23 Δεκεμβρίου μνήμη των Αγίων Δέκα μαρτύρων των εν Κρήτη , του εν αγίοις πατρός ημών Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής και του οσίου πατρός ημών Ναούμ , του φωτιστού των Βουλγάρων
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 22 Δεκεμβρίου 2018
“Φιλονικούσαν ποιος θα πάρει πρώτος το στεφάνι του μαρτυρίου!” – Οι Άγιοι Δέκα της Κρήτης (με φωτογραφικό υλικό)
Θαυμαστή και αξιέπαινος είναι η περιβόητος Κρήτη, και δια το κάλλος της, και δια το μέγεθος, δια τα τείχη και λιμένα της, και δια την κράσιν και υγείαν του καιρού, και ευθηνίαν και πλουσιότητα των καρπών της· αλλ’ εγώ θέλω διηγηθή την αληθινήν της αξίαν και ωραιότητα, τον χορόν λέγω των θείων Μαρτύρων, τους δέκα του Χριστού στεφανίτας· οι οποίοι από αυτήν εγεννήθησαν, και εις αυτήν υπέρ Χριστού γενναίως έμαρτύρησαν, καθώς θέλει να φανερώση ο λόγος.
Βασιλεύοντος εις την Ρώμην του ασεβεστάτου Δεκίου, τω 250 έτη, κατέστησεν Ανθύπατον εις την Κρήτην άλλον τινά Δέκιον ομώνυμόν του, και ομότροπον, ο οποίος ευθύς όπου έφθασεν εις την Κρήτην, ήρχισε να βασανίζη ανηλεώς και πολυτρόπως τους χριστιανούς, είτα και πικρώς να τους θανατώνη· εζητούντο λοιπόν, και ευρίσκοντο πάντες, και προς αυτόν εφέροντο μαζύ με τους οποίους ήτο και ο ιερός ούτος χορός οι οποίοι ήσαν από διαφόρους χώρας τής Κρήτης, από μεν την Μητρόπολιν Γορτύνην ήσαν πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός· από δε την Κνωσόν ήτο ο Ζωτικός, από τόν λιμένα του Πανόρμου ήτο οΑγαθόπους, από την Κυδωνίαν, ο Βασιλείδης, και από το Ηράκλειον ο Ευάρεστος και ο Μόμπιος, έσπευδον όμως άπαντες να φθάσουν εις μίαν πόλιν την ουράνιον.
Ούτοι ευθύς, όπου επαραστάθησαν εις τον ηγεμόνα, έδειξαν πάσαν γενναιότητα και ανδρείαν, και εις λόγους και εις έργα ανδρείως και αφόβως, πάσαν βάσανον και τιμωρίαν υπομείναντες· τριάκοντα ημέρας μαστιζόμενοι, στρεβλούμενοι, κατά γής συρόμενοι, λιθοβολούμενοι, εμπτυόμενοι και καταφρονούμενοι.
Αλλά ταύτα μεν ήσαν εις εκείνους ως προγυμνάσματα των μετέπειτα μεγαλειτέρων βασάνων. Διότι καθήσας τη εικοστή του παρόντος μηνός ο δικαστής εις το κριτήριον έφερε τους Μάρτυρας, και βλέπων αυτούς αγρίως και φονικώς, είπε «τίς η τοσαύτη σας αγνωσία, και ούτε με την πολυκαιρίαν, ούτε με τας νουθεσίας εμαθετε το συμφέρον σας ; όμως θύσατε χωρίς βίαν, ειδεμή θέλετε εννοήση εις όλίγον, τί θέλει σάς προξενήση η απείθειά σας » προς ταύτα οι Μάρτυρες απεκρίναντο· «και ημείς ω άρχων, και με πολλά λόγια και έργα, και με την πολυκαιρίαν εδείξαμεν την γνώμην μας πως ούτε τοις θεοίς σου θέλομεν θυσιάση, ούτε άλλο τίποτε θέλει μας καταπείση ποτέ εις αυτό, ούτε θέλομεν δειλιάση εις τας βασάνους σου αλλά θέλομεν σε ευχαριστεί περισσότερον όσον μας βασανίσης πικρότερα.» Ο άρχων είπεν, «έως ότου εγώ είμαι, και η δύναμις των μεγάλων θεών, τους οποίους σεις αναίσχυντα καταφρονείτε, και δεν εντρέπεσθε ούτε τους παρεστώτας, πολλούς τε και σοφούς όντας, οποίοι προσκυνούσι και λατρεύουσι πρώτον μεν τον Δία, έπειτα την Ήραν τε και Ρέαν, και τους λοιπούς. Δεν θέλω σας αφήση βασανίζωντας, έως όπου να σβέσω την αυθάδειάν σας, δια να φοβηθούν και άλλοι, αν τύχουν ως και σάς απειθείς· διότι όσα επάθατε έως τώρα, ήσαν μόνον σκιαί κολάσεων.»
