22 Οκτωβρίου μνήμη του Οσίου Αβερκίου , επισκόπου Ιεραπόλεως και των Αγίων Επτά Παίδων των εν Εφέσω . Τη αυτή ημέρα , το απ΄αιώνος καθιερωμένον Ψυχοσάββατον , προ της εν Θεσσαλονίκη αγομένης εορτής του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου , του και Πολιούχου .
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 21 Οκτωβρίου 2016
Όσιος Αβέρκιος ο ισαπόστολος και θαυματουργός επίσκοπος Ιεραπόλεως
Ο Όσιος Αβέρκιος έζησε στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Η άμεπτη ζωή του και η καρποφορία της διδασκαλίας του, παρακίνησαν το ποίμνιο να τον αναγκάσει να γίνει επίσκοπος Ιεραπόλεως στη Φρυγία. Το αξίωμα δε μείωσε το ζήλο του Αβερκίου. Έλεγε, μάλιστα, ότι δεν αρκεί κάποιος να φαίνεται άρχων, αλλά και να είναι πραγματικά. Δηλαδή να αυξάνει τη διακονία και τους κόπους του. Διότι κατά το Ευαγγέλιο, «εἰ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Ευαγγέλιο Μάρκου, θ’ 35), που σημαίνει, αν κανείς θέλει να είναι πρώτος κατά την τιμή, οφείλει με την ταπείνωση του απέναντι στους άλλους, να γίνει τελευταίος από όλους και υπηρέτης όλων με την άσκηση της αγάπης. Και ο Αβέρκιος την εντολή αυτή έκανε πράξη στη ζωή του. Γι’ αυτό και ο Θεός του έδωσε το χάρισμα να κάνει πολλά θαύματα. Θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Ρώμης, από πονηρό δαιμόνιο. Θερμά νερά από τη γη εξέβαλε και άλλα πολλά θαύματα έκανε. Επίσης, ο Αβέρκιος κήρυξε σε όλες τις πόλεις της Συρίας και Μεσοποταμίας. Έπειτα πήγε στη Λυκαονία, την Πισιδία και στην επαρχία των Φρυγών. Ονομάστηκε ισαπόστολος, διότι περιόδευσε και κήρυξε όπως οι κορυφαίοι Απόστολοι του Χριστού. Πέθανε ειρηνικά, 72 χρονών.
Οι Άγιοι Επτά Παίδες οι εν Εφέσω
Το μυστήριο του θανάτου πάντοτε απασχολούσε και προβλημάτιζε τους ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν την προέλευσή του και να βρούν, αν ήταν δυνατό, τον τρόπο κατάργησής του. Οι διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες έδιναν κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες, τις περισσότερες φορές αντιφατικές.Ωστόσο ο θάνατος παρέμενε σκληρή πραγματικότης που προκαλούσε μεγάλο πόνο και βαθειά θλίψη, μάλιστα χωρίς ελπίδα αναστάσεως ζωής αιωνίου.
Όταν ο Λόγος του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σαρκώθηκε και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους, μαζί με τα άλλα θαύματα που τέλεσε, έκανε και τρεις νεκραναστάσεις. Ανέστησε την θυγατέρα του Ιαείρου, τον γιό της χήρας της Ναΐν και τον φίλο του Λάζαρο. Έτσι έδειξε ότι είναι ο Κύριος και εξουσιαστής της ζωής και του θανάτου. Στην συνέχεια με την δική του Ανάσταση κατήργησε τον θάνατο και έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να τον νικά και να τον υπερβαίνη στα όρια της προσωπικής του ζωής.
Νεκραναστάσεις, βέβαια, συναντούμε και στην Π. Διαθήκη. Αλλά εκεί δεν έχουμε κατάργηση του θανάτου, γι’ αυτό και οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης πήγαιναν στον Άδη. Ο Άδης δεν είναι κάποιος χώρος στα έγκατα της γής, “αλλά ιδιαίτερος τρόπος ζωής, διάφορος από την Κόλαση. Είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι για να δικαστούν. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης, Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής αειδή και ασώματη” (Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Η ζωή μετά τον θάνατο, σελ. 97, 98). Ο θάνατος, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία, δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αμαρτίας. Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό με την δυνατότητα να ζη αιώνια. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να συμβιβασθή με την ιδέα του θανάτου, και ούτε η παράταση της βιολογικής ζωής τον ικανοποιεί. Αυτό που θέλει είναι να νικήση τον θάνατο και να ζη αιώνια.
Η συγκλονιστική ιστορία των επτά παίδων στην Έφεσο φανερώνει την αλήθεια ότι ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, όπως άλλωστε και ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος. Ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, αλλά επέτρεψε να υπάρχη ο πρόσκαιρος χωρισμός της ψυχής από το σώμα, από μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία, για να μη γίνη το κακόν αθάνατο. Και όπως οι επτά Παίδες εξύπνησαν από τον ύπνο, στον οποίον είχαν παραδοθεί κατά παραχώρηση του Θεού, τριακόσια εβδομηνταδύο χρόνια, έτσι όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του διώκτη των Χριστιανών Δεκίου. Αφού μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους στους πτωχούς, μπήκαν σε μια σπηλιά και παρακάλεσαν τον Θεόν να τους πάρη κοντά του και να μην επιτρέψη να παραδοθούν στον ειδωλολάτρη βασιλέα. Ο Δέκιος όταν ήλθε στην Έφεσο, ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του και να θυσιάσουν στα είδωλα. Όταν πληροφορήθηκε ότι “απέθαναν” σε μια σπηλιά, διέταξε να φράξουν το στόμιό της. Έτσι έμειναν να κοιμούνται τόσα πολλά χρόνια και όταν εξύπνησαν νόμισαν ότι είχαν κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Εξύπνησαν κατά τα χρόνια της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού, τότε που μια αίρεση υποστήριζε ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών. Έτσι, ο Θεός φανέρωσε με το θαύμα αυτό, ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα αναστηθούν όλοι οι κεκοιμημένοι κατά την ημέρα της Κρίσεως.
Εδώ θα πρέπη να σημειωθή ότι τα χαρακτηριστικά τους δεν αλλοιώθηκαν καθόλου από τον χρόνο, αλλά ούτε και τα ρούχα τους είχαν υποστή την παραμικρή φθορά από την υγρασία της σπηλιάς. Στο “Μικρό Ευχολόγιο” της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπάρχει “Ευχή των Επτά Παίδων εις ασθενή και μη υπνούντα”, η οποία διαβάζεται από τον Ιερέα σε όσους έχουν προβλήματα με τον ύπνο, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: “Αλλά και τους αγίους σου και ενδόξους επτά Παίδας, ομολογητάς και μάρτυρας της σής επιφανείας αναδείξας, εν ταις ημέραις Δεκίου του βασιλέως και αποστάτου, και τούτους κοιμήσας εν σπηλαίω έτη τριακόσια εβδομήκοντα δύο, ωσεί βρέφη θάλποντα εν τη νηδύϊ της αυτών μητρός, και μηδόλως υπομείναντας φθοράν, εις έπαινον και δόξαν της φιλανθρωπίας σου, εις ένδειξιν και βεβαίωσιν ημών της παλιγγενεσίας και αναστάσεως πάντων…” (Έκδ. Απ. Διακ., 1974, σελ. 278).
Όταν ξύπνησαν από τον βαθύ αυτόν ύπνο, αισθάνθηκαν να πεινούν και ένας από αυτούς βγήκε, αφού εν τω μεταξύ είχε αποφραχθή το στόμιο του σπηλαίου, και κατέβηκε στην Έφεσο να ψωνίση τρόφιμα. Τότε έγινε κάτι το ασυνήθιστο. Τον περικύκλωσαν πολλοί από τους κατοίκους της πόλεως και ζητούσαν να μάθουν που βρήκε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί από τα χρήματα που κρατούσε, νόμισαν ότι βρήκε θησαυρό από αρχαία νομίσματα και τον έσυραν στις Αρχές για ανάκριση. Τελικά, μετά την ανάκριση και τις έρευνες έγινε γνωστόν το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και έτρεξαν όλοι στο σπήλαιο, γεμάτοι δέος και θαυμασμό, για να τους δούν όλους από κοντά. Και ενώ συνομιλούσαν, οι επτά Παίδες είπαν ότι νυστάζουν και θέλουν να κοιμηθούν. Και πράγματι έγειραν το κεφάλι και κοιμήθηκαν μέχρι την ημέρα της κοινής Αναστάσεως.
Η βίωση του τρόπου ζωής που διδάσκει η Εκκλησία οδηγεί στην προσωπική κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, και στην υπέρβαση του θανάτου στα όρια της προσωπικής ζωής. Τότε ο άνθρωπος, όχι μόνον δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά όπως ο Απόστολος Παύλος “επιθυμεί αναλύσαι και σύν Χριστώ είναι”.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Τη αυτή ημέρα ………..
Το απ΄αιώνος καθιερωμένον Ψυχοσάββατον , προ της εν Θεσσαλονίκη αγομένης εορτής του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου , του και Πολιούχου .
Η αγάπη προς τους κεκοιμημένους οδήγησε την Ορθόδοξη Εκκλησία στην καθιέρωση ιδιαίτερης ημέρας της εβδομάδας για να προσευχηθούμε γι’ αυτούς. Η ημέρα του Σαββάτου είναι η ημέρα των κεκοιμημένων για αυτό και κατά την παράδοση τα μνημόσυνα οφείλουν να γίνονται το Σάββατο και όχι την Κυριακή. Η Κυριακή είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου γι’ αυτό και οι γάμοι γίνονται Κυριακή, άλλο αν κάποιοι λόγω κοσμικού φρονήματος και ότι βλέπουν τον γάμο κοσμική τελετή και όχι ιερό μυστήριο νυμφεύονται το Σάββατο. Όλα αυτά φυσικά γίνονται για το γλέντι που θα ακολουθήσει τα αποτελέσματα του οποίου είναι κρεπάλη, μέθη και άλλες παρεκλίνουσες συμπεριφορές.
Κατά τους Πατέρες, με τα μνημόσυνα παρέχεται όνησις δηλαδή ωφέλεια αλλά δεν ξέρουμε όμως τι είδους ωφέλεια είναι αυτή. Τα μνημόσυνα είναι η προσευχή των ζώντων μελών που καταδεικνύει αγάπη και κοινωνία για τους απελθόντες. Οι ζώντες με τους κεκοιμημένους γίνονται αγκαλιά εις δόξα Κυρίου. Για τον Θεό είμαστε πρόσωπα μοναδικά γι’ αυτό και όταν πηγαίνουμε κόλλυβα στον ναό δίνουμε και το χαρτάκι με τα ονόματα. Φυσικά μπορεί να έχουμε αρκετές φορές το ίδιο όνομα και φυσικά το γράφουμε ξεχωριστά, διότι ο άνθρωπος είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Αυτή η προσευχητική κοινωνία είναι ουράνια κατάσταση. Δεν αποκόπτουμε τους κεκοιμημένους από τους ζώντες, διότι «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος αμήν» μας λέει το Σύμβολο της πίστεως. Η Αγία μας Εκκλησία νοιάζεται για όλους γι’ αυτό και τα ψυχοσάββατα είναι ξεχωριστή ημέρα να θυμηθούμε και να προσευχηθούμε για τους κεκοιμημένους αδερφούς μας.
Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση υπάρχουν δύο. Το ένα είναι το Σάββατο προ των Απόκρεω και το δεύτερο, το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Επίσης στη Βόρειο Ελλάδα υπάρχει κι ένα τρίτο καθιερωμένο ως Ψυχοσάββατο που πιθανόν έχει να κάμει με τους εορτασμούς του πολιούχου της πόλεως Θεσσαλονίκης, Αγίου Δημητρίου. Στη λειτουργική μας Παράδοση έχουμε εκτός της Μεγάλης Εβδομάδας του Κυρίου μας κι άλλες εβδομάδες, ή άλλους κύκλους μεγάλων εορτών που τείνουν να μοιάσουν προς τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα. Αυτή είναι μία μιμητική καλή πράξη που άρχισε πολύ παλαιά και είναι θα λέγαμε η γενεσιουργός μητέρα όλων των άλλων μεγάλων εορτών, σε υμνογραφία και νηστεία. Έτσι της εορτής του Αγίου Δημητρίου προηγείται Μεγάλη Εβδομάδα που καθιερώθηκε τελευταίως ανελλιπώς, κάθε χρόνο στην αγιοτόκο Θεσσαλονίκη, προνοία του οικείου Παναγιωτάτου Μητροπολίτου. Το Σάββατο που προηγείται της Εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου, υπάρχει ως τρίτο Ψυχοσάββατο για το οποίο κάναμε λόγο παραπάνω. Επίσης εκτός των παραπάνω ψυχοσαββάτων σε ορισμένα μέρη, κυρίως στην κεντρική Ελλάδα και σ’ αυτή την πρωτεύουσα των Αθηνών συνηθίζονται και άλλα δύο Σάββατα να αφιερώνονται στους κεκοιμημένους, αποκαλούμενα κι αυτά ως Ψυχοσάββατα. Αυτά είναι το Σάββατο μετά το Ψυχοσάββατο της Απόκρεω δηλ. Το Σάββατο της Τυρινής κι επίσης το αμέσως επόμενο Σάββατο της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών, το λεγόμενο Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Το Ψυχοσάββατο μας υπενθυμίζει τη διάσταση της αιώνιας ζωής, που φωτίζει και την επίγεια.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.
Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας τους κεκοιμημένους. Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει.
Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.
Σχετικά με τα Κόλλυβα
Τά κόλλυβα είναι σιτάρι βρασμένο. Έχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ή πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ανάσταση. Όπως ο σπόρος τού σιταριού πέφτει στή γή, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ωραιότερος, έτσι καί τό νεκρό σώμα τού ανθρώπου θάβεται στή γή, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά αναστηθή καί πάλι άφθαρτο, ένδοξο καί αιώνιο. Αυτήν τήν εικόνα μάς δίδει ο απόστολος τών εθνών Παύλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή, καθώς καί ο Χριστός γιά τήν Ανάστασή Του. “Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις τήν γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει? εάν δέ αποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ιω. 12,24).
Δυστυχώς, η ουσιαστική αυτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους αδελφούς μας, τόσο από λειτουργική όσο καί από σωτηριολογική οπτική, τά τελευταία χρόνια έχει υποστεί αλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά απαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τού Μυστηρίου. Ο χαρακτήρας τών κολλύβων έχει από πολλούς αλλοιωθεί μέ τήν ανοχή, αλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τών υπευθύνων ανθρώπων τής Εκκλησίας, πού χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή από αυτήν τής παραδόσεως. Έτσι δυστυχώς παρουσιάζεται μιά εικόνα κωμικοτραγική, πού ουδόλως συνάδει μέ τό πνεύμα καί τή σημασία τού Σαββάτου τών ψυχών.
Αντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ο Ιερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, έως φρούτα εποχής από τόν μανάβη, τά εποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εικόνα απρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολής πρός τήν μνήμη τών κεκοιμημένων. Οι γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, αλλά έξω, στήν αυλή τής Εκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ακολουθία.
Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν. Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου !