Άγιος μάρτυς Πλάτων
Άγιος Πλάτων
Μικρού λαθών παρήλθεν ημάς ο Πλάτων, Πλάτων εκείνος, ον πλατύ κτείνει ξίφος.
Ογδοάτη δεκάτη τε Πλάτωνα άορ κατέπεφνεν.
Βιογραφία
Ο Άγιος Πλάτωνας έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγότανε από την Άγκυρα της Γαλατίας της Μικρός Ασίας, και ήταν αδελφός του μάρτυρα Αντιόχου. Σε νεαρή ηλικία τον συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες, διότι διακήρυττε την πίστη του στον Ιησού Χριστό και τον οδήγησαν μπροστά στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Ο Αγριππίνος βλέποντας την ωραιότητα του νέου και γνωρίζοντας ότι κατείχε περιουσία, προσπάθησε να τον ελκύσει με κολακείες. Όμως ο Άγιος Πλάτων αρνήθηκε και συνέχισε να διακηρύττει την πίστη του στον Έναν και μοναδικό Θεό. Αφού ο ηγεμόνας είδε ότι δεν κατάφερε να τον αλλαξοπιστήσει δελεάζοντάς τον, τον απείλησε με μαρτύρια. Παρ’ όλα ταύτα ο Άγιος Πλάτων παρέμεινε σταθερός στην πίστη του. Έτσι ο Αγριππίνας διέταξε να τον μαστιγώσουν ανελέητα και ύστερα να τον βασανίσουν με πυρωμένες ράβδους. Ο Άγιος διατήρησε όλη του την πίστη και δεν έπαψε να ομολογεί τον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του (306 μ.Χ.). Έτσι λοιπόν ο Άγιος μεγαλομάρτυρας Πλάτωνας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και τιμήθηκε με το αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Απολυτίκιον Ήχος α’. Χορός Αγγελικός.
Δυάς η ευκλεής, των κλεινών Αθλοφόρων, εδόξασε λαμπρώς, την Αγίαν Τριάδα, ο Πλάτων ο ένδοξος, Ρωμανός τε ο ένθεος, εναθλήσαντες, και τον εχθρόν καθελόντες, όθεν πάντοτε, υπέρ ημών δυσωπούσι, τον μόνον Φιλάνθρωπον.
Κοντάκιον Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Η αγία μνήμη σου, την οικουμένην ευφραίνει, συγκαλούσα άπαντας, εν τω πανσέπτω ναώ σου, ένθα νυν, μέτ’ ευφροσύνης συναθροισθέντες, άσμασι, σας αριστείας Πλάτων υμνούμεν, και εν πίστει εκβοώμεν· Βαρβάρων ρύσαι την πόλιν σου Άγιε.
Κάθισμα Ήχος πλ. δ’. Την Σοφιαν.
Των αγώνων τω πλάτει Μαρτυς σοφέ, πλατυνόμενον πίστει πανευκλεώς, εχθρού απεστένωσας, μηχανάς και ηφάνισας, και καλώς τελέσας, τον δρόμον τον ένθεον, Παραδείσου πλάτος, γηθόμενος έφθασας· όθεν Εκκλησία, πλατυσμώ ευσεβείας, αστράπτουσα σήμερον, εορτάζει την μνήμην σου, και βοά σοι Μακάριε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου.
Ο Οίκος
Των Ελλήνων λιπών άπασαν την ματαιότητα, των Χριστού Μαθητών τα ψυχωφελή διδάγματα ηγάπησε λίαν Πλάτων ο θεόφρων. Διο και ώφθη πάσιν αιδέσιμος, και άγκυρα πίστεως εν τη πατρίδι, ης και η κλήσις σαφώς Άγκυρα υπάρχει. Καλώς γαρ τούτον εκθρεψαμένη, βεβαίαν σκέπην κατ’ εχθρών, και αντιλήπτορα θερμόν εν πολέμοις ευρίσκει, καθ’ εκάστην εκβοώσα προς αυτόν· Βαρβάρων ρύσαι την πόλιν σου Άγιε.
