13 Οκτωβρίου μνήμη της Αγίας Νεομάρτυρος Χρυσής , της εξ Αλμωπίας
Βίος Αγίας Παρθενομάρτυρος Χρυσής
Η πτωχή Ελληνίδα
Η Αγία νεομάρτυς Χρυσή καταγόταν από την επαρχία της Αλμωπίας της Μακεδονίας. Το χωριό της το λέγανε Σλάτενα. Σήμερα ονομάζεται Χρυσή. Πήρε το όνομα της Αγίας.
Οι γονείς της Χρυσής ήτανε φτωχοί και άσημοι χωρικοί. Ζύμωναν το χώμα των ολίγων χωραφιών τους με τον ιδρώτα τους, για να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Είχαν μαζί με την Αγία και άλλες τέσσαρες θυγατέρες. Οι αγράμματοι αυτοί γονείς διδάξανε στα παιδιά τους την πίστη.
Όση όμως φτώχεια υλική είχε η Χρυσή, τόση φυσική και πνευματική ομορφιά της είχε χαρισθεί από τον Θεό. Ήταν προκομμένη κοπέλα. Ήταν νέα με πολλά ψυχικά χαρίσματα.
Ποιους εμιμήθη
Είχε πολλή πίστη, στο Θεό. Επέδρασε πολύ στην ζωή της ο βίος και το μαρτύριο του Αγ. Ιακώβου του Νεομάρτυρος, ο οποίος καταγόταν από εκείνα τα μέρη, και μαρτύρησε με φρικτά βάσανα. Επίσης η μεγάλη της πίστη οφείλεται εκτός άλλων και στον πάτερ Κοσμά τον Αιτωλό, που μαρτύρησε 16 χρόνια πριν από την Αγία.
Ο σατανικός έρωτας του άπιστου
Ένας Τούρκος της περιοχής, βλέποντας την τόση ωραιότητα και. ομορφιά της Χρυσής, αναστατώθηκε. Πληγώθηκε η καρδιά του από σατανικό έρωτα. Την ερωτεύθηκε τρελά. Ήθελε να την κάμει δική του. Γι’ αυτό προσπαθούσε να εύρη κατάλληλη στιγμή και να την αιχμαλωτίσει. Έτσι και έγινε αφού την αιχμαλώτισε πρώτα με παρακάλια και με εκβιασμούς προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Ύστερα αφού έβλεπε ότι δεν τα κατάφερνε την έστειλε στις γυναίκες για να τα καταφέρουν αυτές.
Και τί δεν έκαμαν, εκείνες για να της αλλάξουν την γνώμη. Επί έξι μήνες μηχανεύτηκαν τα πάντα. Πήγαν σε όλες τις μάγισσες και έκαμαν μάγια για να την κάνουν ν’ αγαπήσει τον Τούρκο. Αλλά την Χρυσή, πού ήταν πιστή χριστιανή, πού ζούσε σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού, πού εκκλησιαζόταν τακτικά, πού εξομολογείτο και μεταλάμβανε τα Άχραντα Μυστήρια, όλα αυτά τα έργα τα σατανικά δεν την έπιαναν.
Επί ένα εξάμηνο αυτή έμενε ακλόνητη. Γι αυτό κάλεσαν τούς γονείς της και τούς συγγενείς της όλους και με μεγάλες φοβέρες τούς διέταξαν να την παρακινήσουν να τουρκέψει, διότι αλλιώς και αυτή θα θανάτωναν άλλα και εκείνους θα βασάνιζαν και θα ζημίωναν αφάνταστα. Δεν θα τους άφηναν τίποτα από την περιουσία τους.
Τότε οι γονείς τις την παρακάλεσαν να αρνηθεί τον χριστό ώστε να σωθεί και αυτή και η οικογένεια της. Της έλεγαν επίσης ότι ο Χριστός θα καταλάβει και θα την συγχωρέσει για την αμαρτία αυτή, λόγω της βίας. Αλλά φλεγότανε η καρδιά της από το πυρ της αγάπης του Χριστού. Και γι αυτό δεν κάμφθηκε καθόλου από τα δάκρυα των γονιών της και την συμπάθεια των δικών της, όπως ήταν φυσικό. Η ευλογημένη Χρυσή κράτησε τον εαυτόν της επάνω από τις σαρκικές συγγένειες. Ήταν επάνω από τούς νόμους της φύσεως. Γι αυτό στράφηκε προς τούς γονείς και τις αδελφές της και τους είπε τούτα τα αξιοθαύμαστα και σοφότατα λόγια:
—Σεις, που με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστό, τον Αληθινό Θεό, δεν είσθε πια γονείς μου και αδελφές μου, ούτε θέλω να σας ξέρω στο έξης, για γονείς και αδελφές. Αλλά αντί για σας στο εξής θα έχω Πατέρα τον Θεό, Μητέρα την Παναγία, αδερφούς τους Αγίους και τις Αγίες. Και έτσι τους απομάκρυνε.
Φρικτά Μαρτύρια
Βλέποντας ο μιαρός εκείνος επίδοξος εραστής της παρθένου, ότι καμία δύναμις δεν μπόρεσε να την μεταπείσει, άλλαξε τακτική. Άφησε κατά μέρος τα γλυκά λόγια, και τις υποσχέσεις και άρχισε να βασανίζει την Μάρτυρα. Επί τρεις μήνες την ξυλοκοπούσε ανηλεώς κάθε μέρα. Της καταπλήγωναν το σώμα. Αλλά η Μάρτυς υπέμεινε, για τον Νυμφίο Χριστό, καρτερικότατα τα βασανιστήρια.
Έπειτα όταν είδαν ότι παρ’ όλα αυτά δεν υπέκυπτε, χρησιμοποίησαν άλλο μαρτύριο πιο φρικτό. Άρχισαν να την γδέρνουν ζωντανή. Της έβγαζαν λωρίδες από το δέρμα της και τις άφηναν κρεμασμένες μπροστά της, για να δειλιάσει. Το αίμα έτρεχε από το παρθενικό σώμα της και πότιζε την μαρτυρική γη. Τί πόνοι ήσαν εκείνοι! Και όμως για την πίστη βαστούσε. Για τον Χριστό τον Νυμφίο της τα υπέμεινε. Ο νους της ήταν στα αιώνια αγαθά.
Στην πυρακτωμένη σούβλα
Όταν είδαν οι άπιστοι, ότι η πίστης της ήταν σταθερή και φλογερή και κατάλαβαν πώς έχαναν μόνον τον καιρό τους, άρπαξαν την Αγία από τα μαλλιά, στήριξαν έπειτα ο ένα σταθερό αντικείμενο το κεφάλι της και με φρικτά, δαιμονικά ουρλιαχτά εκδικήσεως, πίεσαν την πυρακτωμένη σούβλα στο αυτί της.
Το καμένο μέταλλο προχώρησε από το ένα αυτί και βγήκε από το άλλο. Καπνοί έβγαιναν από το στόμα και από την μύτη της.
Οι πόνοι σφαδάζουν το σώμα της Αγίας. Συγκλονίζεται από το φρικτό μαρτύριο, αλλά δεν χάνει την πίστη της. Σ την ώρα της μεγάλης οδύνης η δύναμις του Παντοδυνάμου Θεού την ενισχύει.
Ο Χριστός δεν εγκαταλείπει την Μάρτυρά Του. Της δυναμώνει την πίστη. Το φρικώδες τραύμα της σιδερένιας σούβλας δεν την ρίχνει σε αναισθησία, κώμα θανάτου ή θάνατον. Και αυτό προκαλεί τον θαυμασμό των αλλόπιστων…
Την αφήνει ο Θεός ζωντανή, για να βλέπουν οι πιστοί και οι άπιστοι το αλύγιστο φρόνημα της Μάρτυρος και να καταλάβουν πόση αγάπη για τον Χριστό είχε στην καρδιά της. Οι σκληροί και βάρβαροι και άπιστοι εκείνοι άνθρωποι, δεν μπορούσαν να υποφέρουν και πεισμάτωσαν γιατί νικήθηκαν από ένα κορίτσι. Γι’ αυτό κρέμασαν την Νύμφη του Χριστού σε μια αγριαπιδιά. Τρέξανε κατόπιν όλοι τους με τα μαχαίρια και κόβανε κομμάτια από το σώμα της παρθένου. Αι! Έπειτα από τα τόσα βάσανα, παρέδωσε την αγία και ολόλευκη σαν το κρίνο, αγνή ψυχή της εις τον Νυμφίο της Χριστό. Έτσι η Αγία έλαβε από τον Χριστό διπλό στεφάνι. Το στεφάνι της παρθενίας και το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Τα άγια και παρθενικά και μαρτυρικά λείψανα της παρθένο μάρτυρος τα πήραν κρυφά μερικοί θαρραλέοι Χριστιανοί και τα Ενταφίασαν με ευλάβεια και πολύν σεβασμό. Μαρτύρησε η Αγία Χρυσή στις 13 Οκτωβρίου του 1795.
Ἀπολυτίκια Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως
Σκεῦος χρύσεον τῆς παρθενίας καί ἀκήρατος Νύμφη Κυρίου ἐχρημάτισας Χρυσή καλλιπάρθενε• τήν γάρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα ὑπέρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας. Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τόν Νυμφίον σου δωρήσασθαι ἠμίν τό μέγα ἔλεος.
Ἦχος ἅ΄. Τῆς ἔρημου πολίτης
Ἀλμωπία καυχᾶται τοῖς σπαργάνοις σου πανσεμνέ, καί Μακεδονία γεραίρει τήν ἁγίαν σου ἄθλησιν, Χρυσή Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἰσότιμε Μαρτύρων εὐκλεῶν• μέθ ΄ὧν πρέσβευε ἀπαύστως ὑπέρ ἠμῶν, τῶν πίστει ἐκβοώντων σοῖ• δόξα τῷ δεδωκότι σοί ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διά σου, ἠμίν χάριν καί ἔλεος.
Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε
Φυτόν εὐθαλέστατον, ἐν Ἀλμωπία φυέν, ἀθλήσει ἐδόξασας, Παρθενομάρτυς Χρυσή, Χριστόν τόν Θεό ἠμῶν. Ὅθεν Μακεδονία, μυστικῶς ἀρδευθεῖσα, ρείθροις τῶν σῶν αἱμάτων, κατά χρέος τίμα σέ. Ἀλλά Χριστόν ἱκέτευε, ὑπέρ τῶν εὐφημουντῶν σέ.
Τήν ἀμνάδα πάντες τήν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς παρθενίας τόν ἀσύλητον θησαυρόν, τήν νύμφην Κυρίου, ὅλην κεχρυσωμένην, Χρυσήν τήν ἀθλοφόρον ὕμνοις τιμήσωμεν.
Κοντάκιον Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Χρυσωθεῖσα Πνεύματι, τῷ Παναγίω τήν ἁγνείαν ἄφθορον, τήν σήν ἐτήρησας Χριστῷ καί ὑπέρ φύσιν ἠγώνισαι, Παρθενομάρτυς, Χρυσή, ἀξιάγαστε.
Μεγαλυνάριον
Τήν Παρθενομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, τήν κεχρυσωμένην σώματι τέ καί τή ψυχή, Χρυσήν τήν ἁγίαν, αἰνέσωμεν βοῶντες• Χαῖρε νύμφη τοῦ Κυρίου, ἁγνή καί πάγχρυσε.
Χαίροις ἡ Κυρίου περιστερά, ἡ κεχρυσωμένη τά μετάφρενα ψαλμικῶς, καί ἠργυρωμένας τάς πτέρυγας πλουτοῦσα, Χρυσή μου νεομάρτυς, σκέπε τούς δούλους σου.
Ὥσπερ καλλικέλαδος ἀηδών Χρυσή νεομάρτυς, ἐπί δένδρον τό τοῦ Χριστοῦ ὄνομα ἐφώνεις, λιγυρῶς καί ἐκεῖθεν, εἰς καλιᾶν ἀνέπτης τήν ἐπουράνιον.