19 Ιουνίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Θεαδέλφου και του Οσίου πατρός ημών Παϊσίου του Μεγάλου
Άγιος Ιούδας ο Θεάδελφος Απόστολος
Βιογραφία
Τα βιογραφικά στοιχεία του Αγίου Ιούδα, είναι κάπως συγκεχυμένα, διότι συγχέονται μ’ αυτά του Αποστόλου Θαδδαίου που η μνήμη του γιορτάζεται την 21η Αυγούστου. Ο μεν Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιό του αναφέρει ότι, ο Ιούδας αυτός ήταν αδελφός του Χριστού και ο κατά σάρκα του Αποστόλου Ιακώβου του αδελφοθέου (ο Ιούδας και ο Ιάκωβος ήταν παιδιά του Ιωσήφ από άλλο γάμο). Ο Ιούδας λοιπόν, κατά την παράδοση, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία, επισκέφθηκε την Έδεσσα και στην πόλη Αραράτ συνελήφθη από τους άπιστους, οι οποίοι τον εκτέλεσαν δια τοξευμού. Επίσης, ο Σ. Ευστρατιάδης, αναφέρει ότι στον Λαυριωτικό Κώδικα Ι 78 φ. 2156 φέρεται κατά την ημέρα αυτή και η μνήμη άλλου Αγίου Αποστόλου Ιούδα του Ζηλωτού, ο οποίος μετά την Ανάληψη του Χριστού περιήρχετο σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά και δίδασκε το σωτήριο μήνυμα του Αναστάντος Χριστού. Και αφού έφερε πλήθος λαού σε μετάνοια απεβίωσε ειρηνικά. Ο δε Μιχαήλ Γαλανός στους «Βίους των Αγίων», αναφέρει για τον Απόστολο Ιούδα ότι ήταν ένας από τους δώδεκα Αποστόλους, γιος του Αλφαίου και αδελφός του Ιακώβου του μικρού, που ήταν και αυτός Απόστολος. Βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Ο Απόστολος Ιούδας έφερε και την προσωνυμία Θαδδαίος ή Λεββαίος. Η ζωή του κοντά στο Χριστό ήταν παρόμοια με των άλλων Αποστόλων. Μετά την Πεντηκοστή, αφού εργάστηκε για λίγο στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία ανάμεσα σε πολλούς κινδύνους. Αλλά ο Ιούδας, άξιος Απόστολος του Χριστού, γεμάτος αυταπάρνηση, μαρτύρησε τελικά στην Έδεσσα. Στην Καινή Διαθήκη, έχουμε και μια Καθολική Επιστολή του Ιούδα, που είναι σύντομη, αλλά γεμάτη μηνύματα αληθινής ζωής. Να τι συμβουλεύει στους χριστιανούς, που ζουν μέσα στο διεφθαρμένο από την αμαρτία κόσμο: «Υμείς δε, αγαπητοί, τη άγιωτάτη υμών πίστει έποικοδομούντες εαυτούς, εν Πνεύματι Αγίω, προσευχόμενοι, εαυτούς εν αγάπη Θεού τηρήσατε, προσδεχόμενοι το έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις ζωήν αίώνιον» (Επιστολή. Ιούδα 20-21). Δηλαδή, σεις όμως. αγαπητοί, αντίθετα με το διεφθαρμένο κόσμο, να οικοδομείτε τους εαυτούς σας πάνω στο θεμέλιο της αγιωτάτης πίστης σας με την προσευχή, που θα κάνετε με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος, φυλάξτε και διατηρείστε τους εαυτούς σας στην αγάπη του Θεού, περιμένοντας με εμπιστοσύνη το έλεος του Χριστού, για να πετύχουμε την αιώνια ζωή.
ἈπολυτίκιονἮχος γ’.Ἀπόστολε Ἅγιε Ἰούδα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.Χριστοῦ σὲ συγγενῆ, ὢ Ἰούδα εἰδότες, καὶ μάρτυρα στερρόν, ἱερῶς εὐφημοῦμεν, τὴν πλάνην πατήσαντα, καὶ τὴν πίστιν τηρήσαντα, ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.
ΚοντάκιονἮχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.Ἐκ ῥίζης εὐκλεοῦς, θεοδώρητον κλῆμα, ἀνέτειλας ἡμῖν, τοῦ Κυρίου αὐτόπτα, Ἀπόστολε θεάδελφε, τοῦ Χριστοῦ κήρυξ πάνσοφε, τρέφων ἅπαντα, κόσμον καρποῖς σου τῶν λόγων, τὴν ὀρθόδοξον, πίστιν Κυρίου διδάσκων, ὡς μύστης τῆς χάριτος.
Kλήσις τριπλή σοι και τριπλούν μάκαρ πάθος,Άρσις δέσις τε και τρίτον τόξου τάσις.
Eννεακαιδεκάτη βελέεσσιν Iούδας θνήσκει. Καὶ συγγενείᾳ καὶ χορῷ αὐχεῖν ἔχεις.Χριστοῦ μαθητῶν ὦ Ἰούδα, καὶ πάθει.
Ἐννεακαιδεκάτῃ βελέεσσιν Ἰούδας θνῄσκει.
Πηγή: saint.gr
Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας και Θεοφόρος
Ευσεβείς οι γονείς του
Ο Όσιος Παΐσιος ο ασκητής, καταγόταν από την Αίγυπτο. Γεννήθηκε περί το έτος 300 μ.Χ. από γονείς ενάρετους, ευσεβείς και προικισμένους από καλά και χριστιανικά ήθη. Είχαν
επτά τέκνα, ολόιδια με αυτούς κατά τα ήθη και τις αρετές. Τα πλούτη τους ήσαν ικανά, και επαρκούσαν, όχι μόνον για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και για να βοηθούν αυτούς, που
χρειάζονταν βοήθεια. Διότι, όσον αυτοί μοίραζαν στους φτωχούς τα υπάρχοντά των, τόσο περισσότερα τους έδιδε ο Θεός και πλήθυνε τα υπάρχοντά τους. Όταν απέθανεν ο
πατέρας του, έμεινεν όλη η φροντίδα και των παιδιών και της περιουσίας στην μητέρα. Μάλιστα την μεγαλύτερη της φροντίδα την είχε στον Παΐσιο, διότι ήταν το μικρότερο από
όλα τα τέκνα της.
Η μητέρα του τον αφιερώνει στο Θεό
Η φροντίδα των τέκνων της, έφερνε συχνά λύπη και στενοχώρια στη μητέρα του Παϊσίου, έως ότου μια νύκτα φάνηκε σ’ αυτήν Άγγελος Κυρίου και της είπε:
– Ο Θεός, ο πατέρας των ορφανών, με έστειλε να σου ειπώ: Γιατί λυπάσαι τόσο για τη φροντίδα των παιδιών σου, σαν να έχεις τη φροντίδα τους συ και μόνη και όχι ο Θεός;
Μη λυπάσαι λοιπόν, αλλά αφιέρωσε εις τον Θεό ένα από τους υιούς σου, με τον οποίον θα δοξασθεί το Πανάγιόν Του όνομα, το πάντοτε δοξασμένον.
Εκείνη, όταν άκουσε αυτά του είπε:
– Όλα τα παιδιά μου είναι του Θεού και ας πάρει οποίο θέλει.
Ο Άγγελος όμως τότε, αφού έπιασε από το χέρι τον Παΐσιο είπε:
– Αυτός είναι που αρέσει στον Κύριο.
– Δεν είναι αυτός ικανός, είπε στον Άγγελο, για να δουλέψει και λατρέψει το Θεό. Γι’ αυτό πάρε ένα από τους μεγάλους, που θα είναι ικανός.
– Συ μεν, είπε ο Άγγελος, λες ότι δεν είναι ικανός για την υπηρεσία του Θεού ο Παΐσιος, επειδή είναι ανήλικος. Μάθε όμως, ότι η δύναμη του Θεού, στους αδύνατους συνηθίζει να
δείχνεται. Διότι αυτός ο μικρότερος από τους άλλους, είναι ο εκλεκτός του Θεού, ο οποίος θα τον ευχαριστήσει.
Όταν είπε αυτά ο Άγγελος έφυγε. Η γυναίκα πετάχθηκε από τον ύπνο, θαύμασε για τη θεία παραγγελία και δόξασε το Θεό, λέγοντας:
– Ας γίνει, Κύριε, το έλεος σε μας και στο δούλο σου Παΐσιο.
Αυτά και άλλα όμοια είπε προσευχομένη στο Θεό όλη την υπόλοιπη νύκτα. Όταν εξημέρωσε επήρε το παιδί και το αφιέρωσε στο Θεό, με χαρά και ευγνωμοσύνη, για την τιμή,
που της έκαμε.
