11 Δεκεμβρίου μνήμη του Οσίου Δανιήλ του Στυλίτου
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 10 Δεκεμβρίου 2017
Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ Ο ΣΤΥΛΙΤΗΣ
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
Ο Όσιος Πατήρ ημών Δανιήλ, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λέοντος Α΄του Μεγάλου (457-474), του επικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν από τη Μεσοποταμία της Συρίας, από την περιφέρεια των Σαμοσάτων.
Ο πατέρας του Ηλίας και η μητέρα του Μάρθα ήταν προηγουμένως άτεκνοι και είχαν γι’ αυτό μεγάλη θλίψη. Μη μπορώντας η Μάρθα να υποφέρει άλλο από την πολύχρονη στείρωση, βγήκε τα μεσάνυχτα κρυφά από την οικία της. Ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, και προσευχόμενη με δάκρυα πολλά έλεγε στον πολυεύσπλαχνο Θεό: «Δέσποτα και βασιλιά όλης της κτίσης, Εσύ έπλασες τον άνθρωπο, αρσενικό και θηλυκό, προστάζοντας τους ν’ αυξάνονται και να πληθύνονται. Παρακαλώ την ευσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με την ανάξια. Λύσε τη στείρωση της κοιλίας μου, δίνοντας και σε μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ένα παιδί, όπως χάρισες στη Σάρρα, στα γηρατειά της, τον Ισαάκ, στην Άννα το Σαμουήλ και στην Ελισάβετ τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το παιδί που θα γεννήσω, όπως έκαμε και η Άννα». Αφού τέλειωσε την προσευχή της, μπήκε μέσα στην οικία της και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Μόλις αποκοιμήθηκε, βλέπει σε όραμα ότι κατέβηκαν από τον ουρανό κάτι φωτεινά σημεία σαν δίσκοι στρογγυλοί και στάθηκαν πάνω από την κεφαλή της. Ίσως αυτό να σήμαινε την αγιότητα του παιδιού που επρόκειτο να γεννηθεί. Γιατί μετά το όραμα συνέλαβε και γέννησε το μακάριο Δανιήλ.
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ
Όταν έφθασε το παιδί στα πέντε του χρόνια, το πήγαν οι γονείς του σε μοναστήρι και το αφιέρωσαν στο Θεό, όπως υποσχέθηκαν. Ο ηγούμενος όμως δεν το δέχτηκε στη μονή μέχρι που να μεγαλώσει και να αναχωρήσει από τον κόσμο με την θέληση του. Όταν μεγάλωσε λοιπόν ο Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενείς και φίλους, πλούτο και δόξα και κοσμικές απολαύσεις για την αγάπη του Δημιουργού του. Πήγε σ’ ένα κοινόβιο και πέφτοντας στα πόδια του Γέροντα τον παρακαλούσε να τον κουρεύσει μοναχό. Ο ηγούμενος όμως βλέποντας τον πολύ νεαρό δίσταζε. Φοβόταν μήπως δεν μπορέσει να υποφέρει την κακοπάθεια και προσπαθούσε να τον εμποδίσει γιατί ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Τον συμβούλευε να περιμένει ακόμα λίγο καιρό για να μπορέσει να αντέχει στην άσκηση, τη νηστεία και την αγρυπνία. Αλλά ο Δανιήλ του απάντησε: «Και εγώ πάτερ μου, για τους λόγους αυτούς θέλω να γίνω μοναχός. Για να απαρνηθώ τα του κόσμου, και να ζήσω με το Χριστό». Προσπάθησε ο ηγούμενος ξανά με διάφορα λόγια να τον εμποδίσει, αλλά δεν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τους αδελφούς της μονής, που όταν είδαν την τόση προθυμία του παιδιού, συγκατατέθηκαν και έμεινε ο Δανιήλ στη συνοδεία τους. Ήταν από την αρχή ο μακάριος, ασκητικότατος, και μέρα με τη μέρα προόδευε στην αρετή. Όταν έμαθαν την ενάρετη ζωή του οι γονείς του χάρηκαν πολύ. Πήγαν στο μαναστήρι και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να τον κάμει μοναχό μπροστά τους. Δεν τους αρνήθηκε ο ηγούμενος. Τον κούρεψε μοναχό, αλλά τους παράγγειλε να μην έρχονται συχνά στο μοναστήρι.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΣΤΥΛΙΤΗ
Ύστερα από πολλά χρόνια κοινοβιακής ζωής πεθύμησε ο θειότατος να πάει στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Ήθελε ακόμα να δει και τον περίφημο Συμεών το Στυλίτη, να πάρει την ευλογία του. Γι’ αυτό ζήτησε από τον Γέροντα άδεια να φύγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αφήσει. Ύστερα όμως δέχτηκε, γιατί ήταν ανάγκη να πάει για κάτι εκκλησιαστικές υποθέσεις στην Αντιόχεια, και πήρε με τους άλλους αδελφούς, και τον Δανιήλ στη συνοδεία του. Αφού άφησαν πίσω τους πολλούς τόπους έφτασαν και στο χωριό Τελλαδάν, όπου ασκήτευε ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Όταν πλησίασαν στο στύλο εντυπωσιάστηκαν από το πώς αυτός ο άνθρωπος ζούσε μέσα σε τόση στέρηση, σε τόσο ύψος. Και υπέμενε ο γενναίος αυτός ασκητής τη ψύχρα του χειμώνα, τον καύσωνα του καλοκαιριού, τη μανία των ανέμων και τη δριμύτητα των βροχών. Βλέποντας τον ο Δανιήλ όχι μόνο θαύμαζε αλλά «θείω ζήλω» κινούμενος ήθελε να τον μιμηθεί. Όταν μετά οι αδελφοί φώναξαν προς τον Όσιο και τον χαιρέτισαν, έσκυψε ο ευλογημένος το κεφάλι του, από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλλουν μια σκάλα που είχε εκεί κοντά, για ν’ ανέβουν. Ο Δανιήλ μόλις άκουσε την πρόσκληση, έτρεξε πρόθυμα. Ανέβηκε τη σκάλα και όταν έφτασε στον Όσιο, τον ασπάστηκε με ευλάβεια. Ο Μέγας Συμεών τον ευλόγησε και του προφήτευσε τη μέλλουσα αρετή του λέγοντας: «Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλούς πόνους πρόκειται να υπομείνεις για τον Κύριο. Ο Θεός θέλει να σου δώσει δύναμη και βοήθεια να νικήσεις το ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους».
ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του οσίου Συμεών, έφυγε ο Δανιήλ με τους άλλους αδελφούς. Σε λίγο καιρό ο ηγούμενος κοιμήθηκε και μη έχοντας Γέροντα, διάλεξαν σαν τον πιο ενάρετο, το Δανιήλ. Αυτός όμως έχοντας το νου του αδιάλειπτα ενωμένο με την προσευχή, αρνήθηκε το αξίωμα του ηγουμένου. Αλλά οι μοναχοί, που τον γνώριζαν σαν ασφαλή οδηγό τον πίεζαν να δεχτεί. Αυτός όμως έφυγε κρυφά και πήγε στον αγαπημένο του Συμεών.
Αφού έμεινε μαζί του λίγες μέρες, του ζήτησε ευλογία να πάει στα Ιεροσόλυμα πρώτα να προσκυνήσει και μετά να κατοικήσει μέσα στην έρημο. Ο Όσιος Συμεών τον εμπόδιζε, λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος από τις επιδρομές των βαρβάρων. Ο νέος όμως εμπυρωμένος από το Θείο έρωτα, δεν υπάκουσε. Αλλά ξεκίνησε αμέσως την πεζοπορία έχοντας τις ελπίδες του στο Θεό. Ενώ περπατούσε συνάντησε ένα μοναχό με κάτασπρα γένια που έμοιαζε πολύ με τον Όσιο Συμεών. Τον ρώτησε ο μοναχός προς τα πού πήγαινε και ο Δανιήλ του απάντησε: «Εάν θέλει ο Θεός στα Ιεροσόλυμα». Τότε του λέγει ο κατάλευκος Γέροντας: «Καλά είπες, αν θέλει ο Θεός. Μάθε όμως ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσεις τη ζωή σου σε κίνδυνο. Δεν άκουσες την ταραχή και τη σύγχιση που επικρατούν εκεί;». Και ο Δανιήλ του απάντησε: «Το άκουσα, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Θεό, και ελπίζω ότι δε θα μου τύχει κανένα κακό».
Όταν είδε ο Γέροντας την επιμονή του, του είπε με σοβαρότερο ύφος: «Άκουσε τα λόγια μου και είναι για το συμφέρον σου παιδί μου. Προς το παρόν μην πας εκεί. Πήγαινε στο Βυζάντιο να προσκυνήσεις τις πολλές εκκλησίες και να δεις ιερά και άξια πράγματα.
Εάν έχεις πόθο να ησυχάσεις, πήγαινε στη Θράκη ή στον Πόντο. Μη νομίζεις ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο απεριόριστος Θεός. Είναι πανταχού παρών». Και ενώ συνομιλούσαν ο δρόμος τούς έβγαλε σ’ ένα μοναστήρι. Ο νέος ρώτησε τον Γέροντα εάν ήθελε να παραμείνουν εκεί μέχρι την επομένη. Του λέγει ο Γέροντας: «Πήγαινε πρώτα εσύ και έρχομαι μετά εγώ». Μπήκε ο Δανιήλ, περίμενε τον παράδοξο Γέροντα, αλλά δε φάνηκε καθόλου. Αφού δείπνησε με τους αδελφούς, τη νύχτα φάνηκε πάλι στον ύπνο του ο Γέροντας και του είπε να πάει γρήγορα στο Βυζάντιο. Ο Δανιήλ σηκώθηκε, όταν αυτός έφυγε, και διαλογιζόταν ποιος νάταν: Άνθρωπος άραγε ή άγγελος; Τότε με τη χάρη του Θεού, γνώρισε ότι ήταν ο μέγας Συμεών, ο φίλος του.
ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Κατάλαβε τότε ο Όσιος ότι ήταν θέλημα Θεού να πάει στο Βυζάντιο. Πήρε λοιπόν ευλογία από τον ηγούμενο του μοναστηριού και αναχώρησε. Όταν έφτασε, έμεινε στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που είναι στα μέρη της Προποντίδας. Εκεί άκουσε ότι σ’ ένα τόπο ψηλό, καλούμενο Ανάπλουν, ήταν κτισμένος ναός ειδωλολατρικός. Ήταν κατοικητήριο πονηρών πνευμάτων που άφηναν στην πλάνη τους ανθρώπους και προξενούσαν καταστροφές. Γι’ αυτό μιμούμενος τον Άγιο Αντώνιο, ανέβηκε στο ναό με το σταυρό στο χέρι ψάλλοντας: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;»(Ψαλμ.κστ’ , 1). Μετά αφού σφράγισε τις τέσσερις γωνίες του ναού με το σημείο του σταυρού, έκαμε όσες μετάνοιες μπορούσε. Τη νύχτα ήλθαν οι δαίμονες και κάμνοντας θόρυβο πολύ, του έριχναν πέτρες για να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όμως άφοβος προσευχόταν χωρίς να τους δώσει σημασία. Πέρασαν η πρώτη και η δεύτερη νύχτα πολεμούμενος απ’ αυτούς αοράτως. Την τρίτη νύχτα είδε κάτι γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους και φοβερούς στην όψη, να τον απειλούν και να του λέγουν: «Ποιος σ’ έβαλε, άθλιε να έλθεις εδώ να μας διώχνεις από τον οίκο μας;».
Λέγοντας αυτά οι δαίμονες, φώναξαν ότι ήθελαν να τον πνίξουν στη θάλασσα και του πετούσαν πέτρες. Κανένας όμως δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Ο οσιότατος Δανιήλ πρώτα τους απείλησε κι’ αυτός, αλλά βλέποντας ότι έτσι τον ενοχλούσαν περισσότερο, έκλεισε όλες τις πόρτες του ναού, κι άφησε μόνο μια ανοιχτή για να μιλά με εκείνους που θα έρχονταν να του δουν και να του δώσουν λίγη τροφή. Έτσι με τη νηστεία και την προσευχή νίκησε τους δαίμονες και κατάργησε όλες τις μηχανουργίες τους στον τόπο εκείνο.
ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ
Τα κατορθώματά του ακούστηκαν παντού και η φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, που πλήθη ανθρώπων έρχονταν να πάρουν την ευχή του. Ο φθονερός όμως και μισάνθρωπος όταν είδε την ωφέλεια του λαού εξαγριώθηκε. Μη μπορώντας να διώξει αυτός τον Όσιο, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς στους εξουσιαστές του ναού και των περιχώρων, για να τον διώξουν από τον τόπο.
Πήγαν τότε οι άνθρωποι αυτοί στον επίσκοπο του Βυζαντίου και τον παρακαλούσαν να διώξει τον Όσιο. Αλλά ο αρχιερέας που ήταν ο Ανατόλιος, σαν φρόνιμος και ενάρετος δεν τους άκουσε. Αλλά έστειλε και τον έφεραν για να τον ακούσει. Όταν τον ρώτησε ποιος ήταν και γιατί πήγε σ’ αυτό τον τόπο, απάντησες ο θειότατος ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Όταν τον άκουσε ο Ανατόλιος τον εκτίμησε, ευφραινόμενος από τα θεία λόγια του. Μετά από καιρό αρρώστησε ο Ανατόλιος και αφού προσκάλεσε τον Όσιο, τον παρακάλεσε να κάνει δέηση στο Θεό γι’ αυτόν. Ο Δανιήλ υπάκουσε. Προσευχήθηκε για τον Πατριάρχη και ο Θεός επάκουσε τη δέηση του δούλου του. Έτσι θεραπεύτηκε ο Ανατόλιος και όλοι θαύμαζαν την αγιότητα του οσίου. Μετά τη θαυματουργία ο Όσιος δε ζήτησε τίποτα άλλο, παρά μόνο να συγχωρήσει ο Πατριάρχης τους συκοφάντες. Τότε ο Ανατόλιος αποκρίθηκε: «Όχι μόνο να τους συγχωρέσω, αλλά να τους ευχαριστήσω πρέπει. Γιατί εξαιτίας αυτών γνώρισα το σωτήρα και ευεργέτη μου».
Ο Όσιος επέστρεψε στο ασκητήριό του και παρέμεινε ακόμα ενιά χρόνια, αρνούμενος προσφορά του Πατριάρχη να αναλάβει την ηγουμενία ενός μοναστηριού και άλλες τιμές και διακρίσεις.
ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΜΕ ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΗ
Ύστερα από την πολυχρόνια άσκηση τον κάλεσε ο Θεός για τελειότερη ασκητική ζωή, φανερώνοντάς του τα μέλλοντα. Μια μέρα καθώς προσευχόταν ήλθε σε έκσταση. Πλήρης Πνεύματος Αγίου, είδε στύλο νεφέλης πολύ ψηλό. Στην κορυφή του στύλου στεκόταν ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραποφόρους νέους και του έλεγε: «Ανέβα Δανιήλ προς εμένα». Αυτός αποκρίθηκε: «Πως θα μπορέσω να ανέβω σε τόσο ύψος Κύριε;». Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίες και τον ανέβασαν. Μετά αφού τον αγκάλιασε τον ανέβαζε στον ουρανό, γεμάτος αγαλλίαση και του είπε: «Πολέμα, Δανιήλ και αντιστάθου γεναία». Μετά τη φωνή αυτή, ήλθε ο Δανιήλ στον εαυτό του. Τότε εννόησε ότι το όραμα ήταν από τον Θεό που τον καλούσε να ανεβεί σε στύλο. Έτσι έγινε. Και πήρε από το Θεό ο Δανιήλ, όπως ο Ελισσαίος, διπλή χάρη από το Διδάσκαλό του, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
Τον καιρό εκείνο απεδήμησε στον Κύριο ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης. Ο μαθητής του Σέργιος πήρε το κουκούλιό του και το πήγαινε στο βασιλιά σαν δώρο πολύτιμο. Αλλά κατ’ οικονομία Θεού, δε βρήκε το βασιλιά γιατί ήταν απασχολημένος με διάφορες φροντίδες. Γι’ αυτό ξεκίνησε ο Σέργιος να πάει στη μονή των Ακοιμήτων για να προσκυνήσει. Όταν πλησίασε στον τόπο που ασκήτευε ο Δανιήλ άκουσε πολλά γι’ αυτόν, γιατί διηγούνταν τη θαυμάσια ζωή του στα περίχωρα εκείνα. Γι’ αυτό πήγε να τον δει. Σαν έφτασε αφού χαιρετίστηκαν, του είπε ο Σέργιος για το θάνατο του μακαρίου Συμεών. Λυπήθηκε ο Δανιήλ και όταν το έφερε η ώρα διηγήθηκε στο Σέργιο το όραμα που είδε. Τότε κατάλαβε και εκείνος ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτη Συμεών, και του έδωσε το κουκούλιο.
Για να φανερώσει ο Θεός στο Σέργιο ότι είχε καταστήσει το Δανιήλ σκεύος εκλογής, έδειξε και σ’ αυτόν όραμα. Είδε λοιπόν τρείς ωραιότατους νέους που του έλεγαν: «Σέργιε, πες στον Δανιήλ να εξέλθει από το ναό και να ετοιμαστεί για μεγαλύτερο αγώνα».
Όταν άκουσε τον Σέργιο να διηγείται το όραμά του, ο Όσιος βεβαιώθηκε ότι ήταν από το Θεό να ανεβεί, όπως και ο Συμεών, στο στύλο. Γι’ αυτό έστειλε τον Σέργιο να ερευνήσει σ’ όλη εκείνη την περιοχή για να βρει τόπο ήσυχο και κατάλληλο. Αυτός, αφού ερεύνησε σ’ όλες τις κορυφές των ορέων, έφθασε στον τόπο, που του φανερώθηκε ότι Θέλημα Κυρίου να κατοικήσει ο δούλος του Θεού.
Εκεί είδε ένα περιστέρι λευκό να πετά και να κάθεται πολλές φορές στον ίδιο τόπο. Νόμισε ο μακάριος Σέργιος ότι ήταν πλεγμένο σε δίχτυα. Πλησιάζοντας για να δει καλύτερα πέταξε αυτό ψηλά και έγινε άφαντο. Εννόησε τότε τη σημασία του πράγματος. Βλέποντας και τον τόπο καταλληλότατο, έτρεξε στον Όσιο και του διηγήθηκε λεπτομερώς τα όσα συνέβηκαν. Όταν άκουσε αυτό ο Όσιος Δανιήλ χάρηκε πολύ και πρόσταξε να του κτίσουν εκεί το στύλο. Όταν έκτισαν το πάνω μέρος της κολώνας, ανέβηκε κρυφά τη νύχτα ο Όσιος και προσευχόμενος έλεγε: «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, που με αξίωσες τόσων αγαθών. Γνωρίζεις Κύριέ μου, ότι ανεβαίνω σε τούτη την κολώνα έχοντας τις ελπίδες μου σε Σένα. Λοιπόν πρόσδεξε τη δέηση μου και δώσε μου τη δύναμη να αντέξω το δύσκολο αυτό αγώνα».
Ανέβηκε λοιπόν ο Όσιος στο στύλο υπομένοντας με καρτερία θαυμαστή τον καύσωνα της ημέρας και την ψύχρα της νύχτας. Αλλά μη υποφέροντας ο μισόκαλος και πατέρας του φθόνου δοκίμασε να εμποδίσει τον αγώνα του. Έσπειρε ζιζάνια στον αφέντη αυτού του τόπου, ότι έκτισε τον στύλο χωρίς την άδειά του. Κατέφυγε λοιπόν στο βασιλιά και στον Πατριάρχη Γεννάδιο. Ο Πατριάρχης επιτίμησε τον Όσιο σαν παρήκοο και πρόσταξε να τον κατεβάσουν από το στύλο. Ικανοποιημένος ο αφέντης του τόπου, που ονομαζόταν Γελάνιος, έφυγε για να καταστρέψει το στύλο. Όταν έφθασε, πρόσταξε με οργή τον Όσιο να κατέβει γρήγορα από την κολώνα. Ο πραότατος Δανιήλ υπάκουσε και κατέβαινε με ταπείνωση. Όταν ήταν στο έκτο σκαλοπάτι, βλέπει ο Γελάνιος τα καταπληγωμένα από την άσκηση πόδια του Οσίου, και τον ευλαβήθηκε. Αλλ’ όμως μετανοιωμένος τον παρακάλεσε να ανεβεί πάλι και να του συγχωρέσει το λάθος. Ύστερα μάλιστα του έκανε στύλο ψηλότερο, παχύτερο και στερεότερο και ανάφερε και στο βασιλιά για την υπομονή και την γενναιότητα του Οσίου.
Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ
Η καρτερία του στο σκληρό αγώνα, η ασκητικότατη ζωή του, η αγιότητα και η φιλανθρωπία του, δεν άργησαν να ξαπλώσουν τη φήμη του παντού. Πολλοί ήταν οι δυστυχείς και οι πονεμένοι που κατέφευγαν στο στοργικό Πατέρα Δανιήλ, για ν’ ακούσουν ένα πατρικό λόγο ή να ζητήσουν μεσιτεία στο Θεό για μια θεραπεία.
Ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Κύρος και ήταν έπαρχος στο αξίωμα, ήλθε μια μέρα στον Όσιο Δανιήλ. Μαζί του έφερε και την θυγατέρα του που ονομαζόταν Αλεξάνδρα. Η δυστυχισμένη Αλεξάνδρα είχε δαιμόνιο μέσα της που την βασάνιζε πολύ. Ζήτησε ο πατέρας της από τον Όσιο να την λυτρώσει. Και ο φιλάνθρωπος Δανιήλ προσευχήθηκε στο Θεό και τη θεράπευσε.
Τότε ο Κύρος ευχαριστώντας τον Όσιο, σαν εγγράμματος που ήταν, συνέθεσε ένα επίγραμμα που το χάραξε στην κολώνα και έλεγε:
«Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού,
ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος
και ού τρομέων ανέμους.
Τροφή δ’ αμβροσίη τρέφεται
και ανέμονι δίψη…»
Δηλαδή: ανάμεσα στη γή και τον ουρανό, στέκεται άνθρωπος, που σείεται και πολεμάται από τους ανέμους, μη φοβούμενος αυτούς καθόλου. Τρέφεται με τροφή ουράνια και πίνει άνεμο στη δίψα του…
ΑΞΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ
Γνωρίζοντας ο βασιλιάς την αρετή του Οσίου Δανιήλ, και φωτιζόμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, ζήτησε από τον τότε Πατριάρχη Γεννάδιο, να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο Πατριάρχης χάρηκε και παίρνοντας μαζί του πολλούς εκκλησιαστικούς, έφτασε στο στύλο. Ο Όσιος όμως σαν προορατικός που ήταν γνώριζε τα όσα ο βασιλιάς και ο αρχιερέας είπαν για την ιερωσύνη του. Στεκόμενος ο Πατριάρχης κάτω από τον στύλο, φώναξε στον ταπεινό Δανιήλ: «Από πολλού καιρού ήθελα να απολαύσω την αγιωσύνη σου. Αλλά οι πολλές φροντίδες της Εκκλησίας δε με άφηναν. Τώρα βρήκα λίγο καιρό και ήλθα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ βάλε τη σκάλα ν’ ανεβώ για να συνομιλήσουμε».
Ο Άγιος γνωρίζοντας την πρόθεση του, του είπε: «Μάταια σ’ έβαλε σε κόπο εκείνος που σε έστειλε». Όταν άκουσε τα λόγια αυτά ο Πατριάρχης, έμεινε άφωνος γιατί ο Όσιος προγνώριζε τα πάντα.
Μετά προσπάθησε να τον πείσει, για πολλή ώρα για να βάλει τη σκάλα ν’ ανεβεί. Εκείνος όμως, που από ταπείνωση δεν ήθελε να ιερωθεί, δε δεχόταν. Τότε ο Πατριάρχης πρόσταξε τον αρχιδιάκονο να πει τα ειρηνικά. Αυτός είπε τις ευχές και έτσι με τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο, χειροτόνησαν τον Όσιο σε ιερέα, χωρίς να το θέλει. Όταν φώναξε ο λαός «άξιος, άξιος!!», και τέλειωσε τη λειτουργία ο Γεννάδιος, φώναξε στον Όσιο: «Να, πήρες τα σύμβολα της ιερωσύνης. Αφού ο λαός φώναξε «άξιος», ο Θεός σε χειροτόνησε και όχι εγώ. Λοιπόν μη φανείς παρήκοος στο Θείο Θέλημα. Βάλε τη σκάλα να σε κοινωνήσω τα Άχραντα Μυστήρια». Τότε ο Όσιος γνωρίζοντας ότι δεν έγινε η πράξη αυτή χωρίς τη Θεία βούληση, δέχτηκε να ανεβεί ο Πατριάρχης να τον κοινωνήσει. Έπειτα αφού ευχήθηκε το λαό, τους απέλυσε ειρηνικά.
Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ
Όταν έμαθε ο βασιλιάς το πώς χειροτονήθηκε ο όσιος Δανιήλ θαύμασε την ταπείνωσή του. Ύστερα έτρεξε κοντά του και έπεσε στα καταπληγωμένα πόδια του για να τον ευλογήσει.
Αργότερα διάταξε και του έκτισαν και άλλο στύλο. Τον θεμελίωσε πάνω σε δύο κολώνες και τον ονόμασε ο βασιλιάς, Διχθάδιο. Ανέβαινε σ’ αυτόν ο μακάριος Δανιήλ και επιδιδόταν σε μεγαλύτερη άσκηση. Το καλοκαίρι ο καυτερός ήλιος τον κατάφλεγε. Οι άνεμοι και οι θύελλες το χειμώνα κατάδερναν τη σάρκα του και τον βασάνιζαν. Αλλ’ αυτός ο αδαμάντινος, υπέμενε σαν ανδριάντας και στήλη μάλλον παρά σαν άνθρωπος.
Ένα χρόνο μάλιστα ο χειμώνας ήταν φοβερός. Οι άνεμοι δυνατοί και τα χιόνια σφοδρότατα. Ο ουρανοπολίτης Δανιήλ υπέμενε όλη εκείνη την κακοκαιρία ολόγυμνος και άστεγος. Γιατί και το δερμάτινο κουκούλιο που είχε, το πήραν οι άνεμοι και το έριξαν στα φαράγγια. Όλη τη νύχτα δεχόταν στη σάρκα του το χαλάζι και το φοβερό κρύο. Το πρωί πλήθυνε η βροχή και μετά το χιόνι, ώστε οι μαθητές του δεν μπορούσαν να βγουν έξω για τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα σταμάτησε λίγο η κακοκαιρία και έβαλαν τη σκάλα οι μαθητές του στη κολώνα για να ανεβούν. Αλλά, όταν έφτασαν στην κορυφή, είδαν τον Όσιο παγωμένο και κρυσταλλωμένο. Όλο το κορμί του ήταν απονεκρωμένο και ασάλευτο, σαν να ήταν κρύσταλλο ή πάγος. Ζέσταναν τότε νερό και τον ράντισαν. Σε λίγη ώρα συνήλθε ο Όσιος και τους λέγει: «Γιατί με ενοχλήσατε ενώ κοιμόμουν γλυκύτατα; Επικαλέστηκα τον Κύριο σε βοήθεια και αποκοιμήθηκα».
Αγάπησε το Θεό ο μακάριος με όλη την καρδιά, την ισχύ και τη διάνοιά του. Γι’ αυτόν υπέφερε. Για να καθυποτάξει τα πάθη, ώστε ο νους κυρίαρχος πια, να βρίσκεται αδιάλειπτα ενωμένος με τον Τριαδικό Θεό. Γι’ αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο να τελέσει μεγάλα σημεία και τέρατα που προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στο Δημιουργό των πάντων.
Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ζώντας με την αδιάλειπτη επικοινωνία με το Θεό, την άχρονη αιωνιότητα, γνώριζε ο Όσιος τα μέλλοντα. Πρόβλεψε ο μακάριος μια καταστροφή που θα επέτρεπε ο Θεός για να παιδαγωγήσει τους δούλους του στο Βυζάντιο. Θέλοντας ο φιλάνθρωπος να προλάβει την καταστροφή ειδοποίησε τον βασιλιά και τον Πατριάρχη. Τους παράγγειλε να κάμουν δύο λιτανείες τη βδομάδα με όλο το λαό για να προκαλέσουν το έλεος του Θεού. Αμέλησαν όμως στη φωνή του ερημίτη και δοκίμασαν την παιδαγωγία του Θεού.
Ήταν 2 Σεπτεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μάμα. Ξαφνικά κάπου πήρε φωτιά και καιγόταν το Βυζάντιο. Τόσο αυξανόταν η φλόγα, ώστε περικύκλωσε όλη την πόλη. Κάηκαν πολλοί άνθρωποι, από τους οποίους αρκετοί πέθαναν. Πολλά σπίτια και εκκλησίες έπαθαν ζημιές. Ήταν φοβερό το θέαμα να βλέπει κανένας τη βασιλίδα των πόλεων να πυρπολείται όπως άλλοτε τα Σόδομα.
