12 Δεκεμβρίου , Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά , Κυριακή των Προπατόρων
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 11 Δεκεμβρίου 2021
Κυριακή ΙΑ΄ Λουκά – Η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου
Ευαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ιδ΄ 16-24
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· 17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. 18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. 20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. 21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. 22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. 23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. 24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Νεοελληνική Απόδοση
«Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: «ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα». Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλο, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: «Έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω˙ σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο». Άλλος του είπε: «Έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω ˙ σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με». Και ένας άλλος του είπε: «είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω». Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον Κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: «πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς». Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: «Κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος». Είπε πάλι ο Κύριος στο δούλο: «πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια και ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου ˙ γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από εκείνους που κάλεσα δεν θα γευτεί το δείπνο μου». Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί».
Σχολιασμός
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Προπατόρων, δηλαδή της Κυριακής προ της Κυριακής προ των Χριστουγέννων, είναι παρμένο από το κατά Λουκάν ευαγγέλιο και πιο συγκεκριμένα από το δέκατο τέταρτο κεφάλαιο, στίχοι δέκα έξι μέχρι και είκοσι τέσσερα. Στην περικοπή αυτή γίνεται αποτύπωση ακόμη μίας εκ των παραβολών που ειπώθηκε από τον Ιησού κατά την επίγεια δράση Του. Η παραβολή αυτή είναι διαδεδομένη ως η παραβολή του Μεγάλου Δείπνου. Το περιεχόμενό της έχει ως εξής: Κάποιος άνθρωπος, πλούσιος προφανώς, αφού συγκάλεσε μεγάλο δείπνο και να είχε και δούλους υπό τη δούλεψή του, συγκάλεσε δείπνο μεγάλο και προσκάλεσε πολύ κόσμο. Όταν όμως απέστειλε κάποιο δούλο να ενημερώσει τους καλεσμένους ότι το δείπνο ήταν έτοιμο και να προσέλθουν στη κοινή τράπεζα, ο ένας μετά τον άλλο προέβαλλαν δικαιολογίες για τη μη παρουσία τους σ’ αυτό. Ένας εξ’ αυτών αγόρασε, λέει, χωράφι και θα πήγαινε να το ελέγξει. Άλλος αγόρασε πέντε ζευγάρια βόδια και αυτός θα πήγαινε να τα ελέγξει. Ένας τρίτος δικαιολογήθηκε με το γεγονός ότι ήταν νιόπαντρος και δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο οικοδεσπότης εξοργίσθηκε και απέστειλε το δούλο του στις πλατείες και τους δρόμους της πόλης να μαζέψει τους φτωχούς, τους αναπήρους, τους τυφλούς και τους κουτσούς. Εκτελώντας αυτή την εντολή του Κυρίου του, δεν γέμισε το τραπέζι, δεν πληρώθηκαν οι θέσεις του δείπνου, υπήρχαν θέσεις κενές. Έτσι αποστάληκε και πάλι ο δούλος έξω της πόλης να μαζέψει κόσμο, για να πληρωθούν οι θέσεις στην τράπεζα και να γεμίσει το σπίτι του οικοδεσπότη. Στο τέλος της παραβολής δίνεται και μία βεβαίωση διά του στόματος του οικοδεσπότη του δείπνου του μεγάλου, ότι από τους προσκεκλημένους κανένας δε θα γευτεί από το δείπνο αυτό, διότι οι καλεσμένοι ήταν πολλοί οι εκλεκτοί όμως λίγοι.
Μέσα από το συγκεκριμένο εδάφιο αναφύονται πάμπολλα θέματα προς συζήτηση και ανάλυση. Λαμβάνοντας όμως αφορμή από τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας αλλά και γενικά στην παγκόσμια κοινότητα, την δεινή θέση αρκετών συνανθρώπων μας ένεκα της οικονομικής κρίσης και της κρίσης αξιών, θα επικεντρωθούμε στον τρόπο ανακούφισης των αναξιοπαθούντων της τότε κοινωνίας από τον οικοδεσπότη της παραβολής.
Ο οικοδεσπότης της παραβολής με τη μη αποδοχή της πρόσκλησης σε δείπνο από τους καλεσμένους του, προβαίνει σε κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της τότε αλλά και της σημερινής εποχής, προσκαλεί σε μεγάλο και πλούσιο δείπνο ανθρώπους φτωχούς, ανθρώπους με προβλήματα υγείας όπως αναπήρους, τυφλούς και κουτσούς. Δε φτάνει όμως αυτό! Αποστέλλει το δούλο του και στην έξω των τειχών της πόλεως περιοχή – όπου τον καιρό εκείνο οι άνθρωποι που κατοικούσαν εκεί ήταν σε κατώτερο επίπεδο και από τους ίδιους τους ασθενείς. Αναλογιστείτε ότι για την τότε ιουδαϊκή αντίληψη, οι ασθενείς ταυτίζονταν με τους αμαρτωλούς, τους απόκληρους της κοινωνίας άρα και τους ανεπιθύμητους κοινωνικά. Φυσικά ο Χριστός ανέτρεψε την αντίληψη αυτή. Και ο οικοδεσπότης αυτός αποστέλλει επίσημη πρόσκληση για κοινή τράπεζα σε άτομα «κατώτερα» και από τους ίδιους τους κοινωνικά αποκλήρους.
«Το δείπνο, όπως και σήμερα, περισσότερο όμως τότε, αποτελούσε μέσο και τρόπο επικοινωνίας μεταξύ των συνδαιτυμόνων» (Χωρεπισκόπου Τριμυθούντος κ. Βασιλείου, Ευαγγέλιο και Ζωή Οι παραβολές, Λευκωσία 1998, σ. 79), όχι μόνο στον Ιουδαϊκό, αλλά και στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό κόσμο. Θα μου πείτε καταρχήν τί κοινό είχε με τέτοιου είδους ανθρώπους ο οικοδεσπότης της παραβολής και κατά δεύτερον, που έρχεται ως συνέχεια του πρώτου, τί θα συζητούσαν, σε ποιό κοινό θεματολόγιο θα αναλίσκονταν; Το κοινό που ένωνε τον οικοδεσπότη με όλους αυτούς τους ανθρώπους είναι το ίδιο που ενώνει εμάς όλους. Είναι το γεγονός ότι είμαστε όλοι σύν-τροφοι και συν-αίματοι από τη στιγμή που είμαστε όλοι κοινωνοί του ίδιου Σώματος και του ίδιου Αίματος του Κυρίου ημών και συμμετέχουμε στην κοινή Τράπεζα.
Αιτιολογείται η κίνηση αυτή του οικοδεσπότη έχοντας στο μυαλό μας και μιαν άλλη παραβολή, αυτή της Κρίσεως στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες ˙ Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενούντα ή εν φυλακή και ήλθομεν προς σε; …… Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Μτθ. 25, 34-40).
Η σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί συνάνθρωποί μας και να πεινάσουν και να διψάσουν και να γυμνωθούν και στη φυλακή να καταλήξουν λόγω διαφόρων άσχημων συνθηκών και περιστάσεων. Η Εκκλησία ως Μητέρα όλων, ανέκαθεν επιδιδόταν σε φιλανθρωπία και θεωρούσε ως απαραίτητο στοιχείο του είναι Της τη βοήθεια και ενδυνάμωση των αναξιοπαθούντων της τέκνων. Πόσο μάλλον σήμερα που οι αναξιοπαθούντες πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα. Για το λόγο τούτο έχει συστήσει Κοινωνικά Παντοπωλεία, Κοινωνικά Ιατρεία, Καλάθια Αγάπης, επισκέψεις σε φυλακές και πολλά άλλα που έρχονται ως απάλειψη του πόνου και άμβλυνσης των κακουχιών της σημερινής κατάστασης. Εμείς ως γνήσια τέκνα της Εκκλησίας, καλούμαστε να ενισχύσουμε τις δραστηριότητες αυτές μέσα από το πλεόνασμα ή από το υστέρημά μας, είτε προσφέροντας υλικά αγαθά είτε με την εθελοντική μας προσφορά και παρουσία για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή αναγιγνώσκεται την Κυριακή που η Εκκλησία τιμά και εορτάζει τους Προπάτορες, όσοι δηλαδή προήλθαν από Αδάμ μέχρι τη γενεά της Παναγίας Παρθένου μητέρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Αδάμ ανευφημήσωμεν, Άβελ Σηθ και τον Ενώς, Ενώχ και Νώε Αβραάμ, Ισαάκ και τον Ιακώβ, Μωσήν Ιώβ και τον Ααρών, Ελεάζαρ Ιησούν, Βαράκ Σαμψών Ιεφθάε, Δαυΐδ και τον Σολομώντα» (Β’ Εξαποστειλάριον Κυριακής Προπατόρων). Ο λόγος που γίνεται χρήση της συγκεκριμένης περικοπής είναι γιατί «αυτοί οι πατέρες και προπάτορες θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων «Εν γάρ Χριστώ Ιησού ουκ εστί παλαιός, ου νέος, ουχ Έλλην, ουχ Ιουδαίος, Βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3,11) και « ου γαρ ο εν τω φανερώ Ιουδαίος εστίν ουδέ η εν τω φανερώ εν σαρκί περιτομή, αλλ’ ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος, και περιτομή καρδίας εν πνεύματι, ου γράμματι» (Ρωμ. 2, 27-28). Έτσι λοιπόν και σε μας πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε και με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού και τηρούν τις εντολές του». (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης)
Σε λίγες εβδομάδες προσεγγίζοντας τις Άγιες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα καλεστούμε να ενισχύσουμε τα φιλανθρωπικά αυτά έργα. Είτε προσφέροντας φαγώσιμα σε συνανθρώπους μας που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, είτε επισκεπτόμενοι φυλακές για να τονώσουμε και να ενισχύσουμε τους φυλακισμένους, είτε επισκεπτόμενοι νοσοκομεία να δώσουμε μία νότα παρηγοριάς σε ασθενείς συνανθρώπους μας, είτε κρατώντας συντροφιά σε γεροντάκια ξεχασμένα από ανθρώπους και με πολλά άλλα πρακτικά παραδείγματα. Φυσικά δεν πρέπει να αναμένουμε μόνο αυτές τις ημέρες για φιλανθρωπίες. Ειδικότερα όμως, αυτή την περίοδο των κοσμοσωτήριων εορτών της Χριστού Γέννησης και των Θεοφανείων, αλλά και της εορτής του Αγίου που επιδόθηκε σε όλη του τη βιωτή στην παροχή φιλανθρωπίας, του Μεγάλου Βασιλείου του Ουρανοφάντορος θα πρέπει να σταθούμε ως αδελφοί σε αδελφούς. Ευελπιστώντας στο τέλος να ακούσουμε το «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» (Μτθ. 25, 21) διότι «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με» (Μτθ. 25, 35-36) γιατί όπως είπε Κύριος «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Μτθ. 25,40). Γένοιτο.