Κοντά στον Αββά Παμβώ
Όταν, λοιπόν, έφθασε σε ηλικία ικανή, για να εργάζεται τις εντολές του Κυρίου, οδηγήθηκε από τη θεία χάρι, σαν το άκακο αρνί στην έρημο. Εκεί ήταν τότε ένας ποιμένας των
λογικών προβάτων, ο σπουδαίος Παμβώ. Ο πατήρ αυτός είχε το προορατικό χάρισμα. Προεγνώρισε τι έμελλε να γίνει ο Παΐσιος και τον δέχθηκε με μεγάλη χαρά. Αμέσως τον
έντυσε το άγιο σχήμα των Μοναχών. Επειδή ήταν ο Παΐσιος και εκλεκτός της θείας Χάριτος, τον οδηγούσε αυτή η Χάρις σε κάθε αρετή. Ο Γέρων Παμβώ, βλέποντάς τον τόσο
πρόθυμον στην πνευματική άσκηση και στις αρετές, τον μεταχειριζόταν πατρικά. Τον οδηγούσε προσεκτικά σε κείνα, που αρέσουν στο Θεό. Έτσι οδηγώντας τον με καλοσύνη
και ευσέβεια, τον ανέδειξε έμπειρο και δόκιμο και στην πράξη και στη θεωρία.
Έφθασε όμως το τέλος του γέροντα Παμβώ. Και ο ίδιος βιαζόταν πλέον να πάει στα ουράνια αγαθά, τα οποία από πολύν καιρόν ποθούσε να απόλαυση. Αφού ευχήθηκε τον
Παΐσιον πολλές φορές και του είπε και πολλές προφητείες για το μέλλον του, έφυγε γαλήνιος και χαρούμενος για τα ουράνια.
Σε υψηλότερη άσκηση
Δεν πέρασε πολύς καιρός, όπου ο Παΐσιος αισθάνθηκε εντονότερη τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος και άρχισε να αγωνίζεται, για υψηλότερη ζωή. Νήστευε όλη την εβδομάδα.
Έτρωγε μόνον το Σάββατο, η δε τροφή του ήταν μόνον λίγο ψωμί και αλάτι. Τις άλλες ημέρες της εβδομάδος, αντί να τρέφεται με ψωμί πραγματικό, ευχαριστιόταν με το νοητά
ψωμί δηλαδή με τον λόγον του Θεού. Σιγά σιγά αισθάνθηκε την ανάγκην της ησυχίας. Εκείνο μόνον ζητούσε: να προσεύχεται και να συνομιλεί πάντοτε μόνος, μόνω Θεώ•
«Κατάλαβα, λοιπόν, εγώ, λέγει ο συνασκητής του Ιωάννης, ότι ο Παΐσιος είχε τέτοιους λογισμούς, για να μείνει μόνος και να ησυχάσει. Αν και ο χωρισμός του για μένα ήταν
πράγμα ανυπόφορο, με όλον τούτο έκαμα δοκιμή, για να μάθω τον τρόπον της ησυχίας εκείνης και από που ήταν; Από Θεού οδηγία, ή από μόνην την θέληση του. Γι αυτό του
είπα:
– Αδελφέ Παΐσιε, σε βλέπω, ότι κυριεύεσαι από την αγάπη και την επιθυμία της ησυχίας. Μάθε, ότι και εγώ τον ίδιο πόθο έχω. Δεν ηξεύρω όμως από που ήλθε σε μας αυτή η
σκέψις. Έλα, λοιπόν, να παρακαλέσωμε τον Θεό, να μας φανερώσει το θέλημά του το άγιον, και σύμφωνα με τη θέλησή Του να κάμωμε. Ή και οι δυο μαζί να ησυχάσουμε, ή να
χωριστούμε ο ένας από τον άλλον.
Όταν τα άκουσε αυτά ο Παΐσιος απάντησε:
– Καλά λέγεις, αγαπημένε μου, Ιωάννη. Έτσι να κάμωμε, για να είναι δεκτή εις τον Θεόν η προθυμία της ησυχίας μας, και να απαλλαγούμε από κάθε αμφιβολία.
Αφού είπαμε αυτά, λέγει ο Ιωάννης, περάσαμε όλη τη νύκτα με αγρυπνία. Παρακαλούσαμε τον Θεό, να μας αποκαλύψει το θέλημά Του. Σαν αγαθός και εύσπλαχνος ο Θεός
εισάκουσε την δέησή μας, και κατά την ώραν του Όρθρου, θείος Άγγελος, εφάνη σε μας και μας είπεν:
– Ο Θεός διατάζει να χωρισθήτε. Να έχη καθένας σας χωριστή κατοικία. Συ μεν, Ιωάννη, μείνε σε τούτον τον τόπο, και να γίνης σε πολλούς οδηγός, για να σωθούν.
Συ δε, Παΐσιε, αναχώρησε από δω και πήγαινε στο δυτικό μέρος της ερήμου. Εκεί θα μαζευθή λαός αναρίθμητος, λέγει ο Κύριος, θα οικοδομηθή εκεί Μοναστήρι και θα δοξασθή
στον τόπον αυτόν το όνομα του Κυρίου. Αφού είπε αυτά ο Άγγελος, έγινε άφαντος.
Εμείς όμως ακούσαμε την προσταγή του και αποχωριστήκαμε ο ένας από τον άλλο. Εγώ έμεινα στον ίδιο τόπο και ο Παΐσιος έφυγε για το δυτικό μέρος.
Όταν έφθασε στην έρημο ο Παΐσιος, βρήκε ένα βράχο. Τον έσκαψε, τον λάξευσε και τον έκαμε σπηλιά. Εκεί και κατοίκησε, μέσα σ’ αυτήν. Τόσο δε οικειώθηκε και φιλιώθηκε με τον
Θεόν, για την υπερβολική του καθαρότητα και την υψηλή του ορθοφροσύνη, ώστε και ο Χριστός ο ίδιος πολλές φορές φανερώθηκε σ’ αυτόν και τον οδηγούσε στις αρετές του.
Ο Διάβολος τον πειράζει
Τι μηχανεύεται όμως τότε ο μισάνθρωπος και φθονερός εχθρός; Βλέποντας τον Παΐσιο να πέρνα ασφαλώς τις παγίδες του, και να μη τον βλάπτουν οι επιβουλές του, έτριζε τα
δόντια του. Δεν μπορούσε όμως να τον πλησιάσει από τη δύναμη, που πήρε από τον Θεό. Επεχείρησε, λοιπόν, να τον νικήσει δόλια, με άλλο μέσο. Δοκίμασε να τον
απογυμνώσει από την αρετή της ακτημοσύνης και ακολούθως από την θείαν χάριν, και έτσι να τον πλησιάσει και να τον νικήσει. Παρουσιάζεται, λοιπόν, ο πολυμήχανος σε ένα
πλούσιο της Αιγύπτου, με σχήμα Αγγέλου και του λέγει:
– Πήγαινε στην έρημο όπου θα βρεις έναν φτωχό άνθρωπο, τον Παΐσιο. Είναι άνθρωπος πλουτισμένος και στολισμένος με αρετές. Είναι σκεύος εκλεκτό της θείας χάριτος.
Προσκύνησε τον, και πρόσφερε του πολλά χρήματα να τα μοιράσει στους Μοναχούς, που ασκητεύουν εκεί.
Ο πλούσιος, που δεν ήξερε την πλάνη, παρέλαβε ένα φόρτωμα, σε ζώο, ασήμι και χρυσάφι και ήλθε στον Άγιο. Αλλά ο Θεός φανέρωσε στο δούλο του την παγίδα του δαίμονος
που του έστησε. Σηκώνεται αμέσως ο Άγιος και πήγε να προϋπαντήσει τον άρχοντα. Μόλις είδε ο άρχοντας τον Παΐσιο, τον ρώτησε;
– Ποιος είναι ο Παΐσιος;
– Τί τον θέλεις; του λέγει ο Παΐσιος.
– Έφερα, του λέγει ο άρχοντας, χρήματα να του δώσω να τα μοιράσει στους Μοναχούς.
– Όχι, φιλόχριστε άνθρωπε, του λέγει ο Όσιος, γιατί εμείς δεν έχομε καμμιά ανάγκη από χρήματά, εφ’ όσον θελήσαμε να κατοικήσωμε στην έρημον αυτή. Μόνον πάρε τα και
πορεύου εις ειρήνην και μη στενοχωρείσαι. Ο Θεός θα δεχθή την δωρεά σου, εάν αυτά τα χρήματα που έφερες για τους Μοναχούς, τα μοιράσης στους φτωχούς. Στα χωριά της
Αιγύπτου υπάρχουν πολλοί φτωχοί και χήρες και ορφανά. Εάν φρσντίσεις γι’ αυτούς, θα λάβεις από τον Θεό πολλαπλάσιους μισθούς.
