12 Μαρτίου μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου , πάπα Ρώμης και του Οσίου Θεοφάνους του Ομολογητού , του εν Συγγριανή
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 11 Μαρτίου 2024
΄Αγιος Γρηγόριος ο Διάλογος , πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 540 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὴ Ρώμη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527 – 565 μ.Χ.). Ὀνομάσθηκε δὲ Διάλογος, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔγραψε μὲ διαλογικὸ τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γορδιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Συλβία. Τόσο οἱ γονεῖς του ὅσο καὶ οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ πατέρα του, ἡ Ταρσίλα καὶ ἡ Αἰμιλιανή, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ ἐπέδρασαν εὐεργετικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Γρηγορίου. Ὡς γόνος πλούσιας οἰκογένειας ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλὴ μόρφωση, ἰδιαίτερα στὴ νομική. Βέβαια ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ ὄπου ἡ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὴ Ρώμη εἶχε σβήσει. Ὁ Γρηγόριος μᾶλλον ἦταν κάτοχος μόνο τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονὸς ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μελετήσει τὴν πλούσια θεολογικὴ γραμματεία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
Περὶ τὸ ἔτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ (565 – 576 μ.Χ.) στὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτορος τῆς πόλεως τῆς Ρώμης. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα στὴν θέση αὐτή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του διέθεσε τὸ μέγιστο μέρος τῆς περιουσίας ποὺ κληρονόμησε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα καὶ στὴν ἵδρυση μονῶν. Ἵδρυσε ἕξι μοναστήρια στὴ Σικελία καὶ περὶ τὸ ἔτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε τὴν οἰκία του στὴν Ρώμη σὲ μοναστήρι ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχὸς αὐτῆς τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενός της. Στὸ μοναστήρι ζοῦσε μία πολὺ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων.
Δὲν ἔμελλε ὅμως νὰ παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ στὴ μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ ἔτος 579 μ.Χ. ἐστάλη στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀποκρισιάριος, δηλαδὴ ἀντιπρόσωπος, τοῦ Πάπα Ρώμης. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὸν συνόδευσαν ἀπὸ τὴν Ρώμη, ζοῦσε μοναστικὴ ζωή. Εἶχε ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ συνάψει γνωριμίες μὲ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, μὲ τὰ ὁποία διατήρησε ἀλληλογραφία μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦταν ἡ Θεοκτίστη, ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.), ὁ πατρίκιος Ναρσής, ὁ ἰατρὸς τοῦ αὐτοκράτορα Θεόδωρος κ.ἄ. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπίσης, γνώρισε τὸν Ἐπίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο, ὁ ὁποῖος ταξίδευε κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε ἀδελφικὴ φιλία καὶ ἀλληλογραφία στὰ κατοπινὰ χρόνια.
Περὶ τὸ ἔτος 586 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος μετακαλεῖται στὴν Ρώμη. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι μὲ τὴν ἐπανάκαμψή του στὴν Ρώμη ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι του καὶ τότε ἦταν ποὺ ἔγινε ἡγούμενός του. Μία ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Ρώμη δὲν ἐπέστρεψε στὴ μονή, ἀλλὰ ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμβουλος τοῦ Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἡγούμενος πρὶν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴ ἀποστολή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ ἔτος 590 μ.Χ. ὁ Πάπας Πελάγιος Β’ ἀσθένησε ἀπὸ ἐπιδημικὴ ἀσθένεια καὶ πέθανε. Παρὰ τὸ ὅτι τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης ζητοῦσαν τὸν Γρηγόριο γιὰ Ἐπίσκοπό τους μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Πελαγίου Β’, ἡ ἀπροθυμία τοῦ ἰδίου νὰ ἀνέλθει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦταν ἔκδηλη. Ἡ στάση του αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ πεποίθηση ὅτι οἱ δικές του δυνάμεις δὲν ἦταν ἐπαρκεῖς γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ραβέννας Ἰωάννης μὲ ἐπιστολή του τὸν ἔψεξε γιὰ τὴν διστακτικότητά του αὐτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ τὴν συγγραφὴ μιᾶς ὁλόκληρης πραγματείας γιὰ τὸ βαρυσήμαντο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γιὰ τὰ προσόντα ποὺ αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ μία ἀπολογία τοῦ Γρηγορίου σχετικὰ μὲ τοὺς ἐνδοιασμούς του νὰ ἀναλάβει τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Ὁ Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἔντονους προσωπικούς του ἐνδοιασμούς, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης ὡς Πάπας Γρηγόριος Α’. Ἡ κατάσταση ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἦταν πολὺ δυσχερής. Ἀφ’ ἑνὸς ἡ ἐπιδημία λυμαινόταν τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφ’ ἑτέρου μία φοβερὴ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη εἶχε καταστρέψει σημαντικὸ ἀριθμὸ περιουσιῶν καὶ σιτηρῶν. Σημαντικότερο ἀκόμη πρόβλημα ἦταν ἡ παρουσία τῶν Λομβαρδῶν ὡς εἰσβολέων στὴν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Βόρειας Ἰταλίας καὶ μεγάλο μέρος τῆς Νότιας Ἰταλίας. Οἱ Λομβαρδοὶ ἦταν αἰτία συνεχοῦς ἀναστατώσεως στὴν Ἰταλία καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσική), τὰ ὁποία ἀνῆκαν στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐποπτεύονταν ἀπὸ τὸν ἔξαρχο τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Ραβέννα.
Μὲ τὴν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ὁ Γρηγόριος ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ποιμνίου του καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της. Φρόντισε μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὴ Ρώμη καὶ μερίμνησε μὲ ἐπιτυχία γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἀγγλοσαξόνων, ἀποστέλλοντας στὴ Βρετανία ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁμάδα σαράντα μοναχῶν, ὡς ἱεραποστόλων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Αὐγουστίνο τῆς Καντουαρίας. Ἐπίσης ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀξιοποίηση, τὴν ὀργάνωση τῆς καλλιέργειας καὶ τὴν ὀρθὴ διάθεση τῶν προσόδων τῶν γαιῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐπέμενε νὰ δίνει ὁδηγίες στοὺς κατὰ τόπους ὑπευθύνους τῶν παπικῶν κτημάτων νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἀδικίας καὶ παράνομου πλουτισμοῦ στὸ διαχειριστικό τους ἔργο.
Ὁ Ἅγιος προσκαλοῦσε κατὰ διαστήματα τοὺς πιὸ πτωχοὺς τῆς πόλεως καὶ ἔτρωγε μαζί τους. Κάποτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔλθουν στὴν Ἐπισκοπὴ δώδεκα πτωχοί, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει φαγητό. Τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς προσκεκλημένους καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν διαφορετικὸς στὴν ὄψη. Εἶχε πρόσωπο φωτεινὸ καὶ πότε ἔμοιαζε μὲ γέροντα στὴν ἡλικία, πότε μὲ νέο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφυγαν, τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου. Σὲ ἔχω ἐπισκεφθεῖ καὶ ἄλλη φορά, ὅταν ἤσουν μοναχὸς καὶ μοῦ ἔδωσες ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ δοκιμάσει τὴν προαίρεσή σου καὶ μὲ τὸ παράδειγμά σου νὰ διδάξει καὶ ἄλλους. Μάλιστα, ἀπὸ τότε ἔλαβα ἐντολὴ νὰ εἶμαι πάντα μαζί σου, γιὰ νὰ σὲ προστατεύω. Ὅτι θελήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ τὸ πεῖς καὶ θὰ τὸ μεταφέρω».
Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη ἦταν ὁ μόνος Πατριαρχικὸς θρόνος σὲ ὅλη τὴ Δύση, ὁ Γρηγόριος προσπαθοῦσε νὰ ἐπιλύσει κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὸ πολλαπλὰ προβλήματα ποὺ παρουσίαζαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας, τῆς Ἱσπανίας καὶ τῆς Βρετανίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει, ἦταν τὸ σχίσμα τῶν Ἐπισκόπων τῆς Λιγουρίας, τῆς Ἰστρίας καὶ τῆς Βενετίας, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονταν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. Ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος ἦταν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶχε καταδικάσει ὡς νεστοριανικὰ τὰ γνωστὰ ὡς «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τὰ ἔργα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατὰ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς Μάριν τὸν Πέρση. Οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι θεωροῦσαν ὅτι ἡ καταδίκη αὐτὴ προωθοῦσε ἕνα συμβιβασμὸ μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, ἀναιρώντας ἔτσι τὴν πίστη τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ. Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις της, εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων», οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι εἶχαν διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τους μὲ τὴν Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος προσπάθησε ἐπανειλημμένως νὰ πείσει τοὺς διαφωνοῦντες Ἐπισκόπους ὅτι ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Πραγματικὰ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη μερικῶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἔγινε μετὰ τὴν κοίμησή του.
Στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προκλήσεων τῶν Λομβαρδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ρώμη, ὁ Γρηγόριος, παρὰ τῆς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του, δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ λάβει βοήθεια γιὰ ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο καὶ ἀπὸ τὸν Βυζαντινὸ ἔξαρχο τῆς Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σὲ δεινὴ θέση, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Λομβαρδοὺς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει σὲ διαφορετικὰ μέτωπα τοὺς Πέρσες, τοὺς Σλάβους, τοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς Μαυρούσιους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος πολιτικὴ πρωτοβουλία καὶ νὰ συνάψει συνθήκη μὲ τοὺς Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ἕνα μεγάλο ποσὸ χρημάτων καὶ δίνοντας σὲ αὐτοὺς ἐτήσιο φόρο πολυτελείας.
Εἶναι πράγματι λυπηρὸ τὸ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀδυνατοῦσε νὰ προασπίσει ἀποτελεσματικὰ τὶς δυτικὲς κτήσεις της στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Αὐτὸ εἶχε ὀδυνηρὲς συνέπειες τόσο γιὰ τὴν Πολιτεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Λατῖνοι βυζαντινοὶ ὑπήκοοι σταδιακὰ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσει, οἱ δυτικὲς κτήσεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν βαρβαρικῶν φύλων, ἐνῷ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀνέλαβε πολιτικὲς ἐξουσίες, συνεργάστηκε μὲ τοὺς ἡγεμόνες τῶν βαρβαρικῶν φύλων καὶ σταδιακὰ ἔγινε ὁ ἴδιος κοσμικὸς ἄρχοντας.
Βέβαια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν φέρει καμία εὐθύνη γιὰ τὴν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐξέλιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου σὲ κοσμικὴ ἐξουσία, οὔτε γιὰ τὴν συνεργασία μεταγενέστερων παπῶν μὲ τοῦ Φράγκους. Ὁ ἴδιος ἔκανε αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καθῆκον καὶ ὑποχρέωσή του γιὰ τὴν προάσπιση τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς πατρίδος του στοὺς χαλεποὺς ἐκείνους καιρούς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μπορεῖ σὲ ὁρισμένα θέματα νὰ διαφωνοῦσε μὲ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ αὐτὸ συνέβαινε συχνότατα καὶ μὲ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ὅμως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ γραπτὰ κείμενά του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πιστὸ ὑπήκοο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε τὴν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καὶ συμβούλευε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀναπέμπουν προσευχὲς γι’ αὐτόν.
Ὡς συγγραφέας ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διακρίθηκε κυρίως στὴ συγγραφὴ ἐξηγητικῶν καὶ ἠθικοπρακτικῶν ἔργων. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ποιμαντικὸ Κανόνα, συνέγραψε Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰὼβ ἢ Ἠθικά, σαράντα Ὁμιλίες σὲ εὐαγγελικὲς περικοπὲς καὶ εἴκοσι δύο Ὁμιλίες στὸν Προφήτη Ἰεζεκιήλ, ὅπως ἐπίσης τὸ ἔργο Βιβλία δ’ διαλόγων περὶ τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων Ἰταλιωτῶν πατέρων καὶ περὶ αἰωνιότητος τῶν ψυχῶν.
Στὸν Ποιμαντικὸ Κανόνα ἐκτίθενται ὑπὸ μορφὴ διαλόγου μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ διακόνου Πέτρου βίοι Ἁγίων, θαύματα, ἐμφανίσεις κεκοιμημένων, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς καὶ ἄλλα. Ἀσχολήθηκε, ἐπίσης, μὲ τὴ συγγραφὴ λειτουργικῶν ὕμνων καὶ εὐχῶν. Σὲ αὐτὸν ἀποδίδονται ἕνα εἴδος λειτουργικοῦ ἐγχειριδίου καὶ ἕνα βιβλίο μὲ ὕμνους τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀκόμη μία παράδοση ἀποδίδει στὸν Γρηγόριο τὴ συγγραφὴ τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων. Σώζεται, ἐπίσης, μεγάλος ἀριθμὸς Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, στὶς ὁποῖες παρουσιάζεται τόσο ἡ εὐλάβεια καὶ τὸ ἦθος τοῦ ἀνδρὸς ὅσο καὶ ἡ ἀκαταπόνητη ἐπισκοπικὴ δραστηριότητά του.
Στὸ ὅλο γραπτὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου δύο εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ παρουσιάζουν σημαντικὲς θεολογικὲς ἀδυναμίες. Κατ’ ἀρχὴν στὸ ἔργο Διάλογοι ἀναπτύσει τὴν περὶ καθαρτηρίου πυρὸς δοξασία. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν μετὰ θάνατον οἱ ψυχὲς ποὺ βαρύνονται μὲ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα ἢ μὲ ἐπιτίμια ποὺ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἐκτελέσουν ὅσο βρίσκονταν ἐν σώματι, ὑφίστανται μιὰ δοκιμασία πρόσκαιρων ποινῶν ὑπὸ τύπον ἠθικῆς καθάρσεως καὶ συγχωρήσεως. Ἡ δοξασία αὐτὴ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια ὡς πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ ἑξῆς:
α) Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος παρουσιάζει τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ὄχι μέσα στὰ πλαίσια μιᾶς θεολογικῆς πραγματείας, ἀλλὰ μέσα σὲ ἕνα πολὺ ἐκλαϊκευμένο βιβλίο ἐντυπωσιακῶν διηγήσεων, θαυμάτων καὶ ὁραμάτων. Σὲ τέτοιου εἴδους κείμενα δὲν μποροῦμε νὰ ἀναζητοῦμε αὐστηρὴ θεολογικὴ ἀκρίβεια.
β) Ἡ δοξασία γιὰ τὸ καθαρτήριο πῦρ ἔχει ἐρείσματα στὴ λατινικὴ χριστιανικὴ γραμματεία ποὺ προηγήθηκε τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν στὶς Πράξεις τῶν Ἁγίων Περπέτουας καὶ Φιλικητάτης, στὸν Τερτυλλιανό, στὸν Ἅγιο Κυπριανὸ Καρθαγένης καὶ στὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο. Μπορεῖ βέβαια οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς νὰ μὴν εἶναι διεξοδικές, εἶναι ὅμως πολὺ πιθανὸ ὅτι πάνω σὲ αὐτὲς ἐστηρίχθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.
Ἕνα δεύτερο προβληματικὸ σημεῖο στὸ γραπτὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ἡ ἐκ μέρους του ὑποστήριξη τῆς ἐσφαλμένης ἀντιλήψεως ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης δικαιοῦται στὴν Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία ὄχι ἁπλῶς πρωτεῖο τιμῆς ἀλλὰ πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀφοῦ κατέχει τὸ θρόνο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος – κατὰ τὴν ἄποψη αὐτὴ – ἦταν κορυφὴ τῶν Ἀποστόλων καὶ στὸν ὁποῖο ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὴ φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας Του. Σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία αὐτὴ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ στὰ πρόσωπα τῶν διαδόχων του, δηλαδὴ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, καὶ νὰ ἀσκεῖ τὴ δικαιοδοσία του σὲ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ἐκκλησία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ ἀπόδοση στὸν Ἀπόστολο Πέτρο ἑνὸς ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἀνυπόστατου ρόλου, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ἐκκλησιολογικὰ ἀδικαιολόγητη παραδοχὴ τοῦ Πάπα Ρώμης ὡς ἐνσαρκωτὴ καὶ συνεχιστὴ τοῦ ρόλου αὐτοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ἡ ἄποψη περὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης δὲν ἀποτελεῖ ἐπινόηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Τὴν ἐκληρονόμησε ἀπὸ προγενέστερούς του καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τοὺς Πάπες Γελάσιο Α’ (492 – 496), Λέοντα Α’ (440 – 461) καὶ Ὁρμίσδα (514 – 523). Αἰῶνες μετὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο ἡ θεωρία αὐτὴ ἐξελίχθηκε σὲ μείζονα θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παρέκκλιση.
Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν παπικὸ θρόνο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς τὴν καθιερωμένη ὁμολογία πίστεως, ἀναγράφοντας τὴ σειρὰ τῶν Πατριαρχείων, ὅπως αὐτὴ καθορίσθηκε μὲ βάση τὰ πρεσβεῖα τιμῆς. Δηλαδή, ἔθεσε πρῶτα τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ κατόπιν τοὺς θρόνους Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Αὐτὸ δηλώνει ὅτι δεχόταν τὰ πρεσβεῖα τιμῆς ποὺ ἀποδόθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄνθρωπος ταπεινοῦ φρονήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποδεχόταν χωρὶς κριτικὴ ἐξέταση τὴ θεωρία περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὁ ἴδιος ἀρνιόταν κατηγορηματικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν τίτλο τοῦ «οἰκουμενικοῦ πάπα», τὸν ὁποῖο τοῦ πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐλόγιος (579/580 – 607 μ.Χ.) καὶ μὲ εἰλικρίνεια προτιμοῦσε τὸν τίτλο «δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τόνιζε μάλιστα ἐμφαντικὰ – καὶ ἐν πολλοῖς τὸ ἀποδείκνυε στὴν πράξη – ὅτι σεβόταν τὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε ἀπὸ ἀρθριτικὴ νόσο, τὸ ἔτος 604 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε· τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας τὴν κιθάραν τὴν θεόπνευστον
Καὶ τῆς σοφίας γλῶσσαν ὄντως τὴν θεόληπτον
Τὸν Διάλογον ὑμνήσωμεν ἐπαξίως·
Ἀποστόλων γὰρ τὸν ζῆλον μιμησάμενος
Ἠκολούθησε σαφῶς αὐτῶν τοῖς ἴχνεσι·
Τούτῳ λέγοντες, χαίροις Πάτερ Γρηγόριε.
Μεγαλυνάριον.
Νᾶμα θεηγόρε ζωοποιόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, ἀρυσάμενος μυστικῶς, βλύζεις ἐκ χειλέων, ὡς ὕδωρ ἀφθαρσίας, τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν, Πάτερ Γρηγόριε.
Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής
«Ο όσιος Θεοφάνης είχε πατέρα τον ηγεμόνα Ισαάκ και μητέρα τη Θεοδότη. Πέθανε ο πατέρας του, οπότε τον ανάθρεψε μόνη η μητέρα του. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα, κι έζησε μαζί της οκτώ χρόνια, έχοντας και οι δύο πλούτο πολύ. Ο όσιος έχοντας ως σύμβουλο έναν υπηρέτη του, είχε μεγάλο πόθο να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Όταν πέθανε και η μητέρα του, που του άφησε άπειρο πλούτο, ο πεθερός του τον εκβίαζε να εκπληρώσει ό,τι είχε κανονιστεί για τον γάμο. Πράγματι, ήλθε η ημέρα του γάμου, ετοιμάστηκε ο νυφικός κοιτώνας, ψάλθηκε ο γάμος και εκτελέστηκαν όλα τα σχετικά. Όταν όμως ήλθε η ώρα να μείνει μόνο το ζευγάρι, ο Θεοφάνης φανέρωσε τους κρυφούς λογισμούς του περί της αφιερώσεώς του στον Θεό στη νέα, η οποία και συγκατατέθηκε, με τη διαβεβαίωση ότι αυτό που εκείνος προτίθεται να κάνει, το ίδιο θα κάνει και εκείνη με προθυμία. Ο Θεοφάνης όταν άκουσε τον λόγο της γυναίκας του, ευχαρίστησε τον Θεό. Κι από τότε λοιπόν και οι δύο έκαναν τις ημερήσιες και νυκτερινές προσευχές τους.
Έμαθε τα παραπάνω ο Λέων, ο δυσσεβής βασιλιάς, όπως και ο πεθερός του, και προσπάθησε να εμποδίσει τους νέους από το σκοπό τους. Γι’ αυτό και έστειλε τον όσιο ο βασιλιάς για να βοηθήσει στην ανέγερση του Κάστρου της Κυζίκου, το οποίο κτιζόταν τότε. Απήλθε πράγματι ο τίμιος νέος, και με έξοδα δικά του έφερε σε πέρας την υπηρεσία του κυρίαρχου. Στο εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του Θεοφάνη, ο θηριώνυμος βασιλιάς και ο πεθερός του έφυγαν από τη ζωή, οπότε ελευθερώθηκε όχι μόνο ο νέος, αλλά και όλη η οικουμένη, καθώς διαδέχτηκε την εξουσία η Ειρήνη.
Επειδή όλα έγιναν όπως τα είχε στο νου του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και τους ενδεείς και απελευθέρωσε τους υπηρέτες του. Στη δε τίμια σύζυγό του έδωσε πολλά χρήματα και την οδήγησε στη Μονή του Πρίγκιπα να γίνει μοναχή, η οποία ονομάστηκε Ειρήνη αντί Μεγαλώ. Ο ίδιος δε πρόσφερε στον Κύριο τον εαυτό του και ιερουργούσε στη Μονή που βρισκόταν στο όρος των Σιγγρανικίων και που λεγόταν Πολυχρόνια. Όταν έγινε μοναχός, δεν καταδέχτηκε καθόλου να έχει κάποια εξουσία, αλλά καθόταν ησυχάζοντας στο κελλί του, έβγαζε τα της τροφής του με τα χέρια του καλλιγραφώντας, κι έμεινε εκεί στο κελλί για έξι χρόνια. Μετά από αυτά, αναχώρησε από εκεί και πήγε στο Νησί που λεγόταν Καλώνυμος, στο οποίο και έφτιαξε μοναστήρι, αλλά και πάλι επέστρεψε στο όρος της Σιγγριανής. Σε ηλικία πενήντα ετών ασθένησε από λιθίαση της κύστης με συμπτώματα νεφρικής ανεπάρκειας. Από αυτό το δύσκολο νόσημα έμεινε για πάντα κλινήρης και ακίνητος.
Ύστερα από αυτά έγινε βασιλιάς ο Λέων ο Αρμένιος. Αυτά όμως που του συνέβησαν τα γνωρίζουν όλοι. Τότε δηλαδή ο ανόητος και ανόσιος έστειλε ανθρώπους του προς τον άνθρωπο του Θεού, λέγοντας του: έλα, προσευχήσου για εμάς, διότι εκστρατεύω κατά των βαρβάρων. Ο όσιος λοιπόν επειδή δεν μπορούσε να κινηθεί, μετατέθηκε με άμαξα σε πλοίο και οδηγήθηκε προς τη Βασιλεύουσα. Και ναι μεν τη δυσειδή όψη του τύραννου δεν είδε, του έστειλε όμως εκείνος μήνυμα, λέγοντάς του: Αν δεχτείς την παράκλησή μου, θα δώσω και σε εσένα και στο Μοναστήρι σου πολλά αγαθά. Αν όχι, θα σε τιμωρήσω κρεμώντας σε σε ξύλο, έτσι ώστε να φοβηθούν και οι άλλοι. Ο δε ομολογητής είπε: Μην αδειάσεις τους θησαυρούς των δωρεών σου, και το ξύλο της αγχόνης ή και τη φωτιά, ετοίμασέ τα σήμερα. Διότι εγώ αυτό επιθυμώ για την αγάπη του Χριστού μου.
Τα άκουσε αυτά ο αναιδής και τον παρέδωσε στον τότε πατριάρχη, τον Ιωάννη τον Μάντη, ο οποίος καυχιόταν για τη δύναμη των λόγων του και ήταν γεμάτος από το μίσος των εικονομάχων απέναντι στους ορθοδόξους. Πίστευε δηλαδή ο Λέων ότι με τις σοφιστείες του πατριάρχη θα αλλάξει το φρόνημα του οσίου. Πράγματι ο όσιος αφού οδηγήθηκε στη Μονή των Σεργίου και Βάκχου, που βρισκόταν δίπλα από το παλάτι, ήλθε σε αντιπαράθεση λόγων προς τον Μάντη, τον νίκησε, τον κατέπληξε με την υπάρχουσα σοφία του, του έδειξε το αμετάθετο της γνώμης του και τον έστειλε ντροπιασμένο στον μανιώδη τύραννο, με την εντύπωση για τον δειλό του αγροίκου μάλλον παρά του ρήτορα. Ο Μάντης τότε ανήλθε προς τον βασιλιά και του είπε: Βασιλιά, είναι πιο εύκολο να μαλάξεις το σίδερο με το κερί παρά να μεταπείσεις τον άνδρα αυτόν προς το θέλημά σου.
Μόλις άκουσε αυτά ο τύραννος, τον στέλνει στα ανάκτορα του Ελευθερίου και τον φυλακίζει σε ένα σκοτεινότατο οίκημα, βάζοντας και φρουρούς, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διακονήσει. Έμεινε έτσι δύο χρόνια, πιεζόμενος από θλίψεις και στενοχώριες, αλλά ακόμη κι έτσι ντρόπιασε τον τύραννο. Επειδή όμως αναγκαζόταν καθημερινά να υποκύψει στο θέλημα του βασιλιά και δεν υποχωρούσε, εξορίζεται στη νήσο της Σαμοθράκης. Αυτή όμως η εξορία του έφερε γρήγορα τον θάνατό του. Διότι μετά από είκοσι τρεις ημέρες στη Νήσο κοιμήθηκε εκεί κι επήγε όσια και ειρηνικά στον Κύριο. Τι πρέπει πια να πούμε για το πόσες πολλές ευλογίες γέμισε τον τόπο και για το πόσες θεραπείες αξιώθηκε να δεχτεί ο χώρος εκείνος;»
Ο άγιος Θεοφάνης είναι ο υμνογράφος του συνονόματού του οσίου Θεοφάνη. «Θεοφάνης μέλπει σε τον Θεοφάνην» είναι μάλιστα η ακροστιχίδα του κανόνα του προς τον όσιο. Και θεωρεί υποχρέωσή του, μένοντας έκπληκτος και με θαυμασμό μπροστά στην αγιότητα του ομωνύμου του οσίου, να ζητήσει τη χάρη εκείνου, προκειμένου και ο ίδιος να κάνει πράξη ό,τι μόνον επιτελεί στα λόγια. Ο οίκος του κοντακίου είναι κατεξοχήν ενδεικτικός αφενός της αγιότητας του οσίου Θεοφάνη, αφετέρου της ταπείνωσης του υμνογράφου αγίου Θεοφάνη, που αναγνωρίζει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του μπροστά στο ύψος του εγκωμιαζομένου οσίου. «Χωρίς να προτιμήσεις τίποτε επίγειο, ακολούθησες με χαρά τον Χριστό που σε καλούσε. Κι έλαβες τον ζυγό Του στους ώμους σου πρόθυμα και έτσι βρήκες ανάπαυση στην ψυχή σου. Αυτήν την ανάπαυση στείλε την και σε εμένα τον πτωχό και ράθυμο, ο οποίος έχω λόγια αλλά καθόλου πράξη, μένοντας προσκολλημένος στα πράγματα του βίου. Θαυμάζω όμως σε εσένα πώς απομακρύνθηκες από όλα και στερήθηκες και τη γυναίκα σου και τον πλούτο σου» («Επί της γης μηδέν προτιμήσας, ηκολούθησας χαίρων των καλούντί σε Χριστώ∙ και τον ζυγόν αυτού έλαβες επί των ώμων των σων προθύμως, και ανάπαυσιν εύρες τη ψυχή σου, ην περ καμοί τω πτωχώ και ραθύμω κατάπεμψον τω λέγοντι, και μηδόλως εκτελούντι, αλλ’ έτι σχολάζοντι εν τοις του βίου πράγμασι, και θαυμάζοντι, πώς πάντα έφυγες, συμβίου και πλούτου στερούμενος»). Και μπορεί βεβαίως η ταπείνωση του αγίου υμνογράφου να τον κάνει να έχει αυτήν τη αίσθηση της μικρότητάς του, μας διδάσκει όμως ότι τους αγίους μας, αν δεν μπορούμε επακριβώς να τους μιμηθούμε, τουλάχιστον πρέπει να τους θαυμάζουμε, ώστε αυτών τη ζωή να προβάλλουμε ως μέτρο και όχι τη δική μας εμπάθεια. Κάτι παρόμοιο δηλαδή που λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο οποίος γράφοντας για παράδειγμα για την αρετή της ταπείνωσης σημειώνει ότι μπορεί να μην έχουμε φτάσει στο ύψος της, όμως τουλάχιστον πρέπει να την επαινούμε.
Ο υμνογράφος λοιπόν επαινεί τον όσιο Θεοφάνη για την πιστότητά του στην ακολουθία του Χριστού. Αν δηλαδή ο όσιος άγιασε, ήταν γιατί τον Χριστό προσπάθησε να ακολουθήσει, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη του προς Εκείνον. Πράγματι, επανειλημμένως αναφέρεται στη σφοδρή σαν φωτιά πίστη στον Χριστό του οσίου, και τον βαθύ έρωτά του προς Εκείνον, που τον έκανε να καταφρονήσει κάθε πόθο για τα πράγματα του κόσμου. «Επακολούθησες τα ίχνη του ενανθρωπήσαντος Θεού, Πάτερ, γιατί φλογίστηκες από την πίστη Του» («Θεού του σαρκί φανέντος ίχνεσιν επηκολούθησας, τη ευσεβεία, Πάτερ, πυρωθείς») (ωδή α΄). «Θέλχθηκες από τον ποθεινότατο έρωτα του Δεσπότη σου Χριστού, γι’ αυτό και καταφρόνησες κάθε κοσμικό πόθο» («Εθέλχθης ποθεινοτάτω έρωτι τω του Δεσπότου σου, καταφρονήσας πόθου κοσμικού») (ωδή α΄). Κι είναι μία αλήθεια που επανειλημμένως μας θυμίζει η Εκκλησία μας: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος άνθρωπος να ξεπεράσει τη γοητεία και τις παγίδες που στήνει ο κείμενος εν τω πονηρώ κόσμος, παρά μόνον αν γοητευθεί από κάτι ισχυρότερο. Και το μόνο ισχυρότερο, που δίνει ώθηση απεμπλοκής και από τα υπάρχοντα μέσα μας πάθη, είναι η αγάπη του Χριστού. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» σαλπίζει αξιωματικά ο απόστολος Παύλος. Μόνον με το αγαθό νικιέται το κακό. Διαφορετικά, αν πιστεύει κανείς ότι μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιων ωραίων φιλοσοφιών μπορεί να νικήσει τα πάθη του, είναι πολύ γελασμένος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είναι ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, ο οποίος επιβεβαιώνεται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και πλέον στη ζωή των συνεπών πιστών.
Ο άγιος υμνογράφος δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί και στον αγώνα της Εκκλησίας της εποχής του οσίου Θεοφάνη: κατά των αιρετικών εικονομάχων και στη δίωξη που υπέστη από αυτούς. Ο όσιος Θεοφάνης λοιπόν υπήρξε ομολογητής και για τη σθεναρή στάση του απέναντι στους κρατούντες τότε αιρετικούς. Υπέστη βάσανα, φυλακίσεις, εξορία. Στην εξορία μάλιστα άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο υμνογράφος μας όμως μας θυμίζει μία αλήθεια στο θέμα των εικόνων, που όταν βρίσκεται σε παρόμοια περίπτωση αγίων, αρέσκεται στην προβολή της. Ο εορταζόμενος όσιος προσκυνούσε τις εικόνες, και μάλιστα του Δεσπότη Χριστού, γιατί ο ίδιος είχε αναστηλωμένη την εικόνα Του στην ψυχή του. Μόνον δηλαδή όποιος είναι αληθινός άνθρωπος, έχοντας τον Χριστό στην ψυχή του, αυτός μπορεί ανεμπόδιστα και με επίγνωση να προσκυνά και τις άγιες εικόνες της Εκκλησίας μας. Κι όπως σχετικά πρόσφατα είχαμε και πάλι επισημάνει: πολέμιος των εικόνων επομένως γίνεται εκείνος που έχει «στραπατσάρει» την εικόνα του Θεού μέσα του. Τυφλός με άλλα λόγια ως προς τον εαυτό του, χωρίς επίγνωση του μεγαλείου του ίδιου του ανθρώπου ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένου, τυφλά προσεγγίζει και τον Χριστό και τους αγίους Του. «Έχοντας την ψυχή σου κατ’ εικόνα του Δημιουργού σου, προσκυνούσες την άχραντη εικόνα του Δεσπότη Χριστού, ασπαζόμενος αυτήν με πόθο» («Έχων σου την ψυχήν κατ’ εικόνα του Κτίσαντος, την άχραντον του Δεσπότου προσεκύνεις Εικόνα, τω ποθω ασπαζόμενος») (ωδή ε΄).