Πρός ταύτα πάλιν οι Μάρτυρες είπον,« ω άρχων, περί μεν του Διός, και της μητρός των της Ρέας μη μας λέγης τίποτε. Διότι ημείς τους ηξεύρομεν, καθώς το ηκούσαμεν από τους προτήτερούς μας, και το γένος του Διός, και την τύχην και τον τόπον· τον δε τάφον του αν θέλης να σου τον δείξωμεν, διότι και αυτός ο Ζεύς κρητικός ήτο, και έγεινε τύραννος εις τα χωρία· τόσον δε ήτο άσελγής, ώστε όπου όχι μόνον με γυναίκας, αλλά και με άρρενας τας ασχημίας του έκαμνε συχνά και ακαταπαύστως, γόης και πανούργος ων· δια τούτο και τινές ομοιοπαθείς μιμούμένοι τας κακίας του, (διότι το κακόν πολύ εύκόλως το μιμούνται,) τον εκήρυξαν θεόν, και του έκτισαν ναούς και θυσιάζουσι, δια να φαίνωνται πως μιμούνται θεΐκά έργα να μη εντρέπωνται.»
Ταύτα λέγοντος του θείου χορού εκείνου, πολύ εθυμώθη και ο ηγεμών και όλος ο λαός, και ώρμησαν να τους ξεσχίσουν με τας χείρας των ο Δέκιος όμως τους εμπόδισε δια να τους δώση πικρότερον θάνατον. Ευθύς λοιπόν εβασανίζοντο με διαφόρους βασάνους και πολυτρόπους, και ο μεν είς κρεμασθείς εξεσχίζετο με σιδηρά ονύχια και αι σάρκες του έπιπτον εις την γήν. Άλλου δε με ξύλα και λίθους οξείς συνετρίβοντο τα πλευρά του ομού με τα κόκκαλα. Άλλοι δε με βάρος μολύβδου, και άλλοι άλλως τυπτόμενοι και μαστιζόμενοι οδυνηρώς, γενναίως καο χαίροντες υπέφερον τας πληγάς. Και βλέποντες την πολλήν των υπομονήν και ανδρείαν, πολλοί εστερεούντο εις την πίστιν και ευσέβειαν περισσότερον. Άλλοι πάλιν ασεβείς, χαιρέκακοι και άσπλαγχνοι εχαίροντο πώς ετιμωρούντοι οι Άγιοι, και επαρακινούσαν τον κριτήν και τους δημίους εις περισσότερον θυμόν· εβόα δε και ο κήρυξ, «λυπηθήτε την ζωήν σας, καταπεισθήτε εις τους ςξουσιαστάς, θύσατε τοις θεοίς.» Οι Μάρτυρες όμως, και εις τόσα δεινά όντες, ανίκητοι ήσαν, και όλοι των με μίαν φωνήν εβόησαν· «χριστιανοί είμεθα, Χριστού θυσία, Χριστού σφάγια, αν και μυρίας φοράς ήθελε κάμη χρεία να θανατωθώμεν, προθύμως αποθνήσκομεν»
Ο πρόθυμος λοιπόν υπηρέτης του σατανά Δέκιος, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των Μαρτύρων, και ανίκητον προσέταξε να τους αποκεφαλίσουν. ‘Εφερον λοιπόν τους Μάρτυρας εις τόπον Αλώνιον λεγόμενον, πλησίον της πόλεως, φθάσαντες δε οι Άγιοι εφιλονείκουν ποίος να θανατωθή πρώτος, δια να λάβη και πρώτος τον στέφανον. Έπαυσε δε την φιλονεικίαν ταύτην είς εξ αυτών Θεόδουλος ονόματι, λέγων ότι ο έσχατος είναι πρώτος καί τιμιώτερος, έστω και να μη φοβηθή βλέπων τον θάνατον των προτέρων. ‘Ηρεσεν εις όλους ο λόγος και πρώτον μεν έκαμαν κοινήν προσευχήν, λέγοντες. «Ευλογητός εί Κύριε, ός ουκ έδωκας ημάς εις θύραν τοις οδούσιν αυτών, » και τα επίλοιπα του Ψαλμού· έπειτα πηγαίνοντες έκαστος εις τον τόπον, έλεγον· «σπλαγχνίσου, Κύριε, τους δούλους σου, και δέξαι το αίμα ημών, και υπέρ των ήμετέρων, υπέρ πατρίδος δια να ελευθερωθή από το σκότος της αγνωσίας, και να ιδή Σέ το αΐδιον φως αιώνιε Βασιλεύ.»
Ούτω έκαστος προσευξάμενοι, έκοψαν τας ιεράς και καλλινίκους αύτών κεφαλάς. Αναχωρησάντων δε των δημίων,τινές από τους ευσεβείς, λαβόντες τα ιερά λείψανα, τα ενταφίασαν τιμίως. Υστερον δε όταν η ευσέβεια επλήθυνε σχεδόν εις όλην την οικουμένην, εστάλη Παύλος ο αγιώτατος πατριάρχης, λαβών και άλλους εγκρίτους άνδρας από τα βασίλεια· φθάνων λοιπόν εις την Κρήτην, και πηγαίνων εις τον τόπον και αναχώσαντες τον τάφον των αγίων, ηύρε τα λείψανα ως ζώντα ένδροσα και ανθηρά (ω της δυνάμεώς σου Χριστέ Βασιλεύ!) και λαβών αυτά τα έφερον ες την Βασιλίδα των πόλεων και τα ενταφίασαν εκεί, όπου είναι και τα ιερά και μαρτυρικά λείψανα των Νηπίων, κοινοί σωτήρες και φύλακες άγρυπνοι όντες εις όλα τα λυπηρά. Ων τας πρεσβείαις τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απολυτίκιο. Ήχος γ΄. Την ωραιότητα.
Κρήτης τα εύοσμα άνθη τιμήσωμεν, τα διαπνέοντα, οσμήν την ένθεον, Θεόδουλον και Ζωτικόν, Γελάσιον, Σατορνίνον, Εύπορον, Ευάρεστον, Αγαθόποδα, Πόμπιον, Ευνικιανόν ομού, Βασιλειάδην τε ένδοξον, βοώντες προς αυτούς ομοφρόνως· χαίρε Δεκάς η των μαρτύρων.
Κοντάκιον. Ήχος δ΄. Επεφάνης σήμερον.
Εωσφόρος έλαμψεν, η των Μαρτύρων, σεβασμία άθλησις, προκαταυγάζουσα ημίν, τον εν Σπηλαίω τικτόμενον, ον η Παρθένος, ασπόρως εκύησεν.
Ο άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής
Γιος εύπορου αξιωματούχου της Αμιροπόλεως της Αιγύπτου, ο άγιος Νήφων εστάλη σε ηλικία οκτώ ετών στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Πράος, ευλαβής, με ζήλο για την μελέτη και τα του Θεού, αφέθηκε παρ’ όλα αυτά να παρασυρθεί από κακές παρέες και βυθίσθηκε σε βίο φιλήδονο και έκλυτο, όπως συνήθιζαν οι νεαροί αριστοκράτες της Βασιλεύουσας. Παρά τις τύψεις της συνειδήσεως και τις επιπλήξεις των χριστιανών φίλων του, που προσπαθούσαν να τον ξαναφέρουν στον ίσιο δρόμο υπενθυμίζοντάς του την πάλαι ποτέ αρετή του, η δύναμη της συνήθειας ήταν πιο ισχυρή και ο Νήφων παρέμενε στην αμαρτία. Μια νύχτα ωστόσο, αποφάσισε να σηκωθεί και να προσευχηθεί στον Θεό, αλλά προς μεγάλη του σύγχυση εμφανίστηκε μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο που τού έκλεινε τον ορίζοντα. Μη μπορώντας πλέον να κοιμηθεί, μόλις χάραξε, πήγε σε μια εκκλησία και πλήρης συντριβής δεήθηκε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία φάνηκε να κοιτάζει τον νέο με στοργή και έδωσε στην καρδιά του την διαβεβαίωση ότι δεν είχαν χαθεί όλα και ότι ήταν δυνατή η μετάνοια. Από τότε, κάθε φορά που έπεφτε στην αμαρτία, έτρεχε με εμπιστοσύνη στην εκκλησία, εξομολογούταν το αμάρτημά του μπροστά στην εικόνα, η οποία στην αρχή φαινόταν αυστηρή, αλλά μετά έδειχνε να τού χαμογελάει, και έφευγε γεμάτος ελπίδα. Όσο πιο συχνά πήγαινε στην εκκλησία, τόσο περισσότερο επέμενε στον ανελέητο αγώνα ενάντια στα πάθη του που τού είχαν γίνει δεύτερη φύση, με την νηστεία, την αγρυπνία, την αδιάκοπη αυτομεμψία. Στις πονηρές μηχανεύσεις των δαιμόνων απαντούσε με περιφρόνηση επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού. Όταν οι επιθέσεις των δαιμόνων γίνονταν πιο επίμονες, έδερνε με ραβδί το σώμα του, ώστε να μην λησμονεί τις πολύ χειρότερες τιμωρίες που τον περίμεναν στην κόλαση. Στα τεχνάσματα των δαιμόνων αντιπαρέθετε τα δικά του. Έτσι, έτρωγε κάποιες φορές μέχρι κορεσμού, αλλά αμέσως σηκωνόταν νωρίτερα απ’ ό,τι τις άλλες ημέρες για να προσευχηθεί, χλευάζοντας τους δαίμονες και δείχνοντάς τους ότι δεν ήταν πλέον δούλος τους ούτε δούλος κάποιου κανόνα, αλλά ελεύθερος και μαθητής του Χριστού και τίποτε δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να προσεύχεται στον Θεό.