Βίος Αγίου Ρωμανού και Αγίου Νηπίου
Ο Άγιος Μάρτυς Ρωμανός
Ο Άγιος Ρωμανός, ο μάρτυρας, ζούσε στα χρόνια του χριστιανομάχου βασιλέως Μαξιμιανού (το 305 μ.Χ.). Την εποχή εκείνη ο έπαρχος, που το όνομά του ήταν Ασκληπιάδης, πήγε να θυσιάσει στο ναό των ειδώλων. Την στιγμή που έμπαινε μέσα στο ναό, παρουσιάσθηκε μπροστά του ο Ρωμανός. Ο Ρωμανός είχε μεγάλη πίστη και ζήλο. Δεν μπορούσε να βλέπει ανθρώπους, που πλάσθηκαν για την Βασιλεία του Θεού, να λατρεύουν τα αναίσθητα είδωλα, αντί του Θεού και να χάνουν την ψυχή τους.Ο Μάρτυρας τον σταμάτησε στην πόρτα και του λέγει:-Εξοχότατε, τα είδωλα, που πας να προσκυνήσεις, δεν είναι θεοί.-Και ποιος είσαι, συ, του λέγει ο Έπαρχος, που τόλμησες να μου κατηγορήσεις τους θεούς; Η αυθάδειά σου αυτή θα πληρωθεί.Αμέσως τότε διατάζει να τον κτυπήσουν στο στόμα. Πράγματι, τον κτυπήσανε και του σπάσανε τα δόντια. Κατόπιν, ενώ τρέχανε άφθονα τα αίματα, τον πήραν και τον κρέμασαν. Εν συνεχείς πήρανε σιδερένια νύχια και του ξεσχίζανε τις σάρκες. Ο Άγιος πονούσε φοβερά, αλλά για το Χριστό τα υπέμεινε καρτερικά.Το Άγιο ΝήπιοΤην στιγμή εκείνη, βλέπει πιο πέρα μια μητέρα με ένα νήπιο.-Φέρτε εδώ, λέγει ο μάρτυρας το νήπιο αυτό να το ρωτήσουμε, ποιο Θεό πρέπει να πιστεύουμε, και οποίον μας πει θα προσκυνήσουμε.Πράγματα φέρανε το βρέφος, και το ρώτησε ο Μάρτυρας:-Παιδί μου, του λέγει, ποιον πρέπει να προσκυνούμε, τον Θεό ή τους θεούς, που λέγουν αυτοί;Και το βρέφος αμέσως απάντησε σταθερά και είπε:-Τον Χριστό πρέπει να προσκυνάμε.Μετά την θαυμαστή αυτή απάντηση του βρέφους, ο δικαστής εξαγριώθηκε. Έδωσε εντολή και άρπαξαν το παιδί και το έδειραν ανελέητα. Ενώ δε το έδερναν, το μικρό ζήτησε νερό. Η μητέρα του όμως, που ήταν ευσεβής και πολύ πιστή, του είπε:-Μη πεις, παιδί μου, από αυτό το φθαρτό και πρόσκαιρο νερό. Κάνε υπομονή για να πας να πεις από εκείνο το ζων και αθάνατο νερό της Βασιλείας του Θεού.Τι θαυμαστές μητέρες! Είχαν την πραγματική αγάπη στα παιδιά τους, και θέλανε αυτά να αναδειχθούνε μάρτυρες για να κληρονομήσουν την αιώνιο Βασιλεία! Το παιδί εξακολουθούσε να ελέγχει τον Τύραννο γι’ αυτό το έδειραν για δεύτερη φορά. Αλλά και πάλι τον ήλεγχε για την απιστία του. Τότε εκείνος εξαγριώθηκε και διέταξε να το φονεύσουν. Ένας δήμιος τράβηξε το ξίφος του και του έκοψε το κεφάλι. Έτσι το ευλογημένο εκείνο μικρό παιδί έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.Ο Μάρτυρας μιλάει χωρίς γλώσσαΤου Αγίου Ρωμανού, όπως αναφέρει και ο ιερός Χρυσόστομος, του έκοψαν την γλώσσα. Το σπουδαίο όμως είναι, ότι και μετά το κόψιμο της γλώσσας, πάλι παραδόξως μιλούσε και ευχαριστούσε τον Θεό.Το παράδοξο αυτό θαύμα έφθασε και στα αυτιά του βασιλέως Μαξιμιανού. Εκείνος ο δυστυχής, αντί να μετανοήσει, διέταξε και έπνιξαν τον Μάρτυρα μέσα στη φυλακή, που τον είχαν κλεισμένο. Έτσι ο μακάριος Ρωμανός έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου.Ο Άγιος Ρωμανός εορτάζεται την 18ην Νοεμβρίου μαζί με τον Άγιο Πλάτωνα. Την ίδια ήμερα εορτάζεται και το Νήπιο.
Στίχος στον Άγιο Ρωμανό
Τὸ καρτερόφρον Ῥωμανοῦ πᾶς θαυμάσει. Σὺν χαρμονῇ γὰρ πνιγμονὴν ἐκαρτέρει.
Στίχος στο Άγιο Νήπιο
Κόλπους Ἀβραὰμ νήπιον λαχὸν ξίφει, τοῖς Βηθλεὲμ σύνεδρον ὤφθη νηπίοις.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Δυὰς ἡ εὐκλεής, τῶν κλεινῶν Ἀθλοφόρων, ἐδόξασε λαμπρῶς, τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ὁ Πλάτων ὁ ἔνδοξος, Ρωμανός τε ὁ ἔνθεος, ἐναθλήσαντες, καὶ τὸν ἐχθρὸν καθελόντες· ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωποῦσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ὁπλῖται ἄριστοι, τῆς ἀληθείας, τὸν τοῦ ψεύδους ἄρχοντα, κατετροπώσασθε στερρῶς, σὺν Ῥωμανῷ Πλάτων ἔνδοξε, τῆς εὐσεβείας τὸν λόγον κηρύξαντες.
Κοντάκιον Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστέρα μέγιστον, ἡ Ἐκκλησία, Ῥωμανὲ πανεύφημε, σὲ κεκτημένη ἀληθῶς, φωταγωγεῖται τοῖς ἄθλοις σου, τὴν φωτοφόρον δοξάζουσα μνὴμην σου. τὸν ἐχθρὸν καθελόντες, ὅθεν πάντοτε, ὑπὲρ ἠμῶν δυσωπούσι, τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
Μεγαλυνάριον.
Πλάτος εὐσεβείας διατρανοῖ, Πλάτων ὁ θεόφρων, τῇ στενώσει τῶν αἰκισμῶν, πίστεως δὲ ῥώμην, ὁ Ῥωμανὸς ἐκλάμπει, καὶ ἄμφω τὸ τοῦ Λόγου, πάθος δοξάζουσι.
Βίος Αγίου Αναστασίου Νεομάρτυρος από την Παραμυθιά Ηπείρου
Ο καλλίνικος Μάρτυς Αναστάσιος καταγόταν από την Παραμυθιά της Ηπείρου. Ήταν αγρότης και πιστός χριστιανός. Μια μέρα βγήκε με άλλους Χριστιανούς έξω στα χωράφια, για να θερίσουν. Ο Αναστάσιος είχε πάρει μαζί του και την αδελφή του. Εκείνη την ημέρα συνέπεσε να περάσει από εκεί, ο υιός του ηγεμόνος του τόπου, που λεγόταν Μούσας, μαζί με άλλους Αγαρηνούς για υπηρεσία. Μόλις οι άπιστοι είδαν την ωραιοτάτη αδελφή του Αναστασίου, έτρεξαν αμέσως κατά πάνω της, με ανήθικους σκοπούς. Πρόφθασε όμως ο Αναστάσιος και όρμησε εναντίον των Τούρκων. Έδωσε έτσι καιρό στην αδελφή του και έφυγε. Οι Αγαρηνοί προσβλήθηκαν, γιατί μαζί με τον Αναστάσιο έτρεξαν και άλλοι Χριστιανοί εναντίον τους και τους έβρισαν. Όταν επέστρεψαν αυτοί από την υπηρεσία τους, στον Πασά, όλη η μανία τους στράφηκε εναντίον του Αναστασίου. Μάλιστα για να επιβαρύνουν την θέση του, είπαν στον Πασά, ότι δήθεν είχε δώσει λόγο να αλλαξοπιστήσει και δεν το έκαμε. Αυτό ήταν λόγος να τον σκοτώσουν. Τον συλλαμβάνουν Αμέσως ο Πασάς έστειλε στρατιώτες και συνέλαβαν τον Αναστάσιο. Όταν τον είδε τόσο ωραίο και ανδρείο, σκέφθηκε να τον καταφέρει, είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με απειλές και τιμωρίες για να αλλάξει την πίστη του. Ο Αναστάσιος όμως όταν άκουσε την τελευταία κατηγορία, διαμαρτυρήθηκε με δύναμη, ότι ποτέ δεν είχε δώσει τέτοια υπόσχεση σε κανένα. Εγώ, είπε, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω με την βοήθεια του Χριστού μου. Κατόπιν έβαλαν τον Αναστάσιο στην φυλακή μέχρι να σκεφτούν πως θα τον πείσουν να αλλάξει την πίστη του. Άρχισε λοιπόν, ο πασάς, να του υπόσχεται χίλια δυο