Πώς βρέθηκε και υψώθηκε ο Τίμιος Σταυρός -Πότε υψώνεται αληθινά ο Τίμιος Σταυρός
Του κ. Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
Από την εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005
Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του Άννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός». Και για την μητέρα του Άννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα: «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του Άγιου Κυριακού Άννα, λαμπάσι φλεχθεΐσα και ξεσθεΐσα ετελειώθη». Και λίγα για τον βίον του:
«Ο Άγιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον Άγιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό Άγιος, όμως, αρνήθηκε απο¬φασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλια¬νού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδε¬καθέου». Ύστερα διέταξε να ρί¬ξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολο¬γούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβα¬λαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυ¬ρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανι¬σμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστια¬νή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λα¬μπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον Άγιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του».
Η ανεύρεση και ύψωση του Τι¬μίου Σταυ¬ρού, που είναι η ση¬μαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους Άγιους Τό¬πους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κων¬σταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξα¬φανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευ¬νες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιερο¬σόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την το¬ποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρ¬το», αυτό, που λέγεται και σήμε¬ρα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχί¬σουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέ¬ξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμέ¬νων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μονα¬δική και πανίερη. Κα¬θάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολο¬νότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποι¬ος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρι¬σκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμο¬θάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγμα¬τικός Τίμιος Σταυρός θα θερά¬πευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβα¬λαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και ση¬κώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιη¬σούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιου¬δαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέ¬χεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πα¬τριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι’ αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτά¬ζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορ¬τάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού δια¬σώζεται στον Άγιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνο¬λον της ανθρωπότητας, ανεξαρ¬τήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διό¬τι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και Άγιος Μάρ¬τυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:
— «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34).
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε:
— «Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7). Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν».
πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Άρον άρον,σταύρωσον Αυτόν…!
Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία εντρύφησης στο ίδιο το γεγονός της σταύρωσης του Κυρίου, αλλά και στην σημασία που έχει ο Σταυρός Του για τη ζωή μας.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης καταγράφει την στάση των Ιουδαίων έναντι του Χριστού, όταν ο Πιλάτος Τον παρουσιάζει ενώπιον τους ταπεινωμένο, πονεμένο και σιωπηλό: «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν.19, 15). Ο σταυρός για τους Ιουδαίους αποτελεί σημείο τιμωρίας και απαλλαγής από τον έλεγχο που ο Χριστός πραγματοποιούσε στους ίδιους και τη ζωή τους. Αποτελεί το όργανο του θανάτου, δια του οποίου εκείνοι Τον διέγραφαν από την πραγματικότητα της ζωής, αδιαφορώντας για τον πόνο, τον εξευτελισμό, την συντριβή της ανθρωπιάς. Ταυτόχρονα, ο Σταυρός ήταν η ανταμοιβή για όσες ευεργεσίες ο Χριστός προσέφερε στον κόσμο και σ’ εκείνους, αλλά και η έκφραση του μίσους τους για Εκείνον.
Η Εκκλησία μας όμως υψώνει τον Τίμιο Σταυρό για να δείξει έναντι του Χριστού τα ακριβώς αντίθετα. Δηλώνει ότι επιζητεί τον έλεγχο από το Χριστό μέσα από το Ευαγγέλιο και τη ζωή της πίστης. Φανερώνει ότι πιστεύει στην Ανάσταση, η οποία έρχεται μετά το Σταυρό και δεν περιορίζεται μόνο στο Θεάνθρωπο, αλλά δίδεται ως δωρεά στον καθέναν από εμάς που πιστεύει σ’ Αυτόν. Ζητά δια της Υψώσεως από όλους σεβασμό στον άνθρωπο, αξιοπρέπεια, αγάπη. Και παράλληλα, διδάσκεται από την συγχώρεση την οποία ο Χριστός παρείχε στους εκφραστές του μίσους προς Εκείνον και προτείνει την συγχώρεση ως στάση αιώνιας ζωής προς όλους όσους Τον αποδέχονται.
Στην εποχή μας οι άνθρωποι ζούνε τον σταυρό της δοκιμασίας εξαιτίας της κρίσης. Και είναι η κρίση έκφραση του τρόπου των Ιουδαίων, αλλά και όλων εκείνων που τους μιμούνται.
Οι Ιουδαίοι αισθάνονταν δυνατοί να επιβάλλουν το θάνατο. Οι ισχυροί του κόσμου αισθάνονται δυνατοί να επιβάλλουν τον θάνατο της αξιοπρέπειας, των αισθημάτων, της χαράς των ανθρώπων για περισσότερο κέρδος.
Οι Ιουδαίοι μίσησαν Εκείνον που τους ευεργέτησε σωματικά, αλλά και καταλάγιασε τις καρδιές τους δείχνοντας τι σημαίνει αγάπη, εμπιστοσύνη στο Θεό και καλώντας τους σε μία ζωή δικαιοσύνης, φωτισμού και αιωνιότητας. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου σκορπίζουν το φόβο στους ανθρώπους ότι δεν θα επιβιώσουν υλικά και δείχνουν ότι στην πράξη μισούνε το Θεό, γιατί γι’ αυτούς δεν υπάρχει αιωνιότητα, δικαιοσύνη και φωτισμός, αλλά μόνο συμφέρον, άνεση και αυτάρκεια στην παρούσα ζωή.
Οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν το Χριστό γιατί η διδασκαλία Του τους ξεβόλευε από την στείρα προσκόλληση στο γράμμα του νόμου, από τον εγκλωβισμό στο εγώ τους, από την παράδοση σε μία θρησκευτική πίστη που δεν ανοιγόταν στον συνάνθρωπο, αλλά τους έκανε να θεωρούν τους εαυτούς τους το κέντρο του κόσμου. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου πιστεύουν στη θρησκεία του χρήματος, αλλά και κόβουν και ράβουν το Θεό στα μέτρα τους, για να δικαιολογούν τη σκληρότητά τους, την δυνατότητα να επιβάλλονται, θεωρώντας τους εαυτούς τους ότι δικαιούνται να είναι το κέντρο του κόσμου.
Οι Ιουδαίοι δεν ένιωθαν ότι το μίσος και η κακία και τα άλλα πάθη που είχαν διέγραφαν την ανθρωπιά, αλλά και την σχέση με το Θεό που δίνει αιώνια ζωή. Οι ισχυροί του κόσμου δεν βλέπουν τα πάθη τους και την αντίθεση των έργων τους προς το Ευαγγέλιο, αλλά μένουν στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση του να καταδυναστεύουν τους ανθρώπους χάριν της ιδιοτελούς απόλαυσης, είτε σωματικής είτε ιδεολογικής, είτε πολιτισμικής.
Οι σύγχρονοι ισχυροί του κόσμου δεν είναι μόνο οι πολιτικοί κυβερνήτες του. Ούτε μόνο οι οικονομικοί πυλώνες που κρύβονται πίσω από την έννοια των αγορών. Είναι και όλοι εκείνοι που εμπορεύονται τον πολιτισμό, τις ιδέες, τα τεχνολογικά μέσα, τα καταναλωτικά αγαθά και σταυρώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς. Και το χειρότερο είναι ότι οι άνθρωποι και οι λαοί αισθανόμαστε ανήμποροι να κάνουμε κάτι άλλο. Παραδίδουμε έτσι τους εαυτούς μας στην εξουσία τους και αναφωνούμε είτε με το λόγο είτε με τη σιωπή μας το «σταύρωσον».
Γιατί στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που υποφέρει σταυρώνεται ο Χριστός. Και η Εκκλησία μας, χωρίς να αρνείται την προσωπική ευθύνη του καθενός για την αμαρτία και το κακό, δεν θα πάψει να επισημαίνει ότι η ελπίδα έγκειται στο να μοιάσουμε εκείνη την μικρή μερίδα που ακολούθησε το Χριστό στο Γολγοθά. Πόνεσε και συνέπαθε μαζί Του. Τον είδε συντετριμμένο και ηττημένο στο Σταυρό. Τον κήδεψε στον τάφο. Αλλά δεν έπαψε να Τον πιστεύει και να Τον αγαπά. Και Τον είδε τελικά Αναστημένο. Έλαβε από Αυτόν το Σταυρό ως ευλογία και αντιστροφή του «άρον άρον, σταύρωσον».
Ως την αρχή της πορείας για μιαν άλλη ζωή. Αναστημένη. Δοτική και αγαπητική. Ζωή ελευθερίας από τα δεσμά της ανάγκης και του θανάτου. Ζωή αντίστασης στο κοσμικό πνεύμα. Ζωή αγώνα εναντίον των παθών και αλληλεγγύης στον καθένα που σταυρώνεται. Και, ταυτόχρονα, ζωή που ξέρει πού είναι το κέντρο και ο στόχος. Και δεν εγκλωβίζεται ακόμη και στην έλλειψη των υλικών, ίνα Χριστόν κερδήση.
Ας μας δίνει ο Χριστός έτσι να βλέπουμε το Σταυρό Του. Και να υψώνεται στις καρδιές μας το ήθος της ανακαίνισης του κόσμου. Ακόμη κι αν περνά μέσα από τον θάνατο του εγώ, των παθών μας, του βολέματός μας, της συνταύτισής μας με το πλήθος που αναφωνεί το «σταύρωσον». Η συγχώρεση που δόθηκε στο Σταυρό είναι για όλους. Ας την ζήσουμε στο μυστήριο της Εκκλησίας.
πρωτοπρεσβύτερου π.Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πηγή: http://proskynitis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_13.html
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Βιογραφία
Για τον Άγιο Κορνήλιο αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων (Ι, 1-13). Ήταν θεοσεβούμενος Ρωμαίος Εκατόνταρχος. Άγγελος Κυρίου του υπέδειξε να συναντήσει τον Απόστολο Πέτρο. Ο Κορνήλιος μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και δίδαξε την διδασκαλία του Χριστού στην Φοινίκη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και την Έφεσο. Εξελέγη Επίσκοπος Σκήψης της Μυσίας. Ο ιεραποστολικός του ζήλος απέφερε πλούσιους καρπούς και πολλοί ήσαν οι ειδωλολάτρες που πίστεψαν στο Ευαγγέλιο. Κάποιοι κατήγγειλαν τον Κορνήλιο στον Έπαρχο Δημήτριο, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό ενώπιον πλήθους, προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Κορνήλιος όχι μόνο έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του αλλά κατάφερε με την ομολογία του να κάνει να πιστέψουν στη διδασκαλία του Ευαγγελίου η σύζυγος και ο υιός του Επάρχου. Είπε μάλιστα στο Δημήτριο ότι η οικογένειά του δεν θα πάθει κανένα κακό. Ο Έπαρχος κατάλαβε λίγο αργότερα το νόημα των λόγων αυτών, όταν έγινε μεγάλος σεισμός που ισοπέδωσε το ναό και η σύζυγος με τον υιό του βγήκαν ανέπαφοι από τα ερείπια.
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Δικαιοσύνης διαπρέπων τοῖς ἔργοις, τὸν φωτισμὸν τῆς εὐσεβείας ἐδέξω καὶ ἀποστόλων σύμπονος ἐδείχθης ἀληθῶς· τούτοις κοινωνήσας γάρ, δι’ ἐνθέων καμάτων τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν ἀνέκραξας πᾶσι· μεθ’ ὧν δυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς τοὺς σὲ τιμῶντας, παμμάκαρ Κορνήλιε.
Ζωῆς ἀπίστου Κορνήλιον ἐξάγεις,
Πιστῶν ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν Χριστέ μου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
Ο συγγράψας την αρχαιότερη απολογία διαπρεπής Αθηναίος φιλόσοφος και πανεύφημος μάρτυς Χριστού
Μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στη μακρόχρονη πορεία της ενδόξου εκκλησιαστικής ιστορίας της περιωνύμου και αγιοτόκου πόλεως των Αθηνών προβάλλει ως φωταυγής αστέρας ένας ένθεος και ευκλεής Αθηναίος φιλόσοφος, ένας διαπρύσιος κήρυκας του λόγου του Θεού, ένας θαρραλέος ομολογητής της χριστιανικής πίστεως, ένας εύψυχος και καρτερότατος μάρτυς Χριστού, ο οποίος ήθλησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στο « κλεινόν άστυ» των Αθηνών με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, όπου όμως μετά την άφιξη του θεηγόρου Αποστόλου των Εθνών Παύλου το 51 μ.Χ. πραγματοποιήθηκε η κοσμοϊστορική συνάντηση της ειδωλολατρίας με τη χριστιανική αλήθεια.
Ο λόγος για τον τιμώμενο από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 13 Σεπτεμβρίου Άγιο Αριστείδη, ο οποίος αναδείχθηκε μετά από τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό σε γενναίο κήρυκα της πίστεως και σε ένθερμο υπερασπιστή των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την περίφημη απολογία «Περί θεοσεβείας». Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η αρχαιότερη αυτή σωζόμενη απολογία τον κατέστησε ευρύτερα γνωστό στην Εκκλησιαστική Ιστορία και Πατρολογία, αλλά και τον ανέδειξε σε εγκαλλώπισμα και θησαύρισμα μέσα στην ευλογημένη χορεία των απολογητών της χριστιανικής πίστεως.
Ο Άγιος Αριστείδης γεννήθηκε στην ένδοξη και μέχρι πρότινος «κατείδωλον» πόλη των Αθηνών και έδρασε σε αυτή κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο υμνηθείς ως «ωράισμα» της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών Άγιος Αριστείδης υπήρξε διαπρεπής φιλόσοφος, αφού είχε σπουδάσει κλασική φιλοσοφία στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή της πόλεως των Αθηνών. Όμως η φωταυγής παρουσία και το πύρινο χριστοκεντρικό κήρυγμα των εν Αθήναις διαλαμψάντων επιφανών ιεραρχών της περιωνύμου πόλεως των Αθηνών, Αγίου Ιεροθέου και Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, παρακίνησαν τον φιλόσοφο Αριστείδη, ο οποίος υπήρξε περίδοξος και ευπειθέστατος μαθητής τους, στο να μεταστραφεί στον χριστιανισμό, να ενεδυθεί τον Ιησού Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό και να αναδειχθεί σύντομα σε φλογερό κήρυκα του λόγου του Θεού και σε ένθερμο υπερασπιστή του χριστιανισμού και της εναρέτου βιοτής των πρώτων χριστιανών της Αθήνας, οι οποίοι αποτελούσαν την εποχή εκείνη μία ολιγάριθμη χριστιανική κοινότητα. Ο Άγιος Αριστείδης συνέβαλε αποφασιστικά στην εδραίωση και διάδοση του μηνύματος της χριστιανικής αλήθειας, η οποία ήταν πλέον γι’ αυτόν η αληθινή φιλοσοφία. Η ευεργετική του πνευματική δράση και η πύρινη διδασκαλία του για την ορθότητα και ανωτερότητα της ακραιφνούς χριστιανικής πίστεως τον ανέδειξαν σε θεόπνευστο διδάσκαλο, σε καύχημα σοφίας, σε υπόδειγμα ευψυχίας και σε ένθερμο υπέρμαχο της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό και ο σοφός και ευγλωττότατος Αθηναίος χριστιανός φιλόσοφος ανέλαβε με παρρησία την υπεράσπιση των διωκομένων χριστιανών, συγγράφοντας την αρχαιότερη σωζόμενη απολογία, η οποία έχει τον τίτλο «Περί θεοσεβείας». Σκοπός της περίφημης αυτής απολογίας, η οποία επιδόθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό (117 – 138) σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό Ευσέβιο ή στον διάδοχό του, Αντωνίνο τον Ευσεβή (138 – 161) σύμφωνα με τη συριακή μετάφραση της απολογίας, ήταν να αποκρούσει τις άδικες και αήθεις κατηγορίες που εκτοξεύονταν εναντίον των χριστιανών, αλλά και να τονίσει την υπεροχή του χριστιανισμού και του ήθους των χριστιανών σε σύγκριση με τις άλλες θρησκείες. Ο μεταστραφείς στον χριστιανισμό επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος Αριστείδης έχοντας βαθιά γνώση τόσο της Αγίας Γραφής όσο και των κυρίαρχων φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, καταπολέμησε με τον απολογητικό του λόγο την πλάνη των ειδώλων και στηλίτευσε με πειστική επιχειρηματολογία τη λατρεία των ψεύτικων θεών, αλλά και τον έκλυτο βίο των ειδωλολατρών, γεγονός που τον ανέδειξε σε «εἰδώλων λατρῶν μέγα ἥττημα». Παράλληλα κάλεσε αυτούς που αμφισβητούν την ορθότητα της χριστιανικής αλήθειας, να μελετήσουν τον λόγο του Θεού μέσα από τα θεόπνευστα κείμενα της Αγίας Γραφής και να σταματήσουν τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι διδάσκουν με το απαράμιλλο ήθος και την ενάρετη πολιτεία τους, γεγονός που τους αναδεικνύει σε ολόλαμπρα παραδείγματα προς μίμηση.
Η συγγραφείσα από τον Άγιο Αριστείδη αρχαιότερη σωζόμενη απολογία υπέρ των διωκομένων χριστιανών αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης και για το περίφημο απολογητικό έργο του Αγίου μάρτυρος Ιουστίνου του φιλοσόφου και απολογητού, πολλά δε στοιχεία της απολογίας του διαπρεπούς Αθηναίου φιλοσόφου χρησιμοποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους. Γι’ αυτό και αποτέλεσε τη σταθερή βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μετέπειτα απολογητική. Επιπλέον η πνευματική της βαρύτητα είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού με τον εύστοχο και πειστικό απολογητικό λόγο του Αγίου έγινε μία συνειδητή προσπάθεια προκειμένου να απαλλαγεί ο χριστιανισμός και οι χριστιανοί από τις άδικες και αήθεις κατηγορίες. Παράλληλα η απολογία του Αγίου Αριστείδου εμφανίζεται στη σημερινή αλλοπρόσαλλη εποχή μας περισσότερο επίκαιρη από ποτέ. Η αξία της βρίσκεται στο ότι οι πνευματικά ανήσυχοι και ευάλωτοι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την αλήθεια και το φως συχνά μέσα από φιλοσοφικές περιπλανήσεις, αποκρυφιστικές θεωρίες και παγανιστικές τελετές και αγνοούν τον πνευματικό θησαυρό του χριστιανισμού, ο οποίος σύμφωνα με τον Άγιο Αριστείδη είναι η μόνη αληθινή θρησκεία που έχει διαμορφώσει μία ξεκάθαρη ιδέα για τον Θεό ως δημιουργό του σύμπαντος και επιδιώκει την ηθική αγνότητα και τελείωση του ανθρώπου. Αξιοσημείωτη είναι η διατύπωση του Αγίου για την κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Έτσι στην απολογία του ο επιφανής Αθηναίος φιλόσοφος αναφέρεται εκτενώς στον Θεό, ο Οποίος εκ της φύσεως Του είναι ασύλληπτος, αυτογενές είδος, άναρχος, ατελεύτητος, αναλλοίωτος, αθάνατος, απόλυτος, αμετακίνητος, απεριόριστος, άρρητος, είναι δε νους και σοφία και Εκείνος που δεν έχει ανάγκη από θυσίες και σπονδές, αλλά όλοι και όλα Τον έχουν απόλυτη ανάγκη. Σημαντική είναι και η αναφορά του Αγίου στους χριστιανούς, οι οποίοι «γενεαλογούνται από του Κυρίου Ιησού Χριστού», έχουν αληθινή θεογνωσία, λατρεύουν τον Θεό με τον προσήκοντα τρόπο και διακρίνονται για το ήθος, την αγάπη, τη σεμνότητα και την αλληλεγγύη τους, γεγονός που τους καθιστά δίκαιους και αγίους. Γι’ αυτό και αυτό που λέγεται από το στόμα των χριστιανών είναι θείο και η διδασκαλία τους είναι πύλη φωτός.
Ο αγώνας του Αγίου Αριστείδου, του γενναίου αυτού κήρυκος της χριστιανικής πίστεως, για την υπεράσπιση των χριστιανών υπήρξε επίπονος και διαρκής. Την υπομονή και τη δύναμη για τη συνέχιση του κοπιώδους έργου του για την εδραίωση και διάδοση της χριστιανικής αλήθειας λάμβανε από τον Θεό και από την αδιάλειπτη προσευχή του σε Αυτόν. Γι’ αυτό και σύμφωνα με ευσεβή προφορική παράδοση, διασωθείσα από τον αείμνηστο Αθηναίο ζωγράφο Αριστείδη Περιστέρη, ο διαπρεπής Αθηναίος φιλόσοφος και απολογητής κατέφευγε για να προσευχηθεί και να αντλήσει τη χάρη του Θεού σε απομονωμένο σπήλαιο στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου του Λυκαβηττού, το οποίο αποτέλεσε το ασφαλές πνευματικό του καταφύγιο. Το σωζόμενο μέχρι σήμερα ιερό και κατανυκτικό αυτό σπήλαιο φέρει το όνομα του Αγίου για να θυμίζει στον φιλίστορα και φιλάγιο επισκέπτη τη φωταυγή του παρουσία στον ευλογημένο αυτό χώρο.
Η ακλόνητη πίστη του Αγίου στο πάντιμο όνομα του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας και ο διαρκής αγώνας του υπέρ των διωκομένων χριστιανών δημιούργησαν έντονη δυσφορία και αγανάκτηση στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος αποφάσισε τη δίωξή του. Ο Άγιος μετέβη στη Ρώμη για να απολογηθεί, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε να κηρύττει σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό, παρά το πλήθος των βασανιστηρίων, στα οποία υπεβλήθη. Αψηφώντας και τον ίδιο ακόμη τον θάνατο, οδηγήθηκε από τους Ρωμαίους στην κοίλη της αγοράς των Αθηνών, όπου αφού τον κρέμασαν, υπέστη τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο στις 13 Σεπτεμβρίου του 120 ή 134μ.Χ. που είναι και η ημέρα, κατά την οποία τιμάται και εορτάζεται η πανίερη μνήμη του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι με τη δι’ αγχόνης μαρτυρική του τελείωση, η οποία συνέβαλε στην εδραίωση της χριστιανικής πίστεως στην περιώνυμη πόλη των Αθηνών, έλαβε τον αμάραντο στέφανο της Ουρανίου Βασιλείας για να συνευφραίνεται μαζί και με τους υπόλοιπους μάρτυρες και ομολογητές του ονόματος του Κυρίου μέσα στην ανεκλάλητη και αιώνια χαρά του πνευματικού στερεώματος της Εκκλησίας μας.
Η διάδοση του αρχαιοελληνικού ονόματος του ενδόξου Αθηναίου Αγίου σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια σε συνδυασμό και με την ευσέβεια του ορθόδοξου ελληνικού λαού συντέλεσε στην ανέγερση ιερών ναών επ’ ονόματί του στην Κρήτη (Ζερβιανά Κισάμου, Ανώγεια Μυλοποτάμου, Στύλος Αποκορώνου ), τις Κυκλάδες (Σαντορίνη, Τήνος) και τη Ρούμελη (Αρκίτσα Λοκρίδος, Καρπενήσι), αλλά και στην ιστόρηση της μορφής του σε ναούς και μοναστήρια της πατρίδος μας με αξιομνημόνευτη τη φιλοτεχνηθείσα αγιογραφία από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου το 1962 στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων (οδού Αχαρνών) Αθηνών, καθώς και στη σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας, Παρακλητικού Κανόνος και Χαιρετιστήριων Οίκων προς τιμήν του από τον Μέγα Υμνογράφο της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια.
Στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς μας, κατά τους οποίους περιθωριοποιείται και αποδυναμώνεται η χριστιανική πίστη, προβάλλει ο Άγιος Αριστείδης, ο κλεινός αυτός γόνος των Αθηνών και σεπτός φιλόσοφος, ο ευγλωττότατος διδάσκαλος και σοφός απολογητής, ο ταχύς αντιλήπτωρ και ακλόνητος στύλος των διωκομένων χριστιανών, ο «τῷ Χριστῷ προσηνέχθης θυσία ἄμωμος καί ὁλοκάρπωμα θεῖον αἰωρηθείς ἀπηνῶς ἐν ἀγχόνῃ» ηγλαϊσμένος και στεφανηφόρος μάρτυς, για να μας διδάξει και να μας αφυπνίσει πνευματικά. Παράλληλα μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τον Χριστό και την Εκκλησία Του, ώστε να καταστούμε γνήσιοι και αληθινοί χριστιανοί, μιμούμενοι το ήθος και την ενάρετη πολιτεία των πρώτων χριστιανών της πόλεως των Αθηνών, αλλά και διαφυλάσσοντας ακραιφνή την πίστη μας στον Ιησού Χριστό, αφού για την αγάπη Εκείνου με τόσο σθένος αγωνίσθηκε και με τόση γενναιότητα και καρτερία οδηγήθηκε στον τόπο της μαρτυρικής του τελειώσεως ο Άγιος Αριστείδης, ο διαπρεπής αυτός Αθηναίος φιλόσοφος και πανεύφημος μάρτυς του 2ου μ.Χ. αιώνα.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
· Θεοδωροπούλου Αριστείδου Γ., Ο Άγιος Αριστείδης, Εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, Α΄ Έκδοση, Αθήνα 2008.
[1] Φορητή εικόνα του Αγίου δια χειρός Παναγιώτου Μαρκόπουλου. Φυλάσσεται στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης οδού Αιόλου Αθηνών.
[2] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Κ. Πετράκη. Ανήκει στην ιδιωτική συλλογή του εκπαιδευτικού-συγγραφέως κ. Αριστείδου Θεοδωρόπουλου.
[3] Το σωζόμενο μέχρι σήμερα ιστορικό σπήλαιο του Αγίου Αριστείδου στον λόφο του Λυκαβηττού.
[4] Ο πρώτος στην Ορθοδοξία Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου θεμελιώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1985 στα Ζερβιανά Κισάμου Κρήτης. Ο ναός ανεγέρθηκε με δαπάνη του αειμνήστου ιερέως π. Αριστείδου Μιχελουδάκη, εφημερίου του Ιερού Ναού Αγίου Αντωνίου Μάλεμε Χανίων. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1986 τελέσθηκε η πρώτη πανήγυρη προς τιμήν του Αγίου, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου 1994 τελέσθηκαν τα εγκαίνια του ναού από τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κυρό Ειρηναίο (+30 Απριλίου 2013).
[5] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου στον ομώνυμο Ιερό Ναό Ζερβιανών Κισάμου Κρήτης. Έργο Αδελφότητος Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοπηγής Χανίων.
[6] Ο θεμελιωθείς στις 19 Ιουνίου 1997 και εγκαινιασθείς στις 11 Σεπτεμβρίου 1999 περικαλλής Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου Φηρών Σαντορίνης.
[7] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου της περιοχής Τσικνιάς στην Ιερά Νήσο Τήνο. Βρίσκεται σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το χωριό Στενή.
[8] Ο περικαλλής Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου Αρκίτσας.
[9] Στην ετήσια λαμπρά πανήγυρη του Ιερού Ναού Αγίου Αριστείδου Φηρών Σαντορίνης προσέρχονται πολυάριθμοι πιστοί και λαμβάνουν χώρα λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις.
[10] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Γεωργίου Μποζά στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης Καραβά Πειραιώς.
[11] Φορητή εικόνα του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Μαρίας Νασιώκα – Αποστολάκη. Φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό της περιοχής Τσικνιάς της Τήνου.
[12] Τοιχογραφία του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Ιωάννου Θεοδώρου στον ομώνυμο Ιερό Ναό της Αρκίτσας.
[13] Φορητή εικόνα του Αγίου, έργον Αδελφότητος Ιεράς Μονής Παναγίας Χρυσοπηγής Χανίων Κρήτης.
[14] Τοιχογραφία του Αγίου Αριστείδου δια χειρός Γ. Παπασταματίου στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού Θεοτόκου Χαλκίδος.
[15] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Εμμανουήλ Τζιρτζιλάκη σύμφωνα με το εικονογραφικό πρότυπο του Φωτίου Κόντογλου. Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
[16] Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αριστείδου στην πόλη του Καρπενησίου. Αποτελεί ιδιοκτησία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Αριστείδου Πεσλή.
[17] Τοιχογραφία του Αγίου δια χειρός Παύλου Σιδέρη στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Πετρουπόλεως Αττικής.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την απαραίτητη προϋπόθεση της αναφοράς του συγγραφέα και του ιστολογίου πρώτης δημοσίευσης (Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)