέρρας). Οι Ζακυνθινοί, όμως, με την εμψυχωμένη καθοδήγηση του Προβλεπτή Παύλου Κονταρίνη, έδειξαν ηρωική άμυνα και απέκρουσαν όλες τις λυσσασμένες επιθέσεις των Αγαρηνών εναντίον του Κάστρου. Ανδραγάθησαν τότε πολλοί Ζακυνθινοί, όπως ο ιερωμένος Κωνσταντίνος Κουτούβαλης και ο γιος του Νικόλαος, ο Γεώργιος Μινώτος, οι Βλαστός, Κοκκάλας, Μονδίνος και άλλοι, που κυνήγησαν τους Αγαρηνούς έως τα πλοία τους. Ο Ουλουτζαλής, αφού έκαψε τον Αιγιαλό και πολλά χωριά, υποχρεώθηκε να λύση την πολιορκία του Κάστρου και να φύγει ντροπιασμένος με τα πλοία του από τη Ζάκυνθο. Η φοβερή αυτή επιδρομή των Αγαρηνών στη Ζάκυνθο κράτησε, σχεδόν, δεκαπέντε ημέρες.
Ύστερ’ από δύο μήνες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, κοντά στα νησιά των Εχινάδων, βρέθηκαν αντιμέτωποι οι στόλοι των συμμάχων Χριστιανικών δυνάμεων και των Αγαρηνών, κάπου
πεντακόσια πλοία πολεμικά. Εκεί, ήταν πεπρωμένο να γίνει η κοσμοϊστορική ναυμαχία του Έπαχτου, στις 7 του Οκτώβρη 1571, που έκρινε και την τύχη της Ευρώπης. Η νίκη των Χριστιανικών δυνάμεων υπήρξε αποφασιστική για την εξουδετέρωση της τουρκικής απειλής και η Ζάκυνθος, όπως…
τόσοι άλλοι τόποι, άρχισε ν’ αναπνέει μ’ ένα αίσθημα σιγουριάς για το αύριο. Η Ζάκυνθος πανηγύρισε τότε λαμπρά την απολύτρωση από τον εφιάλτη των τουρκικών επιδρομών στα γαλανά νερά του Ιονίου. Ωστόσο, η σιγουριά τούτη κράτησε μόνο για λίγο. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο τρομερός εφιάλτης ξαναζωντάνεψε!
Τον Ηγούμενο της Αναφωνήτριας βλέπουμε ν’ αναφέρεται σε δύο συμβόλαια, της 16 και 17 Νοεμβρίου 1570 (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ν. Δόριζας), όπου παραχωρεί το μετόχι της Μονής Στροφάδων της Παναγίας στα Παβιολάτα (ή Γοργοεπήκοον) Κεφαλονιάς στον Κ. Παβιόλον, για τρία χρόνια, και τον κάνει συγχρόνως επίτροπό του. Από τότε και μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου 1572, που τον βρίσκουμε σε ανέκδοτο έως τώρα συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Λ. Πλατυπόδη, η παρουσία του δε μαρτυρείται σε κανένα ως τώρα γνωστό έγγραφο.
Η εισβολή τού Ουλουτζαλή στη Ζάκυνθο βρήκε το Δανιήλ πιθανότατα στο ερημητήριό του της Αναφωνήτριας. Όπως αναφέρει το «Χρονικό Γεωργιλά», μια ομάδα εισβολέων έφθασε ως το διπλανό από την Αναφωνήτρια μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών. Οι άπιστοι, αφού λεηλάτησαν το μοναστήρι, αιχμαλώτισαν δύο καλογέρους του. Θα πρέπει να φαντασθούμε ότι εκείνες τις στιγμές, ο Ηγούμενος και οι καλόγεροι της Αναφωνήτριας, αφού έκρυψαν τις ιερές εικόνες και τα σκεύη, κλείστηκαν μέσα στον αρχαίο πύργο του μοναστηριού, που σώζεται ακόμα πλάι στην εκκλησία. Οι άπιστοι, όμως, έφυγαν από το λιμανάκι του Αγίου Γεωργίου, όπου, ασφαλώς, είχαν αποβιβασθή, χωρίς να προχωρήσουν στην Αναφωνήτρια ή τη γύρω της περιοχή.
Ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας έζησε κι αυτός, μαζί με όλους τους συμπολίτες του, το τραγικό δεκαπενθήμερο της εισβολής των Αγαρηνών. Και στις δύσκολες εκείνες στιγμές, μέσα στο Άγιο Βήμα της Αναφωνήτριας, ο Ηγούμενος Δανιήλ Σιγούρος, απόγονος μιας ηρωικής πολεμικής οικογένειας κρατώντας, αντί ξίφος και φονικά όπλα, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, δεήθηκε με θερμά ικετήρια δάκρυα και ακλόνητη Πίστη για την απολύτρωση και σωτηρία του Νησιού του. Και το θαύμα έγινε και το Κάστρο της Ζακύνθου δεν έπεσε κι οι άπιστοι έφυγαν ελεεινοί και ντροπιασμένοι. Πόσα θαύματα έγιναν και γίνονται πάντα, χωρίς να μάθη ποτέ κανείς ποιος τα έκαμε! Κι όμως, πολλά από τα θαύματα του Αγίου Διονυσίου είναι γνωστά πια κι υπάρχουν γι’ αυτά όλες οι επίσημες και αδιάψευστες μαρτυρίες.
Η απολύτρωση της Ζακύνθου από τους Αγαρηνούς γιορτάστηκε στον Αιγιαλό και το Κάστρο, με λιτανείες αγίων Εικόνων, με ποιήματα και υπαίθριες αλληγορικές παραστάσεις. Οι ποπολάροι άρχισαν αμέσως να ξαναχτίζουν τα καμένα σπίτια του Αιγιαλού και της εξοχής. Βούιζε όλος ο τόπος από τραγούδια και χαρές. Οι άρχοντες πάνω στο Κάστρο έβγαλαν ένα προκλάμο, που προκαλεί αληθινά ρίγη συγκινήσεως ως τη στιγμή αυτή! Ούτε λίγο ούτε πολύ, ανήγγειλαν ότι θα γιόρταζαν τα επινίκια της Ζακύνθου με θεατρική παράσταση, όπου θα διδάσκονταν από νέους ευγενείς οι «Πέρσες» του Αισχύλου!
Η ναυμαχία του Έπαχτου, τρεις μήνες αργότερα, υπήρξε το κορύφωμα του θαύματος και της απολύτρωσης του Νησιού από τον απαίσιο βραχνά της κραυγής: – Έρχονται οι Αγαρηνοί!
Οι Ζακυνθινές γαλέρες, που πήραν μέρος στη ναυμαχία, είχαν αράξει τώρα στο νησάκι του Αγίου Νικολάου του Μώλου. Ο κόσμος, από τα μουράγια, χάζευε ώρες ολόκληρες μπροστά τους! -Να η γαλέρα της Κοινότητας, που έχει σοπρακόμιτο τον ήρωα της ναυμαχίας του Έπαχτου, Αντώνιο Κουτούβαλη! Δίπλα της λικνίζεται από το πέλαγος η γαλέρα του Νικολάου Μονδίνου «Η Παναγία». Λίγο μακρύτερα, ολομόναχη και περήφανη, λουσμένη στις τελευταίες ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου, η περίφημη γαλέρα ενός ήρωα της ναυμαχίας, του Μαρίνου Σιγούρου, συγγενή τού Ηγουμένου της Αναφωνήτριας, η «Ιουδήθ», που το ακροστόλιό της σώθηκε και στολίζει σήμερα την είσοδο του μαυσωλείου του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου! Ασίγαστες, από τώρα και για πολλές ημέρες, οι καμπάνες των εκκλησιών. Ο Αιγιαλός, το Κάστρο και οι εξοχές ανάπνευσαν και μπορούν να κοιτάζουν άφοβα το πέλαγος!
Ο Δανιήλ επιβλέπει για όλες τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μοναστηριών του, ενώ πηγαινοέρχεται από τη Ζάκυνθο στα Στροφάδια. Παράλληλα, διψά για ειρήνη και αγάπη για όλους! Η ψυχή του, άγρυπνη, βρίσκεται παντού και δεν παραλείπει ποτέ κανένα από τα χρέη της. Οδηγός της είναι πάντα ο Εσταυρωμένος. Η προσευχή μαζί με την πράξη, ο ασκητισμός μαζί με την άσβηστη φλόγα της Αγάπης! Είναι όπτης και μύστης του αόρατου πνευματικού κόσμου, της Βασιλείας των Ουρανών! Βλέπει και ακούει στην ερημιά των Στροφάδων και της Αναφωνήτριας τα κρυμμένα μεγαλεία του Θεού, τους χορούς των αγγέλων και τους ύμνους των πνευμάτων! Κι η ψυχή του, η αγγελικά πλασμένη, αλλά και θεληματικά δοσμένη στη γήινη δοκιμασία για τη δόξα του Πλάστη και Δημιουργού της, συμμετέχει μαζί τους στην υπερούσια μουσική της Αφθαρσίας! Ας τον παρακολουθήσουμε, όμως, εδώ στην επίγεια ζωή του, πριν ακόμα επιχειρήσουμε, ανάξιοι και ταπεινοί, να εγγίσουμε, «μετά φόβου Θεού και Πίστεως», τη μυστική ζωή του Ιεράρχη!
