22 Σεπτεμβρίου , Κυριακή Α΄ Λουκά
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 21 Σεπτεμβρίου 2019
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Α´ Λουκά
(Λουκ. ε´ 1-11)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ᾿Εμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ῾Ως δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ᾿Επανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ᾿Ιδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ῎Εξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· Μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Απόδοση στη νεοελληνική
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς στεκόταν ὁ ᾿Ιησοῦς στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στὴν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτὰ καὶ ἔπλεναν τὰ δίχτυα. ᾿Εκεῖνος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ψαροκάϊκα, σ’ αὐτὸ ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τραβηχτεῖ λίγο ἀπὸ τὴν ξηρά. Κάθισε στὸ ψαροκάϊκο καὶ ἀπ’ αὐτὸ δίδασκε τὰ πλήθη. ῞Οταν τελείωσε τὴν ὁμιλία του, εἶπε στὸν Σίμωνα· Πήγαινε στὰ βαθιὰ καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα. ῾Ο Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε· Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα παιδευόμασταν καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδὴ ὅμως τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ρίξω τὸ δίχτυ. Τὸ ἔριξαν κι ἔπιασαν πάρα πολλὰ ψάρια, τόσα ποὺ τὸ δίχτυ τους ἄρχισε νὰ σκίζεται. Μὲ νεύματα εἰδοποίησαν τοὺς συνεταίρους τους, ποὺ ἦταν στὸ ἄλλο πλοῖο νὰ ἔρθουν νὰ τοὺς βοηθήσουν. ᾿Εκεῖνοι ἦρθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δύο ψαροκάικα σὲ σημεῖο ποὺ νὰ κινδυνεύουν νὰ βυθιστοῦν. ῞Οταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Βγὲς ἀπὸ τὸ καΐκι μου, Κύριε, γιατὶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Αὐτὰ τὰ εἶπε γιατὶ εἶχε κυριευτεῖ ἀπὸ δέος, αὐτὸς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιὰ τὰ πολλὰ ψάρια ποὺ εἶχαν πιάσει. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου, τὸν ᾿Ιάκωβο καὶ τὸν ᾿Ιωάννη, ποὺ ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε εἶπε στὸν Σίμωνα· Μὴ φοβᾶσαι, ἀπὸ τώρα θὰ ψαρεύεις ἀνθρώπους. ῞Υστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τὰ ψαροκάικα στὴ στεριά, ἄφησαν τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.
Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Αυτογνωσία, προϋπόθεση επιτυχίας
Ευαγγελικό ανάγνωσμα Κυριακής Α’ Λουκά
( Λουκ. ε 1-11)
Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Ιωαννίνων
Αρκετά είναι τα επαγγέλματα αυτά που όσοι τα εξασκούν χρειάζεται να υπολογίζουν και σ’ ένα ποσοστό αποτυχίας. Η αλιεία όμως απαιτεί μεγάλο βαθμό κόπου και θυσίας και συνάμα περιέχει μεγάλη πιθανότητα απογοητεύσεως.
Αυτή ακριβώς την πραγματικότητα βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή της Α’ Κυριακής του Λουκά. Το ευαγγελικό κείμενο συγκινεί αλλά και συγκλονίζει από πολλές απόψεις, δοθέντος ότι πλέκεται κατά μοναδικό τρόπο η ανθρώπινη αδυναμία, παρά την άριστη γνώση του επαγγέλματος, με την δύναμη του Ιησού και την πνοή της χάριτος.
Με τον αριστοτεχνικό του τρόπο ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής μάς περιγράφει τα συγκινητικά περιστατικά.
Είχε προηγηθεί η ολονύκτιος κοπιαστική προσπάθεια του Πέτρου και των συνεργατών του προς “άγραν ιχθύων”. Τα ξημερώματα όμως δεν είχαν μαζί τους παρά αυτά που έσυραν τα δίκτυα, δηλ. την πίκρα, την απογοήτευση και την ανείπωτη κούραση των “μαστόρων” του ψαρέματος.
Σ’ ένα λοιπόν από αυτά τα πλοία “ο ην του Σίμωνος”, ανέβηκε ο Ιησούς, παρακαλώντας τον μεστωμένο και ξάγρυπνο ψαρά να τραβήξει λίγο το σκάφος του. Να το πάει λίγο πιο μέσα από την στεριά ώστε να υπάρχει δυνατότητα ν’ ακούουν τον λόγο του Κυρίου όλοι όσοι βρίσκονταν στην ακρογιαλιά.
