13 Ιουλίου σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και μνήμη του Οσίου Στεφάνου του Αγιοσαββαΐτου και της Αγίας μάρτυρος Γολινδούχ
Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ
Να, συν τοις άλλοις, πως η Εκκλησία υμνεί τον αρχάγγελο Γαβριήλ σ’ αυτή τη γιορτή του:
«Θρόνω παριστάμενος τῆς τρισηλίου Θεότητας καὶ πλουσίως λαμπόμενος, ταὶς θείαις λαμπρότησι, ταὶς ἐκπεμπομέναις, ἀπαύστως ἐκεῖθεν, τοὺς ἐπὶ γῆς χαρμονικῶς, χοροστατοῦντας καὶ εὐφημούντας σέ, παθῶν ἀχλύος λύτρωσαι, καὶ φωτισμῶ καταλάμπρυνον, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρεσβευτὰ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων, τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς ἁγίας Παρθένου, Χαῖρε, προσφωνῶν αὕτη, ἡ κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σὲ ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ ἀεὶ μακαρίζαμεν»
Για ποιον λόγο γίνεται μνεία την Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, δεν γνωρίζουμε. Ίσως να συνδέεται με κάποια ευεργεσία του Αρχαγγέλου που ποίησε αυτή την ημέρα στους Χριστιανούς ή να συνδέεται με το γεγονός ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ήθελε να δείξει με αυτή την εορτή την αφοσίωση της στον Αρχάγγελο Γαβριήλ και αυτό ίσως να έγινε περί τον 9ο μ.Χ. αιώνα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Τῶν Οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγε, δυσωποῦμέν σε ἀεὶ ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, ἳνα ταῖς σαῖς δεήσεσι τειχίσης ἡμᾶς, σκέπη τῶν πτερύγων τῆς ἀΰλου σου δόξης, φρουρῶν ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοῶντας, Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχης τῶν ἄνω Δυνάμεων.
Αρχάγγελος Γαβριήλ
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀρχάγγελος, τῶν νοερῶν στρατιῶν, Τριάδος τὴν ἔλλαμψιν, καθυποδέχη λαμπρῶς, Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε, ὅθεν ἐκ πάσης βλάβης, καὶ παντοίας ἀνάγκης, σῷζε ἀπαρατρώτους, τοὺς πιστῶς σὲ τιμώντας, καὶ πόθω ἀνευφημούντας, τὰ σὰ θαυμάσια.
Τῶν σῶν ἀγαθῶν ὥσπερ οὐκ ἔχω κόρον,
Ὡς οὐδ’ ἑορτῶν, Γαβριὴλ Ἄρχων Νόων.
Τῇ δεκάτῃ δὲ τρίτῃ συναγήοχεν ὧδε Γαβριήλ.
Βίος του Αγίου Στεφάνου του Σαββαΐτου και θαυματουργού
Ο Άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης και θαυματουργός γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό της Παλαιστίνης το Αλ-Τζίλς, κατά το έτος 725 από Χριστού. Αξιώθηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής του να λάβη την πρέπουσα χριστιανική ανατροφή από τους δύο ευλαβείς γονείς του, τον Κήρυκο και την Σεργία. Μόλις στα εννέα του χρόνια ο μικρός Στέφανος έμεινε ορφανός. Τότε ανέλαβαν την προστασία του κάποιοι ευσεβείς και καλοί συγγενείς του.
Εκείνην ακριβώς την εποχή ζούσε και ένας θείος του, Ζαχαρίας ονόματι, ο οποίος είχε φήμη ενάρετου μοναχού στη Λαύρα του Οσίου Σάββα του Ηγιασμένου. Αυτός όταν έμαθε τα σχετικά με τον ανεψιό του έσπευσε στην πατρίδα του, ζήτησε και παρέλαβε τον Στέφανο μαζί με όλα τα υλικά αγαθά, που του είχαν αφήσει οι γονείς του.
Φθάνοντας ο Άγιος στο ασκητήριο του θείου του, με κάθε προθυμία και υπακοή έζησε δεκαπέντε χρόνια έγκλειστος καλλιεργώντας τον ένθεον έρωτα και εξασκούμενος στην αδιάλειπτο προσευχή. Είχε δοθεί στον πνευματικό στίβο εκουσίως με όλην του την καρδιά και διακαώς επιθυμούσε να μιμηθεί την αγγελική βιοτή του θείου του και των παλαιών οσίων ασκητών της ερήμου. Τότε ήταν που ο θείος του ανέλαβε την ηγουμενεία των Καστελλίων και της Μονής του Σπηλαίου, τα οποία έκτισε ο Άγιος Σάββας λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα από την Μεγάλη Λαύρα του.
