Βίος των Αγίων Θύρσου , Λευκίου, Καλλίνικου , Αρριανού και Απολλωνίου
Στον καιρό των διωγμών
Οι Άγιοι Μάρτυρες Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου. Ο Δέκιος βασίλευσε κατά τα έτη 249-251 μ.Χ. Ήταν δε φοβερός χριστιανομάχος.
Και οι τρεις κατήγοντο από την χώρα των Βιθυνών και από γένος λαμπρό και ξακουστό. Κατά τον καιρό αυτό ήσαν σε όλες τις πόλεις ανήμεροι και αντίχριστοι άρχοντες, που
τιμωρούσαν τους πιστούς αλύπητα. Στην Καισάρεια της Βιθυνίας, που ήταν κοντά στην Προύσα, στην οποία και κατοικούσαν οι Άγιοι, ήλθε ένας άρχοντας, ονομαζόμενος
Κουμβρίκιος. Αυτός αγωνιζόταν να ρίψει και άλλους στην ειδωλολατρία, είτε με κολακείες, είτε με απειλές.
Ο Λεύκιος παρουσιάζεται και δέρεται
Εκείνη την εποχή ήταν εκεί ο μάρτυς Λεύκιος, ένας από τους πρώτους της πόλεως. Έβλεπε τις κακώσεις και τα βάσανα των Χριστιανών και θλιβόταν. Ήταν πολύ ευσεβής.
Η καρδιά του φλεγόταν από θείο ζήλο και αποφάσισε, χάριν της πίστεως του να παρουσιαστεί στον άρχοντα. Δεν μπορούσε να βλέπει να υβρίζεται ο αληθινός Θεός.
Πήγε λοιπόν μια μέρα και παρουσιάστηκε στον Κομβρίκιο του είπε:
– Γιατί χάνεις την ψυχή σου, ταλαίπωρε, προσκυνώντας κωφά και αναίσθητα είδωλα; Δεν σου αρκεί να πηγαίνεις εσύ στην απώλεια, αλλά βιάζεις και άλλους να γίνονται και
εκείνοι αναίσθητοι και σκληροί. Γιατί δεν θέλεις να έλθεις στο φως της αλήθειας και να αφήσεις το σκοτάδι της πλάνης και της ματαιότητας;
Όταν άκουσε αυτά ο άρχοντας, χωρίς να το περιμένει, θύμωσε πολύ και διατάζει να τον τεντώσουν κάτω και να τον δείρουν στην πλάτη αλύπητα. Ο μάρτυς δεχόταν τις πληγές
γλυκύτατα ευλογώντας και ευχαριστώντας τον Θεό. Ο τύραννος βλέποντας, ότι δεν λογάριαζε καθόλου τους ραβδισμούς, διέταξε να τον δείρουν περισσότερο. Τόσον τον έδειραν
ώστε το σώμα του έγινε απαλό. Τα κόκκαλα έσπασαν, οι δήμιοι κουράστηκαν. Και όμως ο Άγιος υπέμεινε.
Ο Λεύκιος αποκεφαλίζεται
Ο άρχοντας σκέφθηκε, ότι ο Λεύκιος ήλθε μόνος στα βασανιστήρια και με την υπομονή και την καρτερία, που τα υπομένει δεν ήταν δυνατόν να του αλλάξει την γνώμη.
Προσποιήθηκε, λοιπόν, ότι του κάνει χάρι και του λέγει:
– Επειδή ποθείς τον θάνατο, Λεύκιε, εγώ θα του τον χαρίσω, όπως και άλλους πολλούς ομοίους σου χριστιανούς θανάτωσα.
Διέταξε, λοιπόν, να τον αποκεφαλίσουν έξω από την πόλη.
Πήγαινε ο Λεύκιος στον τόπο της εκτελέσεως χαίρων και αγαλλόμενος, με πρόσωπο χαρούμενο και γελαστό, σαν να επρόκειτο να στεφανωθεί.
Εκεί αποκεφαλίσθηκε και δέχτηκε το στεφάνι του μισθαποδότου Χριστού εις τους ουρανούς και τώρα συνευφραίνεται με τους Αγίους Αγγέλους αιώνια.