Φαίνεται πως αρκετές φορές ο Θεός περιμένει να εξαντληθούν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις, όλες οι γνώσεις και οι ικανότητες ώστε να κάνει τη δική του παρέμβαση. Φαίνεται πως στις εκλεκτές ψυχές όντως “η χάρις εν ασθενεία τελειούται”.
Και έως εδώ όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Ο λόγος του Θεού φώτιζε τα πλήθη και στάλαζε βάλσαμο στις καρδιές των ταλαίπωρων ψαράδων. Σε λίγο όμως οι μαθητές θα περάσουν στο χώρο του υπερφυσικού. Η λογική και η εμπειρία δεν μπορούν παρά να αντιδρούν στην εντολή έστω και εσωτερικά και ανέκφραστα. Ευτυχώς όμως, η πίστις και η έμπρακτη υπακοή σπάζουν το τείχος της λογικοκρατίας και ανοίγουν τους μαθητές στο πέλαγος της αγάπης και της εμπειρίας της πίστεως. Της αγάπης και της πίστεως που ενώπιόν τους τίποτε απολύτως δεν παραμένει αδύνατο.
Αλλ’ ας ακούσουμε μέσα στην ύπαρξή μας τον διάλογο που αποτυπώνει ο Ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς. “Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον” (Λουκ. Ε’ 4-5). Δηλ. όταν ο Ιησούς έπαυσε να ομιλεί είπε προς τον Σίμωνα· φέρε πάλιν το πλοίο στα βαθιά νερά της λίμνης και ρίξτε τα δίκτυα σας για να πιάσετε ψάρια. Και ο Σίμων απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε, όλην τη νύκτα κοπιάσαμε ρίχνοντας τα δίχτυα και δεν πιάσαμε τίποτε. Αφού όμως το διατάζεις, με τέλεια πεποίθηση και υπακοή στο λόγο σου θα ρίξω το δίκτυ.
Αυτό ήταν. Σε λίγη ώρα η ψαριά ήταν τόση πολλή που κινδύνευε να σπάσει το δίχτυ τους. “Συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ” και “διερρήγνυτο το δίκτυον”. Αλλά μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, ο παρορμητικός Πέτρος, το “στόμα των Αποστόλων”, τα χάνει και φαινομενικώς εκφράζεται παράδοξα. Να σταθούμε όμως στο σημείο αυτό.
Πράγματι, ενώπιον τοιούτων υπερφυσικών καταστάσεων, και όταν ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ενώπιον αυτής της παρουσίας του Θεανθρώπου, βιώνει τόσο έντονες καταστάσεις και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενες, ώστε δεν γνωρίζει πώς να εκφραστεί, τι να ζητήσει ή και πώς να σιωπήσει. “Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί”. Κύριε, φύγε από το πλοίο μου, φύγε από κοντά μου. Δεν αντέχω. Είμαι άνθρωπος αμαρτωλός.
Το θάμβος και το δέος που βιώνει ο άνθρωπος στην παρουσία του Χριστού είναι κάτι το μοναδικό και απερίγραπτο. Κάνει την ψυχή να αισθάνεται πως ό,τι και να πει, όπως και να εκφραστεί, είναι μηδενικό ή και ένοχο. Και ομολογουμένως θα πρέπει όλοι μας να παραδεχθούμε αλλά και να ομολογήσουμε ενώπιον Κυρίου Παντοκράτορος την αμαρτωλότητά μας. Να αισθανόμαστε ότι όντως ο Κύριος δεν μπορεί να παραμένει πλησίον της ρυπαρότητάς μας. Συγχρόνως όμως να τον παρακαλούμε εκ μέσης καρδίας να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Αλλοίμονο δε εάν ο Κύριός μας και Θεός μας “αποστή αφ’ ημών”.
Κύριε, είμαι ανάξιος του ουρανού και της γης. Όμως Κύριε Ιησού ένεκεν της δόξης του ονόματός Σου και της σταυρικής Σου θυσίας, “απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου” πλην όμως “μη απορρίψεις ημάς από της αγάπης Σου”.
