23 Aυγούστου η Απόδοσις της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ( Εννιάμερα της Παναγίας ) και μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Ειρηναίου , επισκόπου Λουγδούνου και του Αγίου μάρτυρος Λούππου , του Θεσσαλονικέως
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 22 Αυγούστου 2024
Στην απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
του Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονυσίου
Η Εκκλησία εόρτασε πανηγυρικά πριν από οκτώ ημέρες την Κοίμηση και τη Μετάσταση της υπεραγίας Θεοτόκου και σήμερα, με την ίδια εορταστική διάθεση κλείνει την εορτή. Με τους ωραιότερους ύμνους κήδεψε τη μητέρα της ζωής, τους ίδιους ύμνους, που σαν απόηχος ακούονται και σήμερα στην Ιερή ακολουθία. Γιατί άλλη καλύτερη γλώσσα, για να εκφράσει το μυστήριο της πίστεως, η Εκκλησία δεν έχει παρά τη γλώσσα της ψαλμωδίας, που είναι μαζί ποίηση και μουσική στην πιο απλή και καθαρή της μορφή. Η Εκκλησία, δηλαδή ο λαός του Θεού εορτάζομε και τιμούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα της πίστεως, καθώς γράφει ο Απόστολος, «άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία ημών τω Κυρίω». Ο ύμνος, το εκκλησιαστικό τροπάριο είναι η ζωντανή έκφραση της αμώμητης λατρείας της Ορθοδοξίας. Ας ξεχωρίσουμε λοιπόν κι ας αναλύσουμε ιεροπρεπώς κάποια τροπάρια της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κι ας είναι αυτό σήμερα το κήρυγμα του θείου λόγου.
Ας μη ρωτήσουμε κι ας μη ζητήσουμε για να βρούμε ποιοι είναι οι ποιητές και οι μελουργοί των τροπαρίων.
Αυτό δεν έχει καμιά απολύτους σημασία. Είναι η Εκκλησία, ο λαός του Θεού. Η ιερά υμνογραφία είναι η φωνή της πίστεως, η παράδοση και η ζωή των γενεών των πιστών. Ποιος ρώτησε για τους ποιητές των δημοτικών τραγουδιών; Είναι ο κάθε λαός μέσα στις ιστορικές περιπέτειες και τους αγώνες του. Το ίδιο και του μεγάλου θησαυρού της υμνογραφίας ποιητής είναι η Εκκλησία· κι αν κάπου ακούονται κάποια ονόματα ιερών ποιητών και υμνογράφων, αλλά και τα ονόματα αυτά και τα πρόσωπα μένουν πάλι και είναι πνευματική περιουσία της Εκκλησίας.
Τα τρία λοιπόν ανώνυμα τροπάρια της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ψάλλονται στην αρχή του Εσπερινού, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και γνωστά της Εκκλησιαστικής υμνολογίας. Στη γλώσσα της ψαλμωδίας ονομάζονται αυτόμελα, που θα πει πως έχουν ένα δικό τους και ξεχωριστό μουσικό μέλος. Θέλουν να είναι εξόδια άσματα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά η πίστη της Εκκλησίας τα μετατρέπει σε εγκωμιαστικό χαιρετισμό προς τη μητέρα της ζωής. Αν δεν υπάρχει θάνατος για τους πιστούς, όταν εκδημούν από το σώμα και ενδημούν προς το Θεό, πώς λοιπόν μπορεί να πέθανε η Παναγία Παρθένος Μαριάμ; Παράδοξο πραγματικά είναι το θαύμα· «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Η γυναίκα λοιπόν που γέννησε τη ζωή του κόσμου απέθανε, άλλ’ όμως το πανάχραντο σώμα της ανέβηκε στον ουρανό. Σαν άνθρωπος και η Θεοτόκος πληρώνει το κοινό χρέος, αποθνήσκει και ενταφιάζεται με κάθε ιερή τάξη στη Γεθσημανή από τους Αποστόλους. Αλλά ύστερ’ από τρεις ημέρες το καθαρότατο και αμόλυντο σώμα της δεν βρίσκεται στον τάφο. Ο τάφος που για κάθε άνθρωπο, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως, είναι το κρεβάτι της αναπαύσεως του και το χωνευτήρι του κορμιού του, για την Υπεραγία Θεοτόκο γίνεται η κλίμακα που την ανεβάζει στον ουρανό.
