23 Ιουλίου μνήμη του Αγίου και Δικαίου Προφήτου Ιεζεκιήλ , του Αγίου Ιερομάρτυρος Φωκά και της Οσίας μητρός ημών Πελαγίας της εν Τήνω
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΕΖΕΚΙΗΛ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιον του Ι.Ν.Αγίας Ζώνης Κυψέλης , της Ι. Αρχ. Αθηνών
υπό του σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου
Στήν Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τιμοῦμε τούς Ἀποστόλους, τούς Μάρτυρας, τούς Πατέρας καί γενικά ὅλους ἐκείνους πού ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἀποτελοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι αὐτοί ἔχουν μέσα τους τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού τούς ἁγίασε, τούς μεταμόρφωσε καί ἐκεῖ ὀφείλονται ὅλοι οἱ ἡρωϊκοί τους ἀγῶνες καί οἱ θυσίες τους γιά τόν Χριστό.
Ὅμως, στήν Ἐκκλησία τιμοῦμε καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Προφήτας, Κριτὰς καί Βασιλεῖς, πού καθοδηγοῦσαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Γιατί καί αὐτοί εἶχαν κοινωνία μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ δίκαιοι εἶχαν κοινωνία μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη ἔχουν κοινωνία μέ τόν σεσαρκωμένο Λόγο.
Ἕνας τέτοιος Προφήτης καί εὐλογημένος ἄνθρωπος, ἐκλεγμένος ἀπό τόν Θεό, πού εἶχε διαρκῆ κοινωνία μέ τόν Θεό, εἶναι ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ γιά τήν σχέση καί κοινωνία πού εἶχε μέ τόν Θεό, καί γιά τούς ἀγῶνες του γιά τόν ἰσραηλιτικό λαό.
[Μονή Δαφνίου, Καθολικό. Ψηφιδωτό τρούλου με Κεφαλή του Προφήτη Ιεζεκιήλ (λεπτομέρεια). Σχέδιο, 1889. Μολύβι και Υδατογραφία σε χαρτί. Διαστάσεις: 34χ49 εκ. Δημιουργοί: R. Weir-Schultz, S. Barnsley. Αρχείο Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, Αδημοσίευτο.]
Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «Θεός ἰσχυρός ἡ Θεός ἰσχύων», ἦταν υἱός τοῦ Βουζεί, ἀνῆκε σέ ἱερατική οἰκογένεια καί ἦταν ἀπόγονός τοῦ Σαδώκ. Αἰχμαλωτίσθηκε τό 597 π.Χ. ἀπό τόν Ναβουχοδονόσορα, κατά τήν δεύτερη ἔλευσή του στήν Ἱερουσαλήμ, μαζί μέ χιλιάδες ἐπίσημα πρόσωπα καί γι’ αὐτό ἔδρασε καί ἀπέθανε στήν Βαβυλώνα. Ἐκεῖ κλήθηκε στό προφητικό ἀξίωμα, τό ὁποῖο ἄσκησε γιά εἴκοσι δύο (22) χρόνια. Ὁ Ἰεζεκιήλ στήν Βαβυλώνα ἔζησε τίς τραγικές στιγμές τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ.
Τό ἔργο του ἦταν δύσκολο, ἀλλά καί μεγαλειῶδες. Ὁ Προφήτης ἔλεγε ὅτι τούς Ἰουδαίους βασάνιζαν δυό μεγάλα ψυχικά πάθη, τά ὁποῖα δέν τούς ἄφηναν νά μετανοήσουν. Τό ἕνα ἦταν ὁ ἐγωϊσμός, ἐπειδή πίστευαν ὅτι τιμωροῦνται ἀδίκως γιά τίς ἁμαρτίες τῶν προγόνων τους, καί τό δεύτερο ἦταν ἡ ἀπελπισία, μέ ἀποτέλεσμα νά κλίνουν πρός τήν εἰδωλολατρία. Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ εἶχε πολλές ἀποκαλύψεις ἀπό τόν Θεό καί ἔκανε καί διάφορες συμβολικές πράξεις. Δυό μεγάλα ὁράματα πού εἶδε καί περιγράφει στό βιβλίο του εἶναι τό Χερουβικόν ἅρμα καί ὁ νέος Ναός.
