15 Μαΐου μνήμη του Οσίου Παχωμίου του μεγάλου και του εν αγίοις πατρός ημών Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης του θαυματουργού
Ὁ Παχώμιος, λεπτύνων σαρκὸς πάχος,
Ψυχῇ συνῆγε πρὶν μεταστῆναι στέαρ
Πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ Παχώμιον ἔνθεν ἄειραν.
Βιογραφία
Ο Όσιος Παχώμιος γεννήθηκε το 292 μ.Χ στην Κάτω Θηβαΐδα της Αίγυπτου από γονείς ειδωλολάτρες και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.). Στο στρατό, στον οποίο κατετάγη σε ηλικία 20 ετών, γνωρίσθηκε με Χριστιανούς στρατιώτες και διδάχθηκε από αυτούς τα της Χριστιανικής πίστεως. Όταν δεν απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού, εγκατέλειψε τον κόσμο και αφού μετέβη στην Ανω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε και εκάρη μοναχός.
Επιθυμώντας μεγαλύτερη ησυχία, για να αφοσιωθεί στην ερημική ζωή και την άσκηση, κατέφυγε στην έρημο και ετέθη υπό την πνευματική καθοδήγηση του περίφημου ησυχαστού Παλάμονος (τιμάται 12 Αυγούστου), του οποίου έγινε τέλειος μιμητής.
Μετά την κοίμηση του πνευματικού του πατέρα, περί το 320 μ.Χ., κατέφυγε σε έρημο νησίδα του Νείλου, τη νήσο Ταβέννη της Ανω Θηβαΐδας, όπου βοηθούμενος και από τον ασπασθέντα το μοναχικό σχήμα αδελφό του Ιωάννη, ίδρυσε μικρή μονή.
Η φήμη της αγιότητας και της συνέσεώς του είλκυσε πολλούς μοναχούς, εξ αιτίας δε τούτου ολοένα και μεγάλωνε τη μονή του, ώστε σε διάστημα λίγων ετών αυτή να αριθμεί περισσότερους από 14.000 μοναχούς. Έτσι ο Όσιος Παχώμιος έγινε ένας από τους μεγάλους οικιστές και ασκητές της ερήμου.
Ο Όσιος Παχώμιος θεωρείται θεμελιωτής της κοινοβιακής οργανώσεως των ασκητών. Όπως φαίνεται από την Λαυσαϊκή Ιστορία, βιβλίο που έγραψε ο Παλλάδιος περί το 420 μ.Χ., οι μοναχοί του Παχωμίου, που ονομάζονταν Ταβεννησιώτες, ζούσαν ανά τρεις σε μικρά οικήματα. Ο Όσιος Παχώμιος επέβαλε στους μοναχούς κοινή προσευχή κάθε πρωί και βράδυ (συνολικά βέβαια οι μοναχοί προσεύχονταν, σύμφωνα με τον Κανόνα, δώδεκα φορές την ημέρα και δώδεκα τη νύχτα), κοινή εργασία, κοινά έσοδα, κοινές δαπάνες, κοινά γεύματα και ομοιόμορφη ενδυμασία. Τα γεύματά τους αποτελούνταν από φυτικές τροφές και τυρί. Κατ’ αυτά οι μοναχοί δεν μιλούσαν μεταξύ τους, και γι αυτό συνεννοούνταν με νεύματα. Κάλυπταν δε τα πρόσωπά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να βλέπουν μόνο την τράπεζα. Η ομοιόμορφη στολή τους αποτελείτο από τα εξής ενδύματα: λινό χιτώνα (« λεβιτωνάριο »), που έφθανε λίγο κάτω από τα γόνατα και ζωνόταν με ζώνη, λευκό μάλλινο ένδυμα αιγός ή προβάτου («μηλωτή»), επίσης ζωσμένο, που έφθανε έως τα γόνατα και είχε την μαλλοφόρο όψη προς τα έξω, κωνοειδές κουκούλιο, που στο πίσω μέρος έφθανε μέχρι τους ώμους και μικρό λινό ωμοφόριο (« μαφόριον » ή « μαφόριτιον ») που κάλυπτε συνήθως τον αυχένα και τους ώμους. Υποδήματα σπανίως χρησιμοποιούσαν.
Οι Ταβεννησιώτες μοναχοί εκοιμούντο καθήμενοι και κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο και Κυριακή. Διαιρούνταν σε είκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα από τα οποία χαρακτηριζόταν με ένα γράμμα της αλφαβήτου, ανάλογα με την κατάσταση και τον τρόπο συμπεριφοράς εκείνων που το αποτελούσαν.