Η Εκκλησία μπροστά σ’ αυτό το γεγονός χαιρετίζει τη Γεθσημανή, που έγινε το άγιο τέμενος της Θεοτόκου. Ύστερα στέκει με έκσταση και μιλάει με θαυμασμό στη Δέσποινα του κόσμου, γιατί αυτή και πρώτα υπήρξε θρόνος του Υψίστου και τώρα μετέστη από τη γη στον ουρανό. Τέλος βλέπει να δοξάζουν την κοίμηση της άγιας Παρθένου όλες οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό κι όλοι οι άνθρωποι στη γη, οι βασιλιάδες κι ο λαός. Κι αντί να ξεφύγει από το στόμα της κάποιος λυπητερός λόγος, η Εκκλησία ξεσπάει και στα τρία τροπάρια στο «χαίρε» του Αγγέλου· «Κεχαριτωμένη, χαίρε μετά σου ο Κύριος». Αυτός είναι ο μοναδικός χαιρετισμός του ουρανού προς τη γη, το μήνυμα που έφερε ο Άγγελος προς την αγνή Παρθένο της Ναζαρέτ. «Ο Κύριος μετά σου» είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και η Εκκλησία συμπληρώνει, ερμηνεύοντας το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως «ο παρέχων τω κόσμω διά σου το μέγα έλεος». Γιατί όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του άνθρωπου είναι η έκφραση του ελέους και της αγάπης του Θεού, που θύρα για να μπει σαν άνθρωπος στον κόσμο, μεταχειρίστηκε μια ταπεινή παιδούλα, τήν παρθένο Μαρία.
* * *
Μέσα στην υμνολογία της εορτής ξεχωρίζουν οι δυό Κανόνες, που φέρουν τα ονόματα των δυό μεγάλων ποιητών της Εκκλησίας, του Κοσμά και του Δαμάσκηνου. Είναι δυο άνθρωποι αυτοί, που μεγάλωσαν κι έζησαν πολύν καιρό μαζί και με θεοκίνητη γλώσσα ύμνησαν όλες τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας. Για να μπορέσουμε, όχι να καταλάβουμε την ποιητική και φιλολογική αξία των εκκλησιαστικών ύμνων, αλλά να αισθανθούμε και να ζήσουμε την ιερή ομορφιά τους, δεν χρειάζεται να είμαστε θεολόγοι και φιλόλογοι. Φτάνει μόνο να μιλά μέσα μας η πίστη· όχι αόριστα και άχρωμα η θρησκευτική πίστη, αλλά η πίστη της Εκκλησίας. Γιατί άλλο πράγμα είναι να μιλάμε τάχα για θρησκεία κι άλλο πράγμα να μιλά μέσα μας η πίστη κι ο κόσμος της Εκκλησίας. Τα τροπάρια της κάθε εορτής, τα τροπάρια τώρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για τα οποία είναι σήμερα ο λόγος, δεν είναι απλώς θρησκευτικοί ύμνοι, αλλά είναι τροπάρια της λατρείας της Εκκλησίας.
Σταματάμε στον Ειρμό, δηλαδή στο πρώτο τροπάριο του πρώτου Κανόνα, που είναι η Καταβασία της πρώτης Ωδής. Είναι τάχα άγνωστα και ακατάληπτα αυτά που λέμε τώρα;
Άλλ’ αυτό ακριβώς εννοούμε, όταν λέμε ότι πρέπει να μιλά μέσα μας η πίστη και ο κόσμος της Εκκλησίας. Το μεγάλο μας σχολείο, ένα σχολείο στο όποιο φοιτάμε σ’ όλη μας τη ζωή, είναι η Εκκλησία. Δεν είναι τώρα για να πούμε και να διδάξουμε τί είναι Κανόνας και τί είναι Ειρμός και τί είναι Ωδή και τί είναι Καταβασία· αυτά δεν μαθαίνονται σαν κάθε γνώση στο σχολείο, αλλά όπως η μητρική γλώσσα μέσα στο σπίτι· ο κάθε ορθόδοξος χριστιανός, που κάθε Κυριακή και εορτή συνήθισε να είναι στην Εκκλησία, έμαθε και ξέρει τί λέγεται και τί γίνεται εδώ μέσα. Η κοινή θεία λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι μόνο προσευχή, αλλά είναι και διδασκαλία, μια διδασκαλία εποπτική, σαν στο καλύτερο πρότυπο σχολείο.