Σε μια από τις ολονύκτιες δεήσεις του, το Άγιο Πνεύμα τού φανέρωσε ποια όπλα έπρεπε να προσθέσει στην αποκοπή του σαρκικού φρονήματος, για να μπορεί με ασφάλεια να αγωνίζεται: ταπείνωση, ελεημοσύνη, αυτομεμψία και αποφυγή της κατακρίσεως… Μια ημέρα παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και, σε αναγνώριση των άθλων του, τού έδωσε μια νέα καρδιά, την “συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία” για την οποία μιλά ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 50,19). Έκτοτε, ο Νήφων μπόρεσε να προχωρήσει απρόσκοπτα προς τον ουρανό, θεωρώντας τον εαυτό του τον μεγαλύτερο των αμαρτωλών. Αδιάκοπα επαναλάμβανε: “Αλοίμονό μου, τον αμαρτωλό!” και όταν πήγαινε με σκυφτό το κεφάλι σε μια εκκλησία της πόλεως, οι μαύροι δαίμονες που προσπαθούσαν να τού φράξουν τον δρόμο έπεφταν καταγής όταν πλησίαζε. Θεωρούσε ότι ήταν ελαχιστότερος και από την σκόνη που οι αδελφοί τινάζουν από τα πόδια τους μπαίνοντας στο ναό· και όταν κάποιος γονάτιζε μπροστά του ζητώντας την ευλογία του, οι λογισμοί του κατέρχονταν μέχρι τα βάθη της κολάσεως. “Βάλε τον εαυτό σου κάτω από τους άλλους”, έλεγε, “και θα ζεις με τον Χριστό”. Όταν έδινε ελεημοσύνη σε κάποιον πτωχό, επαναλάμβανε τα λόγια της θείας Λειτουργίας: “Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρωμεν κατά πάντα και δια πάντα”, αποδίδοντας στον Θεό κάθε ενάρετη πράξη του. Γιατί όλοι του οι αγώνες και οι προσευχές δεν ήσαν παρά η “προσκομιδή”, η εκούσια προσφορά της συνειδήσεώς του και όλου του είναι του, με την ελπίδα ότι ο Θεός θα τον δεχθεί όπως έγινε δεκτός ο μετανοημένος άσωτος υιός από τον πατέρα του (βλ. Λουκ. 15,11 κ.ε.). Και πράγματι ο Θεός δεν έμεινε αναίσθητος. Μια ημέρα εκεί που θρηνούσε για τις αμαρτίες του, ο Νήφων περιβλήθηκε ξαφνικά από ουράνιο φως, δυο πελώρια χέρια ήλθαν από οτον ουρανό για να τον εναγκαλισθούν και άκουσε την φωνή του Θεού να επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα του ασώτου: “ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν, θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη” (Λουκ. 15,23-24). Άγγελος Κυρίου ήλθε τότε και περιέλουσε τον άγιο, του οποίο το πρόσωπο ήταν κάθυγρο από ακτινοβολούντα δάκρυα, με άρωμα ανείπωτης ευωδίας. Είχε αποκτήσει την χάρη της μετανοίας.