Ο Στέφανος είχε μείνει μόνος του στο κελλί του θείου του, ο οποίος εντός ολίγου καιρού εκοιμήθη εν Κυρίω. Τότε ο μακάριος διεμοίρασε όλον τον υλικό πλούτο, που κατείχε και ελεύθερος πλέον από κάθε επίγειο φροντίδα ανεπτερώθη ολικώς προς τον ποθούμενον Χριστόν, μάλιστα αφ’ ότου αξιώθηκε να ενδυθή το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα. Θα ήταν τότε σε ηλικία 24 με 25 ετών.
Ως μοναχός ο θείος Στέφανος υπηρέτησε υποδειγματικά για οκτώ χρόνια σε διάφορα διακονήματα της Λαύρας. Εξασκώντας τελεία υπακοή και ταπεινοφροσύνη εργάστηκε κατά σειράν ως αρτοποιός, ξενοδόχος και ηγουμενιάρης (φροντιστής της κατοικίας του Ηγουμένου). Διακονούσε πάντοτε σιωπηλός, πρόθυμος και αδιαλείπτως προσευχόμενος. Στα 29 του χρόνια χειροτονήθηκε Διάκονος. Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στο ναό ως κανονάρχης επιβλέποντας ταυτόχρονα και την βιβλιοθήκη της Μονής.
Πληγωμένος ο όσιος από τον πόθο της ησυχίας δεν άργησε να αποσυρθή στο κελλί του προσερχόμενος στην Εκκλησία μόνον τα Σάββατα και τις Κυριακές. Αργότερα με ευλογία του Πατριάρχου απήλθε σ’ ένα μικρό ησυχαστήριο λίγο μακρύτερα της Λαύρας.
Είχε συνήθεια ο Άγιος να χωρίζη το έτος σε έξι τμήματα. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων εξερχόμενος από το κελλί του βάδιζε τριγύρω από την Νεκρά Θάλασσα. Ζούσε με μεγάλη εγκράτεια τρεφόμενος μόνο με χλωρά άκρα καλαμιών, καρδιές φοινίκων και σπανιώτερα με λίγα βρεγμένα κουκιά, όταν ένιωθε τελείως εξαντλημένος. Τα υπόλοιπα τρία χρονικά διαστήματα τα περνούσε μέσα στο κελλί του δεχόμενος και ωφελώντας πνευματικά όσους έρχονταν να ζητήσουν την συμβουλή του. Τότε και μόνον άνοιγε.
Όταν ο Άγιος έφθασε σε ηλικία πενήντα τριών ετών συναντήθηκε με ένα άλλον εξίσου μεγάλο ασκητή, τον αββά Μαρτύριο από τα Γέρασα, πέραν του Ιορδανού. Προσευχήθηκαν μαζί και συνομίλησαν πνευματικά μάλιστα ο Άγιος Στέφανος υπάκουσε στη συμβουλή του αββά Μαρτυρίου να μην ζη εντελώς ησυχαστικά, αλλά να δέχεται όσους έρχονταν να γίνουν μαθητές του.
Στην ώριμη αυτή του ηλικία και για την μεγάλη καθαρότητα της ζωής του αξιώθηκε να γίνει ιερεύς και λειτουργός του Υψίστου.
Ο Άγιος Στέφανος έλαβε και την προσωνυμία «θαυματουργός». Η Θεία Χάρις τον εκόσμησε με πολλά και έξοχα χαρίσματα. Ένα απ’ αυτά ήταν το της διδασκαλίας. Είχε προικισθεί επιπλέον με δύναμη κατά των πονηρών και ακαθάρτων πνευμάτων, προέλεγε τα μέλλοντα, φανέρωνε τα απόκρυφα, βάδιζε ακόμη και πάνω στα νερά της Νεκράς Θαλάσσης και του Ιορδανού. Άλλοτε πάλι, όποτε ο ίδιος είχε ανάγκη μα κρυφθή γινόταν αόρατος εν μέσω ανθρώπων που τον επιβουλεύονταν. Και του ιαματικού χαρίσματος δεν στερήθηκε ο μακάριος, αλλά πλήθος ασθενούντων ψυχή τε και σώματι θεράπευσε με την επίκληση και μόνο του ονόματος του Κυρίου. Αξίζει τέλος να αναφερθή η θαυμαστή οικειότητα του Όσίου με τα άγρια ζώα της ερήμου, των οποίων συχνά υπήρξε φίλος και τροφέας και σύνοικος.
Ή μακαρία κοίμηση του Αγίου Στεφάνου του Σαββαΐτου και θαυματουργού ήταν οσιακή και ειρηνική μέσα στο απέριττο ησυχαστήριο του. Ενώπιον πολλών Πατέρων και μαθητών του παρέδωσε στον Κύριο την αγγελική ψυχή του την νύκτα της Κυριακής του Θωμά προς την Δευτέρα του έτους 794 μ.Χ. Αυτή είναι και η ημέρα της ετήσιας μνήμης του, η οποία όμως μετετέθη δια την 13ην Ιουλίου .
Πηγή: ΤΑ ΜΥΡΙΠΝΟΑ ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. Έκδοσις Ιεράς Λαύρας Σάββα Του Ηγιασμένου, Αθήνα 2007
|
Βίος και Πολιτεία του Αγίου Στέφανου του Θαυματουργού (725-794), βιβλίο |
Αγία Μάρτυς Γολινδούχ
του Αρχιμ. Νικοδήμου Παυλόπουλου Καθηγουμένου Ι. Μ. Αγίου Ιγνατίου – Λειμώνος Λέσβου από το βιβλίο του «Εορτοδρόμιον»
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, μας φωτίζει ένα αστέρι από την ανατολή. Όπως οι Μάγοι εκ Περσίας είδαν τον αστέρα του τεχθέντος βασιλέως και σωτήρος του κόσμου Χριστού, έτσι και η αγία Γολινδούχ εκ της Περσίδος είδε το φωτεινόν άγγελο του Κυρίου περιελθούσα σε έκστασι, ο όποιος της έδειχνε το φωτεινό του παραδείσου τόπο, οπού ευφραίνονται οι δίκαιοι. Η μέχρι τότε πυρσολάτρισσα Γολινδούχ αισθάνθηκε ζωηρή την επιθυμία να μπη στον τόπον εκείνο «των μακάρων» και να απολαύση με όλο το χορό των δικαίων το φως και τη χαρά του Παραδείσου, άλλα επιχειρήσασα, εμποδίστηκεν από τον άγγελο του Κυρίου, ο όποιος της είπε: «εις τον τόπον ετούτον δεν δύνανται να εισέλθουν οι άπιστοι». Όταν η Γολινδούχ συνήλθεν από την έκστασι εβασάνιζε το μυαλό της για να βρη πιο άραγε να ήταν το μυστικό του οράματος νόημα. Και εκεί οπού εσκέπτετο θυμήθηκε κάποιον χριστιανό πού παλαιά της είχεν ειπεί ότι η μόνη αληθινή και σωτήρια θρησκεία είναι η ορθόδοξη χριστιανική. Αφού έφυγε δε ο φανατικός αστρολάτρης και αρχιμάγος σύζυγος της καθόταν στην πόρτα και «διελογίζετο εν εαυτή» πώς θα γινόταν να γνωρίση την αληθινή του Ναζωραίου θρησκεία για να σωθή. Και ώ του θαύματος! εκείνη τη στιγμή περνούσε από την πόρτα ο χριστιανός πού παλαιά της είχε πη ότι μόνη θρησκεία αληθινή είναι η χριστιανική. Τον εκάλεσε λοιπόν χωρίς φόβο και τον παρεκάλεσε να τη διδάξη το περιεχόμενο της αληθινής του πίστεως και εκείνος ο μακάριος την εδίδαξε με πολλά επιχειρήματα και αποδείξεις και όχι μόνο στο νου αλλά και στην καρδιά της και στο σώμα της επέτυχε την «εν Χριστώ, αναγέννησι» αφού εφρόντισε και για το βάπτισμά της και την μετωνόμασε Μαρία. Έτσι όλα άλλαξαν στη ζωή της, τίποτα πια κοσμικό και αίολο δεν την απασχολούσε. Και βέβαια ο άντρας της υποπτεύτηκε τη νέα κλήσι της και μάλιστα έψαξε και βρήκε ότι η Γολινδούχ, η γυναίκα του, είχε ένα κιβώτιο εικόνες χριστιανικές τις όποιες κρυφά από εκείνον τιμούσε και προσκυνούσε. Την ανέκρινε λοιπόν και εκείνη παρά το ότι ήξερε πόσον ήταν φανατικός δεν απέκρυψε την αλήθεια αλλά πέφτοντας στα πόδια του του ωμολόγησε ότι την πραγματική χαρά και το φως βρήκε κοντά στο Χριστό και τον θερμοπαρακαλούσε να ακολουθήση και εκείνος τα ίχνη του Εσταυρωμένου Λυτρωτή των ανθρώπων Ελλήνων και Περσών. «Εκμανείς» όμως ο σύζυγος της την εγρονθοκόπησε και αμέσως την παρέδωσε στην περσική δικαιοσύνη η οποία «πάραυτα» την εδίκασε και την κατεδίκασε σε δεκαοχτώ χρόνια φυλάκισι στο φρούριο της Λήθης. Αγόγγιστα η αγία δέχτηκε την απόφασι του δικαστηρίου και δοξάζουσα το Θεό, περνούσε τις ήμερες της φυλακισμένη στο φρούριο της λησμοσύνης, οπού όλοι οι βαρυποινίτες καταδικαζόταν σε φυλάκισι. Άλλα «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», και εκεί στο φρούριο της Λήθης έβρισκε την ευκαιρία η άγια Γολινδούχ η μετονομασθείσα Μαρία να διδάσκη και να δρα χάριν της αγάπης του Χριστού. Όλοι οι βαρυποινίτες μακρυά από τον κόσμο και τις φευγαλέες χαρές και απολαύσεις του είχαν έτοιμες και ορθάνοιχτες τις ψυχές τους για να δεχτούν το βάλσαμο και την παρηγοριά, την ανάπαυσι και τη γαλήνη πού προσφέρει στις ταραγμένες ψυχές ο λόγος και η διδασκαλία του Χριστού. Και πάμπολλοι επίστεψαν και έγιναν χριστιανοί. Και αφού πέρασαν τα δεκαοχτώ χρόνια και θα έπρεπε να ελευθερωθή η αγία, νέα κατηγορία την καταδίκασε σε φοβερώτερο μαρτύριο. Την κατάγγειλαν ότι προσηλύτιζε στο χριστιανισμό και έτσι την έρριξαν σε ένα βαθύ ξεροπήγαδο οπού ελλώχευεν ένα άγριο θεριό για να κατασπαράζη κάθε θύμα πού θα του έρριχναν. Άλλα όπως ο Δανιήλ ημέρωσε τους λέοντες στο λάκκο έτσι και η Γολινδούχ εξημέρωσε τον δράκοντα ο όποιος αναπαυόταν επάνω στα πόδια της ακουμπώντας το σαρκοβόρο και τρομαχτικό κεφάλι. Την έβγαλαν λοιπόν από το λάκκο και την εμαστίγωσαν αλύπητα μέχρι πού αίμα έτρεχε ποταμηδόν από τους μαστούς της, και αφού θαυματουργικά έγινε καλά την έρριξαν σε ένα καταγώγιο της διαφθοράς για να προσβάλουν την αγνότητα της, εκδικούμενοι το κήρυγμα της ότι τα σώματα των ανθρώπων είναι ναός του αγίου Πνεύματος και οποίος φθείρει το ναό του αγίου Πνεύματος θα τον καταστρέψη ο Θεός. Επρόσταξαν μάλιστα σαρκολάτρες και αναίσχυντους τύπους να πάνε να της κλαίψουν το μεγάλο της αγνότητος της θησαυρό. Κάθε ένας όμως πού ερχόταν να την ατιμάση «αορασία επατάσσετο» και δεν έβλεπε να βρη την αγία του Χριστού νύμφη, με αποτέλεσμα να μείνη η αγία απρόσβλητη ασινής και αλώβητη. Πλην οι δήμιοι της ούτε και εκεί συγκινήθηκαν, γι΄ αυτό και τον αποκεφαλισμό της αποφάσισαν και την παρέδωκαν στο δεσμοφύλακα. Και πάλιν όμως η άγια εθαυματούργησεν. Άγγελος Κυρίου ήλθε και τα δεσμά της έλυσε — κι ο δεσμοφύλακας τότε επίστεψε — και έτσι ελεύθερη η άγια έφυγε και πήγε στα Ιεροσόλυμα για να προσκύνηση εκεί «ου έστησαν οι πόδες του Κυρίου». Εκεί συνάντησε και τους Μονοφυσίτες οπαδούς του Σεβώρου αλλά κατά θεία αποκάλυψι δεν ήλθε σε θρησκευτική κοινωνία μαζί τους. Ο δε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων θαυμάζοντας την αγιότητα της την εφιλοξένησε στο πατριαρχείο και την προέπεμψε με τιμές για να έλθη και στην Κωνσταντινούπολι στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο το 602. Στο ταξίδι της όμως με μια μικρήν ασθένεια απέθανε και αναπαύτηκε κοντά στον Κύριο υστέρα από τα πολυώδυνά της βάσανα.
Πηγή: http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3842&Itemid=1