Σταματάμε λοιπόν στην Καταβασία της πρώτης Ωδής. Είναι το τροπάριο, που ξεχωρίζει μέσα στην ακολουθία του Όρθρου, που ψάλλεται πανηγυρικά σ’ έναν καθαρά ελληνικό ήχο. Γιατί αυτό εννοούμε όταν λέμε και το καυχιόμαστε πώς η Ορθοδοξία είναι Ελληνική. Το σώμα της είναι ευαγγελικό και μόνο το ένδυμά της είναι Ελληνικό· η γλώσσα και η μουσική της ορθόδοξης λατρείας είναι ελληνικά. Κι όπου ακόμα μεταφράστηκαν οι ιερές ακολουθίες και η θεία Λειτουργία σε άλλες εθνικές γλώσσες κι εκεί κάτω από τη μετάφραση φαίνεται η ελληνική γλώσσα κι ακούμε τη φωνή της.
Η Καταβασία λοιπόν της πρώτης Ωδής της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ακούεται σαν ένα γνώριμο στ’ αφτιά μας ελληνικό δημοτικό τραγούδι. «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη, η ιερά και ευκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο προς ευφροσύνην τους πιστούς…». Μη σας τρομάζει που λέμε για τραγούδι. Ο άγιος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Σκιαθίτης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έλεγε κι έγραφε πως τα τροπάρια της Εκκλησίας είναι τα τραγούδια του Θεού. Και η Καταβασία, για την οποία τώρα είναι ο λόγος, έγινε αφορμή για να γράψει ένα από τα μικρά διηγήματα του με τον τίτλο: «Η πεποικιλμένη».
Να σε μια πρόχειρη μετάφραση τα παραπάνω λόγια της Καταβασίας· «Στολισμένη με τη θεία δόξα η ιερή και παινεμένη, Παρθένε, μνήμη σου, σύναξε όλους τούς πιστούς, για να γιορτάσουν με χαρά…». Τί είναι λοιπόν οι εορτές μας; Τί είναι οι ετήσιες πανηγύρεις της Εκκλησίας; Είναι οι ιερές συνάξεις των πιστών στη μνήμη των προσώπων και των γεγονότων της πίστεως. Αυτό το τονίζομε πάντα· όχι κάποιων ιδεών ή πολιτικών σχημάτων, αλλά των προσώπων και των γεγονότων, γιατί ενυπόστατη και εμπράγματη είναι η πίστη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εορτάζει όχι την ελευθερία, αλλά τον άγιο Ελευθέριο· όχι την ειρήνη, αλλά την άγια Ειρήνη· όχι την μητέρα, αλλά τον Ευαγγελισμό και την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου· όχι τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Γιατί η πίστη και η λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι κάποια θεωρητική και, ιδεολογική διδασκαλία, αλλά κήρυγμα γεγονότων, βίος και ζωή αγίων προσώπων του Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των Άγιων. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η αγιοσύνη σαν ένα ιδεολογικό σχήμα, αλλά υπάρχουν άγιοι άνθρωποι. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει μια αόριστη πίστη στο «υπέρτατο ον», που δεν θα πει τίποτα, αλλά υπάρχει η πίστη στην αγία και ομοούσιο και ζωοποιό και αδιαίρετη Τριάδα· στον Πατέρα, που ακούσαμε τη φωνή του στη Βάπτιση και στη Μεταμόρφωση· στο Υιό, που αναστράφηκε μεταξύ μας σαν άνθρωπος· και στο Άγιο Πνεύμα, που το είδαμε στον Ιορδάνη «ωσεί περιστεράν» και στην Πεντηκοστή «εν είδει πύρινων γλωσσών». Αυτά λοιπόν τα πρόσωπα και τα γεγονότα συνάζουν κάθε φορά τους πιστούς, για να εορτάσουν γεμάτοι χαρά και πνευματική ευφροσύνη.