Ήταν ήδη επαρκώς έμπειρος, και ο Θεός έκρινε ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την “μεγάλη δοκιμασία”, οπότε επέτρεψε στον διάβολο να επιτεθεί στον άγιο με τα πιο φοβερά του όπλα. Μετά την εμφάνιση του διαβόλου, επί τέσερα χρόνια, η ψυχή του αγίου ήταν βαθιά αναστατωμένη: ο νους του καλύφθηκε από βαθύ γνόφο, σε βαθμό που τού ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στην προσευχή· το σώμα του και όλες οι δυνάμεις του είχαν παραλύσει από την ακηδία, και ο δαίμων ακατάπαυστα τον παρακινούσε να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού. Γαντζωμένος στην άγκυρα της πίστεως, και αποφασισμένος να επιμείνει μέχρι θανάτου, ακόμη κι αν υπέπιπτε στα πιο βαριά αμαρτήματα, ο άγιος προσευχόταν πρωί βράδυ, με δυσκολία συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να κάνει το σημείο του Σταυρού, και απαντούσε στον δαίμονα λέγοντας απλά: “Ναι, ο Θεός υπάρχει!’”. Έφθασε μέχρι τα όρια της απελπισίας και τέλος λυτρώθηκε μέσω ενός λαμπρού οράματος του προσώπου του Χριστού, που έδιωξε δια παντός τον διάβολο, και θριαμβευτής στον αγώνα ο Νήφων ευχαριστούσε τον Θεό με τα λόγια της Υπεραγίας Θεοτόκου: “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου…” (Λουκ. 1,47). Λίγο αργότερα ο άγιος αξιώθηκε να λάβει παρά Θεού το χάρισμα της απαθείας, κορωνίδα και επιστέγασμα των αγώνων της αρετής, και να δει σε όραμα τον θρόνο του Θεού στην κορυφή πύρινου στύλου που αναδυόταν από τα νερά της θάλασσας.
Έκτοτε, λαμβάνοντας Χάριν επί χάριτος, ο άγιος Νήφων έζησε ως άγγελος επί γης. Η Χάρις του Θεού μεταμόρφωνε την σάρκα και τις αισθήσεις του, τόσο που όταν προσευχόταν ανυψωνόταν από το έδαφος και το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απαστράπτον φως. Για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κάτι σαν νέος προφήτης· μάρτυς μεγαλειωδών οραμάτων και φοβερών αποκαλύψεων για την Ημέρα της Κρίσεως και την εξέταση στην οποία θα υποβληθούν οι ψυχές μετά τον θάνατο. Στους πολλούς επισκέπτες του δίδασκε την ουράνια διδαχή του, επιτιμούσε τους διαβόητους αμαρτωλούς και προσευχόταν με ζήλο για την μεταστροφή των Εβραίων και των εθνικών, ενώ δεόταν ιδιαιτέρως για τους ψυχορραγούντες. Οι τιμές και οι δόξα των ανθρώπων τού ήταν πιο απεχθείς και από την αμαρτία και πιο φοβερές και από τους πιο φρικτούς δαίμονες· για τον λόγο αυτό, μετά ένα ενύπνιο που τού ανήγγειλε ότι σύντομα θα χειροτονούνταν επίσκοπος, αποφάσισε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να πάει στην Αλεξάνδρεια. Όπως όμως και ο προφήτης Ιωνάς, έτσι και ο Νήφων εφάρμοσε την βούληση του Θεού στην προσπάθειά του να την αποφύγει. Μόλις έφθασε στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρίσθηκε αμέσως από τον αρχιεπίσκοπο άγιος Αλέξανδρο (313-326), που είχε δει σχετικό όραμα, και αφού ανήλθε διαδοχικά όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, διορίσθηκε επίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντιανής. Την ημέρα της χειροτονίας του σε επίσκοπο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, διάκονος τότε, είδε τον άγιο Νήφωνα ενδεδυμένο φως και περιστοιχισμένο από πλήθος Αγγέλων. Τρεις ημέρες αργότερα έφθασε στην επισκοπική έδρα με την συνοδεία του και έγινε δεκτός με αγαλλίαση από το ποίμνιό του, που καυχόταν ότι απέκτησε τέτοιο ποιμενάρχη. Κατόπιν, απεδείχθη ισάξιος των πλέον οσίων ιεραρχών: κήρυττε ακατάπαυστα τον λόγο του Θεού, παρότρυνε “ευκαίρως ακαίρως” (Β΄ Τιμ. 4,2) με ακατάλυτη υπομονή και μέριμνα να σωθεί και η παραμικρότερη από τις ψυχές που τού εμπιστεύθηκαν. Όταν δεν βρισκόταν στην εκκλησία, πήγαινε να παρηγορήσει τις χήρες και τα ορφανά ή αποσυρόταν στην ησυχία για να συντάξει πνευματικές διδαχές και σχόλια στην Αγία Γραφή· είτε κατ’ ιδίαν, όμως, είτε δημοσίως, ποτέ δεν διέκοπτε την κρυφή και σιωπηλή του συνομιλία με τον αληθινό Ποιμένα, τον Χριστό.
Τρεις ημέρες πριν την εκδημία του, παρουσιάσθηκε στον όσιο Νήφωνα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ για να τού αναγγείλει την ημέρα της μετάστασής του στους ουρανούς και να τού υποσχεθεί ότι πολύ σύντομα θα συμμετείχε στην δόξα των Αγγέλων. Ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει πατριάρχης Αλεξανδρείας, ειδοποιήθηκε επίσης σε όραμα και έφθασε δίχως καθυστέρηση στο προσκέφαλο του οσίου ιεράρχη. Μετά μια τελευταία συνομιλία, γεμάτοι συγκίνηση αποχαιρετήθηκαν: ο Αθανάσιος ζήτησε από τον Νήφωνα να τον θυμηθεί ενώπιον του θρόνου του Θεού και ο Νήφων είπε στον αρχιερέα να μην παραλείψει να τον μνημονεύει κατά την θεία Λειτουργία. Κατόπιν, μετά μια τελευταία δέηση υπέρ σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, με πρόσωπο που ακτινοβολούσε παρά τον πυρετό, ο άγιος Νήφων είδε τον Χριστό να έρχεται προς το μέρος του, περιστοιχισμένος από τους Αποστόλους, του Μάρτυρες και τους Προφήτες, λέγοντας: “Ελθέ προς με, ο ενδυσάμενος την εμήν ταπείνωσιν!”. Αμέσως μετά εκοιμήθη.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 260-264)
Πώς να συμπεριφερόμαστε μέσα στο κόσμο σε σχέση με τους άλλους (Από τον βίο του Αγίου Νήφωνος επισκόπου Κωνσταντιανής)
Ο αρχάγγελος Ραφαήλ με τον μικρό Τωβία, την αγία Παρασκευή, τον άγιο Νήφωνα, τον άγιο Αλέξιο και την αγία Πίστη.
…Κάποτε που ήταν στην εκκλησία της Θεοτόκου το Χαλκοπρατίου, τον πλησίασε ένα πολύ ενάρετο παιδί που έτρεχε πάντα ακούραστο στις ιερές ακολουθίες.
-Πάτερ, τον ρώτησε, τι να κάνω για να κερδίσω τη σωτηρία;
-Εσύ παιδάκι μου, είσαι μια αγνή ψυχή. Πως ζητάς ν’ ακούσεις σωτήριο λόγο από ένα γέρο που σάπισε στην αμαρτία;
-Ο λόγος του Θεού, πάτερ, λέει: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι». Γι’ αυτό κι εγώ ζητάω να ακούσω από σένα ένα καλό λόγο. Μη με περοφρονήσεις, λοιπόν, τον ανάξιο.
-Τι σκέπτεσαι; Να γίνεις μοναχός ή να ευαρεστήσεις στον Θεό ακολουθώντας τη συνήθη ζωή; Τον ρώτησε τότε ο άγιος.
-Σκέπτομαι, Πάτερ, να γυμνασθώ πρώτα μέσα στη ζωή και μετά ό, τι θέλει ο Θεός.
-Αν θέλεις, παιδί μου, να κατοικήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, οφείλεις να προσέξεις τα εξής: Να μην κατηγορείς κανέναν απολύτως, να μην κοροϊδεύεις, να μην οργίζεσαι, να μην περιφρονείς. Φυλάξου πολύ να μη λες «ο τάδε ζει ενάρετα ή ο δείνα άσωτα», διότι αυτό ακριβώς είναι το «μη κρίνετε». Όλους να τους βλέπεις με το ίδιο μάτι, με την ίδια διάθεση, με την ίδια σκέψη, με απλή καρδιά, να τους δέχεσαι σαν τον Χριστό. Μην ανοίξεις τ’ αυτί σου σε άνθρωπο που κατακρίνει. Ούτε, πολύ περισσότερο, να ευχαριστείσαι και να συμφωνείς με όσα λέει. Αλλά να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Να είσαι δηλαδή αργός στα λόγια και επιμελής στην προσευχή. Αλλά ούτε κι αυτόν τον ίδιο που κατακρίνει να τον καταδικάσεις μέσα σου. Κάνει βέβαια κάτι κακό. Αλλά εσύ να βλέπεις τα δικά σου ελαττώματα και να κατηγορείς τον εαυτό σου μόνο.
-Αυτά που μου είπες, πάτερ, παρατήρησε το παιδί, είναι για τους φτασμένους αγωνιστές. Πως όμως εγώ ο μηδαμινός θα μπορέσω να φτάσω ως εκεί, για να ευαρεστήσω στον Θεό;
-Η νεότητα, παιδί μου , αν έχει ταπείνωση και αγνότητα, αρκεί. Δεν της ζητάει τίποτα άλλο ο Θεός. Γι’ αυτό, παλικάρι μου, να είσαι αγνός και ταπεινός. Βάζε τον εαυτό σου κάτω απ’ όλους. Τότε πραγματικά θα ζεις συντροφιά με τον Χριστό.
Αγωνίσου επίσης να μη φαντάζεσαι με το νου σου ότι έφτασες στα μέτρα των αγίων, αλλά να λες συνεχώς: «Ξέρεις, ψυχή μου, ότι ξεπεράσαμε στις αμαρτίες και τους δαίμονες και μέχρι τώρα δεν κάναμε καμία καλή πράξη για τον Θεό; Αλλοίμονο μας, ταλαίπωρη! Τι θα γίνουμε την ημέρα της κρίσεως;»
Για αυτό να θεωρείς την προσευχή σου, παιδί μου, όλο τον καιρό της ζωής σου, σαν του χειρότερου αμαρτωλού. Διότι τότε αμαρτάνουμε χειρότερα, όταν νομίζουμε ότι η προσευχή μας είναι άγια και καθαρή. Άλλωστε και αν ακόμη κάνει κανείς σημεία και τέρατα, πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του αναπολόγητο, γιατί οπωσδήποτε θα αμαρτάνει στην προσευχή με τα εσωτερικά σκιρτήματα της καρδιάς ή και με τους απρόσεκτους λογισμούς. (Δηλαδή, όταν άλλα λέει το στόμα κι αλλού τρέχει ο νους). Γιʼ αυτό θυμήσου να λες πάντα τούτα τα λόγια: «Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου».
Πρέπει ακόμη να έχεις και τούτο υπ’ όψη σου: Ποτέ να μην ευχαριστείσαι με τα καλά σου έργα ούτε να ξεθαρρεύεις εξ αιτίας τους. Δεν ξέρεις, αν είναι αρεστά ή αποκρουστικά στο Θεό. Για αυτό καλύτερα να έχεις το θάρρος σου σ’ Εκείνον και στη δύναμη του, λογαριάζοντας τον εαυτό σου ανώφελο χώμα. Αχ, παιδί μου, πόσες αμαρτίες κάνουμε και δεν τις ξέρουμε!
Όταν δεις τους συνανθρώπους σου να σφάλλουν, εσύ να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Κι αν κανείς σε βρίσει, σε κατακρίνει ή σε περιφρονήσει, έστω και μέχρις εξευτελισμού, ταπείνωσε τον λογισμό σου και κατάκρινε και συ ο ίδιος τον εαυτό σου σαν αμαρτωλό και ανάξιο να ζει!… Ε, μ’ όλ’ αυτά θα έρθει η διόρθωση και η σωτηρία.
Τότε ο νέος τον ξαναρώτησε:
-Πάτερ, πως μπορεί ο άνθρωπος να νικάει κάθε πειρασμό του διαβόλου;
-Η νίκη σε κάθε πειρασμό είναι η σιωπή και η ταπείνωση. Όλα τα έργα του ταπεινόφρονος είναι γνωστά στον Θεό και επαινετά από τους αγγέλους του. Γι’ αυτό είναι φρικτά και φοβερά στους δαίμονες. Γίνε, λοιπόν, ταπεινός και συντετριμμένος στην καρδιά, ώστε να ποθήσει το Άγιο Πνεύμα να κατοικήσει μέσα σου και να σου δώσει έτσι δύναμη ν’ αποκρούσεις κάθε βιοτική μέριμνα. Γιατί διαβλέπω ότι αυτή περισσότερο σε απομακρύνει από το δρόμο του Θεού απασχολώντας σε με ανώφελα πράγματα. Αυτά δεν θα μας ωφελήσουν σε τίποτε, παιδί μου, την ημέρα της Κρίσεως. Δεν μας έστειλε ο Κύριος σε τούτη τη ζωή, για να πνίξουμε τον αυτό μας μέσα στις μέριμνες και τις υπερβολικές φροντίδες δελεαζόμενοι απ’ τον διάβολο- μη γένοιτο! Καλυτέρεψε ολόκληρο τον εαυτό σου προς τον Θεό φροντίζοντας μόνο για την ψυχή σου, και Εκείνος έχει έννοια και για τις υλικές σου ανάγκες. Γιατί κανένας, όσο κι αν φροντίζει στην παρούσα ζωή για τη σάρκα του, δεν μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του ένα πήχη, καθώς είπε ο Κύριος. Τι όφελος έχουμε απ’ τα πράγματα του κόσμου, έστω κι αν λάχει να τα συνάξουμε όλα στις αποθήκες μας; Στο τέλος τα αφήνουμε εδώ. Κι εμείς γυμνοί από αρετές κατοικούμε στον τάφο!… Ποιο υλικό κέρδος μπορεί να μας σώσει τότε; Ασφαλώς κανένα. Θα μας ζώσει από παντού το σκοτάδι, το ουαί, η αιώνια κόλαση. Γι’ αυτό είναι απόλυτη ανάγκη να προσευχόμαστε αδιάλειπτα με πολλή περισυλλογή και γαλήνη. Νιώσε, λοιπόν, παιδάκι μου, και βάλε καλά στην καρδιά σου όλα όσα σου λέω και από δω και μπρος κόψε τις φροντίδες και ζήσε συνετά και ευάρεστα στον Κύριο και Θεό σου.
