Ο Άγιος Λουκιανός καταγόταν από τα Σαμόσατα της Συρίας και ήταν γόνος ευσεβούς οικογενείας. Έλαβε την απαραίτητη μόρφωση και μετά το θάνατο των γονέων του, σε ηλικία 12 ετών, μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς. Εντρύφησε στην μελέτη της Αγίας Γραφής και όντας γνώστης της εβραϊκής, διόρθωσε και συμπλήρωσε τις μεταφράσεις των Ο΄, του Ακύλα, του Συμμάχου και του Διοκλητιανού επί τη βάσει του πρωτοτύπου, δωρίζοντας την μετάφρασή του στην εκκλησία της Νικομηδείας. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και διακρίθηκε για την ζέση του κηρύγματός του, με το οποίο παρακινούσε τους πιστούς στο μαρτύριο. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο Διοκλητιανός καταδίωκε στη Νικομήδεια τους Χριστιανούς εγκατέλειψε την Αντιόχεια και πήγε εκεί για να τους συμπαρασταθεί. Συνελήφθη όμως από τον Διοκλητιανό, φυλακίσθηκε και ετελεύτησε από πείνα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, λελαμπρυσμένος, γνῶσιν ἔνθεον, ἐταμιεύσω, καὶ τῆς πίστεως τὸν λόγον ἐτράνωσας, ὅθεν Μαρτύρων ἀλείπτης γενόμενος, Λουκιανὲ ἐν ἀθλήσει ἠρίστευσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐv πρεσβείαις.
Τὸv ἐν ἀσκήσει τὸ πρότεροv λαμπρυνθέντα, καὶ ἐν ἀθλήσει τὸ δεύτερον φαιδρυvθέντα, πάντες ὡς φωστῆρά σε φαιδρότατον, Λουκιανὲ τοῖς ὕμvοις, ἐνδόξως σε γεραίρομεν. Πρεσβεύων μὴ παύσῃ ὑπὲρ πάντων ἠμῶv.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΡΣΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΔΕΣΣΗΣ , Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
O Όσιος Βάρσος ο Ομολογητής, Επίσκοπος Εδέσσης, έζησε στά μέσα του 4ου αιώνα.
Με την δυναμική δράση του, ήταν καρφί στο μάτι των Αρειανών αιρετικών, όταν αυτοί συντάραζαν την εκκλησία.
Τότε ο Όσιος Βάρσος είχε ήδη διακριθεί σαν Επίσκοπος Εδέσσης με την αγαθοεργία του, τη δραστηριότητα του και τη δύναμη της διδασκαλίας του.
Πλούτισε τις γνώσεις του αφού επισκέφτηκε τη Φοινίκη, την Αίγυπτο και αυτήν τη Θηβαΐδα.
Αλλά στη σκληρή διαμάχη μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρετικών, ο Επίσκοπος Βάρσος δεν ήταν δυνατό να παραμείνει αμέτοχος. Διδάσκοντας, υπεράσπιζε το ορθόδοξο δόγμα και ξεσκέπαζε την πλάνη τωνΑρειανών.
Γι΄αυτό ο αυτοκράτορας Ουάλης, θερμότατος υπερασπιστής των αιρετικών, εξόρισε τον Βάρσο στη νήσο Άρανδο.
Αλλ’ εκεί έφταναν πλήθη ορθοδόξων και ζητούσαν την ευλογία του Βάρσου,που έτσι εξακολουθούσε να είναι καρφί στο μάτι των αιρετικών.
Με τις προτροπές τους ο Ουάλης τον εξόρισε στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου.
Αλλά και εκεί νέα συρροή ορθοδόξων κύκλωνε τον γενναίο Επίσκοπο.
Τέλος τον έκλεισε σ’ ένα φρούριο κοντά στο Αλγέρι.
Και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή, αφού αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη υπηρετώντας τον Θεό, την Εκκλησία και τον πλησίον.
Η δε σωζόμενη κλίνη του Αγίου στην Άρανδο, ετιμάτο από τους εντοπίους για τα εκτελούμενα δι’ αυτής θαύματα.
Βίος Αγίου Ευθυμίου του Νέου του εν Περιστεραίς
Τα μικρά του χρόνια
Ο Άγιος Ευθύμιος ο νέος γεννήθηκε στην Οψώ, μια πόλη της Γαλατίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Άγκυρα. Οι γονείς του Αγίου λεγότανε Επιφάνιος και Άννα. Είχαν, εκτός από τον Ευθύμιο και δύο θυγατέρες, την Επιφανία και τη Μαρία. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς άλλα και αρκετά ευκατάστατοι.
Ο Άγιος, όταν βαπτίστηκε, ονομάσθηκε Νικήτας. Αλλά όταν έφθασε στα επτά του χρόνια, απέθανε ο πατέρας του και ανέλαβε την διατροφή του και γενικά την προστασία του η ευσεβής μητέρα του. Αυτή δίδαξε το υιό της τη χριστιανική θρησκεία και τον φύλαξε από την αίρεση των εικονομάχων. Όταν ο Άγιος έφτασε σε νόμιμη ηλικία άκουσε τη συμβουλή της μητέρας του και παντρεύτηκε. Πήρε μία κόρη, πού την έλεγαν Ευφροσύνη. Η Ευφροσύνη ήταν κόρη, ευσεβών και πλουσίων γονέων και γέννησε μια κόρη, την οποία βάπτισαν και ονόμασαν Αναστασώ.
Εγκαταλείπει τα εγκόσμια
Αλλά ο Άγιος ποθούσε να ακολουθήσει μοναχικό βίο και γι αυτό προσευχόταν στον Θεό να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του. Παραμονή της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού έχασε το άλογο του. Αφού προσευχήθηκε και έκλαψε πολύ για το άλογο του, είπε ότι θα πάει να ψάξει να το βρει, έτσι βρήκε την δικαιολογία για να ακολουθήσει τον πόθο του για τον μοναχικό βίο. Δεν ήθελε όμως να στεναχωρήσει την οικογένεια του και έτσι πάντρεψε την μεγαλύτερη του αδερφή, και άφησε παρηγοριά στην μητέρα του και την μικρή του αδερφή την κόρη του Αναστασώ.
Νεαρός, Λοιπόν, ο Νικήτας εγκατέλειψε το σπίτι του και την αγαπημένη του πατρίδα και ξεκίνησε για άγνωστη χώρα Πεζός περπάτησε πολλές μέρες. Έφθασε στο βουνό Όλυμπος της Βιθυνίας. Στις πλαγιές αυτού του βουνού ο Όσιος αποφάσισε να εγκατασταθεί και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ασκητής.
Δοκιμάζεται από τον Μέγαν Ιωαννίκιο
Ο Άγιος πεζός ξεκίνησε για το Βουνό Όλυμπος της Βιθυνίας. Εκεί υπήρχαν πολλοί πατέρες που ασκήτευαν. Όταν έφτασε έμαθε για τον Ιωαννίκιο και θέλησε να πάει να τον βρει για τον βοηθήσει ψυχικά. Έτσι μια μέρα καθώς πήγε στον Ιωαννίκιο, βρήκε πολλούς πατέρες που είχαν πάει εκεί για να πάρουν την ευχή και να ωφεληθούν ψυχικά από τον Ιωαννίκιο. Ο Ιωαννίκιος προείδε με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος το ύψος της αγιότητας που θα έφτανε ο Νικήτας και ήθελε να τον ωφελήσει ψυχικά. Έτσι μόλις τον είδε τον κατηγόρησε ότι είναι φονιάς, ζήτησε από τους μοναχούς εκεί να τον αλυσοδέσουν και να τον πιέσουν να πει τις αμαρτίες του. Πράγματι, οι μοναχοί τον πίεσαν και μετά τον αλυσόδεσαν μέχρι να ομολογήσει τις αμαρτίες του. Όμως ο Άγιος έμεινε με σκυμμένο το κεφάλι χωρίς να πει κουβέντα. Τότε ο Ιωαννίκιος είπε:
– Αφήστε αυτόν τον αθώο άνθρωπο. Αυτός πρόκειται να δοξάσει τους μοναχούς. Πρόκειται να αποτελέσει το καύχημα της μοναχικής ζωής, διότι αν και εγώ τον κατηγόρησα για κακούργο και εσείς τον δέσατε με τις βαριές αλυσίδες, αυτός δέχθηκε με ευχαρίστηση την κατηγορία του κακούργου. Άραγε, Πατέρες, είπε, πόσο μεγάλες αρετές θα αποκτήσει αυτός εδώ όταν θα γίνει μοναχός.
Στο Μοναστήρι των Πισσαδηνών – Εκάρη Μοναχός – Φεύγει για το Άγιον Όρος
Ο Άγιος μην αντέχοντας τους επαίνους των άλλων μοναχών έφυγε και πήγε μακριά εκεί που κατοικούσε ένας ασκητής ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης τον κατήχησε και τον έκανε σταυροφόρο και ο Νικήτας τότε ονομάστηκε Ευθύμιος. Έπειτα ο Ιωάννης τον έστειλε στο Μοναστήρι των Πισσαδηνών, εκεί ο ηγούμενος Νικόλαος τον δέχτηκε και τον έκανε υποτακτικό του. Ο Σατανάς όμως δεν υπόφερε τις αρετές του Αγίου και του άναβε πόθους για την αγάπη της οικογενείας του και άλλους, όμως ο ασκητής έμενε ασάλευτος και σταθερός στην πίστη του. Μετά ο Πατριάρχης Φώτιος έβγαλε τον από ηγούμενο τον Νικόλαο και ο Ευθύμιος έφυγε από το Μοναστήρι των Πισσαδηνών και αποφάσισε να πάει στο Άγιον Όρος.
Πρώτα όμως πήγε στον Γέροντα Θεόδωρο, ο οποίος τον κατήχησε και τον εκάρη μοναχό. Έπειτα ο Άγιος μετά από 15 χρόνια στον Όλυμπο της Βιθυνίας και αφού έκατσε 8 μέρες με τον Γέροντα Θεόδωρο που τον κατήχησε, έφυγε για το Άγιο Όρος.
Στο δρόμο για το Άγιον Όρος πέρασε από την πόλη της Νικομήδειας, εκεί συνάντησε μερικούς συμπατριώτες του. Τους ρώτησε τι κάνει η οικογένεια του, και αυτοί που είπαν ότι όλοι ζουν αλλά θρηνούν γιατί δεν ξέρουν τι απέγινε αυτός. Τότε ο Άγιος τους έδωσε ένα ξύλινο Σταυρό και τους παρήγγειλε να τους πουν να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Πράγματι, πήγαν οι συμπατριώτες του πίσω στην πόλη και πήγαν στην οικογένεια του Αγίου. Αυτοί έδωσαν τον Σταυρό και τους είπαν τι τους παρήγγειλε για αυτούς ο Άγιος. Τότε η μητέρα του, η σύζυγος του και αδερφές του, ακολούθησαν την παραγγελία του και έγιναν μοναχές. Μόνο η κόρη του δεν έγινε γιατί παντρεύτηκε έναν ευσεβή νέο και απέκτησε 3 θυγατέρες και ένα υιό.
Υπεράνθρωπος άσκησης
Στον Άθωνα ο άγιος βρήκε τον μοναχό Θεοστήρικτο μαζί ερεύνησαν την περιοχή, και βρήκαν ένα σπήλαιο. Κλειστήκανε σ’ αυτό και άρχισαν εκεί τους ασκητικούς αγώνες. Για τροφή τους είχαν τα κούμαρα, τα βελανίδια και τα κάστανα Αυτά έτρωγαν για να κρατιούνται στη ζωή. Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς την υπεράνθρωπη άσκηση των δύο μοναχών μέσα στο σπήλαιο, πολεμώντας τον διάβολο, και προσευχόμενος στον Θεό.
Έπειτα από τρία έτη, βγήκε από τη σπηλιά ο Άγιος. Απ’ έξω από την σπηλιά ιόν περίμεναν τον Άγιο πάρα πολλοί ασκητές. Είχαν έλθει εκεί για να πάρουν την ευχή του. Έπειτα έμαθε ότι ο Γέροντας του Θεόδωρος ήταν βαριά άρρωστος και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην φροντίδα του Γέροντα του. Έτσι πήγε τον πήρε και τον πήρε μαζί του στον Άθωνα, εκεί έφτιαξε μία καλύβα και τον φρόντιζε. Όμως ο Γέροντας αρρώστησε βαριά και αναγκάστηκε να τον πάει σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, εκεί ο Γέροντας κοιμήθηκε.
