16 Δεκεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου Αγγαίου και της Αγίας Θεοφανούς της Βασιλίσσης
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 15 Δεκεμβρίου 2016
Προφήτης Αγγαίος
Ἀγγαῖος, ἄγγος πλῆρες ὤφθη χαρίτων.
Ὡς ὑλικὸν δέ, τῷ χρόνῳ συνετρίβη.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ Ἀγγαῖον γαῖα συνέσχεν.
Βιογραφία
Ο Προφήτης Αγγαίος καταγόταν από την Ιερατική φυλή του Λευΐ και είναι ο 10ος των μικρών λεγόμενων προφητών. Γεννήθηκε στη Βαβυλώνα, όταν διαρκούσε η αιχμαλωσία των Ιουδαίων.
Ο Αγγαίος ήταν αυτός, που μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία αναθέρμαναν το ζήλο των Ιουδαίων για την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντος. Το προφητικό βιβλίο του Αγγαίου είναι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια και έχει απλό και αυστηρό ύφος. Επειδή ο Αγγαίος καταγόταν από λευιτική οικογένεια, όταν πέθανε, τάφηκε στα μνήματα των Ιερέων.
Να όμως και τι συμβουλεύει στους Ιερείς: «Οὕτως πάντα τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν, καὶ ὃς ἐὰν ἐγγίση ἐκεῖ, μιανθήσεται ἕνεκεν τῶν λημάτων αὐτῶν τῶν ὀρθρινῶν» (Αγγαίος, Β’ 14). Έτσι, λέει ο Αγγαίος, συμβαίνει με όλα τα έργα των χειρών αυτών. Όποιος Ιερέας δηλαδή, είναι μολυσμένος από δωροδοκίες που πήρε πρωί – πρωί, ή από άλλες αμαρτίες και παρακοές που διέπραξε, αν αγγίξει το θυσιαστήριο θα το μολύνει. Η προσφορά του δηλαδή, θα θεωρηθεί μολυσμός.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀγγαίου τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Προφήτης θεόληπτος, οἴα θεράπων Θεοῦ, τῷ κόσμῳ ἐνδέδειξαι, ἀνακαθάρας τὸν νοῦν, Ἀγγαῖε πανεύφημε, ὅθεν ἑορταζόντων, ἔνθα πέφυκεν ἦχος, ἤρθης ὡς ἑορτάζων, ἐν Θεῷ φερωνύμως, ὦ πρέσβευε θεηγόρε, σώζεσθαι ἅπαντας.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ πάντα ὡς Θεός, ἐφορῶν καὶ γινώσκων, ψυχῆς τὸ καθαρόν, καταυγάσας σου ὄμμα, Προφῆτα πανεύφημε, ὁδηγὸν κόσμῳ ἔδειξεν· ὅθεν μνήμην σου, τὴν ἱερὰν ἐκτελοῦντες, πρέσβυν ἄριστον, καὶ πρὸς Θεὸν σε μεσίτην, Ἀγγαῖε προσάγομεν.
Η Αγία Θεοφανώ
Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.
Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.
Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιό του Λέοντα τον Σοφό (886 – 912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.
Παρ’ όλο τα μεγαλεία και τον πλούτο που την πλαισίωνε, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη και την μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε πριν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Γι’ αυτό ντυνόταν απλά για να μην αναγνωρίζεται και με την συνοδεία δύο έμπιστων υπηρετριών της, γύρναγε στα σπίτια των φτωχών και κατατρεγμένων και πρόσφερε την βοήθειά της. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με την δύναμη της ψυχής της. Παρ’ όλο τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από ‘κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Προελομένη τὰ οὐράνια πόθω, Θεοφανῶ τὴν βιοτὴν διεξῆλθες, ἀγγελικῶς ἐν γῇ περιπολεύουσα• ὅθεν κατηξίωσαι, οὐρανίων χαρίτων, σὺν Ἀγγέλων τόξεσι, καὶ Ἁγίων χορείαις, παριστάμενη τῷ Παμβασιλεῖ ὂν ἐκδυσώπει, εὐρεὶν ἠμᾶς ἔλεος.