Σέ μᾶς εἶναι γνωστή ἡ προφητεία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν στά Ἱεροσόλυμα, πού προτυπώνει τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τήν ὁποία προφητεία διαβάζουμε στήν Ἐκκλησία τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ, μετά τήν ἐπιστροφή στόν Ναό ἀπό τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου. Ἐκεῖ γράφεται ὅτι ὁ Θεός ἔφερε τόν Προφήτη σέ ἔκσταση καί τόν ὁδήγησε σέ μιὰ πεδιάδα πού ἦταν γεμάτη ἀπό ἀνθρώπινα ὀστᾶ καί τοῦ εἶπε νά ἀπευθύνη λόγο Κυρίου στά νεκρά ὀστᾶ. Καί καθώς ἐκήρυττε λόγο Κυρίου στά ὀστᾶ, ἔγινε σεισμός καί ἄρχισαν νά πλησιάζουν τό ἕνα μέ τό ἄλλο, νά ἀποκτοῦν νεῦρα καί σάρκες καί ἐπάνω σέ αὐτά πρόβαλε δέρμα. Στήν συνέχεια τοῦ εἶπε νά κηρύξη πρός τό πνεῦμα καί ἔτσι εἰσῆλθε μέσα στά νεκρά αὐτά ὀστᾶ πνεῦμα ζωογόνο καί τά ὀστᾶ ζωντάνευσαν καί στάθηκαν στά πόδια τους. Καί στήν συνέχεια ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά κηρύξη: «Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Νά, ἐγώ θά ἀνοίξω τούς τάφους καί θά σᾶς βγάλω ἀπό τά μνήματά σας καί θά σᾶς ὁδηγήσω στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ.. καί θά σᾶς δώσω τό πνεῦμα μου καί θά πάρετε ζωή καί θά σᾶς τοποθετήσω στή χώρα σας καί θά πεισθῆτε ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος».
Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κήρυξαν μετάνοια γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καί νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό. Πολλές ἀπό τίς διδασκαλίες τους ἦταν μεσσιανικές, ἀφοῦ ἀναφέρονταν στήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, καί στήν προετοιμασία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά νά δεχθοῦν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό ὅλους τοὺς λαούς οἱ Ἰουδαῖοι προετοιμάσθηκαν καλύτερα, γι’ αὐτό καί ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί αὐτό ὀφείλεται στούς Προφῆτες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν Προφήτη Ἰεζεκιήλ πού ἑορτάζουμε σήμερα. Γι’ αὐτό καί τούς χρωστοῦμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη. Αὐτά πού ἐκεῖνοι ἐκήρυξαν, ἐμεῖς τά ἀπολαμβάνουμε.
Λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τήν σημερινή ἑορτή καί τό ὅραμα τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ, θά πρέπη νά πιστεύσουμε ἀκράδαντα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, πού θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί νά προετοιμαζόμαστε γιά νά σταθοῦμε ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Φωκάς
«Ο άγιος Φωκάς έζησε επί Τραϊανού βασιλέως ( τέλος 1ου, αρχές 2ου μ.Χ αι.). Προσήχθη ως χριστιανός ενώπιον του επάρχου Αφρικανού, ο οποίος τον ερώτησε για την πίστη του, την οποία ο Φωκάς όχι μόνον ομολόγησε, αλλά και θεολόγησε και τη δίδαξε με παρρησία. Τότε επιχείρησε ο Αφρικανός να βλασφημήσει τον Χριστό και να κάνει κακό στον μάρτυρα, με αποτέλεσμα να γίνει ξαφνικά σεισμός και να πέσει κάτω ο έπαρχος μαζί με τους στρατιώτες νεκρός. Ο άγιος, επειδή παρεκάλεσε πολύ η γυναίκα του επάρχου, τον ανέστησε, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε στον αυτοκράτορα Τραϊανό. Κήρυξε και σ’ αυτόν τον Χριστό, γι’ αυτό και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να ξεσθεί και να κρεμαστεί, και έπειτα να ριχτεί σε ασβέστη. Μετά από αυτά τον έκλεισαν βαθιά σ’ ένα λουτρό, που το είχαν πυρακτώσει με φωτιά, κι αφού προσευχήθηκε, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό».