Πνεύμα οργανωτικό και απαράμιλλος στην καθοδήγηση και την διακυβέρνηση προσώπων και πραγμάτων, κατόρθωσε να διατηρήσει μεταξύ του πλήθους της περί αυτόν αδελφότητας πειθαρχία και αγάπη, φροντίζοντας ως φιλόστοργος πατέρας για τις πνευματικές και υλικές τους ανάγκες, δια δε των σοφών συμβουλών του και του παραδείγματός του να τους ενθαρρύνει στον αγώνα προς την αγιότητα. Λόγω της θεοσέβειας και της θεοφιλούς του δράσεως ο Όσιος Παχώμιος επροικίσθηκε από τον Θεό δια της χάριτος της θαυματουργίας και επιτέλεσε πλείστα όσα θαύματα.
Το 348 μ.Χ. περιποιούμενος ο ίδιος τους μοναχούς που ασθένησαν από πανώλη, αρρώστησε και ο ίδιος και μετά από λίγο απέθανε. Τον Όσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στην ηγουμενία ο Όσιος Θεόδωρος ο Ηγιασμένος (τιμάται 16 Μαΐου).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Παχώμιε Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις
Τὴν τῶν Ἀγγέλων ἐν στόματι πολιτείαν, ἐπιδεξάμενος Παχώμιε θεοφόρε, τούτων καὶ τῆς εὐκλείας ἠξίωσαι, τῷ τοῦ Δεσπότου θρόνῳ, σὺν αὐτοῖς παριστάμενος, καὶ πᾶσι πρεσβεύων θείαν ἄφεσιν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωστὴρ φαεινός, ἐδείχθης ἐν τοὶς πέρασι τὴν ἔρημον δέ, ἐπόλισας τοὶς πλήθεσι, σεαυτὸν ἐσταύρωσας, τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, καὶ ἀσκήσει τὸ σῶμα, κατέτηξας, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις εὐσεβείας ὑπογραμμός, καὶ τῶν μοναζόντων, Ἀγελάρχης θεοειδής. Χαίροις τῆς Αἰγύπτου, κανὼν καὶ τύπος μέγας, Παχώμιε θεόφρον, Πατέρων καύχημα.
ΑΓΙΟΣ ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ
Ο Άγιος Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στην Καππαδοκία και έλαβε μεγάλη χριστιανική και «θύραθεν»(=εξωχριστιανική) μόρφωση.
Μετά το θάνατο των ευσεβών γονέων του, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Εκεί έζησε κοντά στον Πανάγιο Τάφο.
Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια και ασκήθηκε στη νηστεία, στην προσευχή, την αγρυπνία και στις άλλες χριστιανικές αρετές.
Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος της.
Η φήμη του προέτρεξε και έφτασε στη Νίκαια της Βιθυνίας, πριν ακόμη πάει εκει ο Αγιος, για να λάβει μέρος στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325). Γι’ αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι Πατέρες τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Τέλεσε μάλιστα στη Σύνοδο και θαύμα. Έκανε να αναβλύσει λάδι από μια πέτρα. Όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο που βρίσκεται στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων ο Αγιος «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί». Με πολλή χαρά τότε ο αυτοκράτορας ζήτησε την ευλογία του Αγίου και τον προέπεμψε στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πιθανόν από την εποχή αυτή να ήταν και το Ευαγγέλιο της Κομνηνείου Μονής, που σωζόταν ως το 1853. Ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα σε περγαμηνή και είχε σημειώσεις του Αρχιεπισκόπου Λαρίσης Αχιλλίου Α’.
Το 355 μ.Χ., ύστερα από 35 χρόνια αρχιερατείας του Αγίου στη Λάρισα, ο Θεός του φανέρωσε πως ήρθε η ώρα της εξόδου του από το μάταιο αυτό κόσμο. Κάλεσε τότε όλο τον κλήρο και το λαό, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε παραινέσεις και συμβουλές.
Τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Τοποθέτησαν δε το ιερό του λείψανο στη λάρνακα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.
Το χαριτόβρυτο λείψανο του ανέβλυζε μύρο κι έκανε πολλά θαύματα. Αλλά δεν έμεινε για πάντα στη Λάρισα. Το σύλησε το 985/6 ο αποστάτης από τους Βυζαντινούς τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ και το μετέφερε στα ανάκτορά του, στο μικρό νησάκι των Πρεσπών, που σήμερα φέρει το όνομα του Αγίου Αχιλλίου. Εκεί ανήγειρε προς τιμήν του Αγίου μεγαλοπρεπή ναό ρυθμού Βασιλικής, του οποίου σώζονται τα ερείπια. Ήθελε με την ενέργεια του αυτή ο Σαμουήλ να στερεώσει την κυριαρχία του. Γιατί η κατοχή ιερών λειψάνων ονομαστών Αγίων ήταν ιδιαίτερη τιμή και ευλογία και αποτελούσε πόλο έλξης των χριστιανικών πληθυσμών. Σκόπευε μάλιστα ο Σαμουήλ να μεταφέρει εκεί την Αρχιεπισκοπή Οχρίδος και να την αναδείξει σε Πατριαρχείο. Είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, που, αν πετύχαιναν, θα άλλαζαν τον ρουν της ιστορίας, στην περιοχή.
Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι του 11ου αιώνα Ιωάννης Σκυλίτσης και Γεώργιος Κεδρηνός εξιστορούν τα σχετικά με την αρπαγή από το Σαμουήλ του ιερού λειψάνου του Αχίου Αχιλλίου. Ο δεύτερος αναφέρει συγκεκριμμένως: «Μετήγαγε δε (ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου καν τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος συν Ρηγίνω Σκοπέλων και Διοδώρω Τρίκκης, και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος».
Αλλά και μετά την αρπαγή του ιερού λειψάνου του Αγίου Αχίλλειου από το Σαμουήλ, ο χριστιανικός λαός της Λαρίσης δεν έπαψε να τιμά τον Πολιούχο του. Τον προστάτη του Αγιο. Και να διαλαλεί τις αριστείες του, τις υψηλές πνευματικές του επιδόσεις, όπως λέει το σχετικό επίγραμμα: «Λαλεί Λάρισα σας αριστείας ξένας, μνήμην έχουσα και θανόντος σου, Πάτερ».
Και είχε ως τόπο αγιάσματος και κέντρο της λατρείας του, ως σημείο αναφοράς του, τον τάφο του Αγίου και τον περικαλλή ναό του. Τον ναό, τον τόσο αγαπητό σε όλους, στον οποίο συναθροίζονταν συνήθως οι επίσκοποι, προκειμένου να εκλέξουν ιεράρχες για τις κενούμενες επισκοπές Θεσσαλίας, όπως αναφέρει ο Κώδικας 1472.
Ο Μητροπολιτικός αυτός ναός ήταν το ιδιαίτερο σέβασμα των Λαρισαίων. Το ιερό τους καθίδρυμα. Το κέντρο της θρησκευτικής τους ζωής, που επηρέαζε και την κοινωνική τους. Σ’ αυτόν συνέρχονταν για να λατρεύσουν το Σωτήρα Χριστό και να ζητήσουν τις πρεσβείες του Αγίου σε κάθε δυσκολία και ανάγκη τους. Στις πλημμύρες, στους πολέμους, στους συχνούς σεισμούς που τους ανάγκαζαν να μην υψώνουν μεγάλα οικοδομήματα, στις επιδημίες. Ήταν ιδιαίτερα απειλητική η πανούκλα του 1813 και του 1848, που είχε αναρίθμητα θύματα.
Ακολούθησε δε Ο ναός αυτός την πορεία της πόλης στην ιστορία. Γνώρισε δηλαδή λαμπρές μέρες δόξας και μεγαλείου, αλλά και λεηλασίες και καταστροφές. Και αποτελεί και σήμερα ο ναός αυτός με την τοξότη γέφυρα του «αργυροδίνη» Πηνειού ποταμού από κάτω του το χαρακτηριστικό έμβλημα της πόλης των Λαρισαίων με τη μακριά ιστορία των τεσσάρων χιλιετηρίδων.
Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν επιχειρούσαμε λεπτομερή εξιστόρηση των περιπετειών του ναού τού Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό περιορίζομαι στα εξής: Την εποχή της Φραγκοκρατίας και συγκεκριμένως το 1204, επί Αλεξίου Γ’, εξαιτίας της συγκρούσεως των Φράγκων μεταξύ τους, η Λάρισα ερημώθηκε και μεταβλήθηκε σε ακατοίκητο χωριό, ο δε ναός του Αγίου Αχίλλειου μετατράπηκε σε ορμητήριο ληστών!
Την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (τουρκοκρατίας) και συγκεκριμένως στις 12 Ιουνίου 1769 ο φανατισμένος τουρκικός όχλος έκαψε και γκρέμισε το Μητροπολιτικό ναό και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν επί 25 ολόκληρα χρόνια, ως το 1794, στα γύρω χωριά! Μάλιστα οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να μην ξανακτιστεί ο ναός. Αλλά ύστερα από ενέργειες του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχου προς την Πύλη και με εισφορές μεγάλες των Λαρισαίων (40 πουγγιά, δηλ. 18 χιλιάδες γρόσια) εκδόθηκε, στις 26 Φεβρουαρίου 1794, φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ, που έδινε την άδεια ν’ ανοικοδομηθεί ο ναός. Είναι ενδεικτική του θέματος η ενθύμηση (=σημείωμα), που υπάρχει στην περιήγηση η τοπογραφία της Θετταλίας και Θετταλομαγνησίας του Νικολάου Μάγνητος και έχει ληφθεί από τα χειρόγραφα του Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Γυναϊτιδος Βαλβαμά: «1794 Φεβρουαρίου 4 ευγήκε φερμάνι διά την εκκλησίαν της Λαρίσης του Αγίου Αχιλλίου μέσα εις την ΚΠολιν. Και ήλθεν ο Τάταρης μέσα εις την Λάρισαν Φεβρουαρίου 26 ημέρα Δευτέρα και εδιαβάσθη την Πέμπτην εις τας 2 του Μαρτίου». Έτσι ξανακτίστηκε ο ναός. Και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Σε 36 ημέρες! Θεμελιώθηκε στις 5 Μαρτίου 1794 και τελείωσε στις 6 Απριλίου (ώρα 9.00 το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής). Και το επόμενο βράδυ, του Μεγ. Σαββάτου τελέστηκε εντός του ναού η Λειτουργία της Αναστάσεως προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Διονυσίου Καλλιάρχου. Αξίζει να σημειωθεί, πως για να τελειώσει τόσο γρήγορα ο ναός, εργάστηκαν περισσότεροι από διακόσιοι τεχνίτες βοηθούμενοι αφιλοκοκερδώς από όλους τους Λαρισαίους χριστιανούς. Είχε δε ο ναός και παρεκκλήσιο του Αγίου Βησσαρίωνος.
Στις 12 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι μετέτρεψαν το ναό σε οπλοστάσιο και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας μέχρις ότου τους Αποδόθηκε και πάλι ο ναός επί Μητροπολίτου Μελετίου Ε ! Τότε μάλιστα ορίστηκε ημέρα εβδομαδιαίας αγοράς η Δευτέρα, αντί της Κυριακής. Έτσι ανανεώθηκε και ισχυροποιήθηκε η από του 1730 απόφαση των Λαρισαίων εμπόρων που όριζε η απόφαση «να φυλάττουν όλας τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς». Καθιέρωνε δηλαδή την αργία της Κυριακής. Στους μη συμμορφούμενους δε με το συμφωνητικό αυτό, επιβαλλόταν η ποινή να καταβάλλουν στο Ταμείο του ναού του Αγ. Αχιλλίου 50 ασλάνια. Έτσι έγινε πράξη ο λόγος του Απόστολου του σκλαβωμένου Γένους μας Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για τον οποίο μάλιστα λόγο μαρτύρησε: Να μη γίνονται παζάρια την Κυριακή.
Τον Απρίλιο του 1827 οι Τούρκοι μετέβαλαν πάλι το ναό σε οπλοστάσιο. Αλλά γρήγορα οι χριστιανοί κατόρθωσαν να τους αποδοθεί για τη λατρεία τους, δίνοντας μεγάλες χρηματικές εισφορές στο δικαστή, στους πασάδες και στους μπέηδες.
Όλα αυτά μαρτυρούν την ευσέβεια των Λαρισαίων, οι οποίοι ευλαβούνταν και τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Πολιούχο τους Αγιο Αχίλλιο και φρόντιζαν πολύ το ναό του. Και στα χρόνια που υπήρχε ο τάφος με το ιερό λείψανο του Αγίου μέσα του, αλλά και στα κατοπινά. Και διόριζαν ως επιτρόπους του εκπροσώπους των σύντεχνων (γουναράδων, μπακάληδων, ψωμάδων, ραπτάδων και άλλων), όπως συνέβη επί των ημερών του Μητροπολίτου Λαρίσης Μελετίου Ε’.
Το 1965 ανεσκάφη ο δασώδης χώρος πάνω από το ναό από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Μουτσόπουλο. Στο διακονικό (τμήμα Ιερού Βήματος), σε συνηθισμένο για ιερά λείψανα χώρο, βρέθηκε τάφος ο οποίος, όπως και ο ναός, κατασκευάσθηκε από Έλληνες τεχνίτες, ίσως τους Λαρισαίους αιχμαλώτους. Το απόγευμα της 14 Μαΐου του 1981, με ελικόπτερο του Στρατού επανακομίσθηκαν τα λείψανα του Αγίου στη λαρισαϊκή γη. Τα υποδέχθηκαν στο χώρο του σταδίου ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Σεραφείμ, πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, όλο το ιερατείο της Μητροπόλεως, πλήθος Λαρισαίων και Θεσσαλών προσκυνητών και οι τοπικές αρχές.
Από τότε τα λείψανα του θαυματουργού Αγίου Αχιλλείου βρίσκονται στον ομώνυμο Μητροπολιτικό Ναό της Λάρισας και η μνήμη του γιορτάζεται με τη μεγαλύτερη επισημότητα κάθε χρόνο στις 15 Μαΐου.
papaioannou-giannis.net
AΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΙΟΥ
ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