17 Απριλίου μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μακαρίου αρχιεπισκόπου Κορίνθου
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 17 Απριλίου 2018
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, κατὰ κόσμο Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατὰ σειρὰ υἱὸς τοῦ Γεωργαντᾶ καὶ τῆς Ἀναστασίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τὸ 1731. Ὁ βιογράφος του Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, σημειώνει: «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τὸ λεγόμενον Ἑξαμίλιον εὑρισκομένη. Πόλις ἀρχαιότατη κι ὀνομαστή… Ἀπὸ αὐτὴν κατάγεται καὶ ταύτης ἐστάθη γέννημα καὶ θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος… Ἐκ τούτων λοιπὸν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος… κατὰ τὸ 1731».
Ἀνάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαὴλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καὶ πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτὸν Μιχαήλ. Ὁ Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακὲς σχέσεις μὲ τὸν Γεωργαντᾶ. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ ἀναπτυσσόταν μέσα στὴ θεοσεβῆ καὶ εὐλογημένη οἰκογένειά του, μὲ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν μεγάλη πολιτική της δύναμη καὶ μὲ τὴν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. Ὁ Μιχαὴλ εἶχε κάτι ἰδιαίτερο σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἄλλα του ἀδέλφια. Ἀκτινοβολοῦσε καλοσύνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς συμπολίτες του, ἔδειχνε ταπεινοφροσύνη καὶ ἔμφυτη σεμνότητα καὶ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῶν Τρικάλων.
Ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὸν ἀκμάζοντα τότε Κεφαλλήνιο διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετὰ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του, ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίστηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωριῶν τῆς περιοχῆς πρὸς εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ’ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μὴ ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δὲν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε διεσκόρπισε καὶ ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τὸν πατέρα του». Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τὰ ἀξιώματα οὔτε ἡ πολιτικὴ δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροὴ ἢ ἕλξη ἐπάνω του· ἀντίθετα τὰ ἀποστρεφόταν. Ἤδη «ἀπὸ τὰς πρώτας ἀρχὰς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφὴς ἡ κλίση του πρὸς τὰ πνευματικὰ θέματα, ἀφοῦ ζοῦσε μὲ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνὰ στὴν ἐκκλησία καὶ συμμετέχοντας μὲ κατάνυξη στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἀποστρεφόμενος τὶς συναναστροφὲς τῶν συνομηλίκων του και γενικὰ τὴν ἐγκόσμια ματαιότητα.
Ἐγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῆς μητέρας του ὅλα αὐτὰ καὶ μεταβαίνει μὲ θεῖο ζῆλο στὸ Μέγα Σπήλαιο, στὴ μέγιστη καὶ ἱστορικὴ καὶ παλαιότατη αὐτὴ μονὴ τῆς Πελοποννήσου, γιὰ νὰ καθαίρει καθημερινὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς ἀλλότριες καὶ ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκοσμίου βιοτῆς. Ἦταν μία ἐπαινετὴ καὶ θεάρεστη ἀπόφαση καὶ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ζωή του στὴν Κόρινθο καὶ ἀπὸ τὶς παντὸς εἴδους ἀπασχολήσεις του, γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώντας τὸν μοναχικὸ βίο.
Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τὸν ἐνάρετο Μιχαὴλ ἡ ἀπόφασή του ἐκείνη δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμὲς παρακλήσεις δὲν εἰσακούσθηκαν ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τὸ αἴτημά του δὲν εἶχε τὴν συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία του νὰ περιβληθεῖ τὸ ἰσαγγελικὸ σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ ἐπέστρεψε στὴν πατρική του οἰκία. Ἀρχικὰ παρέμενε σὲ αὐτὴν ἀσχολούμενος μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διαφόρων πατερικῶν κειμένων, βίων Ἁγίων καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. Ἡ μελέτη αὐτὴ τὸν βοήθησε νὰ ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσότερο τὴν πίστη του καὶ νὰ εἰσχωρήσει βαθύτερα στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πέθανε ὁ Εὐστάθιος καὶ ἡ σχολὴ τῆς Κορίνθου στερεῖτο διδασκάλου. Ὅλοι στράφηκαν νοερῶς πρὸς τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ καὶ ἐνδόμυχα εὔχονταν καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανὸς νὰ διαδεχθεῖ τὸν διδάσκαλό του.