Ο άγιος Φωκάς, ως ιερομάρτυρας, προσέφερε διπλή θυσία στον Θεό: την αναίμακτη θυσία με την τέλεση της θείας λειτουργίας ως ιερέας στο διάστημα που ήταν ελεύθερος, την δι’ αίματος του εαυτού του έπειτα με το άγιο μαρτύριό του. Γι’ αυτό και η υμνολογία της εορτής του, αφορμωμένη από το γεγονός αυτό, τον τιμά μεταξύ των άλλων με μία όμορφη εικόνα: «ως χρώμασι φαεινοίς, ιερωσύνης την στολήν έβαψας, αθλητικοίς αίμασι, και Χριστώ φωτί ιερούργησας». Δηλαδή: καθώς έβαψες τη στολή της ιερωσύνης με φωτεινά χρώματα, πρόσφερες την ιερουργία στον Χριστό μέσα στο φως και με τα αίματα της μαρτυρικής αθλήσεώς σου. Ο υμνογράφος στέκεται με πολύ σεβασμό απέναντι πρώτα από όλα στο χάρισμα της ιερωσύνης: θεωρώντας αυτήν ως «τελουμένην μεν επί της γης, αλλ’ ουρανίων τάξιν επέχουσαν» κατά τους αγίους Πατέρες, κατανοεί τον ιερέα ως ευρισκόμενο μεταξύ ουρανού και γης, που σημαίνει ότι η ζωή του πρέπει να είναι κατακάθαρη σαν την ακτίνα του ηλίου. Ο ιερέας λοιπόν, όπως βλέπει τον άγιο Φωκά ο υμνογράφος, είναι λουσμένος από το φως της χάριτος του Θεού, γι’ αυτό και η στολή του δεν μπορεί παρά να είναι φωτεινή.
Πολλοί κατηγορούν τους ιερείς για τις ακριβές στολές που φορούν, και για τη λάμψη των αμφίων τους, μη λαμβάνοντας βεβαίως υπ’ όψιν ότι το βασικό ένδυμα του ιερέα είναι το μαύρο ράσο και όχι τα άμφια, τα οποία φορούν μόνον κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Η θεία λειτουργία όμως έχει ιδιαίτερη λαμπρότητα, αφού αυτή φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού – την οποία ζούμε εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά και την προσδοκούμε με ακόμη μεγαλύτερη λαμπρότητα από τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης» Ιησού Χριστό – γι’ αυτό τα λαμπρά άμφια αντιστοιχούν στη λαμπρότητα της Θείας Λειτουργίας και επομένως λειτουργούν ως σύμβολο και όχι ως κενότητα του ιερέα.
Χρειάζεται όμως προσοχή και από εμάς τους ιερείς: η λαμπρότητα των αμφίων βεβαίως δικαιολογείται και επιβάλλεται, αλλά μέσα σε πλαίσια σεμνότητας και ιεροπρέπειας. Θέλουμε να πούμε ότι ούτε θα εκφυλίσουμε τα άμφια, με ό,τι πρόχειρο μπορεί να φορεθεί, ούτε όμως θα προκαλέσουμε τους πιστούς, με ό,τι πανάκριβη «στόφα» μπορεί να ευρεθεί. Ο άγιος Φωκάς μάς προσανατολίζει κι εδώ: η φωτεινότητα των αμφίων του οφείλετο κυρίως στη χάρη του Θεού που τον περιέσκεπε, αποτέλεσμα της αγιασμένης ζωής του, άρα και οι ιερείς πρωτίστως τον αγιασμό μας πρέπει να έχουμε κατά νουν, κι έπειτα οτιδήποτε άλλο. Τι όμορφο θα ήταν οι ιερείς να έχουμε αποφασίσει να κινούμαστε στη ζωή μας πάνω σε μία δυναμική χρωμοσύνθεση: του λευκού που γίνεται κόκκινο και το αντίστροφο. Δηλαδή, της φωτεινότητας του λευκού, λόγω της αγιασμένης ζωής μας, που μετατρέπεται σε κόκκινο, λόγω της μαρτυρικής ζωής μας. Κι όσο το κόκκινο του μαρτυρίου θα αυξάνει, τόσο και η λευκότητα της χάριτος του Θεού θα φωτίζει περισσότερο. Άλλωστε, μη ξεχνάμε ότι η Εκκλησία έχει γενικώς κόκκινα τα ενδύματά της, λόγω ακριβώς του πλήθους των μαρτύρων της: «Των εν όλω τω κόσμω μαρτύρων σου, ως πορφύραν και βύσσον η Εκκλησία σου στολισαμένη, …, Χριστέ ο Θεός».
παπα Γιώργης Δορμπαράκης
http://pgdorbas.blogspot.gr/2013/07/blog-post_23.html
Η ΑΓΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ
23 Ιουλίου: Γιορτάζει, ανάμεσα σε άλλους αγίους , η αγία Πελαγία της Τήνου (οσία Πελαγία η Τηνία – οσία = αγία μοναχή). Είναι εκείνη που, με αποκάλυψη της Παναγίας, βρήκε την ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεγαλόχαρης της Τήνου, λίγους μήνες μετά την έναρξη της επανάστασης του 1821. Αγαπώ αυτή την αγία, σχετικά άγνωστη στους πολλούς, από τότε που πήγα με τους γονείς μου, παιδί ακόμη, στην Τήνο και έμαθα την ύπαρξή της. Σας προτείνω να πάτε κι εσείς και να χαιρετίσετε το μοναστήρι, όπου ασκήτεψε και άγιασε, και το ναό της. Η βιογραφία της είναι από εδώ.
Η Πελαγία ήταν κόρη του παπά Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Η μητέρα της ήταν από τον Τριπόταμο της Τήνου και άνηκε στην οικογένεια Φραγκούλη. Γεννήθηκε το 1752 στο χωριό Κάμπο της Τήνου και το κοσμικό της όνομα ήταν Λούκια. Από διάφορα έγγραφα φαίνεται ότι είχε ακόμα τρεις αδελφές. Η οικογένειά της διακρινόταν για την αγνή πίστη και την προσήλωση στα θρησκευτικά ιδεώδη.
Λίγα χρόνια μετά τη γέννηση της Λουκίας ο πατέρας της πέθανε. Ήταν τότε 12 χρονών και έδειχνε σημάδια έντονης επιθυμίας να αφιερωθεί και να υπηρετήσει το θέλημα του Θεού. Οι δυσκολίες της ζωής έκαναν την μητέρα της να τη στείλει στον Τριπόταμο, στην κάπως πιο ευκατάστατη αδελφή της. Εκεί η Λούκια έμεινε τρία χρόνια και συχνά επισκεπτόταν την άλλη θεία της, που ήταν μοναχή στη Μονή Κεχροβουνίου. Ένοιωσε τότε επιτακτική την ανάγκη ν’ ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και σε ηλικία 15 χρονών μπήκε στο Μονστήρι σαν δόκιμη, υπό την επίβλεψη της θείας της μοναχής Πελαγίας. Όταν ήλθε η ώρα έγινε και η ίδια μοναχή με το όνομα Πελαγία.
Ως μοναχή αφοσιώθηκε με ψυχή και σώμα στην λατρεία του Θεού και στην ανακούφιση των πασχόντων. Η αγνότητα της ψυχής της, η οσιότητα της ζωής της, η αυταπάρνηση της, η μυστική ζωή της κι ο πόθος της για λύτρωση συντέλεσαν ώστε η μοναχή Πελαγία να γίνει το «σκεύος εκλογής» για ν’ αποκαλυφθεί σ’ αυτήν η Παναγία για την εύρεση της Αγίας εικόνας της στον αγρό του Δοξαρά στην πόλη της Τήνου (30 Ιανουαρίου 1823), γεγονός που έμελλε να κάμει την Τήνο ιερό νησί και να κατατάξει την Πελαγία μεταξύ των Αγίων. Το γεγονός δε αυτό συνέβη όταν η Όσια ήταν 73 χρόνων και αρχιερέας Τήνου ήταν ο Γαβριήλ.
Η Οσία Πελαγία έκανε, με τις πρεσβείες της Παναγίας και τη χάρη του Θεού, αρκετά θαύματα πριν και μετά τον θάνατο της, ο όποιος ήλθε στις 28 Απριλίου 1834 και τάφηκε στο ναό των Ταξιαρχών του μοναστηριού.
Το 1973 όμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός στο όνομα της, όπου φυλάσσεται και προσκυνείται η αγία κάρα της σήμερα. Ανακηρύχτηκε αγία με Συνοδική Πατριαρχική Πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 και η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, την ήμερα δηλαδή του οράματος της.
‘
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ
Η εύρεση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας έγινε ύστερα από όραμα της Αγίας Πελαγίας.
Την Κυριακή 9 Ιουλίου 1822 βλέπει στον ύπνο της μία μεγαλοπρεπή κυρία με φωτοστέφανο, η οποία της εξηγεί πόσο υπέφερε θαμμένη τόσα χρόνια κάτω από το χώμα. Της ζήτησε όταν ξημερώσει να επισκεφθεί τον επίτροπο εσωτερικών υποθέσεων της Μονής και να του ανακοινώσει την επιθυμία της να αποκαλυφθεί το ερειπωμένο θαμμένο μέγαρό της στον αγρό του Αντ. Δωξαρά.
Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι η κυρία ήταν η Θεοτόκος και ότι το μέγαρο ήταν προφανώς ο Ναός Της. Της γεννήθηκαν όμως αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε εκείνη την άσημη ταπεινή και το πώς θα έπρεπε να υποφέρει τους χλευασμούς και τις κοροϊδίες του δύσπιστου κόσμου. Έτσι αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτα. [Για το θέμα των αμφιβολιών (που είναι απαραίτητες) και της αμφισβήτησης των οραμάτων δείτε αναλυτικά εδώ].
Την επόμενη Κυριακή 16 Ιουλίου 1822, εμφανίζεται και πάλι στον ύπνο της η ίδια Κυρία δίνοντας και πάλι την ίδια παραγγελία. Η Πελαγία δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία ότι ήταν η εκλεκτή από την Θεοτόκο, αλλά και πάλι την απέτρεψαν οι αμφιβολίες.
Όταν και την τρίτη Κυριακή, 23 Ιουλίου 1822, εμφανίζεται στον ύπνο της με στεναχωρημένο, αλλά αυστηρό ύφος ζητώντας εξηγήσεις για την αγνόηση της παραγγελίας της, η Πελαγία αποφασίζει πλέον να προχωρήσει χωρίς να ολιγωρήσει.
Την ίδια μέρα η Πελαγία κατέφυγε στην Ηγουμένη η οποία γνωρίζοντας τον ενάρετο βίο της την πίστεψε και επισκέφθηκε τον επίτροπο. Ο επίτροπος με την σειρά του ειδοποίησε με την συνοδεία της Πελαγίας τον Μητροπολίτη της Τήνου ο οποίος προσκαλεί τον λαό της Τήνου στον Μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τον να συνδράμουν για τον σκοπό αυτό σε χρήμα ή και σε εργασία.
Ο λαός πρόθυμα άρχισε τις ανασκαφές στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822, από τις οποίες αποκαλύφθηκαν ο αρχαίος ναός του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ωστόσο δεν βρέθηκε κανένα ίχνος εικόνας πράγμα που επισκίασε το θετικό κλίμα και οδήγησε τον κόσμο σιγά, σιγά στην εγκατάλειψη του εγχειρήματος. Η Πανώλη θέριζε εκείνη την εποχή, πράγμα που ο επίτροπος το θεώρησε θεία τιμωρία.
Σε συνεργασία πάλι με τον Μητροπολίτη Τήνου συγκαλούν και πάλι τον λαό της Τήνου με την ίδια έκκληση ορίζοντας επιπλέον και μια επιτροπή ελέγχου του έργου. Όσο οι εργασίες δεν έφερναν αποτέλεσμα, ο λαός χλεύαζε και κατηγορούσε την Πελαγία ως ονειροπόλα.
Με δάκρια στα μάτια η Πελαγία ζητά την βοήθεια της Παναγίας, η οποία της αποκαλύπτει πλέον το ακριβές σημείο στο οποίο ήταν θαμμένη η εικόνα Της.
Στις 30 Ιανουαρίου 1823, μετά από την υπόδειξη της εν λόγω θέσης, η αξίνα του Δημ. Βλάσση προσκρούει στο θαυματουργό εικόνισμα!
Προσθέτουμε από εδώ:
Το χαρµόσυνο µήνυµα της εύρεσης διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την επαναστατηµένη Ελλάδα και όλοι οι πιστοί προσήλθαν, για να την προσκυνήσουν και να προσφέρουν οικονοµική ενίσχυση για την ανέγερση του ναού της και τα τιµαλφή τους ως αφιερώµατα, ενώ οι εργασίες συνεχίζονταν πυρετωδώς. Ανάµεσα στους πρώτους προσκυνητές συγκαταλέγονται οι ήρωες του αγώνα Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης, Μιαούλης, Κανάρης και άλλοι.
Ἀπολυτίκιο