αγαθά. Εν τέλει του είπε ότι θα τον θεωρεί σαν παιδί του γνήσιο, αν υπακούσει σε ότι του λέγει. Με φρίκη, αηδία και αποστροφή, άκουσε όλα αυτά ο Αναστάσιος, ο γενναίος αθλητής του Χριστού. Με αξιοθαύμαστο θάρρος τους λέγει: – Εγώ έχω στους ουρανούς, αγαθά όχι σαν αυτά τα δικά σας, αλλά πολύ καλλίτερα, τιμιώτερα και διαρκή, που δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν δέχομαι επ’ ουδενί λόγω τα δικά σας, τα φθαρτά και μάταια, για να μη χάσω εκείνα τα αιώνια. Γι αυτό την πίστη μου δεν την αρνούμαι με κανένα τρόπο. Οι Αγαρηνοί έμειναν κατάπληκτοι από την απολογία αυτή του Μάρτυρος. Τον έκλεισαν τότε πάλι στη φυλακή, έως ότου σκεφθούν τι να του κάμουν. Ο Μουσάς, ο γιος του Πασά, όταν είδε και άκουσε τα λόγια του Αναστασίου, με αγαθή διάθεση, σκέφθηκε φρόνιμα και λογικά και αναρωτήθηκε: «Ποιά είναι λοιπόν αυτή η πίστη που φυλάνε τόσο ακριβά οι Χριστιανοί;» Θέλησε λοιπόν να φωτισθεί πάνω σ’ αυτά και να πάρει σωστές πληροφορίες. Κατόρθωσε τότε να πάει κρυφά στη φυλακή, να μιλήσει με τον Αναστάσιο. Ο Θεός είδε την αγαθή διάθεση του νέου, και έδειξε το εξής θαύμα για να θερμάνει περισσότερο το ζήλο του: Μόλις μπήκε στη φυλακή, αφού άνοιξε την πόρτα ο δεσμοφύλακας, βλέπει δύο νέους αστραπόμορφους κοντά στον Αναστάσιο. Μη υποφέροντας τη λάμψη τους, έπεσε μπρούμυτα καταφοβισμένος. Αμέσως ο Αναστάσιος έκαμε νόημα στους αστραπόμορφους νέους να φύγουν. Πλησίασε ο Μουσάς τότε και έρωτά τον Αναστάσιο ποιοι ήσαν αυτοί. Έμαθε ότι ήσαν Άγγελοι και φύλακες των Χριστιανών. Πάλιν τον έρωτά αν έχουν και οι Αγαρηνοί τέτοιους φύλακες, αλλά και γιατί οι Χριστιανοί καταφρονούν όλα του κόσμου τα αγαθά και δεν δειλιάζουν στα βάσανα, τις τιμωρίες και σ’ αυτόν τον θάνατο. Στις ερωτήσεις αυτές αποκρίθηκε ο Μάρτυς και είπε: – Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομε από ένα τέτοιον Άγγελο, που μας φυλάει όσο είμαστε σε τούτο τον κόσμο. Όταν πεθάνουμε, παίρνει την ψυχή μας και την πηγαίνει στον Παράδεισο. Τώρα, γιατί περιφρόνησα τα καλά, που μου πρότεινε ο πατέρα σου; Αυτό το έκαμα γιατί εμείς έχομε στους ουρανούς αγαθά ανεκλάλητα και αιώνια με τα οποία αν παραβάλωμε όλα του κόσμου τα αγαθά, είναι σκιά και μηδέν. Όταν άκουσε αυτά ο νέος, πλημμύρισε η ψυχή του από Θεία Χάρη και έπεσε στα πόδια του Αναστασίου και τον παρακαλούσε να τον κάνει Χριστιανό. – Αυτό που ζητάς, του απάντησε ο Μάρτυς, δεν μπορεί να γίνει τώρα. Γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου, θα εξοντώσει όλους τους Χριστιανούς. Μόνο πίστευε κρυφά στον Δεσπότη Χριστό και αυτός, όταν τον παρακαλέσεις να σε αξιώσει, ασφαλώς η Χάρις Του, θα οικονομήσει το συμφέρον σου. Αυτά είπε ο Μάρτυς στον Μουσά, του έδειξε πως να κάνει το σημείο του Σταυρού και τον συνόδευσε ως την πόρτα να φύγει με ειρήνη. Ο Πασάς, έβγαλε από τη φυλακή τον Αναστάσιο. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερε να πείσει ούτε με κολακείες, ούτε με φοβέρες, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, έξω από την πόλη, πλησίον του Μοναστηριού, που βρισκόταν εκεί κοντά. Πράγματι! Τον πήγαν εκεί και ο δήμιος τράβηξε την σπάθη και τον αποκεφάλισε. Έμεινε δε το λείψανο του καλλινίκου Μάρτυρος κάτω εκεί, που τον αποκεφάλισαν, αρκετές ημέρες. Κανείς από τους Χριστιανούς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να το παραλάβει και το ενταφιάσει. Ο τύραννος τους είχε απειλήσει με θάνατο. Έβλεπαν όμως κάθε βράδυ οι Χριστιανοί να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα φως επάνω στο λείψανο του Αγίου. Έτσι δόξαζε ο Θεός τον καλλίνικο αθλητή, που σε τόση νεαρά και ανθηρά ηλικία για την αγάπη Του πέθανε ανδρεία. Μια νύκτα όμως ο Μάρτυς φάνηκε στο όνειρο του Πασά και τον διέταξε απειλώντας τον, να δώσει το λείψανό του στο Μοναστήρι. Το πρωί αμέσως ειδοποιήθηκαν οι Μοναχοί και ήλθαν με λαμπάδες και θυμιάματα. Με τιμές που του άξιζαν και με ευλάβεια έφεραν το λείψανό του στο Μοναστήρι και το ενταφίασαν. Ο Άγιος Αναστάσιος αποκεφαλίστηκε την 18ην Νοεμβρίου του έτους 1750 εις δόξαν Θεού. Μετά το ένδοξο Μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου, ο υιός του Πασά έγινε περίλυπος και σκεπτικός. Αναλογιζόταν όσα είδε και άκουσε από τον Μάρτυρα. Γι αυτό αποστρεφόταν τα πάντα, δόξες και ηδονές και όλα του κόσμου τα ευχάριστα. Νύκτα μέρα παρακαλούσε τον Θεό, να κάμει το έλεός Του σ’ αυτόν και να τον αξιώσει να γίνει Χριστιανός. Και πράγματι! με τις ικεσίες του Αγίου η Χάρις του δόθηκε. Βαπτίστηκε χριστιανός στην Βενετία και του έδωσαν το όνομα Δημήτριος. Ύστερα πήγε στην Κέρκυρα όπου μπήκε σε ένα κοινόβιο και έγινε Μοναχός με το όνομα Δανιήλ.Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σφοδρή επιθυμία να μαρτυρήσει. Εκεί είχε και θαυμαστή οπτασία, όπου του απεκαλύφθη η απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Τούρκους, την οποία και συνέγραψε. Όμως οι Χριστιανοί τον απέτρεψαν από το μαρτύριο, για να μη προκληθεί διωγμός εναντίον τους. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα ,όπου και εκοιμήθη, αφού πρώτα έχτισε ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μυρτιά.
Απολυτίκιον
Την πλάνην κατήσχυνας των δυσεβών ανδρικώς εκχύσει του αίματος υπέρ Χριστού του Θεού, και πόνοις αθλήσεως. Όθεν της αφθαρσίας δεδεγμένος το στέφος, πρέσβευε τω Κυρίω, Αναστάσιε, Μάρτυς, λυτρούσθαι πολυτρόπων ημάς περιστάσεων.
Κοντάκιον
Υπέρ Χριστού μαρτυρικώς εναθλήσας, της των Μαρτύρων ηξιώθης εύκλειας, εν τοις εσχάτοις χρόνοις, Αναστάσιε, άνθος γαρ νεότητος περιδών θεοφρόνως ανδρικώς υπέμεινας την τομήν του αυχένος. Δι’ ο και αιωνίου δόξης μετασχών, Χριστόν δυσώπει, υπέρ των ψυχών ημών.
Μεγαλυνάριον
Της Παραμυθίας τερπνός βλαστός, και πάσης Ηπείρου, νέον κλέος ώφθης σοφέ, όθεν σου την μνήνην, τελούμεν την Αγίαν, χαρμονικώς τιμώντες, Σε, Αναστάσιε.