Την 9 Νοεμβρίου 1573, συμφωνεί με το Νούτσο Ραζή, από το χωριό Πισινόντας, για 54 μόδια κριθάρι. Όπως ανέφερε το κατεστραμμένο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ζακύνθου Κ. Βουτσανέση, ο Νούτσος Ραζής κατείχε σ’ εδαφονομή μέρος χωραφιού στην τοποθεσία Λούμπα του Λαγανά, που είχε πάρει από τον πατέρα του Αγίου Διονυσίου, στα 1559. Ο Νούτσος Ραζής συμφώνησε «μετά του ευγενούς οσιωτάτου ιερομονάχου του κατά κόσμον Σιγούρου και καθηγουμένου της αγίας μονής της Αναφωνήτριας και μετά του αδελφού αυτού μισέρ Κωστή Σιγούρου κ.λπ.». Επίσης, την 8 Αυγούστου 1574, «ο Δανιήλ ο ιερομόναχος το επίκλην Σιγούρος, καθηγούμενος της Μονής της Αναφωνήτριας», έδωσε στο Γεώργιο Σταματίου Βλασσόπουλο ένα χωράφι του στην τοποθεσία Λούρος του χωριού Καλαμάκι (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Α. Λογοθέτης). Την 13 Σεπτεμβρίου 1574, ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας έδωσε στον Σταμάτη Κρόκο ένα χαλαίπεδο «στον Αιγιαλόν Ζακύνθου εν τη τοποθεσία των Σιγουραίων», όπως αναφέρει το ανέκδοτο έως τώρα συμβόλαιο της εποχής, του συμβολαιογράφου Ν. Δόριζα, που, ευτυχώς, διασώθηκε αντίγραφό του.
Την 27 Φεβρουαρίου 1575, συντάσσεται, από το συμβολαιογράφο Ζακύνθου Ν. Παπαγιαννόπουλο, προικοσύμφωνο μεταξύ του Κωνσταντίου Νουκίου Σιγούρου και της Σταματούλας Θεοδώρου Παΐδη, από την Κορώνη. Το προικοσύμφωνο υπογράφεται από τον Αγιο Διονύσιο, που συμφωνεί να γίνει ο γάμος του αδελφού του, ως εξής: «δανιήλ ιερομόναχος και καθηγούμενος βεβεώνω τα άνοθεν και υπόγραψα».
Την 7 Ιουλίου 1576, ο Ηγούμενος της Αναφωνήτριας Δανιήλ Σιγούρος παρουσιάστηκε στο
συμβολαιογράφο Ζακύνθου Ι. Γαβριηλόπουλο και όρισε, μπροστά σε μάρτυρες, γενικό επίτροπό του τον οικονόμο του ίδιου Μοναστηριού, Φιλόθεο Τρομπέτα, στον οποίο έδωσε απόλυτη εξουσία και ελευθερία, «ίνα δύναται, εξ ονόματος αυτού, να λαμβάνη και ζητή παρ’ οιουδήποτε έχοντος δοσοληψίας μετά του Ιεράρχου παν είδος πιστώματος, ιδία δε να υπερασπίζεται τα δικαιώματα της Μονής εκ της αδίκου ενοχλήσεως, της προσγιγνομένης αυτή υπό του διαχειριστού της Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου των Χαρίτων και να χαίρηται πλήρη δικαιοδοσίαν, όπως ενάγη εις τα δικαστήρια τους οφειλέτας και τα τοιαύτα». Από το συμβόλαιο αυτό φαίνεται ότι ο Δανιήλ ήθελε να μείνει αρκετόν καιρό στα Στροφάδια.
Την 16 Ιουνίου 1577, ο οικονόμος Στροφάδων και, συγχρόνως, εξουσιαστής της Μονής Αναφωνήτριας, Φιλόθεος ο Τρομπέτας, «με θέλημα του ηγουμένου της Αναφωνήτριας, ο οποίος θέλει να υπογράψει με το χέρι του, ήγουν ο ηγούμενος ο κύρις δανιήλ το κατ’ επίκλησιν σιγούρος…», ήλθε σε συμβολαιογραφική συμφωνία με το Γεώργιο Παπαγεωργόπουλο, για κάποιο περιουσιακό ζήτημα του Μοναστηριού (Συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ι. Δρακόπουλος). Από το συμβόλαιο αυτό, προκύπτει ότι ο Δανιήλ απουσίαζε από τη Ζάκυνθο και θα επέστρεφε σύντομα. Και πραγματικά, σε λίγο καιρό (άγνωστο ποια ημερομηνία), ο Δανιήλ ήλθε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, προκειμένου ν’ αναχωρήσει από εκεί για προσκύνημα του Αγίου Τάφου.
Δεν είναι γνωστό ακριβώς πώς βρέθηκε ο Δανιήλ στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Οι Συναξαριστές αναφέρουν ότι έφθασε από τη Ζάκυνθο στις Κυκλάδες, αναζητώντας πλοίο για την Παλαιστίνη και από εκεί πήγε στον Πειραιά, για το σκοπό αυτό. Απεναντίας, ο Αρχιεπίσκοπος και ιστοριοδίφης Νικόλαος Κατραμής υποστηρίζει ότι ο Δανιήλ βρέθηκε στην Αθήνα, εξ αιτίας της πειρατείας, η οποία τον ανάγκασε να ματαιώσει το ταξίδι του στην Παλαιστίνη. Η εκδοχή αυτή φαίνεται πιθανότερη. Οπωσδήποτε, είτε γιατί αναζητούσε πλοίο είτε γιατί δε μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του, εξ αιτίας των πειρατών, ο Δανιήλ ήλθε το καλοκαίρι του 1577 στην Αθήνα, όπου σχετίσθηκε με τον ευπαίδευτο και φημισμένο για τις αρετές του Αρχιεπίσκοπο Νικάνορα (1570 – 1592). Ο Δανιήλ ανέβηκε πιθανότατα στην Αθήνα, για να προσκυνήση τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικάνορα και να χαιρετίση την οικογένεια των αρχόντων Μπενιζέλων. Οι οικογένειες Σιγούρου και Μπενιζέλων είχαν στενό φιλικό σύνδεσμο και, μάλιστα, ύστερ’ από λίγα χρόνια συγγένεψαν.
Ο Νικάνωρ, επιβλητική μορφή σοφού και καλλιεργημένου Ιεράρχη, ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του Ζακυνθινού Ηγουμένου. Η ευσέβεια και η απλότητα του Δανιήλ, η άριστη θεολογική κατάρτισή του, ο ταπεινός χαρακτήρας και η ασύγκριτη ευγένεια των τρόπων, έδειχναν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα σπάνια ιερατικά χαρίσματα και τις αρετές του αρχοντικού γόνου της Ζακύνθου. Έτσι, ο Νικάνωρ τού πρότεινε αμέσως να τον χειροτονήσει Αρχιεπίσκοπο Αίγινας, Ύδρας, Πόρου και Αγκιστρίου, όπως απαρτιζόταν η εκκλησιαστική περιφέρεια Αίγινας – Πόρου, η οποία ανήκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η Αρχιεπισκοπή τής Αίγινας, όπως είναι γνωστό, εξαρτώμενη από τη Μητρόπολη Αθηνών, εκείνο τον καιρό εσχόλαζε. Ο Δανιήλ αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι οι δυνάμεις του δεν του επέτρεπαν ν’ αναλάβει ένα τόσο βαρύ αξίωμα. Ο Νικάνωρ, όμως, επέμεινε και αγωνίσθηκε, μάλιστα, για να πείσει το Δανιήλ ν’ αναλάβει το Θρόνο της Αίγινας. Τελικά, τα κατάφερε. Έτσι, όταν βγήκε η επίσημη άδεια της Μεγάλης Εκκλησίας (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τότε ο Ιερεμίας ο Β΄), ο Νικάνωρ χειροτόνησε ο ίδιος το Δανιήλ, μαζί με άλλους δύο Επισκόπους, υπαγόμενους στη Μητρόπολη Αθηνών, στην εκκλησία της Παναγίας Γοεργοεπηκόου (μετέπειτα Αγιος Ελευθέριος, πλάι στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών). Στη χειροτονία, ο Νικάνωρ έδωσε στο Δανιήλ το όνομα Διονύσιος, τιμώντας, έτσι, τον Πολιούχο Αθηνών Αγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ένας ακόμα μεγάλος δεσμός, ο ιερότερος και πολυτιμότερος, είχε πια σφραγιστεί στις μακραίωνες σχέσεις Αθηνών και Ζακύνθου.
Η Αίγινα ήταν ερημωμένη, σχεδόν, ύστερ’ από την επιδρομή του Βαρβαρόσα και τη σφαγή των κατοίκων (1537), όταν οι Τούρκοι έδιωξαν από το Νησί τους Βενετούς. Οι ελάχιστοι Αιγινήτες, που γλίτωσαν από τη σφαγή, τον εξανδραποδισμό και τη φωτιά, είχαν καταφύγει στα βουνά. Στα επόμενα σαράντα χρόνια, πήγαν στην Αίγινα σαν άποικοι κάμποσοι δραστήριοι άνθρωποι από άλλους γειτονικούς τόπους. Έτσι, το ερημωμένο, αλλά όμορφο Νησί άρχισε να ξαναγεννιέται από τη στάχτη του. Η Αίγινα παρουσιάζει στην Ιστορία της μεγάλη συγγένεια με τη Ζάκυνθο, όχι μόνο εξ αιτίας της Αρχιερατείας του Αγίου Διονυσίου, αλλά και γιατί και τα δύο Νησιά είχαν ανέκαθεν, στη μακραίωνη ζωή τους, την ίδια κοινή μοίρα της ολοκληρωτικής καταστροφής κι ύστερα της αναγέννησης! Όταν ξαναγύρισε η ζωή στην Αίγινα, η Ορθόδοξη Εκκλησία ετοιμάστηκε να επανιδρύσει τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του Νησιού. Και ο Νικάνωρ, όπως είδαμε, βρήκε αμέσως στο πρόσωπο του Ηγουμένου της Ζακύνθου τον άξιο Ιεράρχη της αναγεννημένης Αίγινας.