Μ’ αυτές τις συμβουλές του ο μακάριος έφερε βαθειά κατάνυξη στην καρδιά του νέου. Τέλος εκείνος φεύγοντας έπεσε στα πόδια του και ζήτησε την ευχή του. Το ίδιο έκανε και ο Νήφων. Έπεσε κι αυτός στα πόδια του παιδιού κι έπειτα του έδωσε την ευχή του, για να φύγει.
Το παιδί αυτό ήταν υιός ενός από τους μεγάλους άρχοντες του παλατιού. Από τότε τον περισσότερο καιρό του τον περνούσε μαζί με τον όσιο πριν αυτός να τιμηθεί με το επισκοπικό αξίωμα. Έμαθε και το κελί του και σύχναζε εκεί τρυγώντας τα θεία διδάγματα, τα γλυκύτερα «υπέρ μέλι και κήριον». Έτσι τράφηκε η ψυχή του κι από μικρός έγινε εύχρηστο σκεύος στα χέρια του Θεού. Με τα πνευματικά του χαρίσματα ευαρέστησε στον Κύριο κι όταν ήρθε η ώρα, του παρέδωσε την ψυχή του κι αναπαύτηκε μέσα στη θεϊκή του αγκάλη. Το όνομα του ήταν Νεόφυτος.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ένας Ασκητής επίσκοπος, Άγιος Νήφων ο Κωνσταντιανής» του Πέτρου Ιερομονάχου (μαθητού του Αγ. Νήφωνος). Εκδόσεις Αστήρ…
ΑΓΙΟΣ ΝΑΟΥΜ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ,
ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κανένας δεν μπορεί να αρνηθή το εκπολιτιστικό έργο της Εκκλησίας και στα παλιά και στα τωρινά χρόνια.
Και οι εχθροί της ακόμα δεν τολμούν να αμφισβητήσουν πως πολλούς λαούς εξημέρωσε και σ’ όλο τον κόσμο επέδρασε το Ευαγγέλιο, μαζί με την αληθινή πίστη μεταδίδοντας στους λαούς και τον πολιτισμό.
Στην Εκκλησία του Βυζαντίου οφείλουν τον χριστιανισμό και τον πολιτισμό τους οι λαοί της Βαλκανικής και βορειότερα οι Ρώσοι.
Ένας από τους ιεραποστόλους μαζί με τον Κύριλλο, τον Μεθόδιο και τον Κλήμη, στους οποίους οφείλεται η διάδοση του χριστιανισμού στους Σλαύους, είναι και ο Άγιος Ναούμ, ο θαυματουργός και φωτιστής της Βουλγαρίας, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη.
Ο Άγιος Ναούμ εργάστηκε ιεραποστολικά κυρίως στην Ουγγαρία κοντά στον άγιο Κλήμεντα, βοηθώντας τον σαν νεώτερος, καθώς ο Ααρών παράστεκε τον γέροντα Προφήτη Μωϋσή.
Ο Άγιος Ναούμ ο Θεοφόρος και θαυματουργός, υπήρξε συνεργάτης του Κυρίλλου και Μεθοδίου, τον 9ο αιώνα (842), στους αγώνες τους για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης στη Βουλγαρία.
Και στο βαρύ αυτό έργο, όπου συνάντησαν μεγάλα εμπόδια και επικίνδυνες αντιστάσεις, η παρουσία του Ναούμ είχε μεγάλη επίδραση.
Διότι στη δύναμη της διδασκαλίας του, πρόσθετε και την εντύπωση, που προκαλούσαν τα θαύματα που ενεργούσε με τη χάρη του Θεού.
Ο Ναούμ, επιστρέφοντας από τη Ρώμη, όπου πήγε στον τότε Πάπα Αδριανό, πέρασε και από τη Γερμανία, όπου υπήρχαν πολλές και διάφορες αιρέσεις.
Και αφού κήρυξε και εκεί αγωνιζόμενος για την Ορθοδοξία, επανήλθε και πάλι στη Βουλγαρία.
Εκεί, οργάνωσε μαζί με άλλους συναγωνιστές του, σώμα εσωτερικής ιεραποστολής και εργάστηκε θερμότατα για τη διάδοση του χριστιανισμού με τα κηρύγματά του και τις συνεχείς διδακτικές περιοδείες του.
Ο θάνατος τον βρήκε όρθιο, να κοπιάζει μέχρι τελευταίας του πνοής για τον ευσεβή σκοπό του.