Ὁ ἐνάρετος Μιχαὴλ Νοταρᾶς προσέφερε ἐπὶ ἕξι ἔτη τὶς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου χωρὶς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸ ὑψηλό του ἦθος, κυρίως τοὺς νεαροὺς μαθητές. Παράλληλα μὲ πολὺ ὑπομονὴ ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιὰ τὴν Σχολή. Ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τὸν Μιχαὴλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καὶ τὸν εἶχε ἤδη προορίσει γιὰ ὑψηλότερο καὶ ἁγιότερο ἔργο. Θεία λοιπὸν εὐδοκία ὁ νεαρὸς καὶ ἐνάρετος Μιχαὴλ καθίσταται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακό.
Ἡ θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο. Τὸ ἔτος 1764 κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, ποὺ εἶχε ἀναδεχθεῖ τὸν Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα καὶ ὁ θρόνος χήρευσε. Ἡ θεόσδοτη αὐτὴ εὐκαιρία διάνοιξε γιὰ τὸν ἐνάρετο καὶ εὐσεβὴ διδάσκαλο Μιχαὴλ τὴν εὐλογημένη λεωφόρο γιὰ τὸ εὐρὺ καὶ ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καὶ ποικίλης προσφορᾶς.
Μετὰ τὴν κοίμηση λοιπὸν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ Χριστεπώνυμος λαὸς τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ οἱ λοιποὶ τῆς Κορινθίας Ἐπίσκοποι, μὲ μία φωνὴ καὶ γνώμη, σὰν νὰ κινήθηκαν ἀπὸ θεία προτροπὴ καὶ προσταγὴ θεώρησαν τὸ νεαρὸ Μιχαὴλ Νοταρᾶ κατὰ πάντα ἄξιο νὰ ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καὶ νὰ ἀναλάβει τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ὁ Πατριάρχης, ἔχοντας ἐνώπιόν του τὸ καθολικὸ αἴτημα κλήρου καὶ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τὴν πρόταση. Ὁ λαϊκὸς ἀκόμη Μιχαὴλ Νοταρᾶς, ἔλαβε διαδοχικὰ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης, ὀνομασθεῖς Μακάριος καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σὲ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν.
Καθημερινὰ ὁ ἁγιότατος πατὴρ βίωνε τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου περὶ τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καὶ μὲ ἀγάπη πολὺ ἐνεργώντας ἤθελε κατὰ τὸν χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νὰ «συναίρῃ λόγον» μὲ τὸ λαό του γιὰ πολλαπλασιασμὸ τῶν καρπῶν καὶ καλλικαρπία τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν ἐναρέτων πράξεων. Ἔθεσε λοιπὸν σὲ πλήρη ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιό του πρὸς ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ βιογράφος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καὶ διὰ τὰ δύο ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένην ηὗρε τὴν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τὴν ἐπαρχίαν, καὶ γεμάτη ἀπὸ ἀταξίαν καὶ παρανομίας σπουδὴν μεγάλην καὶ ἐπιμέλειαν ἔβαλε… νὰ τὴν ἀνακαινίσῃ καὶ εἰς τὸ κρεῖττον νὰ τὴν ἀναμορφώσῃ».
Ἐπιδοτήθηκε σὲ ἕναν ἐπίπονο ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μὲ τὰ συχνὰ κηρύγματά του σὲ ὅλη τὴν ἐπαρχία παρεῖχε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ τροφὴ πλούσια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολὺ ταπείνωση καὶ ἠθικότητα βίου, γιὰ κάθε ἡλικία καὶ τάξη ἀνθρώπων.
Ἐπιδιώκοντας τὴν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σὲ ὅλους τοῦ ἱερεῖς, Ἱερὲς Κατηχήσεις, γιὰ νὰ ἐνδιατρίψουν βαθύτερα τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ νὰ κατανοήσουν τὸ βάθος τους.
Τέλος, ἐπεδίωκε μὲ πολὺ πόθο τὴν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καὶ ἑλληνικῶν μαθημάτων στὴν ἐπαρχία του, γιατί γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν σημασία τῶν σχολείων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγέννηση.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, τὸ ἔτος 1770, ἀποφεύγοντας ὁ Ἅγιος τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀλβανῶν, πέρασε μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ζάκυνθο.
Ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μετέβη στὰ Ὁμαλὰ τῆς Κεφαλληνίας γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του Ἁγίου Γερασίμου. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, μετὰ παραμονὴ μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στὴ Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε γιὰ τρία περίπου ἔτη. Στὴν συνέχεια ἐπισκέφθηκε τὴν Ὕδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου.
Κατὰ τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς του στὴν Ὕδρα συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νὰ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὸν Ἀνδρέα Μάμουκα ὁ κλεινὸς Μακάριος χειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο.
Ἡ Πύλη, ἐπιθυμώντας τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καὶ τῆς ἠρεμίας, τὴν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στὶς ἑστίες τους καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ ζωῆς στὴν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τὸν Πατριάρχη Θεοδόσιο Β’ (1769 – 1773) νὰ ἐκλέξει νέους Μητροπολῖτες στὶς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ Πατριάρχης προέβη στὴν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτικῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διὰ χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, «ἀπέστειλε δὲ καὶ ἄλλους διὰ βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ». Μητροπολίτης Κορίνθου χειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1771.
Στὴν ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β’ (1174 – 1780) μὲ ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1771, προφανῶς ἀπὸ τὴ Χίο, ὁ Ἅγιος Μακάριος μὲ βαθύτατο σεβασμὸ δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτηση ποὺ τοῦ ζητήθηκε, διότι τὸν ἐμποδίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτοὺς θὰ «συναποβάλῃ» καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη. Ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλα συναφὴ ζητήματα καὶ τέλος ζητᾶ ἀπὸ τὴν Μητέρα Ἐκκλησία νὰ τοῦ παράσχει τὴν συγγνώμη της καὶ νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο. Διαβεβαιώνει ὅτι δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὴν ἐνοχλήσει ἢ νὰ ζητήσει κάτι ἀπὸ αὐτήν, ἀλλὰ ζητᾶ μόνο τὶς εὐχὲς καὶ τὶς εὐλογίες της.
Μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιὰ τὸν πάνσεπτο Ἱεράρχη ἕνα εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφορᾶς γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὡς φλογερὸς ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δὲν περιόριζε πλέον τὴ δράση του μέσα στὰ ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἢ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίνθου. Τώρα πλέον ἐπεκτείνει τὴ θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριότητα σὲ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπὸν στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων καὶ τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σὲ πόλεις τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ τὸ ἦθος του διαπότιζε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τὰ σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐπισκέπτεται τὴν Ὕδρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴ Χίο. Ἀπὸ τὴ Χίο ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐκπληρώνοντας τὴν διακαή του ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ἀθωνικὴ πολιτεία καὶ νὰ βιώσει ὅσα καλὰ περὶ αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καὶ μελετήσει.
Ὅταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1777, ἐγκαταστάθηκε στὸ κελλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαβίδ. Ἐκεῖ συναντήθηκε καὶ πάλι μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἡ Ἀθωνικὴ πολιτεία σπαρασσόταν ἀπὸ ἔριδες καὶ διαμάχες σχετικὰ μὲ τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν ἡ ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων. Οἱ μὲν ἀκολουθώντας τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση μνημοσύνων κατὰ τὴν Κυριακή, οἱ δὲ δέχονταν τὸ ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς λοιπὸν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρὲς ἔριδες καὶ ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεκτάθηκαν καὶ σὲ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπογοήτευσε τὸ θεῖο Ἱεράρχη.
Λόγω τῶν ταραχῶν καὶ τῶν ἐκτροπῶν ποὺ σημειώθηκαν ἐκεῖ, φοβούμενος γιὰ τὴν ἴδια του τὴ ζωή, ἐπέστρεψε στὴ Χίο. Καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ ἐκεῖ, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πάτμο. Ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σὲ μόνιμη διαμονὴ καὶ ἔχοντας δελεασθεῖ προφανῶς ἀπὸ τὸ περιβάλλον, ἵδρυσε τὸ Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων.
Μετὰ τὴ διανομὴ τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεὴς Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στὴ Χίο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ Σμύρνη πρὸς συνάντηση τοῦ Ἰ. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μὲ ἐπιστολὴ ἀπὸ τοὺς Χίους προύχοντες πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ τὴ Σμύρνη ὁ ἁγιότατος πατὴρ ἐπέστρεψε στὴ Χίο, ὅπου διῆλθε τὰ τελευταία 10 – 12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπὸ τὸ 1793 – 1805. Ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τὸ ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὶς βόρειες – βορειοδυτικὲς παρυφὲς τοῦ Βροντάδου, στὶς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. Ἐκεῖ διέμεινε ἐπὶ δώδεκα περίπου ἔτη, μέχρι τὴ θεία κοίμηση, τὸ ἔτος 1805.
Στὸ ἀσκητήριό του καὶ στὸ ναό, μακριὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν πολύμορφη, πολύαθλη καὶ ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατὰ τὸν ὑποτακτικό του Ἰάκωβο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νὰ τελεῖ «τεσσαρακοστὰς μεγάλας τὸν χρόνον, ἤγουν μὲ ὅλα τὰ συνακόλουθα, μὲ ὅλη τὴν ἀκρότατην ἐπίτασιν, μὲ ὅλην τὴν ἀπαιτούμενην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς». Φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα μὲ τοὺς ἀτελεύτητους καὶ ἐξαντλητικοὺς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καὶ ὑψηλότερα τὴ θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καὶ ἀναδεικνυόταν καθημερινὰ θεοειδής.
Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐργώδη προσπάθεια, σὲ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν, προσβλήθηκε ἀπὸ ἡμιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Ἡ ἡμιπληγία ἀνάγκασε τὸν Ἅγιο Μακάριο νὰ παραμείνει στὸ κρεβάτι ἐπὶ ὀκτὼ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καὶ πάσχων καὶ τὸν στέφανον ἑαυτῷ πλέκων τὸν διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Δεσπότην καὶ Κύριον», παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ δεχθεῖ τὶς «πηγὲς τῶν δακρύων» του. Συχνὰ ἔλεγε ὅτι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τὸν «παιδεύει» ὁ Θεὸς καὶ ὅτι παρὰ ταῦτα αὐτὸς δὲν μετανοεῖ: «καὶ πολλάκις τοῦτο ἔλεγε μὲ ῥοὰς δακρύων· δὲν μετανοῶ».
Ἡ εἴδηση περὶ τῆς ἀσθένειας τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στὴ Χιακὴ κοινωνία, βαθιὰ δὲ λύπη καὶ ἀγωνία κατακυρίευσε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερα τότε κατὰ τὸ ὀκτάμηνο διάστημα τῆς κλινήρους ζωῆς του οἱ πιστοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες κάθε τάξεως καὶ ἡλικίας, φίλοι καὶ γνωστοὶ τοῦ Ἁγίου, ἀκόμη οἱ λιγότερο συνδεδεμένοι μὲ αὐτὸν ἢ καὶ μέχρι τότε ἀδιάφοροι, ἔσπευδαν στὸ ἀσκητήριό του γιὰ νὰ λάβουν «τὰς ἁγίας του εὐχὰς καὶ εὐλογίας».
Ὁ Ἅγιος ἐξομολογοῦνταν συχνὰ καὶ μεταλάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρὸς τὸ τέλος καθ’ ἑκάστην».
Ὁ Ἅγιος Μακάριος κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 1805. Τὸ τίμιο σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου στὴ νότια πλευρά του.
Ἡ Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ ἔτος 1808.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν Κορίνθου ποιμένα τὸν τῷ ὄντι Μακάριον, τὸν Θεοῦ προνοίᾳ τῆς Χίου, ἀναφανέντα κοσμήτορα, ἐν πράξεσιν ὁμοῦ καὶ διδαχαῖς, τιμῶμέν σε ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς· θεραπεύεις γὰρ νοσοῦντας, καὶ ἀπελαύνεις ἀκάθαρτα πνεύματα. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ τὰ ὀστᾶ σου πηγὴν θαυμάτων ἀναδείξαντι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ γεραίρουσα, πόλις ἡ Χίος ἐνθέως, τὸν Κορίνθου πρόεδρον, Μακάριον θείοις ὕμνοις· οὗτος γὰρ, ἐν ὁσιότητι βιοτεύσας, γέγονε, Νεομαρτύρων θεῖοις ἀλείπτης· μεθ’ ὧν πάντοτε πρεσβεύει, ἡμῖν δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν λαμπρότητα βεβειῶν· χαίροις ὁ τῆς Χίου, λαμπτὴρ καὶ ἀντιλήποτωρ, Μακάριε θεόφρον, Κορίνθου πρόεδρε.