Η γνωστή άποψη, ότι η ορθόδοξη επισκοπή της Αίγινας, από τα 1204 ως την αρχιερατεία του Διονυσίου Σιγούρου (1577 – 1578) εσχόλαζε, αποδεικνύεται, από το Ημερολόγιο του Marino Sanuto, εσφαλμένη. Έτσι, μπορεί να υποστηρίξει κανείς βάσιμα ότι ύστερ’ από την εγκατάσταση των Βενετών στην Αίγινα (1451), επετράπη και η εγκατάσταση ορθόδοξου Αρχιεπισκόπου στο Νησί. Άρα, ο Διονύσιος Σιγούρος δεν ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Αίγινας, όπως πιστεύεται απ’ όλους, αλλά υπήρξε ο πρώτος ύστερ’ από την καταστροφή του Βαρβαρόσα (1537). Δηλαδή, ο Θρόνος της Αίγινας εσχόλαζε από το 1537 μέχρι το 1577, ακριβώς σαράντα χρόνια.
Η αρχιερατεία του Διονυσίου Σιγούρου στην Αίγινα κράτησε από τα τέλη του 1577 μέχρι τα μέσα ή τέλη του 1578. Ο Διονύσιος αγάπησε την Αίγινα και τους Αιγινήτες. Παραστάθηκε σαν αληθινός πνευματικός πατέρας σ’ όλες τις ανάγκες και τους σκληρούς αγώνες των αποίκων και των ελάχιστων αρχικών κατοίκων της Παληαχώρας της Αίγινας. Η ανάμνηση της φρικτής τραγωδίας ήταν ακόμα ολοζώντανη στις μνήμες του Νησιού. Ο Διονύσιος ενέπνεε, στήριζε, καθοδηγούσε, άνοιγε ορίζοντες σε κάθε ζωή! Οι λιγοστοί Αιγινήτες της Παληαχώρας τον αγαπούσαν και τον ελάτρευαν κι αντλούσαν από τα ευλογημένα θαυματουργά χέρια του την ελπίδα και το θάρρος για ένα καλύτερο αύριο. Η αρχιερατική παρουσία του Διονυσίου στην Αίγινα ήτανε Φως και Ζωή! Ένας καινούριος κόσμος ημεράδας και αγάπης είχε ανατείλει στην τρομακτική εκείνη πλαγιά τού εξανδραποδισμού και της σφαγής! Στην Επισκοπή της Παληαχώρας της Αίγινας, υπάρχει ακόμα, έξω από την πόρτα της εκκλησίας, ο πέτρινος θρόνος, όπου, ύστερ’ από τον εκκλησιασμό, καθόταν ο Διονύσιος και μοίραζε το αντίδωρο στους πιστούς. Ο Διονύσιος είχε εγκατασταθεί στο διπλανό από την Επισκοπή κελί, όπου σήμερα διασώζεται η μεταγενέστερη συγκινητική επιγραφή, εκδήλωση αιώνιας λατρείας των Αιγινητών στον Ιεράρχη τους: Προς τιμή του Αγ. Διονυσίου, ανακινούμε το σπίτι του. Ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος λειτουργούσε στην εκκλησία της Επισκοπής σ’ όλο το διάστημα της Αρχιερατείας του στην Αίγινα.
Ύστερ’ από ένα χρόνο, έφυγε ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος από την Αίγινα, αφού πρώτα νουθέτησε κ’ ευλόγησε τους Αιγινήτες. Υπήρχε, βέβαια, η νοσταλγία του Διονυσίου για την ερημιά των Στροφάδων και της Αναφωνήτριας, κι ακόμα η ασίγαστη επιθυμία να υπηρετήσει τον ιερό σκοπό της ψυχικής σωτηρίας των συμπολιτών του. Ωστόσο, πάνω από κάθε προσωπικό αίσθημα ή εσωτερική ανάγκη, ο Διονύσιος έβαζε πάντα το καθήκον, τα ιερά πνευματικά του χρέη. Ακριβώς αυτά, στη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, τον υποχρέωναν, όπως φαίνεται, ν’ αφήσει την Αίγινα. Την εύλογη εξήγηση, μας τη δίνει ο Πάνος Κ. Καλλιγάς: «Η αρχιεπισκοπή ουσιαστικώς ήτο άνευ ποιμνίου, υπάρχουσα μόνον ονομαστικώς, μη δυναμένη δε να επαρκέση εις τας προς την προϊσταμένην αυτής εκκλησιαστικήν αρχήν υποχρεώσεις και του αρχιεπισκόπου τας ανάγκας. Δια τον αρχιεπίσκοπον τούτον, τον τόσον ευσυνείδητον και ευθύν τον χαρακτήρα, η παραμονή εις τον θρόνον κατέστη μαρτύριον και το 1579 (γράφε 1578) παρητήθη προς μεγάλην θλίψιν των Αιγινιτών, μεθ’ ο επανήλθεν εις Ζάκυνθον και εγκατεστάθη πάλιν εις τη Μονήν της Αναφωνήτριας…».
Έτσι, ο Αγιος Διονύσιος, φεύγοντας ως Ηγούμενος από τη Ζάκυνθο, το καλοκαίρι του 1577, με σκοπό να φθάσει στους Αγίους Τόπους και να προσκυνήσει τον Τάφο του Χριστού, επέστρεφε τώρα χωρίς να εκπληρώσει την ιερή αυτή επιθυμία, επωμισμένος συγχρόνως και το βαρύ αξίωμα του Αρχιεπισκόπου. Ο Ιεράρχης έβλεπε μέσα στην ψυχή του καθαρά όλες τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του αξιώματός του, όχι μόνο απέναντι των συμπολιτών του, αλλά και απέναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο ΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Οι ανταγωνισμοί των αρχόντων της Ζακύνθου, αντιζηλίες, κυρίως, για τα πρωτεία και τις τιμές του Συμβουλίου της Κοινότητας, είχαν εκδηλωθεί από τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας. Οι τίτλοι και τα αγαθά, που παραχωρούσε η Βενετία στους άρχοντες για τις πολεμικές τους υπηρεσίες σ’ αυτήν, ανάσταιναν ακόρεστες επιθυμίες ανωτέρων τιμητικών διακρίσεων και φιλοπρωτίας.
Η αρχοντική οικογενειακή παράδοση -ανδραγαθήματα στους πολέμους και ανώτερη κοινωνική επιβολή- αποτελούσε απαραίτητο κριτήριο εξασφαλίσεως υψηλοτέρων αξιωμάτων στην ιεραρχία του Συμβουλίου της Κοινότητας και, γενικότερα, της Βενετσιάνικης αποικιοκρατίας. Ο ανταγωνισμός αυτός των αρχόντων της Ζακύνθου, επόμενο ήταν να εκδηλωθεί εντονότερος ανάμεσα στις οικογένειες εκείνες, οι οποίες είχαν προσφέρει σπουδαίες πολεμικές υπηρεσίες στη Βενετία, εξασφαλίζοντας, έτσι, τα πρωτεία της κοινωνικής ζωής του τόπου. Οι εξέχουσες και συγγενικές οικογένειες των Σιγούρων και των Μονδίνων, ιδιαίτερα ύστερ’ από τη Ναυμαχία του Έπαχτου, φορτωμένες με νέα πολεμικά τρόπαια και δάφνες, απόκτησαν ακόμη περισσότερη δύναμη, όχι μόνο στις τάξεις του αρχοντολογιού, αλλά και στον ίδιο το Λαό. Οι ποπολάροι, ανάλογα με τις υποχρεώσεις, τα αισθήματα και τα συμφέροντα καθενός, εξεθείαζαν τις πολεμικές αρετές και τα κοινωνικά προτερήματα, άλλοι των Σιγούρων και άλλοι των Μονδίνων. Έτσι, άρχισε να χωρίζεται ο ανήσυχος και δραστήριος Αιγιαλός σε δύο μεγάλες αντίπαλες κοινωνικές παρατάξεις οπαδών και αντιπάλων των δύο πρωτευουσών οικογενειών.
Εκείνο τον καιρό (1581), οι σχέσεις των δύο οικογενειών είχαν οξυνθεί, από άγνωστη αιτία. Έτσι, η φιλονικία αυτή, που κατέληξε σε αδιάλλακτη αμοιβαία έχθρα (οφειλόμενη πιθανότατα στους ανταγωνισμούς των ιερατικών αξιωμάτων του Συμβουλίου της Κοινότητας), εύρισκε ζωηρή εριστική απήχηση στους οπαδούς των δύο οικογενειών.
Όπως προκύπτει από τέσσαρες ανέκδοτες πολύτιμες εκθέσεις του Προβλεπτή Ζακύνθου, Giov. Antonio Venier, προς τη Βενετσιάνικη Κυβέρνηση, χρονολογημένες από 21 Νοεμβρίου 1582, 28 Δεκεμβρίου 1582, 1 Ιουνίου 1583 και 16 Ιουλίου 1583, η αδιάλλακτη έχθρα των δύο πρωτευουσών οικογενειών Σιγούρων και Μονδίνων είχε ξεσηκώσει ολόκληρο τον Αιγιαλό σε δύο αντιμαχόμενες φατρίες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ταραχές και φόνοι.
Ο Προβλεπτής αναφέρει, στην πρώτη του έκθεση, ότι οι έχθρες και τα μίση των δύο οικογενειών και παρατάξεων, που βρήκε όταν πάτησε το πόδι του στη Ζάκυνθο, «ύστερ’ από μια πομπώδη ειρήνευση», άναψαν πάλι, κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού του 1582. (Πιθανότατα, η ανακωχή αυτή ακολούθησε ύστερ’ από την δολοφονία του Κωνσταντίνου Νουκίου Σιγούρου, αδελφού του Αγίου Διονυσίου, στις αρχές Δεκεμβρίου 1580). Ο Προβλεπτής δεν αναφέρει τη δολοφονία τούτη, ούτε τα αίτια της «πομπώδους» ανακωχής των δύο οικογενειών. Ο σκοπός των εκθέσεών του, ιδιαίτερα της πρώτης και της δεύτερης, αποβλέπει στο να εκφράσει τις ζωηρές ανησυχίες του για την εξέλιξη της οξύτατης αυτής αντιδικίας των δύο οικογενειών και παρατάξεων, και να κρούση τον κώδωνα του κινδύνου στη Βενετσιάνικη Κυβέρνηση για μια ενδεχόμενη γενικότερη κοινωνική σύρραξη στη Ζάκυνθο. Οι προσπάθειές του, όπως αναφέρει ο ίδιος, για να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους, τιμωρώντας ακόμα όσους έδειχναν ανυπακοή, έμειναν άκαρπες και ναυάγησαν. Η κοινωνία του πυκνοκατοικημένου Αιγιαλού ήταν αδιάλλακτα χωρισμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και δεν είχε μείνει κανένας ουδέτερος στην οικογενειακή αυτή διένεξη! Ολοένα, κάθε μέρα, μεγάλωναν τα μίση και άναβε ο φανατισμός, με αντεκδικήσεις και φόνους.
Ο Προβλεπτής και οι Ευγενείς από το Κάστρο, ήταν αδύνατο, εξ αιτίας της αποστάσεως και των μέσων, να εμποδίσουν ένα γενικότερο κύμα κοινωνικών ταραχών στον ανταριασμένο Αιγιαλό. Απευθύνεται, λοιπόν, ο Προβλεπτής προς τη Βενετσιάνικη Γερουσία, η οποία είχε σημαντικά στρατηγικά συμφέροντα από τη γεωγραφική θέση της Ζακύνθου, και ζητεί να βρει αυτή αποτελεσματικούς τρόπους ειρηνεύσεως των δύο οικογενειών και παρατάξεων. Οι φόνοι, τα επεισόδια και άλλα, άγνωστα έως τώρα, τοπικά γεγονότα της χρονικής περιόδου 1582 – 1583, πλαισιωμένα όλα από την αδιάλλακτη έχθρα των δύο οικογενειών και παρατάξεων, αποτελούν το αντικείμενο των υπολοίπων ανεκδότων εκθέσεων του Προβλεπτή Ζακύνθου Giov. Antonio Venier. Οι πολύτιμες αυτές εκθέσεις αποκτούν ιδιαίτερη αξία για την ιστορική έρευνα της κοινωνίας της Ζακύνθου στα χρόνια εκείνα. Εμείς, ωστόσο, είμαστε υποχρεωμένοι εδώ να σταματήσουμε αποκλειστικά και μόνο στο σκοτεινό ζήτημα της δολοφονία του Κωνσταντίου Νουκίου Σιγούρου.
Ο Ε. Ρ. Ραγκαβής γράφει ότι ο αδελφός του Αγίου Διονυσίου Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη στην Πελοπόννησο, στα 1582. Ο Ραγκαβής, ωστόσο, παραλείπει να μνημονεύσει την πηγή από όπου αντλεί την πληροφορία του. Όπως κι άλλες πληροφορίες του Ραγκαβή για τη Ζακυνθινή οικογένεια Σιγούρου, έτσι κι αυτή ελέγχεται ανακριβής.
Ο Λ. Χ. Ζώης απέδειξε, από επίσημα έγγραφα του κατεστραμμένου Αρχειοφυλακείου Ζακύνθου, ότι ο Κωνσταντίνος Νουκίου Σιγούρος ζούσε μέχρι την 14 Ιουλίου 1580, που έδωσε στον Ιω. Μαλλιαρά το περιβόλι του στις Βαρές (Συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ιω. Δρακόπουλος), και είχε πεθάνει πριν από την 21 Δεκεμβρίου 1580, που ο Ιεράρχης Διονύσιος και ο πενθερός του αδελφού του, Θεόδωρος Παΐδης, παρίστανται ως επίτροποι της κληρονομίας του «ποτέ μισέρ Κωνσταντή Σιγούρου» (Συμβολαιογράφος Ζακύνθου Ν. Παπαγιαννόπουλος).
Ο Κωνσταντίνος Σιγούρος παντρεύτηκε τη Σταματούλα Θεοδώρου Παΐδη. Από το γάμο του, απέκτησε δύο κόρες, την Παυλίνα και τη Φιορού. Η πρώτη πέθανε νεώτατη κ’ η δεύτερη παντρεύτηκε στα 1600, τον Π. Στυλιανέση. Ο Κωνσταντίνος Σιγούρος, επιφανής άρχοντας και κτηματίας, απέτυχε την 19 Ιουνίου 1580, ως Σύνδικος της Κοινότητας Ζακύνθου, ψηφίσθηκε, όμως, ως Κήνσωρ, με ψήφους 81 κατά 45. Η αποτυχία του εκείνη να υπερψηφισθή Σύνδικος, μήπως υπήρξε απαρχή της φιλονικίας των Σιγούρων με τους Μονδίνους; Εξέχοντες Υμνογράφοι του Αγίου Διονυσίου, κυρίως, όμως, η αγέραστη και ζωντανή παράδοση της Ζακύνθου, αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος Νουκίου Σιγούρος δολοφονήθηκε κι ο φονιάς, κυνηγημένος από τις Αρχές, περιπλανήθηκε άθελά του στα βουνά κι έφθασε στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας, όπου ζήτησε άσυλο από τον άγνωστό του Ηγούμενο και αδελφό του θύματος. Ο κακούργος εξομολογήθηκε το φρικτό έγκλημά του στον Ηγούμενο της Αναφωνήτριας. Ο Άγιος Διονύσιος έκρυψε από τους στρατιώτες και συγχώρησε το φονιά του αδελφού του και, μάλιστα, τον βοήθησε να φύγη με μια βάρκα, μέσα στη νύχτα, για την απέναντι στεριά της Κεφαλονιάς.
Η εγκυρότερη μαρτυρία της συγγνώμης του Αγίου Διονυσίου προέρχεται από τον Υμνογράφο του, Άγγελο Σουμάκη, γνωστό άρχοντα και λόγιο της Ζακύνθου. Ο Άγγελος Σουμάκης ή Συμμάχιος εξυμνεί την πράξη συγγνώμης του Αγίου Διονυσίου προς το φονιά του αδελφού του, την οποία είχε ακούσει ασφαλώς από το στόμα των γονέων, συγγενών και συμπολιτών του, συγχρόνων της ζωής ή του θανάτου του Ιεράρχη.
Παρ’ όλη την έλλειψη ως τώρα σύγχρονης γραπτής μαρτυρίας για τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Νουκίου Σιγούρου, εμείς την παραδεχόμαστε, από πολλά επίσημα στοιχεία, ως το ιστορικό γεγονός των αρχών Δεκεμβρίου του 1580. Μια έρευνα στον κυκεώνα των Βενετσιάνικων Αρχείων, πιστεύουμε πως, ανάμεσα σ’ άλλα, θα έφερνε στο φως και το κλειδί του ιστορικού αυτού ζητήματος! Ωστόσο, υπάρχει από τα πράγματα ένα μυστήριο γύρω από την απόκρυψη της δολοφονίας του Κωνσταντίνου Νουκίου Σιγούρου. Η μοναδική έγγραφη πηγή της Ζακύνθου, που θα έλυνε οριστικά το σκοτεινό αυτό ζήτημα, εξαφανίσθηκε σκόπιμα σε άγνωστη εποχή και από άγνωστο πρόσωπο! Ένα μεγάλο «γιατί» γεννιέται αυθόρμητα, ύστερ’ από την ανάγνωση της παρακάτω επίσημης μαρτυρίας του Λ.Χ. Ζώη: «Ανέτρεξα εις πολλάς πηγάς, προς εξακρίβωσιν του θανάτου του (του Κωνσταντίνου Νουκίου Σιγούρου), διεξήλθα κατά λέξιν σχεδόν όλους τους τότε συμβολαιογράφους και άλλα έγγραφα, εζήτησα σχετικάς πληροφορίας εκ των Αρχείων Κερκύρας και Βενετίας, αλλ’ αι παρασχεθείσαι μοι πληροφορίαι ουδόλως διελεύκαναν το τόσω σκοτεινόν, όσω και ενδιαφέρον ζήτημα τούτο. Μία μόνη ευτυχής σύμπτωσις παρουσιάσθη, η οποία και προς στιγμήν εθέρμανε τας ελπίδας μου.
Ήτο η ανακάλυψις παρά τω Αρχειοφυλακείω Ζακύνθου του Βιβλίου Αποφάσεων του Κακουργοδικείου των ετών 1580 – 1584, όπου ήλπιζα ότι θ’ ανεύρισκον την καταδικαστικήν απόφασιν του φονέως και την αιτίαν του φόνου του Κωνσταντίνου Σιγούρου, αν, πράγματι, συνέβη τοιούτος. Ατυχώς, αι ελπίδες μου διεψεύσθησαν, διότι εκ του ανωτέρω βιβλίου έχουν αποσπασθή και φαίνονται τα ίχνη της εκραφής τα υπ’ αρ. 5 και 6 (φύλλα), σελίδες τέσσαρες, ακριβώς εις τα φύλλα εκείνα, εις τα οποία διαλαμβάνονται αι καταδικαστικαί αποφάσεις από το τέλος Νοεμβρίου 1580 μέχρι της 6 Μαρτίου 1581. Επίσης, και εκ του τέλους του βιβλίου έχουν αποσπασθή δύο σελίδες, εν αις ονομαστικόν ευρετήριον των περιεχομένων του βιβλίου. Τι να υποθέση τις εντεύθεν; Υπήρχε πράγματι εις τας ελλειπούσας σελίδας το όνομα του φονέως του Κωνσταντίνου Σιγούρου και η αιτία της πράξεως; Και αν υπήρχε, ποία χειρ βέβηλος ή αργυρώνητος απέσπασε τα σελίδας εκείνας; Και οι αποσπάσαντες -διότι, ασφαλέστατα, αι σελίδες απεσπάσθησαν σκοπίμως- ήσαν τάχα ενδιαφερόμενοι, ήσαν συγγενείς του δράστου, ζητήσαντες ούτω ν’ αποκρύψουν από τας μελλούσας γενεάς το όνομα του φονέως του αδελφού του Αγίου, δια την αλγεινήν εντύπωσιν, ή άραγε του παθόντος, φονευθέντος ίσως δια πράξιν, η οποία, χάριν του γοήτρου της οικογένειας των Σιγούρων, θα έπρεπε να μη γίνη γνωστή εις τους μεταγενέστερους; Όπως και αν έχη το πράγμα, μυστήριον καλύπτει την υπόθεσιν ταύτην…».
Και ερωτάται: Την απόσπαση των σελίδων εκείνων, όπου υπήρχε το όνομα του φονιά, τα αίτια της πράξεως, κι η καταδικαστική απόφαση, επραγματοποίησαν οι Μονδίνοι ή οι Σιγούροι; Ας λεχθεί ότι παλιότερα είχε διορισθεί Αρχειοφύλακας Ζακύνθου κάποιος Μονδίνος και, συνεπώς, η απόσπαση των σελίδων ήταν εύκολη. Επίσης, δεν πρέπει ν’ αποκλεισθεί καθόλου και η εκδοχή της αποσπάσεως των σελίδων από την οικογένεια των Σιγούρων, από ευσχημοσύνη προς το πρόσωπο του Αγίου, αν όχι και σύμφωνα με την απαίτηση του ίδιου, για να ειρηνεύσουν τα πνεύματα. Η τελευταία αυτή εκδοχή πλησιάζει περισσότερο προς την αλήθεια, επειδή, αν προσέξει κανείς σ’ όλα τα μεταγενέστερα οικογενειακά συμβόλαια του Αγίου Διονυσίου, θα παρατηρήσει ότι σε κανένα απ’ αυτά δε μνημονεύεται ο τρόπος του θανάτου του αδελφού του, αλλά πάντα η έκφραση «ο μακαρίτης μισέρ Κωνσταντής» κι ακόμα, το σπουδαιότερο, ότι ύστερ’ από λίγα χρόνια, η τόσο επιθυμητή συμφιλίωση των δύο οικογενειών είχε πραγματοποιηθεί, χωρίς καμμίαν επέμβαση ή πίεση της Βενετίας. Πίσω απ’ όλα αυτά, είμαστε βέβαιοι ότι υπήρχε η απέραντη ανεξικακία και συγνώμη του Αγίου μας, ο οποίος, αφού ήπιε ολόκληρο το φοβερό εκείνο ποτήρι της δολοφονίας του αγαπημένου του αδελφού, έσφιξε την καρδιά του, κοίταξε ψηλά και αγωνίσθηκε σκληρά με όλους, και πρώτ’ απ’ όλα με τον ίδιο τον εαυτό του, για να ξεχασθή το τρομερό εκείνο έγκλημα, που μάτωσε τόσο την ψυχή του, να ειρηνεύσουν οι δύο πρωτεύουσες οικογένειες και να συμφιλιωθούν οι συμπολίτες του.
Η ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟ ΘΡΟΝΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Όπως είναι γνωστό, από τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, είχαν καταλυθεί από τους φράγκους δυνάστες της Ανατολής οι ορθόδοξοι αρχιερατικοί θρόνοι της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου. Στα μέσα περίπου του 15ου αιώνα, επί Λεονάρδου Β΄ Τόκκου, διορίσθηκε κοινός ορθόδοξος επίσκοπος Κεφαλονιάς, Ζακύνθου, Ιθάκης και Στροφάδων ο Γεράσιμος Λοβέρδος και, συγχρόνως, θεσπίστηκε να εκλέγει πάντα τον Επίσκοπο, με τη συμμετοχή υποψηφίων Ιθακησίων, Κεφαλλήνων και Ζακυνθίων, αποκλειστικά και μόνο ο κεφαλληνιακός κλήρος. Είναι άγνωστο γιατί ο Λεονάρδος Β΄ Τόκκος ή οι διάδοχοί του έδωσαν στον κεφαλληνιακό κλήρο το χαριστικό αυτό προνόμιο. Από τότε ο κεφαλληνιακός κλήρος, από αίσθημα τοπικισμού, απέκλεισε τους άξιους του αξιώματος Ζακυνθινούς ιερωμένους (Ιθακήσιοι ποτέ δεν υπέβαλαν υποψηφιότητα) και εξέλεγε Κεφαλλήνιους επισκόπους. Ύστερ’ από την εκλογή και την έκδοση της πατριαρχικής άδειας, ακολουθούσε η χειροτονία του επισκόπου, από το μητροπολίτη Κορίνθου. Έτσι, η κοινή, πλέον, επισκοπική έδρα Κεφαλονιάς και Ζακύνθου εξακολούθησε να υπάγεται στο μητροπολίτη Κορίνθου, σύμφωνα με την αναγνωρισμένη από παλιότερα ορθόδοξη εκκλησιαστική θεσμοθεσία. Η δικαιοδοσία, όμως, του κεφαλληνιακού κλήρου επί του ζακυνθινού, όπως επέβαλλαν οι τύποι και τα προνόμια – θεσπίσματα των άλλοτε κυριάρχων φράγκων, έγινε απαρχή εκκλησιαστικών διενέξεων των δύο Νησιών.
Όταν οι Βενετοί έγιναν κύριοι της ερημωμένης σχεδόν Ζακύνθου (1485) κι ακόμα στα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα, εξ αιτίας του αποικισμού και της ακαταστασίας των καιρών, είχε αμεληθεί από τους εγκατοίκους η ανάγκη της επανιδρύσεως του ορθόδοξου τοπικού επισκοπικού θρόνου. Οι κάτοικοι, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, έχτιζαν σπίτια ή ξεχέρσωναν χωράφια για την επαναφορά ομαλών συνθηκών κάποιας κοινωνικής ζωής. Η Βενετία, ωστόσο, έδωσε το δικαίωμα της εκλογής ορθοδόξου αρχιερέα (πρωτοπαπά) για την προσωρινή διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Ο πρωτοπαπάς κανόνιζε γάμους, επέτρεπε αφορισμούς, έκρινε υποθέσεις εκκλησιαστικές κλπ, εκτός από τη χειροτονία ιερωμένων. Οι υποψήφιοι έπρεπε να πηγαίνουν στην Κεφαλονιά και να χειροτονούνται από τον ορθόδοξο επίσκοπο Κεφαλονιάς και Ζακύνθου.
Ο πρωτοπαπάς της Ζακύνθου εκλεγόταν από τον ορθόδοξο επίσκοπο των δύο Νησιών μέχρι του 1601, οπότε αποφασίστηκε να διορίζεται κάθε πενταετία, ύστερ’ από ψηφοφορία του Συμβουλίου Ζακύνθου. Η Κοινότητα Ζακύνθου, που είχε προκαλέσει την απόφαση της Γερουσίας, είχε ζητήσει, με πρεσβεία σταλμένη στη Βενετία, να γίνεται η εκλογή τού πρωτοπαπά από τον εγχώριο κλήρο του Νησιού. Η Βενετία, όμως, απέρριψε την αίτηση της Κοινότητας Ζακύνθου, γιατί δεν ήθελε ποτέ ν’ αποκτήσει αυτοτέλεια ή ανεξαρτησία η Ορθόδοξη Εκκλησία των υπηκόων της. Είναι αλήθεια ότι η Βενετία είχε παραχωρήσει ορισμένες ελευθερίες ή προνόμια στον ορθόδοξο κλήρο της Επτανήσου. Η Ορθοδοξία των Ιονίων Νήσων δεν έπαθε από τους Βενετούς όσα επί των Σταυροφόρων και Φράγκων δυναστών της Ανατολής. Η σύγκριση στην Ιστορία είναι απαραίτητη προϋπόθεση αντικειμενικότητας και δικαιοσύνης. Η Βενετία, στις οξύτατες αντιδικίες ορθοδόξων και καθολικών, έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια στους Έλληνες κι έφθανε μέχρι του σημείου να θεωρείται ότι αντιμάχεται την Καθολική Εκκλησία. Ύψιστα συμφέροντα της Βενετίας υπαγόρευαν την υποχρεωτική αυτή πολιτική. Έβλεπε και θαύμαζε τους Έλληνες, από τα 1475, να ρίχνονται, μ’ όλη τους την καρδιά, στους Τουρκοενετικούς πολέμους, υποστηρίζοντας με αυταπάρνηση τη σημαία του Αγίου Μάρκου.
Η Βενετία καλλιεργούσε τα εθνικά ιδεώδη των Ελλήνων εναντίον ενός κοινού εχθρού. Η ιστορία των Τουρκοενετικών πολέμων έχει να δείξει πολλούς ήρωες Επτανήσιους στη στεριά και το πέλαγος. Αυτούς τους γενναίους πολεμιστές είχε ανάγκη πάντα η Βενετία στους ατελείωτους πολέμους της. Και σε πολλές περιπτώσεις, ήθελε να φαίνεται απέναντί τους ευνοϊκή και πρόθυμη. Ωστόσο, οι εκκλησιαστικές ελευθερίες, που παραχωρούσε η Βενετία στους Επτανήσιους, ήταν πάντα καλοζυγισμένες, στα μέτρα της δικής της αποικιακής πολιτικής.
Οι ανωμαλίες, οι προστριβές και οι ταραχές στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου είχαν δημιουργήσει αληθινό αδιέξοδο σε όλους. Ο επίσκοπος υπέβλεπε τον πρωτοπαπά και ο πρωτοπαπάς τον επίσκοπο. Αγανακτούσε ή απειθούσε ο πρωτοπαπάς και το ιερατείο της Ζακύνθου στις διαταγές των Τόκκων για τα χαριστικά δικαιώματα του επισκόπου. Αντιδρούσε ο επίσκοπος, από λόγους οικονομικούς ή γοήτρου, όταν ορθόδοξοι αρχιερείς, έστω και αχρημάτιστα ή με πατριαρχικό διορισμό, εξασκούσαν στη Ζάκυνθο χρέη επισκοπικά, και κατέφυγε στην επέμβαση της Βενετίας. Οι αντιθέσεις και διαφορές έφθαναν ως το Δόγη, ο οποίος απέρριπτε αδιάκοπα τα δίκαια αιτήματα της Ζακύνθου για ουσιαστική ισότητα και δικαιοσύνη στην εκκλησιαστική αυτή διένεξη.
Εν’ από τα σημαντικότερα επεισόδια της διενέξεως αυτής ήταν η χειροτονία του Ζακυνθινού Παχωμίου Μακρή (1557) ως επισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, από το μητροπολίτη Κορίνθου, χωρίς προηγούμενη ψηφοφορία του κλήρου της Κεφαλονιάς. Αγανακτισμένη, ξεσηκώθηκε τότε η Κοινότητα της Κεφαλονιάς και διαμαρτυρήθηκε στο Δόγη της Βενετίας για την παράνομη εκλογή, που αγνοούσε τη διαδικασία του καθεστώτος των Δε Τόκκων. Ακόμα και ο πρωτοπαπάς της Ζακύνθου ήλθε αντιμέτωπος με τον συμπολίτη του επίσκοπο, διαμαρτυρόμενος εντονότατα, επειδή έχανε τα δικαιώματα του αξιώματός του! Αντιπρόσωποι και πρεσβείες της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου έφθαναν άλλη μια φορά στη Βενετία, για την επίλυση της εκκλησιαστική αυτής διαφοράς. Η Βενετσιάνικη Γερουσία, με θέσπισμά της από 8 Φεβρουαρίου 1558, χωρίς ν’ ακυρώσει την εκλογή του επισκόπου Μακρή, έστειλε αυστηρή διαταγή στο μητροπολίτη Κορίνθου, να μη χειροτονεί πια παρά μονάχα τον εκλεκτό του κλήρου της Κεφαλονιάς, χωρίς, όμως, να αποκλείονται σαν υποψήφιοι οι κληρικοί της Ζακύνθου. Η Κοινότητα Ζακύνθου είχε ζητήσει τότε (1558) από τη Βενετσιάνικη Γερουσία να εκλέγει ο Ζακυνθινός κλήρος δικό του επίσκοπο, αλλά η αίτηση αυτή δεν έγινε δεκτή.
Ύστερ’ από το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου Φιλοθέου Λοβέρδου (1581), οι συμπολίτες του Ιεράρχη Διονυσίου τον προέτρεψαν να βάλει υποψηφιότητα για τη χηρεύουσα μητροπολιτική έδρα. Ο Ιεράρχης αρνήθηκε αρχικά^ ωστόσο, υποχρεώθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του, ύστερ’ από επίμονες θερμές παρακλήσεις των κληρικών και κατοίκων της Ζακύνθου, που ήθελαν να ιδούν κι αυτοί Αρχιεπίσκοπο της κοινής μητροπολιτικής έδρας ένα συμπολίτη τους και, μάλιστα, το φημισμένο για τις αρετές του πρώην Ιεράρχη της Αίγινας.
Όταν διατάχθηκε η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, ο Ιεράρχης Διονύσιος όρισε ως επίτροπό του το λόγιο συμπολίτη, επιστήθιο φίλο και συμμοναστή του, Σωφρόνιο Κατηλάνο, ο οποίος πήγε στην Κεφαλονιά και πρότεινε την υποψηφιότητα του Διονυσίου Σιγούρου, με τις εξής υποσχέσεις, αν εκλεγόταν: α) Κανένα δικαίωμα δεν θα έπαιρνε από τους ιερωμένους, όπως έκαναν ως τότε οι επίσκοποι, β) Θα χειροτονούσε χωρίς καμμιάν αμοιβή, γ) Θα έμενε οχτώ μήνες του χρόνου στην Κεφαλονιά και τέσσαρες στη Ζάκυνθο, και δ) Θα έδινε τριακόσια δουκάτα για την ανοικοδόμηση της επισκοπής. Ο Σωφρόνιος Κατηλάνος υπέβαλε την έγγραφη αναφορά για την υποψηφιότητα του Ιεράρχη Διονυσίου, στο ιερατείο και τους Συνδίκους της Κεφαλονιάς, την 25 Ιουλίου 1582. Στην εκλογή εκείνη, υποψήφιος ήταν και ο λόγιος ιερωμένος Νεκτάριος Μακρής.
Ο τοπικισμός, όμως, του κλήρου της Κεφαλονιάς αδιαφόρησε για όλα: Εψήφισε ως επίσκοπο ένα νεαρό στην ηλικία Ληξουριώτη, το Νεόφυτο Κολοκυθά. Η απόφαση αυτή επισφράγιζε οριστικά το γεγονός ότι ο κλήρος της Κεφαλονιάς δεν ήθελε ν’ ανέβει στο Θρόνο επίσκοπος Ζακυνθινός! Έτσι, ερεθίστηκε ακόμη περισσότερο το αίσθημα και η αγανάκτηση των Ζακυνθινών, που έστειλαν αμέσως νέα πρεσβεία στο Δόγη της Βενετίας, καταγγέλλοντας τις αδικίες του κλήρου της Κεφαλονιάς.
Ανάμεσα στ’ άλλα, η Κοινότητα Ζακύνθου ζητούσε να μεταρρυθμιστεί ο ρόλος της εκλογής για την ανάδειξη του ποιμενάρχη: Η εκλογική συνέλευση ν’ αποτελείται από ισάριθμους κληρικούς των δυο νησιών και η ψηφοφορία να γίνεται όχι μόνο στην Κεφαλονιά, αλλά και στη Ζάκυνθο, για να διατηρείται πάντα η ισότητα. Ο τότε Δόγης Πασχαλίγος Τσικόνιας, με τη συνηθισμένη φρασεολογία της Βενετίας, αναγνώρισε, σε ψήφισμα της 13 Δεκεμβρίου 1591, ως ορθά και δίκαια τα παράπονα των Ζακυνθινών και υποσχέθηκε να γράψει στον Προβλεπτή της Κεφαλονιάς «όπως διατηρώνται άπαντα τα υπό της ημετέρας αυθεντίας προαποφασισθέντα περί της εκλογής επισκόπων εκείνων των πόλεων». Αυτή η αργοπορημένη απάντηση ήταν όλο κι όλο το αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας της Κοινότητας Ζακύνθου. Οι διενέξεις, ωστόσο, των δύο Κοινοτήτων, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, εξακολούθησαν και στα μεταγενέστερα χρόνια.
ΚΟΙΜΗΣΗ, ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ ΚΑΙ ΤΑΦΗ ΣΤΑ ΣΤΡΟΦΑΔΙΑ
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΙΓΟΥΡΟΥ ΣΕ ΑΓΙΟ
Από την άνοιξη του 1622, κλονίσθηκε σοβαρά η υγεία του Ιεράρχη Διονυσίου. Τα γερατειά, η ασκητική ζωή και, κυρίως, οι αρρώστειες, είχαν καταβάλει ανεπανόρθωτα τον οργανισμό του Ερημίτη του Μοναστηριού της Αναφωνήτριας. Ο Ιεράρχης ήταν υποχρεωμένος να μένη πια στο κελλί του, άρρωστος και αδύναμος, για την προσωπική εποπτεία και διεκπεραίωση των πολλαπλών διοικητικών ζητημάτων του Μοναστηριού του. Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε ως τις αρχές Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Έτσι, την 21 Μαΐου 1622 εξουσιοδότησε τον ιεροδιάκονο της Μονής Αναφωνήτριας να συμβληθεί με τον Ι. Γκούσκο, για ένα αμπέλι του Μοναστηριού στις Βαρές (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Δ. Θεοδόσης). Επίσης, την 4 Αυγούστου 1622 εξουσιοδότησε το μοναχό Γ. Τριπήλα να έλθει σε συμφωνία με το Γ. Τσουκαλά, για μερικές αγελάδες της Μονής Αναφωνήτριας (συμβολαιογράφος Ζακύνθου Δ. Θεοδόσης).
Το φθινόπωρο του 1622, η κατάσταση της υγείας του Αρχιεπισκόπου Διονυσίου Σιγούρου χειροτέρευσε. Οι συγγενείς του τον έπεισαν ότι έπρεπε να έλθη κοντά τους, στην πόλη. Έτσι, άφησε την Αναφωνήτρια κ’ εγκαταστάθηκε, άρρωστος βαρειά, στο σπίτι της αδελφής τους (οικία Ιωάννη Μακρή). Την 10 Οκτωβρίου 1622, οι σύνδικοι Ζακύνθου Ιωάννης Γαβριηλόπουλος και Μάρκος Σιγούρος, σε μακροσκελή τους έκθεση προς το Δόγη της Βενετίας, γράφουν, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Attrovandosi il R. mo Mon. sig. Arcivescovo D.o Dionisio Sicuro Nobile di questa citta, habbate di detto Monasterio, di eta d’ anni settantacinque incirca, indisposto da gravi et diverse malatie dalle qualli, et anco per la sua senil eta, judicamo che il Sommo Fattore lo volgia a se chiamare…» (= Ο Πανιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύριος Διονύσιος Σιγούρος, ευγενής της πόλεως ταύτης, αββάς του Μοναστηρίου της Παναγίας Αναφωνήτριας, ετών περίπου εβδομήκοντα και πέντε, από βαριά και διάφορα νοσήματα (da gravi et diverse malatie), καμπτόμενος, καθώς και από την γεροντικήν ηλικίαν, νομίζομεν ότι ο Υπέρτατος Δημιουργός θα τον καλέσει πλησίον Του…).
Ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος Σιγούρος αναπαύθηκε στους κόλπους του Θεού τη 17 Δεκεμβρίου 1622, όπως αποδεικνύεται από επίσημο έγγραφο της εποχής.
Λίγο πριν από την κοίμησή του, ο Ιεράρχης Διονύσιος εζήτησε να ταφή στα Στροφάδια, όπου αφιέρωσε ολόκληρη την περιουσία του. Είναι άγνωστο αν είχε κάμει διαθήκη ο Αρχιεπίσκοπος Διονύσιος Σιγούρος. Οπωσδήποτε, στον κατεστραμμένο φάκελο εγγράφων Αγίου Διονυσίου, που υπήρχε προσεισμικά στο Αρχειοφυλακείο Ζακύνθου, είχαν συγκεντρωθή ανέκδοτες μαρτυρίες σχετικές με την κοίμηση, την κηδεία και τη μετακομιδή του Λειψάνου στα Στροφάδια. Ο ιστοριοδίφης Λ. Ζώης, αντλώντας από τις επίσημες εκείνες πηγές, που, δυστυχώς, καταστράφηκαν χωρίς να δημοσιευθούν, γράφει τα εξής: «Δι’ επισήμου και επιβλητικωτάτης κηδείας, εκ της οικίας του Ιωάννου Μακρή, όπου απέθανεν ο Ιεράρχης, μετεκομίσθη το Λείψανον κατ’ ευθείαν εις την αποβάθραν, εκείθεν δε επεβιβάσθη εις τίνα φρεγάδαν. Μεταξύ του παρακολουθούντος την κηδείαν πλήθους, παρευρίσκοντο και οι Λουκάς Καρρέρ, Ιωάννης Ρουκάνης, Μάρκος ιερ. Μελισσηνός, Ιωάννης Καψοκέφαλος, Τιμόθεος ιερ. Σοπραμάσαρος, Λαυρέντιος ιερ. Βέργαμος, Πέτρος Δαλλ’ Ακουϊλα και δρ. Μάρκος Κοκκίνης, οι οποίοι πάντες, κληθέντες υπό της εξουσίας, εβεβαίωσαν, ότι κατά την 18 Δεκεμβρίου, ο νεκρός του Αρχιεπισκόπου Σιγούρου μετεκομίσθη εκ της οικίας Μακρή εις την παραλίαν μετά και δύο κιβωτίων, ότι επεβιβάσθη εις φρεγάδαν, ότι άπασαν την περιουσίαν του ο Ιεράρχης κατέλιπεν εις την Μονήν Στροφάδων, και ότι ουδέν είχε κληροδοτήσει εις την Μονήν Αναφωνήτριας».
Είναι φανερό ότι στα δύο κιβώτια, που μεταφέρθηκαν στη φρεγάδα μαζί με το Λείψανο, θα πρέπει να υπήρχε η εκκλησιαστική κληρονομιά του Αγίου Διονυσίου στο Αυτοκρατορικό Μοναστήρι των Στροφάδων, δηλαδή εκκλησιαστικά ιερά σκεύη, αφιερώματα, ευαγγέλια, άμφια, βιβλία και χειρόγραφα. Τι απέγιναν, όμως, όλα αυτά;
Το Λείψανο τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Στροφάδων.
Ύστερα από κάμποσα χρόνια, έγινε η ανακομιδή, σύμφωνα με τη μοναστηριακή τάξη, και το Λείψανο βρέθηκε άθικτο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει σ’ αυτό από την ημέρα του ενταφιασμού. Μόνο η άκρη της μύτης και δύο δόντια τού έλλειπαν. Από τότε, ένα θείο άρωμα, σαν παραδείσιο μύρο, ξεχύνεται από το Λείψανο του Αρχιεπισκόπου Διονυσίου Σιγούρου. Κάτι σαν άρωμα μοσχολίβανου, συνταιριασμένο, θαρρείς, με άρωμα και τριαντάφυλλου και γιασεμιού και χίλιων άλλων λουλουδιών.
Οι Μοναχοί εδόξασαν το Θεό και πήγαν το ιερό Λείψανο στο νάρθηκα της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα.
Όταν άρχισε ο βενετοτουρκικός πόλεμος για την Κρήτη, οι Μοναχοί των Στροφάδων, από φόβο ενδεχόμενης απόβασης των βαρβάρων στο ιστορικό Μοναστήρι τους, επήραν το ιερό Λείψανο ανεπίσημα κι όσα πολύτιμα πράγματα είχαν κι ήρθαν στη Ζάκυνθο. Εκεί, πήγαν το Λείψανο στην εκκλησία της Παναγίας του Καλητέρου (Μετόχι των Στροφάδων). Όταν πέρασε ο πόλεμος κ’ έγινε ειρήνη στη στεριά και τη θάλασσα, οι Πατέρες ξαναγύρισαν στα Στροφάδια, παίρνοντας μαζί τους το Λείψανο και τα πολύτιμα πράγματα που είχαν φέρει στη Ζάκυνθο. Αυτή ήταν η πρώτη μετακομιδή του ιερού Σκήνους, που συνδέεται και με πολλά θαύματα του Ιεράρχη Διονυσίου.
Το Λείψανο του Ιεράρχη τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς όρθιο στον επισκοπικό θρόνο της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στα Στροφάδια.
Στα τέλη του 17ου ή αρχές του 18ου αιώνα, οι Μοναχοί των Στροφάδων άρχισαν να ενεργούν για ν’ ανακηρυχθεί Άγιος ο Ιεράρχης Διονύσιος. Έτσι, αφού συγκεντρώθηκαν τα έξοδα του ταξιδιού, με συνεισφορά του Μοναστηριού των Στροφάδων, συγγενών και συμπολιτών του Ιεράρχη Διονυσίου, στάλθηκαν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (1703) αρμόδια πρόσωπα, με πολυσέλιδη αναφορά της Εκκλησίας και Κοινότητας Ζακύνθου, όπου γινόταν ευρύς λόγος για τη ζωή και τα θαύματα του Αρχιεπισκόπου Διονυσίου Σιγούρου.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ, με συνοδική έκθεση, ανακήρυξε τον Αρχιεπίσκοπο Διονύσιο Σιγούρο, Άγιο.
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΩΝ ΣΤΡΟΦΑΔΩΝ (ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1717). ΔΙΑΣΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ. ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΩΣ ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Ύστερα από τη Συνοδευτική έκθεση, εκδηλώνεται στη Ζάκυνθο η φροντίδα για την ίδρυση ναού αφιερωμένου στον Άγιο Διονύσιο. Έτσι, την 1η Μαΐου 1708, ο Ευστάθιος Χρυσοβέργης παραχωρεί ένα σπίτι του (συνοικία Άμμου) σ’ αιώνια εδαφομονή, για 9 ρεάλια και μισή λίτρα κεριού, κάθε χρόνο, στους πατέρες της Μονής Στροφάδων, οι οποίοι, αφού το γκρέμισαν, έκτισαν εκεί εκκλησία στ’ όνομα του Αγίου Διονυσίου.
Κατά τη διάρκεια του νέου βενετοτουρκικού πολέμου (1715-1718), οι Επτανήσιοι έζησαν ακόμα μια φορά τον εφιάλτη των εχθρικών επιδρομών. Το καλοκαίρι του 1716, ο τουρκικός στόλος, με ναύαρχο τον Καπουδάν Χοδζά πασά, είχε σηκώσει άγκυρα για την εκπόρθηση της Κέρκυρας και των άλλων Ιονίων Νήσων. Από το πέλαγος, ο Καπετάν πασάς έστειλε γράμμα προς τους συνδίκους της Ζακύνθου «ότι αυτός μεν εκπλέει κατά Κέρκυρας, ην αφεύκτως θέλει υποτάξη εις τον ατρόμητον αυτού δύναμιν. Διο οι Ζακύνθιοι ώφειλον, προς αποφυγήν των δεινών, να υποταχθώσιν αυτώ, και δια πολλών πλουσίων δώρων προσφερομένων τω Μεγάλω Σουλτάνω θα τύχωσι συγχωρήσεως τη συνεργεία αυτού, και διατηρήσωσι, τα προνόμια της πόλεώς των παρά του Σουλτάνου. Εις εναντίαν δε περίπτωσιν, καθ? ην θέλει αρνηθώσι τας απαιτήσεις του, δια πυρός και μαχαίρας, θέλει εξολοθρεύσει αυτούς, και κατερημώσει τον τόπον των…». Οι σύνδικοι της Ζακύνθου απέρριψαν την ιταμή επιστολή και πήραν αποφάσεις από κοινού με τον Προβλεπτή για την καλύτερη οργάνωση της άμυνας του Κάστρου και των παραλιών. Η απειλή, ωστόσο, του Τούρκου ναυάρχου έγινε γνωστή από τη Ζάκυνθο στα Στροφάδια κι οι μοναχοί, έκρυψαν το ιερό Λείψανο του Αγίου, τις ιερές εικόνες και όσα πολύτιμα πράγματα είχαν, μέσα σε δύο σπηλιές. Στην πρώτη σπηλιά, έκρυψαν το ιερό Λείψανο και στη δεύτερη, την αρχαία θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Παντοχαράς και άλλα πολύτιμα είδη του Μοναστηριού.
Ο τουρκικός στόλος πέρασε από τ’ ανοιχτά των Στροφάδων και της Ζακύνθου. Αρχές Ιουλίου 1716, έφθασε στην Κέρκυρα.
Η πολιορκία των Τούρκων απέτυχε οικτρότατα. Έλληνες και Βενετοί πολέμησαν ηρωικά κ’ έδειξαν αυταπάρνηση και γενναιότητα. Ωστόσο, η αποχώρηση των απίστων, από την περιοχή του Κάστρου της Κέρκυρας, έγινε ύστερ’ από θαύμα του μεγάλου και θαυματουργού Αγίου Σπυρίδωνος.
Ο Άγιος Σπυρίδων, ακόμα μια φορά, έδιωχνε από το Νησί των Φαιάκων το θανάσιμο κίνδυνο της τουρκικής απειλής και κατακτήσεως. Η οριστική κατατρόπωση και ντροπιασμένη φυγή από την Κέρκυρα του Καπετάν πασά, από θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος, ανάγκασε τον τουρκικό στόλο να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πόλεμος, ωστόσο, εξακολουθούσε. Η Μεσόγειος έβραζε από πλοία και στο Ιόνιο έπεφτε βαριά η απειλητική σκιά των Αγαρηνών.