Όταν επέστρεφε ο Παΐσιος στη σπηλιά του, φάνηκε σ’ αυτόν ο διάβολος λέγοντας:
– Δεν μπορώ, Παΐσιε, να σου κάμω τίποτα, διότι συνέτριψες τις παγίδες μου. Φεύγω, λοιπόν, από σένα και πηγαίνω να πολεμήσω άλλους. Σε σένα δεν ξανάρχομαι γιατί νικήθηκα.
– Σώπασε, διάβολε, του είπε ο Παΐσιος αυστηρά, γιατί η κακία σου είναι μεγάλη.
Καταντροπιασμένος διώχθηκε ο Σατανάς και δεν τολμούσε πια να τον πλησιάσει.
Το χάρισμα της ασιτίας
Ο Παΐσιος έφυγε κατόπιν από εκεί και πήγε πιο βαθειά στην έρημο. Εκεί κατά μεν το σώμα ζούσε ζωή άσαρκη σχεδόν, αλλά κατά το πνεύμα σκεπτόταν τα. επουράνια και
συνομιλούσε με τον Δεσπότη Χρίστο. Γι’ αυτά το άγιον Πνεύμα, που κατοικούσε στον Παΐσιο, ευδόκησε να τον αξιώσει να βλέπει τους ουράνιους θησαυρούς, και να αισθάνεται
την αγαλλίαση, που απολαμβάνουν οι δίκαιοι. Καθώς, λοιπόν, έπαιρνε την άυλη εκείνη ευχαρίστηση και απόλαυση, αξιώθηκε από τον Θεό να πάρει το χάρισμα της εγκράτειας και
της ασιτίας, το οποίον εδόθη σε ελάχιστους. Κοινωνούσε κάθε Κυριακή τα Άχραντα Μυστήρια αναφέρει ο βιογράφος του και συνασκητής του Ιωάννης, και έμενε νηστικός όλην την
εβδομάδα, έως την άλλη Κυριακή, που ξανακοινωνούσε. Με την Αγία Μετάληψη και μόνον περνούσε, χωρίς καμία άλλη τροφή! Αυτό φαίνεται απίστευτο, αλλά ας μη αμφιβάλλει
κανείς για την αλήθειαν των λεγομένων, διότι όλα υποτάσσονται στο θείο Πνεύμα και θέλημα. Δια τούτο γράφει πάλιν ο συνασκητής του, δεν θα κρύψω την αλήθειαν, ότι με την
μετάληψη των θείων Μυστηρίων, πέρασε νηστικός, χωρίς σωματική τροφή, δεκαετίες ολόκληρες! Τούτο δεν είναι θαυμαστόν ούτε αδύνατον στην παντοδυναμία του Θεού. Τα
σωματικά φαγητά τα ζητεί η φύσις για την σύσταση και συγκράτηση των σωμάτων. Η δημιουργική όμως δύναμής του Θεού, η οποία είναι ανενδεής και εις νόμον της φύσεως
καθόλου δεν υποτάσσεται, δίδει αυτό το χάρισμα στους υψηλοτέρους και ανωτέρους από την φύση, όπως ήταν και ο θείος Παΐσιος. Αυτό το χάρισμα είναι υπεράνω από την
ανθρώπινη δύναμη και φύση. Είναι θαύμα αυτό και χάρισμα του Θεού.
Φροντίζει για τις ψυχές των άλλων
Ο πατήρ Παΐσιος ξέχασε τα περασμένα, όπως ο θείος Παύλος και κοίταζε, πως θα προοδεύσει στα μέλλοντα. Άρχισε σκληρότερους αγώνος, και γύριζε την άνυδρη έρημο. Ήθελε
να αποφεύγει τους ανθρώπους για να μη βλέπουν τους αγώνας του, και να απολαμβάνει το μέλι της ησυχίας.
Αλλά ο Θεός δεν άφησε στην έρημο τέτοιον φωτεινό λύχνο. Ήθελε να φωτίσει και άλλους με τα φως της διδασκαλίας του και να τους οδηγήσει προς τη σωτηρία τους. Τον διέταξε
λοιπόν, ο Θεός να έλθει στην έξω έρημο και να στηρίξει τους αδελφούς, που βρίσκονταν εκεί. Ήθελε με τη διδασκαλία του να μιμηθούν τις αρετές του και να γίνουν φίλοι της
αγγελικής πολιτείας του. Ο Όσιος είπε:
– Και ποίον κέρδος θα έχω εγώ, Κύριέ μου, εάν αφήσω την έρημο, όπου απολαμβάνω τη δική σου επίσκεψη, και πάω να επισκεφθώ άλλους, τους οποίους δεν έγινα άξιος ακόμη
να επιστατώ; Φοβούμαι, Δέσποτα μου, μήπως καθώς θα καταγίνομαι με την φροντίδα, εκείνων, δεν μπορέσω να κάμω τα ιδικά σου προστάγματα, και θα κατακριθώ ο
ταλαίπωρος για την αμέλειά μου.
– Όχι, του απάντησε σ’ αυτά ο Σωτήρ. Δεν θα έχεις τον ίδιο μισθό, για τον κόπο που θα κάμεις για την σωτηρία των άλλων με τον κόπο, που κάνεις εδώ στην έρημο. Για εκείνον
τον κόπο θα λάβεις διπλάσιους και τριπλάσιους μισθούς και λαμπρές αντιπληρωμές στην άνω Ιερουσαλήμ.
Τότε ο θείος Παΐσιος κατέβηκε στην έξω έρημο, σύμφωνα με τη θεϊκή προσταγή. Όταν έμαθαν οι αδελφοί τον ερχομό του, έτρεχαν σ’ αυτόν πλήθος πολύ και άκουαν τη γλυκύτατη
διδασκαλία του. Πραγματικά βρύση ασταμάτητη ήταν η διδασκαλία που έβγαζε εκεί, νερά αθανασίας…
Το διορατικό του χάρισμα
Διηγείται ο πατήρ Ιωάννης και τα εξής: Κατά την εποχή, που πήγα εγώ να επισκεφθώ τον μέγα Παΐσιο για να ωφεληθώ, ήλθαν σ’ αυτόν μερικοί Μοναχοί, για να ακούσουν τα θεία
λόγια του, και του είπαν:
– Είπε μας, Πάτερ, λόγια για να σωθούμε.
– Φυλάξετε, τους είπε, την παράδοση των Πατέρων, και περισσότερα από αυτά που διέταξαν μη κάνετε.
Εκείνοι ζήτησαν ακόμη να τους ειπεί τι αρμόζει να κάνουν οι Μοναχοί. Ο δε Παΐσιος βλέποντας με τους διορατικούς του οφθαλμούς και γνωρίζοντας τα διανοήματα τους και τους
λογισμούς έλεγε στον καθένα τι διαλογιζόταν, και ποια από αυτά ήταν καλά και ποια ήταν κακά, καθώς και από ποία αιτία τους ήλθαν αυτές οι σκέψεις.
Τότε οι Μοναχοί θαύμασαν και είπαν ιδιαιτέρως στον Ιωάννη:
– Αλήθεια, Πάτερ Ιωάννη, όλα τα πάθη της καρδιάς μας, τα οποία μόνον ο Θεός γνωρίζει, μας τα φανέρωσε όλα, ένα προς ένα. Εγώ δε, λέγει ο Πατήρ Ιωάννης, από όσα είχα
βεβαιωθεί, τους είπα:
– Πιστεύσατέ με, αδελφοί, ότι εγώ, όσα σκέφθηκα με το μυαλό μου, και όσα έκαμα μόνος μου, μου τα φανέρωσε πολλές φορές, όταν συναντώμεθα, και μου τα λέγει σαν να ήμουν
μαζί του.
Οι Μοναχοί είπαν: «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», και ανεχώρησαν.
Δύο μεγάλοι αγωνιστές
Ο άγιος Παΐσιος άκουσε, ότι με τις παρακλήσεις ενός Παύλου ο Θεός έδειξε πολλά πράγματα και αμέσως πήγε σ’ αυτόν. Αφού ανταμώθηκαν, έγιναν αχώριστοι. Με την βοήθεια ο
ένας του άλλου, έγιναν φρούριο και απολάμβαναν με χαρά τα καλά της ησυχίας.
Κάθε μέρα έβρισκαν νέους τρόπους να ασκούνται και η ζωή τους ήταν αγία. Ήταν δε τότε ο Παΐσιος γηραλέος και συνομήλικος με τον Παύλο. Κατά την ψυχήν όμως ήταν πολύ
πιο πρόθυμος. Έλεγε στον Παύλο:
– Ας αγωνιζώμεθα πάντοτε και ας κοπιάζουμε, έως ότου έχομε καιρό. Διότι όοο ζούμε, δεν ευχαριστείται ο Κύριος να σταματάμε την εργασία των καλών έργων. Φόβος όμως είναι
σε μας και εντροπή, αν βρεθούμε αμελείς την ώρα του θανάτου μας…
Ο. δε Ιερός Παύλος άκουε με χαρά τη θεία συμβουλή και έλεγε:
– Ιδού, εγώ, ω Πατέρων άριστε, ακολουθώ την καλήν σου γνώμη, γιατί έχω θάρρος στις δικές σου ευχές και πιστεύω, ότι θα μας αξιώσει ο Θεός να τελειώσουμε αυτήν τη ζωή
επάνω στην εργασία των αρετών κατά την γνώμη σου.
Και οι δύο ήσαν θαυματουργοί, ιατροί έμπειροι των ψυχών και των σωμάτων. Παρακαλούσαν δε τον Θεό για όλους, και σε όλους ήσαν αίτιοι σωτηρίας.
«Του θείου Παύλου λέγει ο βιογράφος του, τα διηγήματα είναι πολλά, αλλά τα αφήνομεν να τα δηγηθή άλλος. Ομοίως και του Οσίου Παΐσίου είναι πάμπολλα και ακατάληπτα, και
μόνον λίγα από τα πολλά είπαμε, για να παρακινήσωμε τους ακροατάς προς μίμησίν των. Διότι δεν φθάνει λόγος να φανερώση με ακρίβειαν την υψηλή ζωή του Παΐσίου, αλλά
ούτε εκείνος ήθελε να γνωσθούν τα κατορθώματά του, από μεγάλη ταπείνωσι. Σε κείνους δε, που τον ρωτούσαν ποια είναι η υψηλοτέρα από όλες τις αρετές, έλεγε ότι είναι να
ακολουθή κανείς τις συμβουλές των άλλων και όχι το δικό του θέλημα.
Αυτός τον καιρόν της ησυχίας και τον καιρόν της συναναστροφής τον περνούσε θεάρεστα. Διότι εις μεν την ησυχία αγαπούσε τη θεία ανάβασι, εις δε την συναναστροφή ποθούσε
την σωτηρία των άλλων. Το σπουδαιότερο όμως είναι, ότι δεν άφηνε να καταλάβη κανείς τη ζωή του μέσα στο κοινόβιο. Όταν επρόκειτο να δοξασθή για καμμιά πράξι, την άφηνε
αυτή αμέσως και μεταχειριζόταν άλλη, για να φυλαχθή αβλαβής και η προηγούμενη και να μη αφανισθή από τους επαίνους.
Πράγματι: μέγας κίνδυνος είναι οι έπαινοι των ανθρώπων. Ολίγον κέρδος έχουν όσοι αγωνίζονται δια τον έπαινον. Δια τούτο και ο Κύριος μας παραγγέλλει: «μη γνώτω η αριστερά
σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Το τέλος του Οσίου Παϊσίου
Ο Όσιος Παΐσιος εκοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύτατο γήρας και ενταφιάσθηκε στην έρημο. Μετά ολίγα έτη, τα ιερά αυτού λείψανα, ανακομισθέντα, μεταφέρθησαν στην Πισιδία και
κατετέθησαν στην εκεί ευρισκόμενη μονή.
Στίχος
Eγώ σε Παΐσιε Άγγελον λέγω, Φύσει μεν ουχί, αλλά τω ξένω βίω.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τῇ αὐτοῦ μνήμῃ, σὺν ἡμῖν ἑορτάζων,
νέμει τοῖς κοπιῶσι, δι’ αὐτὸν θείαν χάριν· διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλῇ, τοῦτον τιμήσωμεν.
Κοντάκιο. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς τῆς ἐρήμου πολιοῦχον καὶ κοσμήτορα καὶ τῶν Ὁσίων ἐγκαλλώπισμα καὶ σέμνωμα μακαρίζομέν σε πάντες, Θεοῦ θεράπον·σὺ γὰρ ὤφθης ἐκ παιδὸς ὅλος
θεόληπτος καὶ προσφόρως τῇ σῇ κλήσει πεπολίτευσαι. Διὸ κράζομεν, χαίροις Πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον