13 Σεπτεμβρίου , προεόρτια της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και μνήμη του Αγίου Κορνηλίου του Εκατοντάρχου και του Αγίου Αριστείδου του Απολογητού
Πώς βρέθηκε και υψώθηκε ο Τίμιος Σταυρός -Πότε υψώνεται αληθινά ο Τίμιος Σταυρός
Του κ. Π. Μ. ΣΩΤΗΡΧΟΥ
Από την εφημερίδα «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ», Τετάρτη 31 Αυγούστου 2005
Δυο φορές τον χρόνο εορτάζει πανηγυρικά η Εκκλησία μας τον Τίμιον Σταυρόν. Μια για την ανεύρεση του την 6ην Μαρτίου του 326 μ.Χ. και μία κατά την Ύψωση του την 14ην Σεπτεμβρίου, στα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το σημαντικόν, και όχι πολύ γνωστόν, στον διπλόν αυτόν έορτασμόν είναι το γεγονός ότι αποκαλύπτεται άλλο ένα μέγα μυστήριον της απερίγραπτης αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο και μάλιστα κατά την θεία λατρεία, που ενώνει την γη με τον ουρανό.
Το γεγονός αυτό εκφράζει επιγραμματικά την σωτηρία του εκπεσμένου ανθρώπου, τον όποιον παίρνει από την Κόλαση της πτώσεως του και τον θρονιάζει πάλι μέσα στο Παράδεισο της αιώνιας αγάπης. Πιο συγκεκριμένα, παίρνει με την σταυρική του θυσία τον προδότη Ιούδα τον Ισκαριώτη, πού αντιπροσωπεύει όλην την προδοσία του ανθρωπίνου γένους και την αμέτρητη αγνωμοσύνη του έναντι του Σωτήρος Χριστού, και οδηγεί σε άλλον Ιούδα, επίσης Εβραίον, που έγινε οδηγός στην ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και φανερώνει την μεταστροφή και την μετάνοια του ανθρώπου και την πορεία του στην αγιότητα. Όπως ακριβώς έγινε και με τον δεύτερον αυτόν Ιούδα, που πίστεψε, μετανόησε και έγινε Χριστιανός με το όνομα Κυριάκος. Αργότερα έγινε κληρικός και Επίσκοπος Ιεροσολύμων, μετά τον Πατριάρχην Μακάριον, και αφού μαρτύρησε, μαζί με την μητέρα του Άννα, μπήκε στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας και η ετήσια μνήμη του εορτάζεται την 28ην Οκτωβρίου.
Το «Συναξάρι» της ημέρας αυτής αναφέρει: «Τη αύτη ήμερα Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυριακού του φανερώσαντος τον Τίμιον Σταυρόν, επί της Βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Ελένης της αυτού μητρός». Και για την μητέρα του Άννα, που γιορτάζει την ίδια μέρα: «Τη αύτη ημέρα, η μήτηρ του Άγιου Κυριακού Άννα, λαμπάσι φλεχθεΐσα και ξεσθεΐσα ετελειώθη». Και λίγα για τον βίον του:
«Ο Άγιος Κυριάκος, πρώην Ιούδας, μετά την φανέρωση του Τιμίου Σταυρού επίστευσε, εβαπτίσθη Χριστιανός και έγινε, όπως προαναφέραμε, Επίσκοπος Ιεροσολύμων και έζησε ως τις ήμερες του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη. Αυτός όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, μετά την εκστρατεία του κατά των Περσών, έμαθε για τον Άγιον Κυριακόν τι ήταν και τι έγινε και τον διέταξε αυστηρά να θυσιάση στα είδωλα. Ό Άγιος, όμως, αρνήθηκε απο¬φασιστικά και ήλεγξε με τόλμην την ειδωλολατρία του Ιουλια¬νού. Τότε εκείνος διέταξε να του κόψουν το δεξί του χέρι, διότι καθώς είπε: «Πολλές επιστολές έχει γράψει το χέρι αυτό, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πολλοί από τα είδωλα του Δωδε¬καθέου». Ύστερα διέταξε να ρί¬ξουν λιωμένο μολύβι μέσα στο στόμα του Αγίου, που ομολο¬γούσε και δοξολογούσε τον Χριστόν και στη συνέχεια τον έβα¬λαν οι δήμιοι μπρούμυτα σε πυ¬ρακτωμένη σιδερένια κλίνη, που ήταν ένα από τα όργανα βασανι¬σμού των Χριστιανών.