Ο Θύρσος ομολογεί και βασανίζεται
Η φήμη του Αγίου Λευκίου έφτασε παντού. Και οι μεν άλλοι Χριστιανοί, ένεκα της σκληρότητος του Κουμβρικίου, κρυβότανε, ο Θύρσος όμως από τον ένθεο ζήλο κινούμενος,
επήγε στον ηγεμόνα και ομολόγησε την Πίστη του στον Αληθινό Θεό. Ο άρχοντας στην αρχή με ήρεμο τρόπο του επιδείκνυε να συνετιστεί αλλά ο Άγιος τους ομολογούσε τον
Αληθινό Θεό που έφτιαξε τον ουρανό και την γη και όλη την υφήλιο. Τότε ο τύραννος διέταξε μερικούς δυνατούς νέους και έδειραν τον άγιο. Όταν κουράστηκαν εκείνοι ανέλαβαν
άλλοι. Τον έδειραν μέχρις αναισθησίας.
Έπειτα τον δέσανε από τα χέρια και από τα πόδια με λουριά και τον σύρανε. Τον σέρνανε τόσο δυνατά, ώστε ξεχώρισαν οι κλειδώσεις και τα μέλη του σώματος. Υπέμεινε όμως
ο Άγιος, με πρόσωπο γελαστό και ευχαριστημένο. Τέτοια ήταν η οδύνη και οι πόνοι, που δεν περιγράφονται! Ο τύραννος τόσο φθόνησε την χαρά και το ανθηρό πρόσωπο του
Αγίου, που διέταξε ο κακούργος να λύσουν τα δεσμά και να τρυπήσουν το σώμα του και το πρόσωπο και τα βλέφαρα του Αγίου με βελόνες. Ο τύραννος έβραζε από το θυμό
του και δεν ήξερε π να κάμει, για να μη τον πολεμά ο Άγιος με την γλώσσα. Προστάζει λοιπόν, να δέρνουν τα σιαγώνα του Αγίου με χάλκινους στροβίλους έως ότου σπάσουν
τα δόντια του. Αλλά και αυτή την τιμωρία την υπέμεινε ο μακάριος Θύρσος και είχε πάλι την ίδια φαιδρότητα και χαρά. Δεν έπαυε δε συγχρόνως να υμνεί, να δοξάζει και να
ευχάριστη τον Κύριο. Οργισμένος ο τύραννος πρόσταζε τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα αλλιώς θα του έκανε μεγαλύτερα βασανιστήρια. Και εδώ ο Μάρτυς του είπε:
– Εγώ, για τα μεγάλα αυτά καλά, που πρόκειται να μου δώσεις σε ευχαριστώ. Διότι μ’ αυτά τα μικρά βασανιστήρια μου ωφελείς πολύ την ψυχή. Σε παρακαλώ, λοιπόν,
μη αμελήσεις να μου δώσεις την απόλαυση αυτήν.
Τότε ο απάνθρωπος Άρχοντας διέταξε να διαλύσουν στη φωτιά μολύβι και να ξαπλώσουν κατόπιν τον Άγιο σε κρεβάτι γυμνό και μπρούμυτα. Άρχισαν τότε να ρίχνουν στην ράχη
του αγίου το μολύβι. Αλλά ω! των θαυμασίων σου Δέσποτα! Ο μόλυβδος δεν άγγιζε καθόλου τις σάρκες του Αγίου, αλλά πήδησε εις τα πρόσωπα των άσεβών και πολλούς
θανάτωσε: Ο Άγιος, χωρίς να πάθη τίποτε, σηκώθηκε από τον κρεβάτι. Όλοι θαύμασαν. Έμειναν κατάπληκτοι από το θαύμα!
Όλα αυτά τα έβλεπε και ο τύραννος, αλλά σαν τυφλός και ανόητος οργιζόταν ακόμη περισσότερο κατά του Αγίου. Τον έλεγε μάγο και γόητα. Τον βασάνιζε ακόμη με άλλα
βασανιστήρια, αλλά ο Άγιος έδειχνε την ιδίαν ανδρεία, όπως πρώτα. Και με αυτό τάρασσε μεν τις ψυχές των βασανιστών, αλλά στερέωσε τους ευσεβείς και πολλοί άπιστοι
πιστέψανε στο Χριστό.