Τον Αύγουστο του 1717, ένα χρόνο ύστερ’ από την επαίσχυντη φυγή του Καπετάν πασά, τουρκικά πλοία, με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή της Κάνκας Μουστή ή Μοστρίνο, αγκυροβόλησαν στο λιμάνι των Στροφάδων κι ελεηλάτησαν το Μοναστήρι. Ο πειρατής έπιασε τους μοναχούς, εκτός από τέσσαρες, που πρόφθασαν να κρυφθούν σε τρύπες της γης, και τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια, για να μαρτυρήσουν τους κρυμμένους θησαυρούς του Μοναστηριού. Οι μοναχοί δε μπορούσαν ν’ ανθέξουν περισσότερο στα βασανιστήρια κι έδειξαν τις δύο σπηλιές. Ο Μοστρίνος διάταξε τότε να σκοτώσουν μερικούς μοναχούς και να κάψουν τα σώματά τους. Ύστερα, πήρε μαζί του πολλούς αιχμάλωτους πατέρες, την εικόνα της Παναγίας και τους άλλους θησαυρούς του Μοναστηριού. Ανάμεσα στους Τούρκους, ήταν και τέσσαρες Χριστιανοί, αιχμάλωτοι πιθανότατα, οι οποίοι έκοψαν τα χέρια του Αγίου από ευλάβεια και τα έκαμαν «εις τέσσαρα μέρη δι’ αγιασμόν των». Αλλη πηγή, ωστόσο, αναφέρει, ότι τα χέρια του Αγίου τα έκοψαν οι Αγαρηνοί. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν, οι άπιστοι ληστοπειρατές εσήκωσαν το υπόλοιπο ιερό Λείψανο και το έβαλαν πάνω σ’ ένα βαρέλι με πυρίτιδα, βάζοντας ολόγυρα φωτιά. Όμως ο Αγιος Διονύσιος έκαμε το θαύμα του και το μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά κ’ έτσι το βαρέλι δεν ανατινάχθηκε.
Η λεηλασία του Μοναστηριού των Στροφάδων και η διάσωση του ιερού Λειψάνου αναφέρονται σ’ ένα πολύτιμο χρονικό ανώνυμου μοναχού της εποχής εκείνης, που έφερε στο φως ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος Κατραμής:
«1717. Αυγούστου 19, ημέρα Δευτέρα ηχμαλώτισαν το μοναστήρι μας τα Στροφάδια ο Θεοκατάρατος Μουστής με δέκα γαλιώταις και επήραν όλα τα ιερά σκεύη, το αρμαμέντο, και την Παναγίαν και όλα μας τα μπαστιμέντα και έκοψαν τα χέρια του Αγίου και τα επήραν^ και το επίλοιπον άγιον λείψανον το έβαλαν απάνου ενού βαρελιού μπαρούτη και έκαμε θαύμα ο άγιος και δεν έπιασε φωτία και εφυλάκτη και το έχομεν τη σήμερον εις τη Ζάκυνθον. Επήραν και σκλάβους πατέρες είκοσι με τέσσερους ιερομόναχους. Ήτανε ηγούμενος ετότες Γεράσιμος Κάπαρης και ήτον εις την Ζάκυνθον και εις τα 23 του αυτού ήφερε τον άγιον η Κορβέττα εις την Ζάκυνθον με τους λοιπούς Καλογέρους, όπου εκρύφτηκαν και δεν αιχμαλωτίσθηκαν. Το πώς εμπήκαν μέσα (οι επιδρομείς) είναι τούτο. Αρμπούρισαν παντιέρα άσπρη και ήρθαν οι Καπετανέοι έξω με δόλο, με το καλό εμπήκαν μέσα στο Μοναστήρι και έπιασαν την πόρτα, και έτζι εγελάστηκαν (οι μοναχοί)».
Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα Στροφάδια, ο Μοστρίνος στοχάστηκε ότι θα μπορούσε να πωλήση τα τεμάχια των χεριών του Αγίου Διονυσίου. Έτσι, τα πήρε από τους τέσσαρες Χριστιανούς (ή από τους Αγαρηνούς) και «διερχόμενος από τη Χίον τα επώλησε εις τον τότε Αρχιερέα αυτής Αγαθάγγελον και ένα ευλαβή μοναχόν ονομαζόμενον Ακάκιον, οίτινες δια την πρέπουσαν ευλάβειαν τα έστειλαν εις το μοναστήριον των Στροφάδων. Τη δε εικόνα της Παρθένου Μαρίας επώλησεν εις την Πάτμον^ την ηγόρασαν δε δύο αδελφοί άρχοντες Πατμιώται Ηλίας και Θεόδωρος, οίτινες έπεμψαν αυτήν εις τας Στροφάδας…».
Όπως προκύπτει από επίσημο έγγραφο του Μητροπολίτη Χίου, Δανιήλ, της 1 Ιουλίου 1718, το αριστερό χέρι του Αγίου Διονυσίου στάλθηκε από τη Χίο στο Μοναστήρι της Παναχράντου της Ανδρου.
Την επομένη της λεηλασίας, οι πατέρες που γλίτωσαν, είδαν να περνά έξω από τα Στροφάδια μια βενετσιάνικη κορβέτα. Οι μοναχοί έκαμαν σινιάλα, ζητώντας βοήθεια. Ο πλοίαρχος κατάλαβε ότι συμβαίνει κάτι φοβερό, άλλαξε πορεία κι άραξε στο λιμάνι των Στροφάδων. Πλοίαρχος της κορβέτας ήταν ο Δαλματός Ιωάννης Μπάλοβιτς, άνθρωπος του θεού. Όταν έμαθε τα συμβάντα και είδε το τρομακτικό θέαμα της λεηλασίας και καταστροφής, μετέφερε, με βαθύτατη ευλάβεια και ταπείνωση, το ιερό Λείψανο στην ιδιαίτερη καμπίνα του. Ύστερα, πήρε μαζί του στο πλοίο τους πατέρες του Μοναστηριού. Αμέσως, σήκωσε άγκυρα κ’ έβαλε πλώρη για τη Ζάκυνθο. Λίγες ώρες αργότερα η κορβέτα του Μπάλοβιτς άραξε στο μώλο του Αγίου Νικολάου, κοιμίζοντας για πάντα στη Ζάκυνθο το μεγαλύτερο θησαυρό της, αυτή την ίδια την ψυχή και ύπαρξή της.
Η είδηση έκαμε το γύρο της πόλης και σε λίγο ανέβηκαν στην κορβέτα ο ιερός κλήρος, ο Προβλεπτής, όλες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και δέχθηκαν από τα χέρια του πλοιάρχου Μπάλοβιτς το ιερό Λείψανο του Αγίου Διονυσίου. Αμέσως, κλήρος, αρχές και λαός μετέφεραν, με χαρά και κατάνυξη, το ιερό Λείψανο στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων (Μητρόπολη), για προσκύνημα. Ύστερ’ από τρεις ημέρες, έγινε η πρώτη επίσημη λιτανεία του ιερού Λειψάνου στην πόλη και, ύστερα, μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Γενεσίου της Θεοτόκου, στο προάστιο Καλητέρος, μετόχι της Μονής Στροφάδων. Στην εκκλησία τούτη, το ιερό Λείψανο του Αγίου Διονυσίου έμεινε τρία χρόνια (1717-1720). Ύστερα, το πήγαν οριστικά στην εκκλησία του της συνοικίας Αμμου.
Η μετακομιδή του ιερού Λειψάνου στη Ζάκυνθο αναφέρεται σε βραχύ χρονικό, ανωνύμου, που δημοσίευσε ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλας Κατραμής:
«1717, Αυγούστου 22, μετηνέχθη εκ Στροφάδων το ιερόν του Αγίου Διονυσίου λείψανον. Έφεραν αυτό εις τον Επισκοπικόν Ναόν. Τη δε 25 γενομένης λιτανείας εναπέθεσαν αυτό εν τω ναώ του Μετοχίου εις Καλητέρον».
Την αιώνια ευγνωμοσύνη της Ζακύνθου στο Δαλματό πλοίαρχο Ιωάννη Μπάλοβιτς εκφράζει εύγλωττα το ευχαριστήριο έγγραφο που του έστειλε, ύστερ’ από τρία χρόνια, ο Πρωτοπαπάς Ζακύνθου Ιωάννης Τσαγκαρόπουλος.
Η μετακομιδή του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός της Ιστορίας της Ζακύνθου, που την επλούτισε με τον άφθαρτο θησαυρό της ψυχικής σωτηρίας ολόκληρων γενεών, περασμένων και μελλοντικών, του Άνθους της Ανατολής.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς η Κοινότητα Ζακύνθου ανακήρυξε τον Αγιο Διονύσιο Πολιούχο Ζακύνθου. Ο Σπυρίδων Δε Βιάζης, ο Αντώνιος Μπισκίνης και άλλοι έγραψαν ότι η Κοινότητα Ζακύνθου ανακήρυξε επίσημα τον Αγιο Διονύσιο Προστάτη Ζακύνθου το έτος 1724. Ο Λεωνίδας Ζώης, ωστόσο, υποστηρίζει ότι «τοιαύτη ανακήρυξις (του 1724) δεν απαντά εν τοις Πρακτικοίς του Συμβουλίου του έτους εκείνου (Atti del Consο 1718-1730). Τουναντίον, εν τοις Πρακτικοίς των επομένων ετών και μέχρις Ιουνίου 1758, απαντά Προστάτης Ζακύνθου ο Αγιος Ιωάννης: S. Giovanni Precursor protetor nostro glorioso = Αγιος Ιωάννης Πρόδρομος, προστάτης ημών ένδοξος (Atti del Consο 1752-1758)».
Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 και πριν από το 1763, όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703, γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.
Έτσι, δύο φορές το χρόνο γιορτάζουν οι Ζακυνθινοί τον Άγιο Διονύσιο: 24 Αυγούστου και 17 Δεκεμβρίου.
Η καθαυτό γιορτή είναι η χειμωνιάτικη, επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου. Και στις δύο περιπτώσεις, προκαλούν πάντα εντύπωση και κατάνυξη, όχι μόνο οι θρησκευτικές ακολουθίες, αλλά και η επίσημη, επιβλητική, Λιτανεία του Πολιούχου Ζακύνθου.