Όταν ήλθε η μητέρα του, που είχε γίνει και αυτή πιστή Χριστια¬νή, στον τόπον του μαρτυρίου του παιδιού της, ο Ιουλιανός διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να σκίζουν το κορμί της με σιδερένια νύχια, που ήταν κι αυτό άλλο ένα εργαλείο βασανισμού των Χριστιανών, και αφού την έκαιγαν με αναμμένες λα¬μπάδες, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριον. Ύστερα έρριξαν τον Άγιον Κυριακόν, σε ένα μεγάλο καμίνι, τον εθανάτωσαν με ξίφος, κόβοντας το κεφάλι του».
Η ανεύρεση και ύψωση του Τι¬μίου Σταυ¬ρού, που είναι η ση¬μαία της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, έγινε με τρόπον θαυμαστόν και υπερθαύμαστον από την Αγίαν Ελένην την Ισαπόστολον, που είχε μεταβή για προσκύνηση στους Άγιους Τό¬πους και με την ρητήν εντολήν του γιου της αυτοκράτορας Κων¬σταντίνου να βρή τον Τίμιον Σταυρόν, τον οποίον είχαν εξα¬φανίσει οι αντίχριστοι Εβραίοι και οι ειδωλολάτρες. Είχαν ρίξει και τους τρείς σταυρούς σε έναν βαθύ λάκκον και τον σκέπασαν με χώματα και πέτρες και πολλά σκουπίδια. Εκεί έμεινε ο Τίμιος Σταυρός για περισσότερα από τριακόσια χρόνια.
Όταν η Αγία Ελένη με τους συνοδούς της άρχισε τις έρευ¬νες, μια νεαρή Εβραιοπούλα οδήγησε την Βασιλομήτορα στον Ιούδα, πού έμενε στα Ιερο¬σόλυμα, διότι εκείνος εγνώριζε από τους παλαιοτέρους την το¬ποθεσία, όπου είχαν ρίξει τους τρεις σταυρούς. Εκεί μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του και το ευωδιαστό «βασιλικό χόρ¬το», αυτό, που λέγεται και σήμε¬ρα βασιλικός. Πήγε, λοιπόν, η Αγ. Ελένη στην τοποθεσία αυτή και πριν δώση εντολή να αρχί¬σουν οι ανασκαφές, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στον Χριστόν. Μόλις όμως σηκώθηκε στα πόδια της και πριν να πει μια λέ¬ξη, έγινε μέγας σεισμός, μόνον στο σημείον αυτό, και το έδαφος σχίστηκε σε μεγάλο βάθος. Τότε άρχισαν αμέσως οι ανασκαφές και σε λίγη ώρα βρέθηκαν και οι τρεις σταυροί, προς γενικήν κατάπληξιν όλων των παρισταμέ¬νων.
Όλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι δόξαζαν τον Θεόν και προσεύχονταν. Η στιγμή ήταν μονα¬δική και πανίερη. Κα¬θάρισαν τους τρεις σταυρούς από τα χώματα, μολο¬νότι, βρέθηκαν σε ένα κοίλωμα της γης και ήταν καλά προστατευμένοι. Δεν ήξεραν όμως ποι¬ος από τους τρεις ήταν ο Σταυρός επάνω στον όποιον σταυρώθηκε ο Χριστός. Εκεί κοντά βρι¬σκόταν σε μια καλύβα μια ετοιμο¬θάνατη γυναίκα, που έπασχε από χρόνια ασθένεια. Η Αγ. Ελένη σκέφθηκε αμέσως ότι ο πραγμα¬τικός Τίμιος Σταυρός θα θερά¬πευε αμέσως την γυναίκα, εάν της έβαζαν πάνω της τον Σταυρόν του Κυρίου. Έτσι έβαλαν διαδοχικά τους δύο πρώτους σταυρούς, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μόλις όμως έβα¬λαν στο σώμα της τον τρίτον Σταυρόν, η ετοιμοθάνατη γυναίκα έγινε αμέσως καλά και ση¬κώθηκε στα πόδια της. Έτσι αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός Τίμιος Σταυρός. Και όπως γράφει και ο Ευθύμιος Ζυγαβηνός στον Σταυρόν του Κυρίου υπήρχε και η μικρή σανίδα με την επιγραφή «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ιη¬σούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιου¬δαίων), πού είχε βάλει ο Πόντιος Πιλάτος.
Αμέσως μετά την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού η Αγ. Ελένη, έχτισε (στον Γολγοθά τον Ναόν της Αναστάσεως και στην συνέ¬χεια τον Ναόν της Γεννήσεως στο Σπήλαιον της Βηθλεέμ και τον Ναόν του Όρους των Ελαίων. Και όταν ο Πατριάρχης Μακάριος έστησε τον Τίμιον Σταυρόν στον ναόν του Πα¬τριαρχείου για προσκύνηση από τον πιστόν λαόν, ήταν η 14η Σεπτεμβρίου του 326 και γι’ αυτό καθιερώθηκε από τότε να εορτά¬ζεται το γεγονός της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού από την Εκκλησίαν την ημέραν αυτήν. Την ίδιαν ήμερα εορ¬τάζεται και η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που έγινε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειον (628 μ.Χ.), όταν ενίκησε τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν κλέψει τον Τίμιον Σταυρόν άπο τα Ιεροσόλυμα. Σήμερα το μεγαλύτερον τεμάχιον του Τιμίου Σταυρού δια¬σώζεται στον Άγιον Όρος, στην Ί. Μονή Ξηροποτάμου.
Η ανεύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού είναι ασφαλώς μέγα γεγονός της παγκοσμίας ιστορίας, διότι αφορά στο σύνο¬λον της ανθρωπότητας, ανεξαρ¬τήτως αν δεν έχουν ακόμα αποδεχθή την Χριστιανική Πίστη και δεν γνωρίζουν όλοι την αλλαγή πορείας της ιστορίας. Ιδιαίτερα, όμως, είναι κορυφαίον γεγονός στην Ιστορία της Εκκλησίας, διό¬τι επιβεβαιώνει και επισφραγίζει την δωρεάν της σωτηρίας σε όλον τον κόσμον και καλεί αδιαλείπτως κάθε άνθρωπον να επιστρέψη στην αληθινήν πατρίδα του Παραδείσου. Δεν είναι απλώς συμβολική και ενδεικτική η μεταστροφή του Ιούδα, που έγινε Χριστιανός και Άγιος Μάρ¬τυς της Εκκλησίας, ωσάν να αποπλύνη την προδοσία του άλλου Ιούδα του Ισκαριώτη, που παρέδωσε τον Θεάνθρωπον στους σταυρωτές του. Και είναι τούτο μέγα δίδαγμα για κάθε άνθρωπο, που όσον και αν έχει πέσει στο έσχατον άκρον της αμαρτίας, όπως ο Ισκαριώτης, μπορεί και πρέπει να διανύση την απόσταση μεταξύ αμαρτίας και σωτηρίας, μεταξύ προδοσίας και μετανοίας, πού δεν έκανε ο πρώτος Ιούδας, αλλά αγχονίσθηκε μέσα στην απελπισία του. Αυτή η μέγιστη μεταστροφή του δεύτερου Ιούδα είναι ο αιώνιος και εμπράγματος αντίλαλος της προσευχής του Θεανθρώπου την ώρα της θυσίας του, όταν παρεκαλεσε τον Θεόν Πατέρα και είπε για τους σταυρωτές του τον λόγον της ύψιστης συγνώμης για όλους τους άρνητές του, άρα και του Ιούδα:
— «Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. ΚΓ’ 34).
Κλείνοντας τις λίγες αυτές γραμμές για τον εορτασμόν του Τιμίου Σταυρού, θα θέλαμε να αναφέρουμε τον σχετικόν λόγον ενός μακαριστού Γέροντος, που έλεγε:
— «Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού, παιδιά μου, δεν γίνεται μόνον κατά την εορτήν της 14ης Σεπτεμβρίου, αλλά κάθε φορά, πού μετανοεί μια ψυχή και πηγαίνει κοντά στον Χριστόν. Μας το είπε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος: «Λέγω δε υμίν ότι ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ’ 7). Γιατί η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού φανερώνει τον θρίαμβον της θυσιαστικής αγάπης και αυτός ο θρίαμβος αποτελεί μεγάλη χαρά στον ουρανόν του Θεού και γίνεται κάθε φορά, που μετανοεί αληθινά ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό ας μετανοούμε όλοι μας συνεχώς και αληθινά, για να κυρίαρχη πάντοτε η χαρά και στην γη και στον ουρανόν. Αμήν».
πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
Άρον άρον,σταύρωσον Αυτόν…!
Η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία εντρύφησης στο ίδιο το γεγονός της σταύρωσης του Κυρίου, αλλά και στην σημασία που έχει ο Σταυρός Του για τη ζωή μας.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης καταγράφει την στάση των Ιουδαίων έναντι του Χριστού, όταν ο Πιλάτος Τον παρουσιάζει ενώπιον τους ταπεινωμένο, πονεμένο και σιωπηλό: «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν.19, 15). Ο σταυρός για τους Ιουδαίους αποτελεί σημείο τιμωρίας και απαλλαγής από τον έλεγχο που ο Χριστός πραγματοποιούσε στους ίδιους και τη ζωή τους. Αποτελεί το όργανο του θανάτου, δια του οποίου εκείνοι Τον διέγραφαν από την πραγματικότητα της ζωής, αδιαφορώντας για τον πόνο, τον εξευτελισμό, την συντριβή της ανθρωπιάς. Ταυτόχρονα, ο Σταυρός ήταν η ανταμοιβή για όσες ευεργεσίες ο Χριστός προσέφερε στον κόσμο και σ’ εκείνους, αλλά και η έκφραση του μίσους τους για Εκείνον.
Η Εκκλησία μας όμως υψώνει τον Τίμιο Σταυρό για να δείξει έναντι του Χριστού τα ακριβώς αντίθετα. Δηλώνει ότι επιζητεί τον έλεγχο από το Χριστό μέσα από το Ευαγγέλιο και τη ζωή της πίστης. Φανερώνει ότι πιστεύει στην Ανάσταση, η οποία έρχεται μετά το Σταυρό και δεν περιορίζεται μόνο στο Θεάνθρωπο, αλλά δίδεται ως δωρεά στον καθέναν από εμάς που πιστεύει σ’ Αυτόν. Ζητά δια της Υψώσεως από όλους σεβασμό στον άνθρωπο, αξιοπρέπεια, αγάπη. Και παράλληλα, διδάσκεται από την συγχώρεση την οποία ο Χριστός παρείχε στους εκφραστές του μίσους προς Εκείνον και προτείνει την συγχώρεση ως στάση αιώνιας ζωής προς όλους όσους Τον αποδέχονται.
Στην εποχή μας οι άνθρωποι ζούνε τον σταυρό της δοκιμασίας εξαιτίας της κρίσης. Και είναι η κρίση έκφραση του τρόπου των Ιουδαίων, αλλά και όλων εκείνων που τους μιμούνται.
Οι Ιουδαίοι αισθάνονταν δυνατοί να επιβάλλουν το θάνατο. Οι ισχυροί του κόσμου αισθάνονται δυνατοί να επιβάλλουν τον θάνατο της αξιοπρέπειας, των αισθημάτων, της χαράς των ανθρώπων για περισσότερο κέρδος.
Οι Ιουδαίοι μίσησαν Εκείνον που τους ευεργέτησε σωματικά, αλλά και καταλάγιασε τις καρδιές τους δείχνοντας τι σημαίνει αγάπη, εμπιστοσύνη στο Θεό και καλώντας τους σε μία ζωή δικαιοσύνης, φωτισμού και αιωνιότητας. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου σκορπίζουν το φόβο στους ανθρώπους ότι δεν θα επιβιώσουν υλικά και δείχνουν ότι στην πράξη μισούνε το Θεό, γιατί γι’ αυτούς δεν υπάρχει αιωνιότητα, δικαιοσύνη και φωτισμός, αλλά μόνο συμφέρον, άνεση και αυτάρκεια στην παρούσα ζωή.
Οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν το Χριστό γιατί η διδασκαλία Του τους ξεβόλευε από την στείρα προσκόλληση στο γράμμα του νόμου, από τον εγκλωβισμό στο εγώ τους, από την παράδοση σε μία θρησκευτική πίστη που δεν ανοιγόταν στον συνάνθρωπο, αλλά τους έκανε να θεωρούν τους εαυτούς τους το κέντρο του κόσμου. Οι ισχυροί του σύγχρονου κόσμου πιστεύουν στη θρησκεία του χρήματος, αλλά και κόβουν και ράβουν το Θεό στα μέτρα τους, για να δικαιολογούν τη σκληρότητά τους, την δυνατότητα να επιβάλλονται, θεωρώντας τους εαυτούς τους ότι δικαιούνται να είναι το κέντρο του κόσμου.
Οι Ιουδαίοι δεν ένιωθαν ότι το μίσος και η κακία και τα άλλα πάθη που είχαν διέγραφαν την ανθρωπιά, αλλά και την σχέση με το Θεό που δίνει αιώνια ζωή. Οι ισχυροί του κόσμου δεν βλέπουν τα πάθη τους και την αντίθεση των έργων τους προς το Ευαγγέλιο, αλλά μένουν στην πρόσκαιρη ευχαρίστηση του να καταδυναστεύουν τους ανθρώπους χάριν της ιδιοτελούς απόλαυσης, είτε σωματικής είτε ιδεολογικής, είτε πολιτισμικής.
Οι σύγχρονοι ισχυροί του κόσμου δεν είναι μόνο οι πολιτικοί κυβερνήτες του. Ούτε μόνο οι οικονομικοί πυλώνες που κρύβονται πίσω από την έννοια των αγορών. Είναι και όλοι εκείνοι που εμπορεύονται τον πολιτισμό, τις ιδέες, τα τεχνολογικά μέσα, τα καταναλωτικά αγαθά και σταυρώνουν τους ανθρώπους και τους λαούς. Και το χειρότερο είναι ότι οι άνθρωποι και οι λαοί αισθανόμαστε ανήμποροι να κάνουμε κάτι άλλο. Παραδίδουμε έτσι τους εαυτούς μας στην εξουσία τους και αναφωνούμε είτε με το λόγο είτε με τη σιωπή μας το «σταύρωσον».
Γιατί στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που υποφέρει σταυρώνεται ο Χριστός. Και η Εκκλησία μας, χωρίς να αρνείται την προσωπική ευθύνη του καθενός για την αμαρτία και το κακό, δεν θα πάψει να επισημαίνει ότι η ελπίδα έγκειται στο να μοιάσουμε εκείνη την μικρή μερίδα που ακολούθησε το Χριστό στο Γολγοθά. Πόνεσε και συνέπαθε μαζί Του. Τον είδε συντετριμμένο και ηττημένο στο Σταυρό. Τον κήδεψε στον τάφο. Αλλά δεν έπαψε να Τον πιστεύει και να Τον αγαπά. Και Τον είδε τελικά Αναστημένο. Έλαβε από Αυτόν το Σταυρό ως ευλογία και αντιστροφή του «άρον άρον, σταύρωσον».
Ως την αρχή της πορείας για μιαν άλλη ζωή. Αναστημένη. Δοτική και αγαπητική. Ζωή ελευθερίας από τα δεσμά της ανάγκης και του θανάτου. Ζωή αντίστασης στο κοσμικό πνεύμα. Ζωή αγώνα εναντίον των παθών και αλληλεγγύης στον καθένα που σταυρώνεται. Και, ταυτόχρονα, ζωή που ξέρει πού είναι το κέντρο και ο στόχος. Και δεν εγκλωβίζεται ακόμη και στην έλλειψη των υλικών, ίνα Χριστόν κερδήση.
Ας μας δίνει ο Χριστός έτσι να βλέπουμε το Σταυρό Του. Και να υψώνεται στις καρδιές μας το ήθος της ανακαίνισης του κόσμου. Ακόμη κι αν περνά μέσα από τον θάνατο του εγώ, των παθών μας, του βολέματός μας, της συνταύτισής μας με το πλήθος που αναφωνεί το «σταύρωσον». Η συγχώρεση που δόθηκε στο Σταυρό είναι για όλους. Ας την ζήσουμε στο μυστήριο της Εκκλησίας.
πρωτοπρεσβύτερου π.Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πηγή: http://proskynitis.blogspot.gr/2012/09/blog-post_13.html
Άγιος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος