Η αγία Ιουλιανή της Νικομηδείας
Η αγία Ιουλιανή. Ρωσική εικόνα του 13ου αιώνα.
Η αγία Ιουλιανή ήταν κόρη ειδωλολατρών. Οι γονείς της, επιφανείς άρχοντες στην Νικομήδεια επί βασιλείας του στυγνού Διοκλητιανού (286-305), την αρραβώνιασαν με κάποιον Ελεύσιο, άνδρα με βαθμό συγκλητικού, ο οποίος την ερωτεύθηκε παράφορα και βιαζόταν να γίνει ο γάμος τους. Την καρδιά όμως της Ιουλιανής είχε κυριεύσει ο έρωτας για τον επουράνιο Νυμφίο· η νεαρή κόρη προσπαθούσε να διαφυλαχθεί άθικτη και ακέραια για τον Χριστό, και προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορούσε στις επιδιώξεις του μνηστήρα της. Δήλωσε κατ’ αρχήν, σαν να επρόκειτο για καπρίτσιο κοσμικής κοπέλας, ότι θα δεχόταν να νυμφευθεί τον Ελεύσιο μόνο αν εκείνος γινόταν έπαρχος της πρωτεύουσας της Βιθυνίας. Παρά την δυσκολία του εγχειρήματος, ο Ελεύσιος επιδόθηκε αμέσως στο έργο: δαπάνησε ανυπολόγιστα χρήματα, έβαλε να μεσολαβήσουν φίλοι και συγγενείς του στην αυλή, και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να γίνει έπαρχος της Νικομηδείας. Επανέλαβε τότε την πρόταση γάμου, και αναγκασμένη πλέον να φανερώσει την πίστη της, η μνηστή του Χριστού είπε: «Αν δεν εγκαταλείψεις την λατρεία των μάταιων ειδώλων και δεν προσκυνήσεις τον Δεσπότη μου Χριστό, ομόζυγό μου δεν θα σε λάβω, διότι πώς είναι δυνατόν να ενωθούν τα σώματα και να αντιμάχονται οι καρδιές μας». Ακλόνητη στην απόφασή της παρά τις παρακλήσεις των γονέων της, η Ιουλιανή συνελήφθη ως οπαδός της υπό διωγμό θρησκείας και σύρθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του επάρχου. Ο μνηστήρας της έγινε κριτής και δήμιος· διέταξε να την γδύσουν και να την υποβάλουν σε ανελέητα μαρτύρια. Μαστίγωσαν την αγία σε όλο της το σώμα και μετά την κρέμασαν από τα μαλλιά και ξερρίζωσαν το τριχωτό της κεφαλής της. Στην φυλακή της παρουσιάστηκε ο διάβολος με την μορφή αγγέλου Κυρίου και της πρότεινε να δεχθεί να θυσιάσει στα είδωλα· η αγία όμως, οπλισμένη με την προσευχή, κατατρόπωσε το τέχνασμα του πονηρού χτυπώντας τον και καταπτύοντάς τον και άντλησε νέες δυνάμεις για την συνέχεια των αγώνων της.
Την έβγαλαν από την φυλακή και την ανέκριναν. Ο Ελεύσιος τής απηύθυνε έκκληση να τον νυμφευθεί για να γλυτώσει από τις βασάνους και της υποσχέθηκε να την αφήσει ελεύθερη να λατρεύει τον Θεό της. Η αγία παρέμεινε ακλόνητη. Την οδήγησαν τότε σε μεγάλο καζάνι όπου χοχλάκιζε λιωμένο μολύβι για να την ρίξουν μέσα. Ο πόθος της Ιουλιανής για τον Χριστό ήταν διάπυρος, πλέον φλογερός από την όποια επίγεια φωτιά, ώστε η ψυχή της μετάγγισε στο σώμα λίγη από την αφθαρσία που υπόσχεται η αιώνια ζωή στους εκλεκτούς. Όχι μόνο δεν έπαθε τίποτε η αγία, αλλά όταν άγγιξε το καζάνι, εκείνο ανετράπη και το λιωμένο μολύβι χύθηκε πάνω στους φρουρούς. Μπροστά σε τόσα σημεία και θαύματα, πολλοί από τους ειδωλολάτρες που παρευρίσκονταν στον τόπο του μαρτυρίου, πεντακόσιοι άνδρες και εκατόν τριάντα γυναίκες, δόξασαν την δύναμη που χαρίζει ο Θεός στους αγίους μάρτυρες, ομολόγησαν το όνομα του Χριστού και αποκεφαλίσθηκαν επί τόπου με διαταγή του επάρχου. Τέλος, αποκεφαλίσθηκε και η Ιουλιανή, και η ψυχή της αγαλλομένη μετέστη στους χορούς των αγίων. Ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν με αυτόν τον τρόπο τέλεσε τους γάμους της με τον Χριστό.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 245-246)
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Ένας βοσκός προβάτων αναδεικνύεται ένθερμος ομολογητής πίστεως και ένδοξος μάρτυς Χριστού
Μέσα στο πολυάριθμο νέφος των μαρτύρων, που θυσιάστηκαν εκούσια για την αγάπη του Χριστού και που όλοι μαζί συνεφραίνονται στην άρρητη ομορφιά του Παραδείσου στον Ουρανό, ξεχωρίζει και ένας ένδοξος μάρτυς του 3ου μ.Χ. αιώνα από τα Μύρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας. Ο λόγος για τον Άγιο ένδοξο μάρτυρα Θεμιστοκλή, που το βιοποριστικό του επάγγελμα ήταν βοσκός προβάτων, αλλά δεχόμενος τα νάματα της πίστεως από τους ευσεβείς γονείς του, βίωσε τις αλήθειες του Ευαγγελίου του Χριστού και αναδείχθηκε αργότερα ένθερμος ομολογητής της πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό.
Την εποχή όμως αυτή, ο βασιλιάς Δέκιος είχε εξαπολύσει σκληρούς διωγμούς εναντίον των χριστιανών για να εξαφανίσει τη χριστιανική πίστη και να επιβάλλει τη θρησκεία των ειδώλων. Γι’ αυτό και ο Δέκιος απέστειλε βασιλικό διάταγμα στον άρχοντα της Λυκίας Ασκληπιό, το οποίο όριζε, ότι πρέπει να συλληφθούν όλοι οι χριστιανοί. Ένα στρατιωτικό απόσπασμα στάλθηκε μάλιστα και στα βουνά για να αναζητηθούν και να συλληφθούν εκεί οι χριστιανοί βοσκοί. Αφού οι στρατιώτες έφτασαν σ’ ένα βουνό, πληροφορήθηκαν την ύπαρξη στην περιοχή ενός χριστιανού βοσκού με το όνομα Διοσκορίδης. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν ανελέητα στην περιοχή για να ανακαλύψουν και να συλλάβουν τον Διοσκορίδη. Μόλις εκείνος αντιλήφθηκε το στρατιωτικό απόσπασμα, εγκατέλειψε το κοπάδι με τα πρόβατα και αναζήτησε ασφαλές καταφύγιο για να προστατευθεί. Ένας λάκκος σκεπασμένος από βατομουριές αποτέλεσε το ιδεώδες καταφύγιο γι’ αυτόν. Αφού οι στρατιώτες ερεύνησαν την περιοχή χωρίς κανένα αποτέλεσμα, αντιλήφθηκαν σε κάποια απόσταση έναν άλλο βοσκό, τον Θεμιστοκλή. Πλησιάζοντας τον βοσκό ο εκατόνταρχος, ζήτησε να πληροφορηθεί, πού βρίσκεται κρυμμένος ο Διοσκορίδης και αν είναι χριστιανός. Ο Θεμιστοκλής απέφυγε να απαντήσει στα ερωτήματα του εκατόνταρχου και στη συνέχεια ομολόγησε περίτρανα τη χριστιανική του ταυτότητα, προκαλώντας την οργή, αλλά και τη χαρά των στρατιωτών, που είχαν επιτέλους ανακαλύψει έναν χριστιανό βοσκό.
Στη συνέχεια ο γενναίος Θεμιστοκλής συνελήφθη και οδηγήθηκε αλυσοδεμένος ενώπιον του άρχοντα των Μύρων Ασκληπιού, όπου έδωσε μια τολμηρή ομολογία πίστεως στον έναν και αληθινό Θεό. Ο Ασκληπιός εξοργίστηκε, αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός και ακλόνητος στη χριστιανική του πίστη παρά τις απειλές και τους εκφοβισμούς που δέχθηκε. Τότε ο Ασκληπιός βλέποντας το ακμαίο φρόνημα και τη σθεναρή πίστη του Αγίου, διέταξε να τον ξεγυμνώσουν, να τον ρίξουν ανάσκελα και να τον χτυπήσουν ανελέητα στην κοιλιά μέχρι που αυτή καταξεχίσθηκε. Ο πιστός δούλος του Θεού Θεμιστοκλής συνέχισε, παρά τα βασανιστήρια, να προσεύχεται αδιάλειπτα στον Κύριο για να αξιωθεί του αμαράντου στεφάνου του μαρτυρίου. Στη συνέχεια τον κρέμασαν σε ξύλο και έσυραν το σώμα του πάνω σε σιδερένια καρφιά. Αιμόφυρτος και καταπληγωμένος παρέδωσε την αγνή του ψυχή στο στεφανοδότη Χριστό στις 21 Δεκεμβρίου του έτους 250μ.Χ., ημέρα κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει τη μνήμη του.
Οι αθλητικοί αγώνες και η τολμηρή ομολογία πίστεως του Αγίου Θεμιστοκλέους υμνούνται και γεραίρονται και μέσα από την ασματική του ακολουθία, την οποία εποίησε το 1966 ο αείμνηστος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαννανίτης, ενώ ναοί επ’ ονόματι του Αγίου έχουν ανεγερθεί στα Σπάτα Αττικής και στο Πλωμάρι Λέσβου.
Ας ευχηθούμε ολόψυχα ο Άγιος ένδοξος και καλλίνικος μάρτυς του Χριστού Θεμιστοκλής, που εισήλθε τροπαιούχος στην αιωνιότητα δοξάζοντας την Εκκλησία του Χριστού, να αποτελέσει και για τον σημερινό εγωκεντρικό άνθρωπο ένα φωτεινό παράδειγμα ακμαίου φρονήματος, ηρωικής αυταπάρνησης, καρτερικής υπομονής, ακλόνητης πίστης και ζωντανής ομολογίας στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
Κλειδωνιάρη Ελευθερίας Α., Από το ρυθμό της βιοπάλης Άγιοι στη συχνότητα τ’ ουρανού, Β΄ Έκδοση, Χαλκίδα 2003.
|
Ιερός Ναός Αγίου Θεμιστοκλέους Σπάτων
|