Σ’ έναν ύμνο ακόμα της εορτής της Κοιμήσεως θα σταματήσουμε και θα κλείσουμε το σημερινό κήρυγμα. Είναι το Κοντάκιο. Ας μη ρωτάμε πάλι γιατί λέγεται Κοντάκιο και τί στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι το Κοντάκιο. Αυτό είν’ ένα μάθημα για άλλη περίσταση· άλλ’ αυτό μόνο μπορούμε να πούμε τώρα, πώς το Κοντάκιο είναι ο ύμνος που ψάλλεται στη θεία Λειτουργία από τους ιερείς μέσα στο άγιο Βήμα πριν από το «Άγιος ο Θεός…». Το Κοντάκιο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά και σε κάθε εορτή, είναι το τροπάριο που με πολύ σύντομο και επιγραμματικό τρόπο συνοψίζει όλη την υπόθεση της εορτής. Να πώς το ακούσαμε από το χορό των ιερέων τώρα πριν από λίγο· «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν, ως γαρ ζωής μητέρα προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Θα προσπαθήσω να μεταφέρω στη γλώσσα μας όσο μπορώ καλύτερα τα λόγια του τροπαρίου αυτού, προσθέτοντας έναν ελαφρό σχολιασμό. Την Υπεραγία Θεοτόκο, που ακοίμητα πρεσβεύει για κάθε πιστό, που όλη μας η ελπίδα είναι στην προστασία της, ο τάφος κι ο θάνατος δεν την κράτησε, γιατί σαν μητέρα της ζωής την πήρε στη ζωή εκείνος που σαρκώθηκε μέσα της «εκ Πνεύματος Αγίου». Δεν κοιμήθηκε, αλλά πρεσβεύει ακοίμητα για μας· δεν μας άφησε, αλλά μας προστατεύει πάντα. Ο τάφος κι ο θάνατος δεν μπόρεσαν να την κρατήσουν. Πώς θα γινότανε τάχα αυτό; Αυτή γέννησε το Χριστό, που είναι η ζωή, κι ο Χριστός την πήρε στα χέρια του μαζί του. Γι’ αυτό λοιπόν και σήμερα και πάντα στη θεία Λειτουργία αυτή είναι η δική μας θερμή δέηση και προσευχή προς το Σωτήρα Χριστό· «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς». Αμήν.
πηγή: Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος, Ο Λόγος του Θεού
Άγιος Λούππος ο Θεσσαλονικεύς
Για τον Άγιο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά βιογραφικό του υπόμνημα στους Συναξαριστές. Μόνο στον Παρισινό Κώδικα 1617 αναγράφεται ότι, ο μάρτυρας αυτός ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό μπροστά στον ειδωλολάτρη άρχοντα, ο όποιος με διάφορες κολακείες προσπάθησε να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα. Αλλά επειδή δεν τα κατάφερε τον βασάνισε με τον πιο φρικιαστικό τρόπο και στο τέλος τον αποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀπροσμάχητον, τοῦ Λόγου δύναμιν, Λοῦππε μακάριε, περιζωσάμενος, κατεπολέμησας στερρῶς, τὸν ἄρχοντα τῆς κακίας, σὺ γὰρ ὑπερέλαμψας, ἐν ἀγώσιν ἀθλήσεως, ὅθεν καὶ ἀπέλαβες, τὸ βραβεῖον τῶν ἄθλων σου, πρεσβεύων ἐκτενῶς ἀθλοφόρε, διδόναι ἠμὶν πταισμάτων λύσιν.
Ὑπῆρχε Λοῦππος δοῦλος, ἐκ δὲ τοῦ ξίφους
Ἐλεύθερος προσῆλθε τῷ Χριστῷ φίλος.
Εἰκάδι ἐν τριτάτῃ πέφνε Λοῦππον φασγάνου ἀκμή.
Πηγή: saint.gr
Άγιος ιερομάρτυς Ειρηναίος , επίσκοπος Λουγδούνου ( σημερινή Λυών της Γαλλίας )
Ο Ειρηναίος Λουγδούνου ή Ειρηναίος της Λυών (;- 202), αποτελεί μία από τις πλέον σημαντικές μορφές της Εκκλησίας του 2ου αιώνος[1]. Ο ίδιος, εμφανίζεται στο προσκήνιο κατά τα τέλη του β΄ αιώνος με σκοπό να εκφράσει ένα νέο είδος γραμματείας, τη Γραμματεία της Παράδοσης, η οποία αποτελεί υπέρβαση της Απολογητικής και έναρξη μίας νέας καθολικότερης έκφρασης του εκκλησιαστικού σώματος. Προερχόταν από την περιοχή της Μικράς Ασίας, υπήρξε επίσκοπος Λουγδούνου και με βάση το συνολικό του έργο κρίνεται πως υπήρξε θεμέλιος λίθος[2] της οριστικής συγκρότησης, Εκκλησίας και θεολογίας[3].
Βίος
Το που και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ειρηναίος δεν είναι γνωστό. Η γέννησή του μάλιστα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια καθώς υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών[4]. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την παιδική του ηλικία συναναστρέφετο τον επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο (;-167/168)[5], κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως πιθανώς γεννήθηκε στην πόλη της Σμύρνης ή πλησίον αυτής, από χριστιανούς γονείς[6]. Σύμφωνα με τον Ιερωνύμο υπήρξε και μαθητής του Παπία Ιεραπόλεως[7], κάτι το οποίο δεν είναι διόλου απίθανο, με βάση τα κείμενά του[8]. Η μόρφωσή του ήταν θεολογική και θύραθεν. Διδάχτηκε τα θεολογικά γράμματα υπό των πρεσβυτέρων διαφόρων πόλεων της Μικράς Ασίας και ιδίως την αποστολική παράδοση από τον Πολύκαρπο Σμύρνης, ενώ η εγκύκλιος παιδεία του ήταν πλήρης όπως υπομνηματίζει ο Τερτυλλιανός[9] αν και φαίνεται πως φιλοσοφικώς δεν ήταν αντίστοιχα πεπαιδευμένος. Φαίνεται βέβαια πως διδάχτηκε τη δεύτερη σοφιστική, ως ρητορική τέχνη.
Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε μετά την νεανική του ηλικία αφορούν τον Ειρηναίο πλέον στην πόλη της Λυών. Έτσι η γνώση μας σχετικά με τη ζωή του στο ενδιάμεσο στάδιο βρίσκεται στο σκοτάδι, αν και ερευνητές υποθέτουν πως ίσως υπήρξε μαθητής ή ακροατής του Ιουστίνου, καθώς το έργο του βρίθει στοιχείων της διδασκαλίας του. Προς την ίδια κατεύθυνση συντείνει η γνώση του σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ρώμης, με αποτέλεσμα να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι πέρασε από την πόλη. Η μετάβαση τελικά στη Λυών είναι βέβαιο ότι είχε ολοκληρωθεί περί το 177, σε ένα τόπο που δε φαίνεται να ήταν άγνωστος προς τον ίδιο[10], γι αυτό και ερευνητές θεωρούν πως αυτή είχε ήδη συντελεστεί από το 170[11]. Οι λόγοι της εγκατάστασής του ήταν είτε εκκλησιαστικοί, είτε συγγενικοί, καθώς η Λυών αποτελούσε μία κομβική πόλη που βρισκόταν στο κέντρο τριών Γαλατιών, με έντονο χριστιανικό και ελληνόφωνο στοιχείο[12]. Κατά τον Γρηγόριο Τουρώνης μάλιστα είχε σταλεί εκεί από τον Πολύκαρπο[13]. Κατά την είσοδό του στην πόλη είναι βέβαιο πως είχε ήδη χειροτονηθεί πρεσβύτερος, αλλά όπως ειπώθηκε πιθανώς η επαφή του με την πόλη είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα[14]. Σε σχετική μαρτυρία που διασώζεται -περί της αφίξεώς του στη Λυών-, ο Ειρηναίος φαίνεται να υποδέχεται ομάδα ενθουσιωδών Φρυγών χριστιανών, οι οποίοι σύμφωνα με τους τοπικούς προφήτες τους έφεραν το μήνυμα ότι η δευτέρα παρουσία του Χριστού θα γινόταν στη Λυών, σε μία εποχή που ζητείτο επιμόνως από τον Πάπα Ελεύθερο να επικυρώσει καταδίκες ενάντια σε Μοντανιστές επισκόπους[15].
Την εποχή της μόνιμης εγκατάστασής του στην περιοχή, όπως και σε πολλές άλλες, βρισκόταν σε έξαρση το κίνημα του Μοντανισμού, ενώ συνάμα εξελισσόταν και διωγμός των Ρωμαϊκών αρχών. Έτσι άμεσα ξεκινά το συγγραφικό του έργο, συγγράφοντας προς τους ανθρώπους της Μικράς Ασίας για τα εν εξελίξει προβλήματα, αλλά και προς τον Ελεύθερο Πάπα Ρώμης. Οι επιστολές αυτές δε φέρουν το όνομά του, αλλά είναι βέβαιο πως συμμετείχε στη σύνταξή τους εκ μέρους των Μικρασιατών της περιοχής. Το έργο του τελικά φαίνεται πως υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο, με αποτέλεσμα κατά την εποχή που χείρεψε ο επισκοπικός θώκος, από το μαρτυρικό θάνατο του Ποθεινού, να τον διαδεχτεί. Ο ίδιος κατά το μαρτύριο του Ποθεινού, βρισκόταν στη Ρώμη για τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με τον Μοντανισμό[16], αφού ο Ποθεινός προφανώς δε δύνατο να ασκήσει τα καθήκοντά του[17]. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, περί το 177 ή 178[18] ξεκινά δραστήριο έργο. Κύριος στόχος του δεν αποβαίνει όμως μόνο ο ευαγγελισμός των Ελληνοφώνων και λατινοφώνων, αλλά και των Κελτών, επεκτείνοντας τη δραστηριότητα μέχρι τη Β. Γαλλία και τη Δ. Γερμανία. Μάχεται δραστήρια επίσης ενάντια στις αιρέσεις και ιδίως τους Γνωστικούς, με διαρκείς περιοδείες, ίδρυση σχολών και σύνταξη συγγραμμάτων. Επιπρόσθετα, αντιλαμβάνεται πως δεν αρκεί η μεμονωμένη αντιμετώπιση αυτών, αλλά απαιτείτο συντονισμένη αναδιοργάνωση και περιφρούρηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, δίνοντας εκκλησιοκεντρική γραμμή στη θεολογία και τη μεθοδολογία του. Εδώ πρέπει να επισημανθεί πως σύμφωνα με τον Nautin, ο Ειρηναίος είχε ήδη χειροτονηθεί και επίσκοπος Βιέννης[19].
Το έργο το Ειρηναίου γρήγορα εκτιμήθηκε από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μεγάλο κύρος στη συνείδηση τόσο της ιεραρχίας, όσο και του λαού. Γι αυτό συμμετέχει σε συνόδους, συμβουλεύει και διευθετεί για σημαντικά ζητήματα της εκκλησίας, όπως στην περίπτωση του εορτασμού του Πάσχα, όπου νουθετεί τον Βίκτορα Ρώμης[20], αλλά και στην περίπτωση των ερίδων της μετανοίας[21]. Η περίπτωση μάλιστα της διευθέτησης της έριδος του Πάσχα η οποία συνέβη περί το 195 είναι και το τελευταίο ιστορικό ντοκουμέντο που διαθέτουμε για τον Ειρηναίο[22]. Τελικά σύμφωνα με το Γρηγόριο Τουρώνης, ο Ειρηναίος μαρτύρησε κατά το διωγμό του Σεπτίμιου Σεβήρου το 202[23], κάτι που όμως δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ιστορικές πηγές[24]. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Αυγούστου.