Τότε πολλοί άνθρωποι της πόλης θυμήθηκαν την πρόρρηση του Οσίου και πιστεύοντας στη δύναμη της προσευχής του, έστειλαν μεσίτες να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Όταν άκουσε ο Όσιος τη συμφορά δάκρυσε. Με λύπη του τους παρατήρησε, επειδή αμέλησαν να κάνουν τις δεήσεις που τους παράγγειλε. Έπειτα τους πρόσταξε να προσεύχονται και να νηστεύουν. Αφού και ο ίδιος προσευχήθηκε για τη σωτηρία του λαού, φώναξε τους μεσίτες και τους είπε: «Πηγαίνετε και μη φοβάστε. Σε επτά μέρες σβύνει η φωτιά». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότης. Τότε όλοι θαύμασαν την παρρησία του στο Θεό. Ιδιαίτερα το βασιλικό ζεύγος που τον επισκέφτηκε και ζήτησε συγχώρεση για την αμέλεια που έδειξαν.
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ
Τον καιρό εκείνο, ακούστηκε φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλιάς των Βανδάλων, ετοιμαζόταν να πολεμήσει την Αντιόχεια. Έχοντας ο βασιλιάς από τη φήμη αυτή, αγωνία έτρεξε στο φίλο του Δανιήλ και του είπε την υπόθεση. Ο Όσιος, που είχε το χάρισμα να προφητεύει, του είπε τα εξής: «Δεν πρόκειται να πάει καθόλου στην Αντιόχεια ο Γιζέριχος, αλλά θα γυρίσει πίσω άπραχτος και ντροπιασμένος». Και έγινε όπως ακριβώς ο όσιος Δανιήλ προφήτευσε.
Ευχαριστημένος ο βασιλιάς θέλησε κάτι να προσφέρει στον Άγιο. Σκέφτηκε να κτίσει κελλιά κάτω από το στύλο για την ανάπαυση των μαθητών του. Ο Όσιος όμως δεν δέχτηκε. Τον παρακάλεσε μόνο να στείλει ανθρώπους να φέρουν το λείψανο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ο βασιλιάς, έχοντας πόθο να ευαρεστήσει τον Όσιο, έστειλε αμέσως ανθρώπους στην Αντιόχεια και έφεραν το Άγιο λείψανο. Στη βόρεια πλευρά του στύλου έκτισε μια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του αγίου Συμεών. Έκτισε ακόμα και κελλιά για την ανάπαυση των προσκυνητών. Ο Όσιος χάρηκε πολύ. Κάλεσε το βασιλιά και αυτούς όλους που κοπίασαν και τους ευχαρίστησε. Ύστερα τους πρόσφερε λόγια θεοδίδαχτα για την φιλαδελφία και την αγάπη. Και ήταν τόσο γλυκός ο λόγος του, ώστε όλοι συγκινήθηκαν κι έκλαιαν.
ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ο βασιλιάς Λέων, είχε γαμπρό από τη θυγατέρα του Αριάδνη, τον Ίσαυρο Ζήνωνα. Τον έκαμε ύπατο και τον έστειλε ύστερα εναντίον των βαρβάρων στη Θράκη. Ο Ζήνωνας πριν πάει στον πόλεμο, πέρασε από τον Όσιο Δανιήλ, να πάρει την ευχή του. Ο Όσιος του προφήτευσε όλα όσα επρόκειτο να πάθει μέχρι τέλους: ότι θα γυρίσει νικητής από τον πόλεμο και ότι θα τον επιβουλευτούν οι δικοί του, αλλά δε θα τον κακοποιήσουν.
Όταν πέθανε ο βασιλιάς, άφησε διάδοχό του τον εγγονό που γέννησε η θυγατέρα του με την πρόρρηση του Οσίου. Η σύγκλιτος όμως έκαμε βασιλιά το Ζήνωνα, γιατί ο διάδοχος ήταν ακόμα παιδί. Όταν ύστερα από καιρό πέθανε το παιδί, οι συγγενείς του Ζήνωνα, Αρμάτος και Βασιλίσκος τον φθόνησαν και τον μισούσαν άδικα. Ο Ζήνωνας που γνώριζε την επιβουλή, κατέφευγε στον Όσιο. Και αυτός του προέλεγε όσα θα ακολουθούσαν: ότι θα φύγει από το θρόνο, σε έρημο όπου από την πείνα του θα φάει ωμά χόρτα. Έπειτα θα απολαύσει το βασίλειο και θα πεθάνει στο θρόνο με καλό θάνατο, όπως και έγινε.
Βλέποντας ο βασιλιάς Ζήνων ότι πληθύνονταν οι επιβουλές, έφυγε κρυφά με τη βασίλισσα και πήγε στην Ισαυρία. Τότε ο βασιλίσκος άρπαξε τα σκήπτρα της βασιλείας. Από τα πρώτα έργα του, ήταν ο πόλεμος εναντίον της Εκκλησίας. Παντού έλεγε λόγια βλάσφημα για την ένσαρκη οικονομία του Θεού. Μελετούσε ακόμα να θανατώσει τον Πατριάρχη Ακάκιο, γιατί εναντιονόταν στην αίρεσή του, φυλάγοντας το ποίμνιό του. Οι προθέσεις του έγιναν γνωστές και μαζεύτηκε πλήθος πολύ από μοναχούς και λαϊκούς για να τον προστατεύσουν. Έστειλαν και επιστολές στον Όσιο έγραψε και ο βασιλίσκος, ψευδόμενος ότι ο Πατριάρχης ήταν ο αίτιος της ταραχής γιατί διέστρεφε το λαό και το στρατό. Ο Όσιος όμως σαν διακριτικός και σοφός, γνώρισε την πανουργία του βασιλιά. Του ανταπάντησε ελέγχοντάς τον δριμύτατα και προλέγοντας ότι ο Θεός θα του αφαιρέσει το βασίλειο, για την ασέβειά του.
Ο Πατριάρχης, επειδή η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς, έστειλε στον Όσιο ορισμένους αρχιερείς. Τους είπε να τον παρακαλέσουν να κατεβεί από το στύλο για τον Κύριο και να βοηθήσει την Εκκλησία, γιατί άλλο στήριγμα δεν είχαν. Έφθασαν οι αρχιερείς στον Όσιο και τον παρακάλεσαν. Όμως ο Θεόκλητος Στυλίτης αρνήθηκε να κατεβεί. Η ανάβασή του στο στύλο ήταν από Θεία κλήση. Έτσι το να κατεβεί ισοδυναμούσε με άρνηση του Θείου Θελήματος. Επέμεναν όμως οι αρχιερείς και με δάκρυα, γονατιστοί, προσεύχονταν κάτω από το στύλο. Βλέποντάς τους ο Όσιος, δεν άντεξε. Ράγισε η καρδιά του στον πόνο των συνανθρώπων του. Γι’ αυτό δεήθηκε θερμά στον Κύριό του, να του φανερώσει αν ήταν Θέλημά του να κατεβεί. Ο Θεός τού έλεγε να κατεβεί, αλλά μετά να επιστρέψει. Κατέβηκε λοιπόν ο Όσιος. Οι επίσκοποι τον ασπάστηκαν με ευγνωμοσύνη και τον έφεραν στον Πατριάρχη. Είναι απερίγραπτη η τιμή με την οποία τον υποδέχτηκαν στο Βυζάντιο και η ευφροσύνη που προξένησε η παρουσία του.
Ο Όσιος δεν άργησε να ελέγξει τις πλάνες και τις κακοδοξίες του βασιλιά. Για τις διώξεις του, τον ονόμασε νέο Διοκλητιανό και τον προειδοποίησε ότι θα δεχτεί την οργή του Θεού. Ο βασιλιάς γνωρίζοντας ότι ο Όσιος Δανιήλ ήταν αγαπητός, τόσο στο Θεό όσο και στο λαό, φοβούμενος απομακρύνθηκε. Ο Όσιος όμως δε το δέχτηκε αυτό. Έτρεχε από πίσω του, για να τον ελέγξει κατά πρόσωπο.
Τα πόδια του ήταν εξασθενημένα από την άσκηση και δεν μπορούσε να περπατεί. Γι’ αυτό κάθε τόσο τον σήκωναν στα χέρια τους οι άνθρωποι που ήταν κοντά του. Στο δρόμο τους προς τα ανάκτορα συνάντησαν ένα λεπρό που τους φώναξε: «Ελέησέ με δούλε του Θεού, και θεράπευσέ με τον ταλαίπωρο». Του απαντά ο Όσιος: «Γιατί άφησες τον Παντοδύναμο Θεό και ζητάς από άνθρωπο αμαρτωλό θεραπεία; Όμως αν έχεις πίστη και ο δούλος του μπορεί να σε βοηθήσει». Και τον πρόσταξε να λουσθεί στη θάλασσα. Υπακούοντας ο λεπρός, θεραπεύτηκε τελείως.
Καθώς προχωρούσαν, είδε ένας Γότθος τον Όσιο να βαστάζεται από τους ανθρώπους, και είπε με ειρωνεία: «Να, ο νέος ύπατος!». Λέγοντας αυτό έπεσε καταγής και ξεψύχησε. Οι παρευρισκόμενοι, είδαν με δέος το συμβάν. Αλλά και ο βασιλιάς φοβήθηκε σαν το έμαθε, και όταν έφτασε ο Όσιος στα ανάκτορα δεν τον άφησε να εισέλθει. Τότε αυτός αποτινάσσοντας το χώμα των ποδιών του, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, έφυγε. Όταν αργότερα μεταμελήθηκε, από φόβο, ο βασιλιάς και τον κάλεσε να επιστρέψει, ο όσιος Δανιήλ αρνήθηκε. Μάλιστα του μήνυσε ότι θα είναι κακοθάνατος, γιατί υβρίζει το Θεό. Όταν οι απεσταλμένοι ανάγγελαν την απάντηση στο βασιλιά, συνέβηκε κάτι που προμήνυε την αλήθεια των λεγομένων του Οσίου: Ένας πύργος των ανακτόρων, σωριάστηκε χωρίς αιτία καταγής.
Αλλά και πολλά άλλα είναι τα θαύματα που έγιναν από τον ισάγγελο Δανιήλ ενώ βρισκόταν στην Πόλη.
Μια μέρα ενώ βρισκόταν ο Όσιος στο Πατριαρχείο όπου τον υποδέχτηκαν με τιμή και ευλάβεια, βρέθηκε μπροστά του, άγνωστο πως, ένα φοβερό φίδι. Όταν το είδε ο πραότατος Δανιήλ το πρόσταξε να βγει έξω χωρίς να βλάψει κανένα. Το φίδι στην προσταγή του Οσίου, στράφηκε προς τον τοίχο και αμέσως εξέπνευσε. Εκεί βρισκόταν και μια επιφανής γυναίκα, η Ραίς. Μόλις είδε τον Όσιο, έτρεξε κλαίοντας και έπεσε στα πόδια του, παρακαλώντας τον να την ευλογήσει για να γεννήσει ένα παιδί. Βλέποντας ότι τα πόδια του ήταν πληγωμένα από την άσκηση, θαύμασε την υπομονή και τη θέλησή του. Μετά έβγαλε ένα από τα λαμπρά φορέματά της και του το έδωσε να τυλίξει τα πόδια του και αργότερα το επέστρεψε μαζί με μια προφητεία: «Θα γεννήσεις γιό και να τον ονομάσεις Ζήνωνα». Όπως και έγινε.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ακούοντας τα όσα θαυμάσια ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως επαληθεύσουν και γι’ αυτόν οι προρρήσεις του Οσίου. Έστειλε ανθρώπους του και τον κάλεσε στα ανάκτορα, όμως ο σώφρονας Δανιήλ αρνήθηκε. Οι προσκλήσεις επαναλήφθησαν πολλές φορές. Πάντα όμως κατέληγαν στην αποτυχία. Τότε αποφάσισε και ήλθε ο ίδιος στον Όσιο. Για να τον δεχτεί ο Όσιος, υποκρίθηκε τον ταπεινωμένο και μετανιωμένο και ντυμένος σαν δούλος του ζητούσε συγχώρεση των αμαρτιών. Όμως ο προορατικός Δανιήλ γνώριζε τη σκέψη του και ελέγχοντας την παρανομία και την κακοδοξία του τον άφησε να φύγει. Μετά φανέρωσε στους παρευρισκομένους την πραγματική πρόθεση του βασιλιά λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωση που έδειξε ο Βασιλίσκος δεν ήταν πραγματική. Ήταν υποκρισία και πονηρία, και όχι μετάνοια. Γρήγορα όμως θα δείτε ότι διαλέγοντας τον κακό δρόμο διάλεξε και την τιμωρία του». Σε λίγες μέρες όπως ο Όσιος προφήτευσε, διώχτηκε ο Βασιλίσκος από το θρόνο και επέστρεψε στα ανάκτορα ο Ζήνων.
Έτσι αφού ο θειοειδής Δανιήλ με τη ζωντανή ειρήνη του Παράκλητου, αποκατάστησε την τάξη στην Πολιτεία και τη γαλήνη στην εκκλησία, εγύρισε πίσω στην άσκηση του. Ανέβηκε ξανά στο στύλο και επιδόθηκε στον αγώνα του με προθυμία.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
α) Ο σωφρονισμός της πόρνης
Μπροστά στην τόση προθυμία του Οσίου για πνευματικές αναβάσεις, δεν άντεξε ο μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας την αγγελική ζωή του, παρακίνησε κάτι ανθρώπους στο Βυζάντιο να τον ενοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αυτοί να πληρώσουν μια πόρνη, τη Βασιανή, αν καταφέρει να δελεάσει τον Όσιο, ή κανένα από τους μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, η άσωτη, ρούχα λαμπρά και πολύτιμα κοσμήματα και πήγε προς τον Ισάγγελο Δανιήλ. Έφτασε κοντά στο στύλο, σ’ ένα χωράφι και προφασιζόμενη ότι έχει κάποια ασθένεια προσπαθούσε με διάφορους τρόπους να αιχμαλωτίσει την καθαρή ψυχή του Οσίου. Αλλά παρ’ όλες τις πονηριές της δεν κατάφερε να νικήσει ούτε τον Όσιο, ούτε κανένα από τους μαθητές του.
Επέστρεψε λοιπόν άπρακτη. Για να πάρει όμως τα χρήματα που της υποσχέθηκαν, είπε ψέματα ότι την επιθύμησε ο Δανιήλ. Και ότι είπε, αυτός που ζούσε με τους αγγέλους, στους μαθητές του, να της βάλουν σκάλα ν’ ανεβεί, αλλά αυτή έφυγε. Ο Θεός όμως για την βέβηλη συκοφαντία της επέτρεψε να παραλογιάσει. Και αυτή χωρίς να θέλει, ομολογούσε παντού ότι κατηγόρησε άδικα τον ουρανοπολίτη Δανιήλ. Οι άνθρωποι της Πόλης τη λυπήθηκαν και την πήγαν στον Όσιο. Και ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, τη συγχώρεσε και τη θεράπευσε. Ύστερα από τη θεραπεία της η Βασιανή, νικημένη από τη φιλανθρωπία του Οσίου, καταφιλούσε το στύλο και έχυσε άφθονα δάκρυα μετανοίας. Και ο φιλόστοργος και απειράγαθος Θεός, της έστειλε τη χάρη του, από την οποία συγκινημένη η πρώην πόρνη, υποσχέθηκε στον Όσιο ότι θα διορθωθεί. Και πράγματι έζησε την υπόλοιπη ζωή της σωφρονέστατα.
β) Η μετάνοια του βαρβάρου
Ήταν κάποιος ανδρείος Γαλάτης που ονομαζόταν Εδρανός. Πολέμησε με τους συντρόφους του μαζί με το βασιλιά, και σαν γενναίος που ήταν κέρδισε πολλές νίκες. Ο βασιλιάς λοιπόν, θέλησε να τον έχει πάντα σύμμαχο στους πολέμους. Γι’ αυτό τον προσκάλεσε στα ανάκτορα και τον δόξασε με τιμές και φιλοδωρήματα. Ύστερα τον έστειλε στον Άγιο να τον ευλογήσει. Όταν έφθασε ο Εδρανός στο στύλο και μίλησε με τον πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο επέδρασε πάνω του η χάρη του Αγίου, ώστε μετανόησε. Γίνεται ο λύκος ήμερο πρόβατο και ο πρώην βάρβαρος μαθητής του Χριστού και γεύεται μια υπερκόσμια μακαριότητα.
Μπροστά σ’ αυτή τη μακαριότητα ο Εδρανός αρνείται κοσμική χαρά και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεί και τους φίλους του να τον μιμηθούν. Ο Εδρανός μετονομάστηκε σε Τίτο και άρχισε τη νέα ζωή της συνεχούς ασκήσεως με προθυμία. Ο βασιλιάς λυπήθηκε που έχασε τέτοιο γενναίο πολεμιστή. Όμως δεν τον ενόχλησε καθόλου, για να μη λυπήσει τον Όσιο.
Έμεινε λοιπόν ο Τίτος κοντά στον Όσιο Δανιήλ μιμούμενος τις αρετές τους ιδιαίτερα τη νηστεία. Θέλοντας μια φορά να γνωρίσει τι και πόσο έτρωγε ο Όσιος, παραφύλαξε όλη τη νύχτα πίσω από το στύλο. Για επτά ημερονύχτια που έμεινε, δεν είδε τον Όσιο να φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, εξομολογήθηκε το λογισμό του στον Όσιο και το ζήτησε να του πει την αλήθεια. Ο Όσιος Δανιήλ του είπε: «Τόσο μόνο τρώγω και πίνω, όσο για να μην πεθάνω από την ασιτία και την κακοπάθεια. Γιατί δεν ζούμε για να τρώμε, αλλά τρώμε για να ζούμε». Τη νουθεσία αυτή ο Τίτος, την έκαμε πράξη στη ζωή του. Έτρωγε τόσο, όσο για να ζει. Κοιμόταν πολύ λίγο. Δεν ξάπλωνε ο θειότατος, αλλά δενόταν από τις μασχάλες και κρεμόταν. Στο στήθος του στήριζε ένα βιβλίο πάνω σε σανίδι και διάβαζε μέχρι να κοιμηθεί.
Όταν έμαθε ο βασιλιάς τα κατορθώματά του, εντυπωσιάστηκε. Στις επισκέψεις στον Όσιο, έβλεπε πάντα τον πρώην βάρβαρο και από τη ζωή του έπαιρνε πολλή ωφέλεια. Ένας ακόμα από τους πρώην δούλους του που ακολούθησε τον Τίτο στην μοναχική ζωή, ο Ανατόλιος, έζησε τόσο ενάρετα, ώστε έκανε και δώδεκα μαθητές γινόμενος παντού περιβόητος.
ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ
Η απομάκρυνση από τον κόσμο, δημιουργεί τις πιο ασφαλείς προϋποθέσεις για την ένωση με το Θεό. Μακριά από τη διάσπαση που προκαλούν οι μέριμνες της ζωής, ο ανθρώπινος νους κινούμενος από το συνεχή πόθο, έρχεται σε επαφή με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στη μυστική αυτή συνάντηση Θεού και ανθρώπου, δίνονται από το Χορηγό κάθε αγαθού, τα χαρίσματα όπως ο Θεός γνωρίζει: «ότι πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον εκ σου του πατρός των φώτων», λέγει ο ιερέας στη λειτουργία.
Ένα από τα θεόπεμπτα αυτά χαρίσματα είναι και η θαυματουργία. Του χαρίσματος της θαυματουργίας, αξιώθηκε και ο μακάριος Δανιήλ. Πολλλά είναι τα θαύματα που τέλεσε με τη χάρη του Θεού και μεγάλα τα σημεία, ώστε να προκαλούν το θαυμασμό και τη δοξολογία στον Παντοδύναμο Θεό.
α) Θεραπεία μικρού παιδιού
Κάποιος χρυσοχόος είχε ένα παιδί επτά χρονών. Δεν μπορούσε το δύστυχο να περπατήσει όρθιο, αλλά συρόταν με την κοιλιά του σαν ερπετό. Μια μέρα οι γονείς του το πήγαν στον Όσιο. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσαν να τους ελεήσει. Ο Όσιος τους είπε να το βάλουν στο ναό του Αγίου Συμεών και να του αγγίξουν το άγιο λείψανο. Υπάκουσαν οι άνθρωποι. Την εβδόμη μέρα, έκαμε ευχή ο Όσιος από το στύλο και ευθύς το παιδί θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οι γονείς του να το βλέπουν να χοροπηδά, να αγκαλιάζει το στύλο και να τον φιλά με ευλάβεια.
β) Θεραπεία οδοιπόρου
Ένας οδοιπόρος ερχόμενος από την Ανατολή, έπεσε σε ληστές. Του πήραν ότι είχε προξενώντας του πολλές πληγές. Δεν έφταναν τα όσα κακά, του έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων και τον άφησαν καταγής μισοπεθαμένο. Βλέποντας τον άνθρωπο να ουρλιάζει από τους πόνους κάτι οδοιπόροι τον λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τον πήραν στην Άγκυρα και τον παράδωσαν στον εκεί επίσκοπο. Έφερε γιατρούς και με θεραπευτικά βότανα έκλεισαν τις πληγές. Όμως ήταν αδύνατο να περπατήσει, γιατί τα νεύρα του ήταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε το θαυματουργό Όσιο. Έβαλαν τον άνθρωπο πάνω σε ζώο και τον οδήγησαν στο στύλο. Εκεί έκλαιε, ο καταπονεμένος, και παρακαλούσε τον Όσιο να τον θεραπεύσει. Ο ταπεινός Δανιήλ αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, απέδιδε σε άλλους τα κατορθώματα. Έστειλε λοιπόν τον ασθενή στο ναό, και αυτός προσευχόταν πάνω στο στύλο. Αφού χρίσθηκε ο ταλαίπωρος οδοιπόρος, όπως ο Όσιος του υπέδειξε, το λάδι του αγίου λειψάνου, την έκτη μέρα έγινε θαυματουργικά τελείως καλά. Ευχαριστώντας τον Όσιο, δόξασε τον Παντοδύναμο Θεό.
γ) Θεραπεία εκ γενετής αλάλου
Ήταν μια γυναίκα, που είχε παιδί άλαλο εκ γενετής, δώδεκα χρονών. Έφυγε μια νύχτα, και άφησε το παιδί έξω από τη μάνδρα που περιστοίχιζε μια έκταση γύρω από το στύλο. Όταν βρήκαν οι μοναχοί το παιδί, το πήραν στον Όσιο. Ο φιλάνθρωπος Δανιήλ, είπε να το κρατήσουν στη μονή και ότι θα γίνει λειτουργός του Κυρίου. Οι μοναχοί του απάντησαν πως το παιδί είναι κουφό και άλαλο. Ο Όσιος τότε τους είπε να χρίσουν με λάδι τη γλώσσα του. Έκαναν οι μοναχοί ότι τους παράγγειλε ο σοφός Γέροντάς τους. Και αυτός προσευχόταν στον Απειράγαθο Θεό να δώσει λαλιά στο δημιούργημά του.
Ήλθε η Κυριακή και όλοι ήταν στη λειτουργία. Όταν ο διάκονος επρόκειτο να διαβάσει το Ευαγγέλιο και είπε το όνομα του Ευαγγελιστή, μίλησε το παιδί και είπε το «Δόξα σοι Κύριε». Από την ώρα εκείνη, προς θαυμασμό όλων, το παιδί απαντούσε στον ιερέα ως το τέλος της λειτουργίας.
Παρ’ όλα τα εξαίσια που με τις προσευχές του τελούσε ο Όσιος Δανιήλ ήταν τόσο ταπεινός, επιεικής στους άλλους και μετριόφρονας, ώστε θεωρούσε τον εαυτό του, τον αμαρτωλότερο άνθρωπο. Ουδέποτε κατέκρινε κανένα. Και όταν άκουγε κατακρίσεις, ιδιαίτερα για τους ιερείς, έλεγε: «Δεν είμαστε εμείς κριτές των άλλων». Ένας είναι ο δίκαιος και αλάνθαστος Κριτής. Εμείς, αδελφοί μου, αν πραγματικά μισούμε το κακό και όχι τον αδελφό μας, ας το διώξουμε πρώτα από μέσα μας, για να μην κατακριθούμε αιώνια».
Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
Αποκάλυψε ο Θεός στον Όσιο, την αναχώρησή του από τις θλίψεις της γης στην ουράνια μακαριότητα. Έγραφε ο Όσιος την τελευταία του διάταξη που έλεγε τα εξής: «Εγώ παιδιά μου, πηγαίνω προς τον κοινό μας Πατέρα. Δε σας αφήνω ορφανούς αλλά αποθέτω τη μέριμνά σας στην Πρόνοια του Θεού. Αυτός δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν με μόνο το λόγο του και σαρκώθηκε για τη σωτηρία μας. Αυτός λοιπόν σαν φιλάνθρωπος θα σας φυλάει από το πονηρό. Αυτός θα σας προστατεύει και θα διατηρεί την ομόνοια μεταξύ σας. Να έχετε ταπεινοφροσύνη, υπακοή και φιλοξενία. Μην αμελείτε τη νηστεία, την αγρυπνία, την ακτημοσύνη και πάνω από όλα την αγάπη και την ευσέβεια στο Θεό. Φυλαχτείτε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν κάνετε όλα αυτά, τότε θα γίνετε τέλειοι στην αρετή». Όταν τέλειωσε το γράψιμο φώναξε στους μοναχούς να τη διαβάσουν. Οι μοναχοί μαζεύτηκαν γύρω από την σκάλα του στύλου και έκλαιαν για το μεγάλο απόχωρισμό. Ο Άγιος σαν στοργικός πατέρας τούς παρηγορούσε, λέγοντας ότι θα τους προσέχει από τον ουρανό.
Τρεις μέρες πριν από την προς Κύριο εκδημία τού οσιότατου συνέβη το παρακάτω θαυμάσιο. Ήλθαν από τον ουρανό επισκέπτες, πάντες οι Άγιοι: Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήτες, Ιεράρχες, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και Άγγελοι Κυρίου. Τον ασπάζονταν με φιλοφροσύνη και τον πρόσταξαν να λειτουργήσει. Υπακούοντας ο Όσιος τέλεσε τη λειτουργία και κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια. Όταν ο οσιότατος Δανιήλ έφθασε στα έσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οι μαθητές του, ο Πατριάρχης και πολλοί από εκείνους που είχαν ευεργετηθεί. Ένας δαιμονισμένος που ήταν κοντά, έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους που έρχονταν να συμπαρασταθούν στο θάνατο του οσίου και τους καλούσε τον καθένα ονομαστικά. Ενώ φώναζε είπε και αυτό: «Την τρίτη ώρα της ημέρας, πηγαίνει ο Δανιήλ στον Κύριο και τότε εξέρχεται από μένα το ακάθαρτο πνεύμα με θεία βούληση». Πράγματι την τρίτη ώρα της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς τον Κύριο και ο δαιμονισμένος ελευθερώθηκε.
Τότε οι κληρικοί και οι θλιμμένοι μαθητές του, ανέβηκαν πάνω σε εξέδρα που κατασκευάστηκε γι’ αυτό και έψαλλαν τα εξόδια κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες. Ακολούθως κατέβασαν το άγιο λείψανο, και το τοποθέτησαν σε μολύβδινη θήκη. Έγιναν την ώρα εκείνη πολλά θαυμάσια που μαρτυρούσαν τη δόξα που απολάμβανε ο Όσιος στους ουρανούς: ενώ ήταν μέρα και ο ήλιος έλαμπε, φάνηκαν από το άγιο λείψανο τρεις σταυροί αποτελούμενοι από αστέρια. Ένα κατάλευκο περιστέρι που πετούσε πάνω του, φανέρωνε την επισκιάζουσα το λείψανο χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ενταφίασε ο Πατριάρχης το ιερό σώμα του Δανιήλ και έβαλε πάνω στον τάφο του τα ιερά λείψανα των Αγίων Τριών Παίδων της Βαβυλώνας. Αυτό έγινε κατά την προσταγή του Αγίου, για να προσκυνήσουν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς αντί τον ίδιο. Έτσι απέφευγε την ανθρώπινη δόξα και μετά θάνατο ο ταπεινότατος.
Αυτός ήταν ο θαυμαστός βίος του Οσίου Δανιήλ Στυλίτη και τα μέχρι του θανάτου του κατορθώματα. Έζησε ο μακάριος ογδόντα χρόνια και τρεις μήνες και κοιμήθηκε το 490.
Η αγία μας Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 11 Δεκεμβρίου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