Έγινε στυλίτης
Ο Άγιος όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας του πήγε να ασπαστεί το λείψανο του και να πάρει την ευχή του. Αφού του ασπάσθηκε εγκαταστάθηκε επάνω σ’ ένα στύλο, όπως είχε κάμει παλαιότερα και ο άγιος Συμεών. Από εκείνον τον στύλο ο Ευθύμιος πολλούς ανθρώπους οδήγησε στον Χριστιανισμό και στην αρετή, αλλά και πολλούς θεράπευσε από παντός είδους αρρώστιες.
Ο Άγιος όμως, επειδή ενοχλείτο από το πλήθος και από την δόξα των ανθρώπων, εγκατέλειψε τον στύλο εκείνο και αποφάσισε να επιστρέψει πάλι στον Άθωνα. Δέχθηκε ο Όσιος να γίνει διάκονος. Αυτή την φορά όμως ο Άγιος έμεινε εκεί για λίγο μόνον καιρό. Εγκατέλειψε τον Άθωνα, επειδή ενοχλείτο από τους μοναχούς, οι οποίοι πήγαιναν και τον έβλεπαν. Ο Όσιος εκεί στον Άθωνα συνάντησε δύο μοναχούς, τον όσιο Ιωάννη τον Κολοβό και τον Συμεώνα. Αυτοί ήταν πρεσβύτεροι και αγαπούσαν πάρα πολύ την ησυχία.
Στον Άγιο Ευστράτιο με τους πειρατές
Με συντρόφους του αυτούς τους δύο μοναχούς, ο Όσιος πήγε και εγκαταστάθηκε στο νησί, πού ονομάζεται τώρα Άγιος Ευστράτιος. Στο νησί αυτό οι πειρατές πήγαιναν και το λεηλατούσαν. Κάποια στιγμή οι πειρατές πήγαν στο νησί και δεν βρήκαν τίποτα και έτσι πήραν μαζί τους, τους 3 μοναχούς. Όμως συνέβη το εξής. Η βάρκα που είχε μέσα τους 3 μοναχούς δεν προχωρούσε έτσι κατάλαβαν οι πειρατές το λάθος και ζήτησαν συγχώρεση από τους μοναχούς και τους γύρισαν πίσω στο νησί. Όμως ένας πειρατής νευριασμένος για την επιστροφή χτύπησε τον μοναχό Ιωάννη, και τότε ο Ευθύμιος τους είπε:
– Ω Άραβες, εάν μας πάτε ειρηνικά στο νησί μας και σεις να επιστρέψετε ειρηνικά στα σπίτια σας. Εσείς όμως, επειδή κάματε να αγανακτήσει ο Θεός με την συμπεριφορά αυτού του αδελφού σας απέναντι στο μοναχό, το κακό πού θα πάθετε, θα το μάθετε πολύ γρήγορα.
Και έτσι έγινε στη βάρκα την οποία ήταν αυτός ο πειρατής έπεσε στα χέρια των βυζαντινών μοναχών ενώ η άλλη βάρκα όχι.
Εγκαθίσταται στα Βραστά (Βράσταμα) της Χαλκιδικής
Επειδή όμως οι τρεις Όσοι φοβήθηκαν μην ξαναπέσουν στα χέρια των πειρατών αποφάσισαν να φύγουν από το νησί. Ο Άγιος Ευθύμιος μαζί με τους μαθητές του πήγε σ’ ένα χωρίο της Χαλκίδας της Ευβοίας, πού ονομαζόνταν Βραστά. Εκεί ο Άγιος έκτισε πολλά κελιά για τους μοναχούς και κατηχούσε πολλούς νέους που ερχόντουσαν για να γίνουν μοναχοί. Αυτός όμως κατοικούσε μακριά σε έναν ξεροπόταμο για να έχει ησυχία. Πολλές φορές όμως ο Άγιος, για να εύρη περισσότερη ησυχία, πήγαινε στο Άγιον Όρος και εκεί συνομιλούσε με τον Θεό.
Ακούει τη φωνή του Θεού
Μια ημέρα βρισκότανε στον Άθωνα ο Όσιος και αξιώθηκε ν’ ακούσει την φωνή του Θεού, πού του έλεγε:
– Ευθύμιε, να πάς στη Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και στα όρη, πού βρίσκονται από τα Ανατολικά αυτής, να ζητήσεις μια κορυφή. Έχει μια πηγή νερού, πού ονομάζεται Περιστεραί. Εκεί θα βρεις τον Ιερό Ναό του Αποστόλου Ανδρέα, τον οποίον πολύ παλιά είχαν κτίσει ευσεβείς Χριστιανοί. Τώρα είναι ερειπωμένος. Αυτόν τον Ναό, ο οποίος τώρα χρησιμοποιείται για μανδρί προβάτων, να τον καθαρίσεις και να τον ξαναχτήσεις. Εγώ, συνέχισε η φωνή του Θεού, θα είμαι βοηθός και συμπαραστάτης σου στο έργο, γιατί δεν είναι καλό να είσαι στην έρημο και να πολεμάς τους δαίμονας, οι οποίοι νικήθηκαν προ πολλού από εσένα και έχουν παύσει να σε πολεμούν.
Κτίζει το Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου
Πήγε εκεί και άρχισε, με μεγάλη προσπάθεια και φροντίδα, την ανέγερση του ναού. Όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί της Θεσσαλονίκης, και κάθε ένας με τον τρόπο του, βοήθησαν στην ανέγερση της Εκκλησίας του Αποστόλου Ανδρέα. Όταν τελείωσε η ανέγερσης της Εκκλησίας και των κελιών, ο Άγιος, έκανε τα εγκαίνια και έδωσε στο Μοναστήρι το όνομα του Αποστόλου Ανδρέου, εις το οποίον ήτο αφιερωμένη και η Εκκλησία του Μοναστηριού. Έτσι καθημερινά, πάρα πολλοί εγκατέλειπαν τους γονείς, τους φίλους και γενικά την κοσμική ζωή, και ερχόταν στο Μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου και ακολουθούσαν την μοναχική ζωή.
Τούς οδηγούσε ο Άγιος Ευθύμιος καθημερινός στην αρετή, με την προσευχή του, με την θεόπνευστη διδασκαλία του, με το ολοφώτεινο παράδειγμά του.
Πνευματικά χαρίσματα
Στον Άγιο χαρίστηκαν από τον Θεό πολλά χαρίσματα. Ο Άγιος είχε προορατικό χάρισμα. Επίσης έκανε πολλά θαύματα εν ζωή, όπως θεράπευσε δαιμονισμένους, βοήθησε ανθρώπους που πέθαιναν από την πείνα στην έρημο. Με την κατήχηση και την προσευχή του προσέλκυε πολλοί κόσμο να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο.
Κτίζει ανδρικό και γυναικείο Μοναστήρι
Ο Άγιος έμεινε δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια κοντά στα πνευματικά του παιδιά, στους μοναχούς, δηλ. του Μοναστηριού του Απ. Ανδρέου. Κατόπιν, δύο ολόκληρα χρόνια κάθησε κοντά στους δικούς του, κοντά στους συγγενείς και φίλους του, χωρίς κανένας να τον γνωρίζει. Μια ημέρα όμως τον αναγνώρισαν εκείνοι, όπως τον Ιωσήφ τ’ αδέλφια του. Τότε ο Ευθύμιος, τους κάλεσε όλους κοντά του. Αγόρασε ο Άγιος έκταση, και έκτισε δύο μοναστήρια. Εγκατέστησε σε κάθε ένα από αυτά, τους άνδρες χωριστά και τις γυναίκες, πού τον είχαν ακολουθήσει. Αφού πέρασε λίγος καιρός, αυτός εγκατέλειψε τα δύο Μοναστήρια και πήγε και ανέβηκε και πάλι επάνω στο στύλο. Ο Άγιος όμως δεν έφευγε, χωρίς να κανονίσει την διοίκηση και γενικά τα πράγματα των δύο αυτών Μοναστηριών. Έτσι την μεν διοίκηση του γυναικείου Μοναστηριού, την ανέθεσε στην αδελφή του. Αυτή, όταν είχε γίνει μοναχή, είχε ονομασθεί Ευθυμία.
Η κοίμησίς του
Ο Άγιος κατόπιν επειδή έβλεπε, ότι εκεί επάνω στον στύλο δεν είχε την ησυχία, πού ποθούσε, εγκατέλειψε σύντομα το μέρος εκείνο και εγκαταστάθηκε στο πέμπτο ακρωτήριο του Άθωνος. Αλλά και εκεί ο Άγιος δεν εύρισκε ησυχία, διότι τον ενοχλούσαν οι μοναχοί, οι οποίοι τον επισκέπτονταν.
Ο Άγιος τότε κατάλαβε τον θάνατο του. Ήθελε να πεθάνει σε ησυχία Κάλεσε τους μοναχούς σε δείπνο, για να τους αποχαιρετήσει για τελευταία φορά και δικαιολογήθηκε σ’ αυτούς, ότι θέλει να πάει στην Θεσσαλονίκη, για να κάμει ανακομιδή των λειψάνων του Μεθοδίου, ο οποίος είχε πεθάνει. Έτσι την άλλη ημέρα, με αυτήν την δικαιολογία, εγκατέλειψε το Άγιον Όρος και χωρίς να το καταλάβει κανείς, με μόνον σύντροφο κάποιον μοναχό, πού ονομαζόταν Γεώργιος, ανέβηκε επάνω στη βάρκα και επήγε σ’ ένα νησί, πού ήταν εκεί κοντά και ονομαζόταν Ιερά. Έμεινε εκεί μέχρι τις δεκατρείς Οκτωβρίου μαζί με τον Γεώργιο, πού τον υπηρετούσε.
Στις 15 Οκτωβρίου παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό και επήρε το αμαράντινο στεφάνι της αθανασίας και της αγιότητας.
Οι μοναχοί του Μοναστηριού, όταν έμαθαν τον θάνατον του Πατέρα τους, λυπήθηκαν πάρα πολύ και πήραν από εκεί στις 22 Δεκεμβρίου το λείψανο του. Από εκεί το μετέφερε κάποιος Βλάσιος μοναχός. Αυτός βρήκε το νεκρό σώμα του Αγίου ανέπαφο, σαν να είχε πεθάνει ο Ευθύμιος εκείνη την στιγμή. Η μετακομιδή του Ιερού Λειψάνου έγινε στη Μητρόπολι της Θεσσαλονίκης στις 3 Ιανουαρίου του επομένου έτους από της κοιμήσεως του Αγίου.
Η μνήμη του Αγίου Ευθυμίου του νέου τιμάται, από την Εκκλησία μας την 15ην Οκτωβρίου.
Άξιον αναφοράς η εκ νέου ανακομιδή εκ του ιερού ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου , πολιούχου Θεσσαλονίκης , ένθα είχε ταφεί το πρώτον και υπάρχει το ομώνυμον παρεκκλήσιον και η μετακομιδή του εις την υπ΄αυτόν ιδρυθείσα Ιερά Μονή του Αγίου Ανδρέου Περιστεράς Θεσσαλονίκης (σήμερον ενοριακός ναός του ομωνύμου χωρίου ) κατά την 18ην Οκτωβρίου 1986 , με ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτου Ιερισσού κυρού Νικοδήμου ( + 2012 ) και τη ευγενή παραχωρήσει του μακαριστού Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος ( + 2003 ) .
Στίχος
Εὐθυμίας ὤρμησας ἐν τόπω, πάτερ, Φερωνυμήσας ὥσπερ ἤν θέμις, μάκαρ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, διηυγασμένος, ἠκολούθησας, Χριστῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Εὐθύμιε· καὶ διαφόροις ἐν τόποις ἐξέλαμψας, καὶ τῷ χειμάρρῳ τοῦ Ἄθω ἡσύχασας. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σεμνυνόμενος τῶν δωρεῶν τοῦ Παρακλήτου κατηξίωσαι καὶ ὡς ἥλιος ἐξέλαμψας ἐν Ὁσίοις. Μεθ’ ὧν πρέσβευε Χριστῷ τῷ Παντοκράτορι Ἐκ παντοίων συμφορῶν λυτροῦσθαι πάντοτε τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.
Μεγαλυνάριον.
Ἄσκησιν ὁσίαν διαδραμών, ὡς λύχνος ἐκλάμπεις, ἐν τῷ Ἄθῳ φωτοφανῶς, Εὐθύμιε Πάτερ καὶ πανταχοῦ πυρσεύεις, τὴν αἴγλην τῶν ἁγίων κατορθωμάτων σου.