Πως με θαύμα βαπτίστηκε
Μετά τα βασανιστήρια έβαλαν τον Άγιο στην φυλακη. Εκεί ο άγιος προσευχήθηκε στον Δεσπότη Χριστό να τον αξιώσει του Αγίου Βαπτίσματος. Δεν είχε ακόμη βαπτιστεί.
Τα μεσάνυχτα ήλθε ο Δεσπότης Χριστός στη φυλακή, για να επισκεφτεί τον δούλο του. Οι πόρτες άνοιξαν μόνες τους. Οι αλυσίδες λύθηκαν από τα χέρια του και τα πόδια του
Αγίου. Φως αστραφτερό έλαμψε στο δεσμωτήριο. Ο Άγιος οδηγήθηκε έξω. Με θείον δε φως επήγε στο σπίτι του Επισκόπου, που ήταν κρυμμένος από τον φόβο των διωκτών
του. Εκεί ο Άγιος ζήτησε από τον Επίσκοπο να τον βαπτίσει. Αφού βαπτίστηκε ευλόγησαν ο ένας τον άλλο και άγιος γύρισε πίσω στην φυλακή αγρυπνώντας και προσευχόμενος.
Ο Επιθεωρητής των Χριστιανομάχων και νέα βασανιστήρια
Εκείνες τις ημέρες ήλθε στην Καισάρεια ο κόμης Σιλβανός. Που ήταν επιθεωρητής. Είχε μάθει για τον Θύρσο και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Ο Σιλβανός μόλις είδε τον
Άγιο τον απείλησε ότι εάν δεν προσκυνήσει τα είδωλα οι τιμωρίες του από αυτόν θα είναι πολύ σκληρότερες. Κατόπιν πήγαν τον άγιο στον ναό των ειδώλων για να τον βάλουν
να προσκυνήσει. Εκεί ο Άγιος σήκωσε τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό και ζήτησε τη δύναμη του αληθινού Θεού. Τότε έγινε μια φοβερή βροντή και ευθ’υς έπεσε το άγαλμα
του θεού Απόλλωνα και έγινε συντρίμμια. Ο Σιλβανός σαν τυφλός που ήταν κατηγορούσε τον άγιο και τον έλεγε μάγο. Αμέσως έδωσε διαταγή να τον βάλουν σε ένα μηχανημα
με σιδερένια νύχια και να ξεσκίζονται οι σάρκες του. Ο Άγιος υπέμεινε το μαρτύριο του. Κατόπιν έδωσε εντολή να τον ρίξουν μέσα σε καζάνι με καυτό νερό με το κεφάλι προς τα
κάτω. Αλλά και τότε εις μάτην κοπίαζαν οι θεομάχοι, διότι αμέσως έσπασε το καζάνι και χύθηκε το νερό.
«Σεις, τύραννοι, θα κακοπεθάνετε μεθαύριο»
Εν συνεχείς τον ξανάβαλαν στην φυλακή. Εκεί ο Μάρτυς Θύρσος ξανάρχισε πάλι την προσευχή του. Την εποχή όμως εκείνην χρειάσθηκε να πάνε οι άρχοντες στην Απάμεια,
που ήταν πόλις στα παράλια της Προποντίδος, για κάποια δημόσια υπηρεσία. Διέταξαν λοιπόν, να δέσουν τον Άγιο από τα χέρια, να λύσουν τα πόδια του και να τον σύρουν
οπίσω τους. Όταν έφθασαν κοντά στην Απάμεια, ο Σιλβανός νόμισε, ότι έπειτα από την καταφρόνηση να τον σέρνουν πίσω των σαν ζώο και από την κακοπάθεια αυτή, ο
Θύρσος θα είχε επί τέλους μετανοήσει και τώρα θα τον υπακούσει. Γι αυτο του λέγει:
— Θύρσε, η θυσίασε στους θεούς, η αυτήν την ώρα θα κακοθανατωθείς. Ήταν μάλιστα κοντά στον κόμητα Σιλβανό και ο Κουμβρίκιος. Τότε τους λέγει ο Άγιος προφητικά:
— Σεις, δυστυχώς, θα κακοπεθάνετε και οι δύο μεθαύριον.
— Θύμωσαν φανερά τότε στο άκουσμα αυτό και οι δύο και άρχισαν να δέρνουν τον Άγιο, σέρνοντας αυτόν ως την Απάμεια.
Πρώτου όμως μπουν μέσα στην πόλη, εξεπληρώθει η προφητεία του μάρτυρος. Και ο μεν Σιλβανός έγινε παράλυτος, ο δε Κουμβρίκιος έπαθε υψηλό πυρετό και σε τέσσερες
μέρες κακοί κακώς απέθαναν.
Σώζεται από τον καταποντισμό στη θάλασσα
Μετά τα γεγονότα αυτά οι υπηρέτες έβαλαν πάλιν τον Θύρσο στην φυλακή. Εκεί έμεινε είκοσι τρεις μέρες, έως ότου ήλθε άλλος ηγεμόνας, ονόματι Βαύδος. Ο Βαύδος αφού
πρώτα τον εξέτασε, διέταξε και τον έβαλαν σε ένα σάκο, τον οποίον έδεσαν καλά και τον έριξαν ση θάλασσα τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Αλλά ω του θαύματος! Ο σάκος σχίσθηκε
και Ουράνιοι Άγγελοι έφεραν τον Άγιο στη γη, ψέλνοντας επινίκιο άσμα. Οι στρατιώτες βλέποντας αυτά τα θαύματα, τα ανέφεραν στον Άρχοντα. Ο τυφλός άρχοντας νόμισε ότι
αυτό το θαύμα ήταν μαγείες και καθώς γυρνούσαν στην Καισάρεια διέταξε να τον δέρνουν σε όλο τον δρόμο. Όταν έφτασαν στην Καισάρεια έβαλαν τον Άγιο στην φυλακή.
Περιπαίζει τον Τύραννο
Ύστερα από τριάντα ημέρες ο ηγεμόνας είχε πανηγύρι για τον θεό Δία. Συγκεντρώθηκε, ως συνήθως, όλη η χώρα. Εκεί έφεραν και τον Άγιο να τον δώσουν τροφή στα θηρία.
Ο Άρχων έκαμε ακόμη μία προσπάθεια να παρασύρει τον Άγιο και του είπε να προσφέρει θυσία στον θεό Δία. Ο Άγιος του είπε:
— Εάν ήμουν βέβαιος, ότι δεν θα αγανακτήσει ο Απόλλων, που του κατέστρεψα το άγαλμα, όταν θα δη ότι προσκυνώ τον Δία και δεν θα θυμώσει εναντίον μου, θα θυσίαζα
ευχαρίστως μαζί με όλους σας.
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, χάρηκε και πηγαίνοντας και οι δύο στο ναό. Εκεί ο Άγιος έκαμε προσευχή στον αληθινό Θεό και αμέσως έγινε σεισμός μεγάλος και το άγαλμα
του Δία έπεσε και έσπασε. Οι Ειδωλολάτρες κατατρομαγμένοι άφησαν τη θυσία και έφυγαν, τρέχοντας όσο μπορούσαν. Έμεινε μόνος ο Θύρσος, περιγελώντας την αδυναμία
των ειδώλων. Ο Ηγεμόνας έτριζε τα δόντια του και διέταξε τότε αμέσως να τον ρίξουν στα θηρία Ο Θεός δεν άφησε αβοήθητο τον Άγιο. Έκαμε τα θηρία ήμερα σαν αρνιά και
στέκονταν κοντά στον Άγιο, κουνώντας τις ουρές τους και χαϊδεύοντας με την γλώσσα τους τον Άγιο. Ο Μάρτυς εν τω μεταξύ προσευχόταν και έλεγε:
-Ευχαριστώ Σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι δόξασες τον Άγιο όνομά Σου σε μένα και έφραξες τα στόματα των λεόντων, όπως άλλοτε και στον δούλο Σου Δανιήλ θαυματούργησες.
Πρόσταξε, Κύριε, τα θηρία αυτά να υπάγουν στις κατοικίες τους, χωρίς να βλάψουν κανένα απ’ αυτούς, που βρίσκονται στο θέατρο. Αμέσως τα θηρία έφυγαν. Οι άνθρωποι όμως,
που έβλεπαν αυτά τα θαυμάσια, επίστεψαν εις στον Χριστό.
Ο άρχοντας σε λίγες μέρες θα πήγαινε στην Απολλωνία, μια πόλη κοντά στην Καισάρεια. Διέταξε τότε να σύρουν πάλι τον Θύρσο πίσω του. Όταν έφθασε στην πόλη, επειδή
ήθελε να κάμει όλους τους κατοίκους να προσκυνήσουν στους θεούς, θέλησε για να τους φοβίσει. Διέταξε, μερικούς νέους ανδρείους να δείρουν τον άγιο με ραβδιά μπροστά
στα είδωλα. Ο Άγιος όμως καθόλου δεν φοβήθηκε την κάκωση αυτή και προσευχόταν. Ο Θεός τον άκουσε και αμέσως γίνεται μεγάλη βροντή και κτύπος στην πόλη.
Οι στρατιώτες, που έδειραν τον Άγιο, έμειναν ακίνητοι και τα χέρια τους ξεράθηκαν. Ο δε άδικος δικαστής δικάσθηκε από τον Θεό. Σουβλιζόταν αοράτως με καρφιά οξύτατα.
Πονούσε ο δυστυχής αφάνταστα. Αλλά και πάλι τυφλωμένος από μανία θεωρούσε μαγείες όλα αυτά.
Πιστεύει ο Ιερεύς των ειδώλων Καλλίνικος
Στην πόλη όμως ήταν ένας ιερεύς των ειδώλων, ευγενής και φρόνιμος άνθρωπος. Τον τιμούσαν σαν θεό οι Έλληνες. Ονομαζόταν Καλλίνικος. Ο Καλλίνικος ήταν έξυπνος
άνθρωπος. Βλέποντας όμως αυτά τα μυστήρια, που με την χάρι του Θεού γινόταν, δηλ. την παραλυσία των δημίων και την καταστροφή των ειδώλων, που λάτρευαν για θεούς,
πίστεψε στο Χριστό. Και έλεγε με την σκέψη του:
— Συ Θεέ Παντοδύναμε, τον οποίον κηρύττει ο Θύρσος, που κάμνεις τόσα θαύματα, δέξε και μένα τον νεοσύλλεκτο στρατιώτη Σου και δος μου δύναμιν κατά των εχθρών της
αληθείας.
Αφού προσευχήθηκε μυστικά ο Καλλίνικος, κατάφερε να πλησιάσει τον τύραννο και να τον περιγελάσει και αυτόν και τους θεούς. Κατόπιν ο νέος αθλητής δεν στάθηκε ν’ ακούσει
άλλον λόγο, αλλά έτρεξε αμέσως στο σπίτι του. Ξυρίζει τις τρίχες από την γενειάδα του, βγάζει τα ενδύματα του ιερέως των ειδώλων και φορεί καθαρά ρούχα. Έρχεται πάλι στον
Ηγεμόνα και ρίχνει τα ρούχα του ιερέως των ειδώλων στα πόδια του και του λέγει:
— Δέξε, Άρχοντά μου τις τρίχες και τα ενδύματα μου, που είναι μολυσμένα από τις θυσίες των διαμονών. Καθώς έβγαλα αυτά από επάνω μου, έτσι έβγαλα και την πλάνη μέσα
στην οποίαν βρισκόμουν και έγινα Χριστιανός για να ζήσω ζωή νέα και θεάρεστη.
Ο ηγεμών τον απείλησε ότι εάν δεν γυρίσει αμέσως στα πρώτα και να γίνει ευσεβέστατος στους θεούς θα τους θανατώσει.
Ο Καλλίνικος θαυματουργεί
— Επειδή είσαι εξασθενημένος, όπως είπες, ας πάμε και οι δύο στο Ναό να παρακαλέσουμε τον μέγα Ασκληπιό, να σου δώσει την υγεία σου, και να θεραπεύσει και εμένα,
εάν από τις μαγείες, καθώς λέγεις, την έπαθα.
Όταν άκουσε αυτά ο Ηγεμών, νόμισε ότι μετανόησε ο Καλλίνικος. Τον επήρε, λοιπόν, και επήγαν αμέσως στο ναό. Στάθηκε μπροστά στο βωμό ο Καλλίνικος και λέγει:
— Κύριε Ιησού Χριστέ, αληθινέ Θεέ, Εσύ που δεν με σιχάθηκες για τις ατελείωτες ανομίες, που έκαμα έως τώρα, αλλά δια μέσου του δούλου σου Θύρσου με προσκάλεσες,
αυτός και τώρα βοήθησέ με και δείξε και σε μένα την δύναμη Σου.
Όταν είπε αυτά, άκουσε φωνή άνωθεν, που του έδινε θάρρος στην ψυχή και τον παρακινούσε στο βραβείο της Ουρανίου ζωής. Με το θάρρος αυτό που πήρε, επικαλέσθηκε
το όνομα τού Ιησού Χριστού και διέταξε το είδωλο τού Ασκληπιού, που ήταν πελώριο, σαν γίγαντας και αμέσως έπεσε στα πόδια του Καλλινίκου.
Ο Καλλίνικος αποκεφαλίζεται
Βλέποντας αυτά άρχοντας, λυπήθηκε πολύ, που έχασε τον Καλλίνικο. Έβγαλε εναντίον και των δύο την τελευταία απόφαση. Διέταξε, τον μεν Καλλίνικο να τον αποκεφαλίσουν,
τον δε Θύρσο, να τον βάλουν σε ένα πολύ μικρό κιβώτιο που μόλις να χωρεί. Να τον κλείσουν εκεί καλά και να τον πριονίσουν σε μικρά τεμάχια. Οι στρατιώτες αμέσως πήραν
τους Αγίους και τους πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως. Τον Καλλίνικο μετά την προσευχή του, τον αποκεφάλισαν και έτσι έφυγε για τον ποθούμενο Χριστό εις την Βασιλεία των
Ουρανών.
Ο Θύρσος εν ειρήνη τελειούται
Τον Θύρσο τον έβαλαν σε ένα μικρό κιβώτιο, το έκλεισαν και βασανίζοντο δύο δήμιοι να τον πριονίσουν πολλή ώρα και δεν μπορούσαν καθόλου. Το πριόνι έχασε την κοπτική
του δύναμη και βάρυνε τόσον, ώστε χυνόταν ίδρωτας πολύς από πάνω τους, χωρίς να κάμουν τίποτε. Μάλιστα το κιβώτιο άνοιξε μόνο του και βγήκε ο Άγιος. Ήξερε, ότι ήλθε η
ώρα να αποθάνει, διότι είχε ακούσει φωνή, που τον καλούσε άνωθεν.
Προσευχήθηκε και έκαμε το σημείο του Σταυρού εις ολόκληρο το σώμα του και παρέδωσε την μακαρία του ψυχή εις χείρας Θεού εν ειρήνη και αταράχως. Αυτό το τέλος δώρισε
η άρρητος σοφία του Θεού για να μη φανεί, ότι νίκησε ο τύραννος και τον θανάτωσε.
Στίχος στον Θύρσον
Οὐ δένδρινόν σε, Θύρσε, θύρσον ὁ πρίων, πρὸ τῆς τελευτῆς εὗρεν, ὡς ῥᾷστα πρῖσαι.
Στίχος στον Λεύκιον
Ὁ πνεῦμα λευκὸς Λεύκιος, τμηθεὶς ξίφει, τὸ σῶμα βάπτει φοινικοῦν ἐξ αἱμάτων.
Στίχος στον Kαλλίνικον
Ὁ Καλλίνικος, ἐκκοπεὶς τὸν αὐχένα, Ὑπῆρξε Καλλίνικος ἐκ τῶν πραγμάτων.
Πρῖσιν ἀλύξας, Θύρσε, θάνες δεκάτῃ γε τετάρτῃ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Τὴν ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ, καὶ στύλους τῆς ευσεβείας, Θύρσον καὶ Φιλήμονα,
καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον, καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοὺς φωστῆρας ἅπαντες, τῆς Ἐκκλησίας, συνελθόντες σήμερον, ἐν ἐγκωμίοις ἱεροίς, ἀνευφημοῦντες ὑμνήσωμεν, ὡς Ἀθλοφόρους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον
Δῆμος ἁγιόλεκτος καὶ σεπτός, πρόκειται εἰς αἶνον, Ἀθλοφόρων θεοστεφῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, πνευματικῶς τιμῶντες, τὴν τούτων μυηθῶμεν, θείαν ἀνάβασιν.