Αλήθεια, πόσες φορές ο άνθρωπος που ποθεί τον Ιησού και αγωνίζεται για την εφαρμογή των εντολών του, όταν η χάρις τον αγγίζει με τους τρόπους που ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει για την κάθε ύπαρξη, πόσες φορές ζώντας αυτήν ακριβώς την κατάσταση του Πέτρου, δεν λέγει τα συγκλονιστικά λόγια του Ιώβ: “Κύριε, ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ σε. Διό εφαύλισα εμαυτόν και ετάκην, ήγημαι δε εμαυτόν γην και σποδόν” (Ιώβ ΜΒ’ 5-6). Δηλ. Κύριε, άκουγα μεν πρωτύτερα με τα αυτιά μου περί την αλήθειάν σου από τους άλλους, τώρα όμως σε έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και κατόπιν της γνώσεως που μου μετέδωσες, εξουδένωσα και ελεεινολόγησα τον εαυτόν μου και συνετρίβην από την συναίσθηση της πλάνης μου. Θεωρώ δε τώρα τον εαυτό μου χώμα και στάκτη”.
Ναι, αυτή είναι η θέση των αγίων στην πρώτη τους προσωπική συνάντηση με τον Ιησού.
Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και τα ιερά μας συναξάρια, αποτυπώνουν πολύ εναργώς αυτή την πραγματικότητα. Αυτούς που η χάρις του Θεού τούς ετοιμάζει εκ κοιλίας μητρός για ένα ιδιαίτερο έργο μέσα στην Εκκλησία και μέσα στην κοινωνία, μπροστά στην Θεοφάνεια νιώθουν αυτό το φαινομενικώς αντικρουόμενο. Ένα όχι απλώς συναίσθημα, αλλά την ουσία της ζωής. Υφαίνονται δέος και χαρά, θάμβος και φόβος, προβάλλοντας τα προσωπικά τους μειονεκτήματα. “Κύριε, ουχ ικανός ειμί προ της χθες, ουδέ προ της τρίτης ημέρας, ουδέ αφ’ ου ήρξω λαλείν τω θεράποντί σου· ισχνόφωνος και βραδύγλωσσος εγώ ειμί” θα τονίσει ο Μωυσής (Εξοδ. Δ’ 10). Δηλ. Ω, Κύριε, σε παρακαλώ! Δεν είμαι ικανός να ομιλώ. Όχι δε από χθες η προχθές, ούτε αφ’ ότου άρχισες να ομιλείς εις εμέ τον δούλον σου, αλλά πάντοτε ήμουν αδύνατος εις την ομιλίαν. Είμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ομιλώ.
Αλλ’ αυτό είναι το υπόβαθρο επάνω στο οποίο έρχεται να αναπαύεται, να ριζώνει και να αυξάνει η ουράνια κλήση. Η κλίση που ζυμώνεται με δάκρυα και ποτίζεται με τον ιδρώτα και το αίμα της αυτοσυνειδησίας… Και μετά από αυτά έρχεται το “μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών”. Μη φοβάσαι, Πέτρο, από τη στιγμή αυτή δεν θα ψαρεύεις ιχθείς, αλλά θα αλιεύεις ανθρώπους. Και θα μας σημειώσουν οι ιεροί ερμηνευτές ότι το πλήθος των ιχθύων, ήταν τύπος τής μεγάλης άγρας των ανθρώπων και προμήνυμα του πολλού πλήθους όλων αυτών που θα σαγηνευθούν από το κήρυγμα των Αποστόλων. Εννοείται δε ότι ενώπιον της κλήσεως αυτής, όλα τ’ άλλα όχι απλώς αποκτούν δευτερεύουσα σημασία, αλλά στην κυριολεξία χάνονται και εκμηδενίζονται. Έτσι τουλάχιστον θα πρέπει να συμβαίνει. Και ναι μεν ο κάθε πιστός έχει την γενική κλήση της αγιότητας, αλλά και την προσωπική του και ιδιαίτερη κλήση για να κατορθώσει τον σκοπό του. Το θέμα όμως είναι να έχουμε ανοιχτή την καρδιά και τους ορίζοντες ώστε δια της υπακοής να περάσουμε στην υπέρ φύση κατάσταση. Στην κατάσταση δηλ. η οποία μας αποκαλύπτει τι ακριβώς ζητά ο Ιησούς από εμάς. Ποια θα είναι η αποστολή μας και ποια η μέθοδος του σκοπού που είναι η πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν.
Το μόνο πάντως βέβαιον, αλλά και η μόνη ασφαλής οδός στο θέμα αυτό είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας.
Και όλα τ’ άλλα; Όλα τ’ άλλα ας τ’ αφήσουμε στα χέρια του Μεγάλου Ψαρά που θέλει να μας σαγηνεύσει στο δίχτυ της χάριτος και να μας αξιώσει της επουρανίου Του Βασιλείας. Αμήν.