Πρωτοπρ. Γεωργίου Παπαβαρνάβα από την «Εκκλησιαστική Παρέμβαση» της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου
Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, που εορτάζουν την 1η Νοεμβρίου, ήσαν αυτάδελφοι και κατάγονταν από την Ασία. Υπάρχουν όμως άλλα δύο ζεύγη αγίων Αναργύρων με τα ίδια ονόματα. Οι πρώτοι μαρτύρησαν στην Ρώμη και εορτάζουν την 1η Ιουλίου και οι δεύτεροι κατάγονταν από την Αραβία και εορτάζουν την 17η Οκτωβρίου. Ήσαν όλοι τους γιατροί, δεν είναι όμως οι μοναδικοί άγιοι που ονομάζονται Ανάργυροι. Είναι και αρκετοί άλλοι, όπως οι Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Μώκιος και Ανίκητος, Θαλλελαίος και Τρύφων κ.λ.π.
Ανάργυροι ονομάζονται επειδή δεν αγαπούσαν τα αργύρια, δεν ήσαν φιλάργυροι, η καρδιά τους δεν ήταν προσκολλημένη στα υλικά αγαθά και προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες αφιλοκερδώς.
Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός είχαν γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας τους όμως πέθανε όταν οι άγιοι ήσαν σε μικρή ηλικία, και την φροντίδα τους ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μητέρα τους, η αγία Θεοδότη, η οποία τους γαλούχησε με τα νάματα της Εκκλησίας και τους δίδαξε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Η αγία Θεοδότη πρέπει να αποτελή το πρότυπο κάθε μητέρας που θέλει τα παιδιά της να προκόψουν. Αλλά προκοπή δεν νοείται χωρίς την αγάπη, την ανιδιοτελή αγάπη προς όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως. Για να αγαπά όμως κανείς αληθινά τους ανθρώπους πρέπει πρώτα να αγαπά τον Θεό, επειδή η αληθινή αγάπη είναι δώρο του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος συμβούλευε τον μαθητή του άγιο Τιμόθεο Επίσκοπον Εφέσου, να μελετά καθημερινά το Ευαγγέλιο και να ζη σύμφωνα με αυτό, για να προκόψη στην ζωή του και η προκοπή του να γίνη φανερή σε όλους.
Οι άγιοι Ανάργυροι θεράπευαν όλους ανιδιοτελώς και αδιακρίτως με την επιστημονική τους γνώση. Εκεί όμως που οι ανθρώπινες δυνάμεις αδυνατούσαν να προχωρήσουν, επειδή κάποιες ασθένειες είναι ανίατες, θεράπευαν τους ασθενείς με την προσευχή τους. Αλλά για να κρύβουν το χάρισμα των ιαμάτων που είχαν λάβει από τον Θεό, λόγω της μεγάλης τους αγάπης, προσποιούνταν ότι εθεράπευαν με τα φάρμακα. Και το έκαναν αυτό από ταπείνωση, για να μη θαυμάζονται και επαινούνται από τους ανθρώπους. Όλη τους η ζωή ήταν διακονία, προσφορά και θυσία στον βωμό της ανιδιοτελούς αγάπης.
Τα τέλη τους ήσαν «χριστιανά, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά» η όπως αναγράφεται στον ιερό Συναξαριστή, «ετελειώθησαν εν ειρήνη».
Ο βίος και η πολιτεία των Αγίων μας δίνουν την αφορμή τονίσουμε τα ακόλουθα.
Πρώτον. Οι πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο είχαν κοινωνία με τον Θεό και ήσαν υγιείς σωματικά και ψυχικά. Αλλά μετά την πτώση τους στην αμαρτία φόρεσαν τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθορά και τον θάνατο και έγιναν ευάλωτοι στα διάφορα καιρικά φαινόμενα. Επομένως, οι σωματικές ασθένειες και ο θάνατος είναι μεταπτωτικά φαινόμενα, είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, όπως άλλωστε και οι ψυχικές, αφού και ψυχικά αρρώστησαν. Επειδή έχασαν την κοινωνία με τον Θεό, ο νους τους σκοτίσθηκε και υποδουλώθηκαν στα διάφορα πάθη.
Ο μεταπτωτικός άνθρωπος έχει ανάγκη σωματικής και κυρίως ψυχικής θεραπείας, η οποία συνίσταται στην κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό του νου και την κοινωνία με τον Θεό.
Ο Χριστός, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, είναι ο κατ’ εξοχήν ιατρός των ψυχών και των σωμάτων και γι’ αυτό ενδύθηκε την ανθρώπινη φύση, για να την ανακαινίση, να την θεραπεύση και να την θεώση.
Δεύτερον. Η ιατρική επιστήμη είναι αποτέλεσμα της καλλιέργειας της λογικής, με την οποία επροίκισε ο Θεός τον άνθρωπο και είναι διακονία προς τον συνάνθρωπο. Οι γιατροί επιτελούν λειτούργημα και γι’ αυτό πρέπει να τιμώνται, ιδιαίτερα εκείνοι οι γιατροί, οι οποίοι εμφορούνται από το αγαπητικό και θυσιαστικό πνεύμα των αγίων Αναργύρων.
Οι άγιοι Ανάργυροι υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ασκήται το ιατρικό λειτούργημα. Ήτοι, με αγάπη προς τον άνθρωπο, χωρίς ταξικές διακρίσεις, με πνεύμα θυσίας, διακονίας και προσφοράς και προ παντός και κυρίως με προσευχή.
Οι γιατροί που αγαπούν τον Θεό και σέβονται τον νόμο του, αυτοί σέβονται και υπολογίζουν τον κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από αξιώματα, χρήματα και κοινωνικές θέσεις, γιατί στο πρόσωπό του βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό. Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά ιδιαίτερα ο φτωχός, ο ελάχιστος, ταυτίζεται με τον Ίδιο τον Χριστό, ο οποίος είπε τον γνωστόν εκείνο λόγον, «ει εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων εμοί εποιήσατε».
Χαρακτηριστικά και αξιοπρόσεκτα είναι τα όσα έλεγε κάποιος εργαζόμενος σε Νοσοκομείο: «παρατηρώ τους γιατρούς και βλέπω την διαφορά μεταξύ εκείνων που αγαπούν τον Θεό και έχουν οργανική σχέση με την Εκκλησία και εκείνων που είναι αδιάφοροι η άθεοι. Οι πρώτοι είναι ανιδιοτελείς και ταπεινοί και αισθάνονται ότι είναι συνεργάτες του Θεού στο έργο της θεραπείας των συνανθρώπων τους, ενώ οι δεύτεροι θεωρούν τον εαυτό τους κάτι ανώτερο από τους άλλους ανθρώπους, κάτι σαν θεό, και αλλοίμονον σε εκείνον που θα τολμήση να τους αμφισβητήση». Η ανθρώπινη ζωή πρέπει να τίθεται πάνω από όλα τα επίγεια αγαθά, αλλά δεν μπορεί να υπάρξη ανιδιοτελής αγάπη και προσφορά χωρίς την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης λέγει ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπά αληθινά, εάν δεν κατοική μέσα του το Άγιο Πνεύμα, το οποίο διδάσκει την αγάπη και προς αυτούς ακόμα τους εχθρούς.
Στην σημερινή κοινωνία, που κατά το πλείστον οι άνθρωποι είναι πονεμένοι και αισθάνονται αβάσταχτη μοναξιά, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξουν γιατροί και γενικότερα άνθρωποι, οι οποίοι εμφορούνται από το αγαπητικό και θυσιαστικό πνεύμα των αγίων Αναργύρων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι εργαστήριο «κατασκευής» τέτοιων ανθρώπων.
ΟΣΙΟΣ ΔΑΒΙΔ Ο ΓΕΡΩΝ
Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ
Άξιον είναι τω όντι και χρεωστούμενον, αγαπητοί μου αδελφοί Χριστιανοί, να αναγινώσκουμε μετ’ ευλάβειας και πόθου πνευματικού τους βίους των αγίων, διηγούμενοι τας αρετάς και τα κατορθώματα αυτών, όχι μόνον δια να μη αμνημονήσωμεν τα λαμπρά έργα αυτών και τας θαυματουργίας, αλλά και να μιμηθούμε την ζωήν και πολιτείαν των, εξ ων υπάρχει ό σήμερον εορταζόμενος όσιος Δαβίδ, όστις εγένετο παιδιόθεν ζηλωτής και μιμητής της αληθούς και ευθείας οδού, εκλεξάμενος την καθαρωτάτην και άγνήν πολιτείαν, λέγω, τον μοναδικό βίον, μιμούμενος κατά πάντα τρόπον τον της ασκήσεως δρόμο των ενάρετων οσίων ανδρών.
Διότι ούτος ό μακάριος δια των ένθέων και υψηλών κατορθωμάτων της αρετής κατεφώτισε τας ψυχάς των ανθρώπων και μέχρι τούδε παρέχει αενάως τας χάριτας και τας ευεργεσίας εις εκείνους, οίτινες μετ’ ευλάβειας προσκυνούσι την πάντιμον αυτού κάρα και επικαλούνται εις αρωγή και βοήθειαν το άγιον αυτού όνομα. Πρέπον είναι λοιπόν να διηγηθούμε, κατά το δυνατόν ημίν, του μακαρίου και θεοφόρου τούτου πατρός οσίου Δαβίδ τας αρετάς και λαμπρά θαυμάσια έργα και όσον το δυνατόν να μιμηθώμεν και ημείς τα κατορθώματα αυτού προς ψυχική μας ώφέλειαν.
Ούτος λοιπόν ό αληθής και γνήσιος υπουργός του πανάγαθου Θεού ήτο μεν από την χωράν ήτις καλείτο Γαρδινίτζα, κειμένη πλησίον του Ταλαντίου εις το παραθαλάσσιον, αντικρύ εις την Εύβοιαν νήσον, όστις ήκμασε περίπου το 1519 έτος, πατριαρχεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει του αοίδιμου Ιερεμίου· είχε δε γεννήτορας θεοσεβείς τε και ευλαβείς, και ό μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Χριστόδουλος, ων κατά το αξίωμα της Ιεροσύνης εστολισμένος μετά χαρίτων και αρετών, ή δε μήτηρ αυτού Θεοδώρα, ήτις τω όντι κατεγίνετο εις το να αναδειχθή τω πανοικτίρμονι Θεώ δώρον καθαρόν έζων δε και οί δύο ενάρετος, δηλαδή με προσευχάς, με νηστείας, με ελεημοσύνες, με δάκρυα, παρακαλούντες τον άγιον Θεόν ημέρας τε και νυκτός να τους ελευθέρωση από τας παγίδας και ενέδρας του πονηρού διαβόλου και να τους αξιώση της επουρανίου αυτού βασιλείας. Ειδώς δε ό ελεήμων Θεός την καθαρότητα της ψυχής των εχαρίσατο αυτοίς τέσσαρα τέκνα, τα μεν δύο αρσενικά, τα δε δύο θηλυκά, εις τα όποια χαίροντες και ευφραινόμενοι δόξαζαν το πανάγιον αυτού όνομα, εξ ων ό μακάριος Δαβίδ ευφραίνετο και ευχαριστεί τους γονείς του περισσότερον, ως έχων παρά του Κυρίου πλείονας χάριτας. Οτε δε έγένετο τη ηλικία τριών χρόνων ό τρισόλβιος, εν μια νυκτί καθ’ ύπνον έφάνη αύτω ό θειος Πρόδρομος Ιωάννης, λέγων, ανάστα τέκνον μου και ακολουθεί μοί και ευθέως ηκολούθησε μετά χαράς ως να ήτο γέρων, εμφρων και συνετός. Εξελθόντες λοιπόν αμφότεροι εκ του οικήματος ήλθον εις μίαν Εκκλησία κείμενη πλησίον της χώρας ταύτης, έπ’ ονόματι του τιμίου Προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννου, και αμέσως ευρέθη ή θύρα της Εκκλησίας ηνεωγμένη τη θεία επιταγή και εισήλθον ένδον του ναού. Ό μεν θειος Πρόδρομος εφάνη τω μακαρίω Δαβίδ ότι εστάθη εις την εικόνα, ήτις έφερε τον χαρακτήρα κατά το πρωτότυπο του Προφήτου, το δε παιδίον εστάθη έμπροσθεν της εικόνος μετ’ ευλάβειας, έχον τας χείρας του σταυροειδώς, εις εξ ημέρας ολόκληρους, ανυπόδητο και άσκεπες, μόνον με ένα υποκάμισο, θεωρούν τον τίμιον Πρόδρομο. Οί δε γονείς αυτού εγερθέντες του ύπνου και μη ευρόντες το παιδίον λυπήθησαν μεγάλως· όθεν περιήλθαν την χωράν ερευνώντας δια το παιδίον τους και ούχ εύρον αυτό διό ελεεινολογούμενοι έκλαιον το αιφνίδιον της στερήσεως του παιδός των. Κατά την έκτη ήμέραν δηλονότι, ήτις ήτο Σάββατον, τη αυτή εσπέρα κατά το έθος, κατήλθεν ό Ιερεύς, ο πατήρ αυτού στην Έκκλησίαν ταύτην, ίνα ψάλει τον εσπερινό μεθ` ετέρων εγχωρίων του Χριστιανών, και εξαίφνης ορά το παιδίον του ιστάμενο έμπροσθεν της ιεράς εικόνος του τιμίου Προδρόμου, αστράπτον το πρόσωπον αυτού ως ήλιος, καθό πεπλησμένον θείας χάριτος, και εξέστη όλος υπό της υπερβαλλούσης χαράς δια την απροσδόκητο εύρεσιν του παιδιού του και μετά δακρύων λέγει προς αυτό· τέκνον μου αγαπητό που ήσο τόσας ημέρας; ποίος σε έφερε ενταύθα; Το δε παιδίον αμέσως, ω παραδόξου θαύματος, εδείκνυε δακτυλοειδώς την τίμια εικόνα του Προδρόμου, λέγον, ως γέρων νουνεχής ούτος, αγαπητέ μου πάτερ, με εφερεν αποχής οικίας μας εις αυτόν τον άγιον ναόν. Και εξέστησαν πάντες οί παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τον πανάγαθον Θεόν. Αφού δε τελείωσε ό εσπερινός, επέστρεψε ό πατήρ αυτού μετά του μακαρίου Δαβίδ εις τον οίκον του, και δοξολογούντες υμνολογούν το υπεράγιον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ωσαύτως και του θείου Προδρόμου, τόσον οι γεννήτορες, όσον και πάντες οί κάτοικοι της χώρας δια το έξαίσιον και αξιάκουστον θαύμα.
Έκτοτε ουν ό θαυμαστός και παμμάκαρ Δαβίδ, εμφορηθείς της χάριτος του παναγίου Πνεύματος, εισήρχετο εις τον ναό του Προφήτου Προδρόμου και προσηύχετο, καθώς φησιν ο Απόστολος Παύλος προς Ρωμαίους Κεφ. η’: Όσοι Πνεύματι θεού άγονται, ούτοι είσιν υιοί Θεού. Βλέποντες ουν οί γονείς του παιδιού τας αρετάς και τας χάριτας, ας έλαβε παρά Θεού, και όσον τη ηλικία προύβαινε, τοσούτον ηύξανε και εις τας αρετάς, υμνολογούντες εδόξαζον τον παντάνακτα Θεόν. Άφ’ ου δε ήλθε εν τη πρεπούση ηλικία ό μακάριος, οι γονείς αυτού έβαλον αυτόν εις τα ιερά γράμματα, όπως δια τούτων αναγινώσκει τας θείας Γραφάς και ιεράς βίβλους προς μείζονα ώφέλειάν του προϊόντος δε του χρόνου, εστολίζετο δια των ιερών γραμμάτων και αναγνώσεων ό μακάριος, και μάλιστα με την γύμνασιν και άσκησιν της αρετής, με νηστείας, με αγρυπνίας, με προσευχάς και δεήσεις προς τον ουρανού και γης Ποιητήν, και ημέρας τε και νυκτός ενησχολείτο μετά πόθου πολλού επικαλούμενος τον Δεσπότην Χριστόν βοηθόν και αντιλήπτορα, ίνα καταπάτηση τον πολυμήχανον έχθρόν διάβολο και να αξιωθεί της επουρανίου βασιλείας, της ανεκλάλητου χαράς και αγαλλιάσεως και των επηγγελμένων αγαθών, περί ων αείποτε εφρόνει και διενοείτο αναγιγνώσκων τον μακάριο Παύλο, τον λέγοντα περί, των ουρανίων αγαθών: «Α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη πώποτε, α ητοίμασεν ό Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν.
Δια παντός δε ήτο πρόθυμος να υπάκουη εις την επιταγήν των γεννητόρων του, μάλιστα εν καιρώ του θέρους, οπότε ό πατήρ αυτού μετήρχετο την γεωργική, μετ’ επιμελείας έτρεχε εις τα χωράφια, συνεργάτης γινόμενος τω Πατρί αυτού· άλλ’ εν ω ό πατήρ αυτού ανεπαύετο μετά των εργατών εν τω μέσω της ημέρας, αποφεύγων την υπερβάλλουσαν θερμότητα του ηλίου, ό αοίδιμος Δαβίδ εν ώρα του σφοδρού καύματος προσηύχετο, αναπέμπω δοξολογίας τω πανοικτίρμονι Θεώ προς ταλαιπωρία και κακουχία του σώματος του, και τοιουτοτρόπως, παραμένων τοις γεννήτορσιν αυτού, μετ’ ευπείθειας και υπακοής διήγε τον βίον του, και μάλιστα μηδένα έχων πνευματικόν πατέρα οδηγόν διόπερ λυπούμενος εδέετο του Θεού, όπως ανάδειξη αύτώ τον της αληθείας δρόμο, εις εκτέλεσιν του ενάρετου αυτού πόθου και σκοπού.
Μετά δε καιρόν πολύν έχων όλη την ελπίδα του εξηρτημένη εις τον άγιον Θεόν, προσευχόμενος ημέρας τε και νυκτός παρεκάλει αυτόν τον κηδεμόνα του παντός να τον οδήγηση να επιτυχή αρμόδιο και ακύμαντο λιμένα, ίνα αποφυγή τας τρικυμίας και ταραχάς του ματαίου βίου και τας οσημέραι ενέδρας και επιβουλάς του δολίου δράκοντας, ίνα κερδήση την μακαρία ζωήν των δικαιων και ενάρετων ανδρών.
Φθάσας δε την ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, ανεχώρησεν εκ της πατρίδος του και, ποιήσας ευχήν τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, είπε: «Δέσποτα και Δημιουργέ απάσης της κτίσεως, εύσπλαχνε και πολυέλεε Θεέ, ό καταδεξάμενος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων σαρκωθήναι εκ της αειπαρθένου Μαρίας, της ακήρατου μητρός σου και εξ αυτής γεννηθήναι και σταυρωθήναι και ταφή δοθήναι και τη τρίτη ημέρα αναστήναι, συ Βασιλεύ πανάγιε, επάκουσον εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου και οδήγησαν με εν τω φωτί του προσώπου σου, του ποιείν το θέλημα σου το άγιον, ίνα κάγώ ό δ είλαιος αξιωθώ της επηγγελμένης εκείνης ουρανίου σου μακαριότητας».
Ό δε πανάγαθος Θεός ως οίκτίρμων και ευσυμπάθητος, ό θέλων την σωτηρίαν των ανθρώπων, εισήκουσε της δεήσεως αυτού και, καθώς εξήλθε της πατρίδος του, ευθύς ευρίσκει ινα ενάρετον άνθρωπον καθ’ όδόν, όστις εκαλείτο Ακάκιος. Ούτος δε ήτο πολύς εις την σοφία και παιδεία και μάλιστα εις την άσκησιν της αρετής και εγνωσμένος εις διαφόρους τόπους, ως ωφελήσας δια του ευαγγελικού κηρύγματος πολλάς ψυχάς ανθρώπων. Τούτου γίνεται αληθής μαθητής, υποσχεθείς να φύλαξη την υπακοήν και να είναι πρόθυμος δια παντός εις τα υπουργήματα των ασκητικών αγώνων. Ό δε μακάριος Ακάκιος εδέχθη μετά προθυμίας τον Όσιο, προορών ότι μέλλει να γένη ό παμμάκαρ Δαβίδ θαυμάσιος και άξιον δώρον του ελεήμονος Θεού, και τον πήγε εις την μονήν του και τον έγραψε συνασκητήν μετ’ άλλων πατέρων, διδάξας αυτόν και καθοδηγήσας εις άπαντα τα επόμενα του μοναδικού βίου, και ευθέως ενέδυσεν αυτόν το σχήμα των Μοναχών και τον πρόσταξε να ενασχολείται εις κόπους και ίδρωτας ασκητικούς. Έκτοτε λοιπόν ο μακάριος Δαβίδ κατεγίνετο εις κόπους, εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις δεήσεις και προσευχάς και εις τελείαν αποχή των κακών, και σπούδαζε δια παντός να γένη έξω των σαρκικών ηδονών και του φθοροποιού κόσμου, δια να γένη θύμα καθαρόν του ουρανίου Βασιλέως.Ηναγκάζετο δε μάλιστα ο Όσιος κατά συνέχεια παρά του γέροντος του Ακάκιου χάριν δοκιμής εις το να περιφρονήται με λόγια μεμπτά και ψυχρότατα και επέμπετο παρ’ αυτού να πωλή στάκτην ό δε αοίδιμος Δαβίδ με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και άμετρον υπομονή υπέμενε καρτερώτατα και έκαμνε κάθε πρόσταγμα του γέροντος του, είδώς ότι ή υπομονή και ή υπακοή αποκατασταίνει τον άνθρωπον να δοξασθη παρά Θεού, και να αξιωθεί της ουρανίου μακαριότητας.
Μετ’ ολίγον ό διδάσκαλος του Όσιου ο πατήρ Ακάκιος ανεχώρησεν από το μοναστήριον επί σκοπώ να υπάγη εις άλλο μέρος να εύρη άλλους πλέον ενάρετους άνδρας, χάριν συναναστροφής και ομιλίας προς αύξησιν και πλεονασμών της αρετής· έλαβε δε μεθ’ εαυτού και τον Όσιο Δαβίδ. Περιπατούντες ουν αμφότεροι και από τόπου εις τόπον περιερχόμενοι πολλά μοναστήρια και ασκητήρια δια να επιτύχωσιν ότι ποθούν, ήλθον εις την Όσσα, ήτις είναι μεταξύ του Ολύμπου και του Πηλίου ορούς· εκεί δε, μαθόντες το μοναστήριον του Οίκονομίου, εισήλθαν και παρέμειναν ολίγον και ωφελήθηκαν παρά των πατέρων εκείνων, ομοίως και οί πατέρες εκείνοι εκ τούτων, επειδή ή άσκησις και ή γύμνασις της αρετής έγίνετο ακωλύτως. Βλέποντες δε μάλιστα οί εκεί συνασκούμενοι πατέρες τον μακάριο Δαβίδ, ότι εξετέλει μεγάλα κατορθώματα αρετών και άμετρους κόπους και αγώνας και επροχώρει ήμερα τη ήμερα εις το κρείττον της αρετής, ως φησιν ό Απόστολος Παύλος: Των μεν όπισθεν επιλαμβανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, παρεκίνουν και εβίαζον αυτόν τον αοίδιμον να δεχθεί το αξίωμα της Ιεροδιακονίας, επειδή επρόβλεπον ότι μέλλει να γένη εντελής εις την αρετή και έχει να φωτίση με τας πνευματικάς του διδασκαλίας και νουθεσίας πολλάς ψυχάς ανθρώπων. Ανεδείχθη λοιπόν το της Ιεροδιακονίας αξίωμα εις το διαληφθέν μοναστήριον και, ως καθαρός και γνήσιος δούλος του παντοδυνάμου Θεού, υπηρετεί ευλαβώς τα θεία Μυστήρια. Μετ’ ολίγον δε καιρόν πάλιν ο διδάσκαλος αυτού, ο ιερός Ακάκιος, καταφλεγόμενος υπό θείου έρωτος απεφάσισε να υπάγει εις το Αγιον Όρος, και δια να προσκυνήσει τα ιερά μοναστήρια και να απόλαυση τους εκεί ασκητές χάριν ευλογίας και να γένη μιμητής της αρετής εκείνων. Όθεν αναχωρήσας εκείθεν έχων μεθ’ εαυτού και τον μακάριο Δαβίδ, τη θεία συνάρσει, ήλθε εις το Αγιον Όρος, περιήλθε όλα τα μοναστήρια και τας σκήτας και, λαβών ουκ ολίγον καρπόν της ένθέου αρετής, έκρινεν εύλογον πάλιν ό σεβάσμιος πατήρ Ακάκιος να αποπλεύση εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε όσιος Δαβίδ έμεινε εκεί εις τον λιμένα της αρετής, εις την μονήν της αγίας Λαύρας του οσίου Αθανασίου Άθωνίτου, λέγω, χαίρων δε και αγαλλόμενος μετήρχετο τον ασκητικό βίον.
Ό δε μακάριος Ακάκιος Φθάσας εις Κωνσταντινούπολιν πήγε αμέσως εις το Πατριαρχείο, εις προσκύνησιν του Πατριάρχου· ο δε Πατριάρχης Ιδών τον αοίδιμον Ακάκιο, τω οντι το σκεύος της ακακίας και, πληροφορηθείς τον βίον του τον καθαρόν και την διαγωγή του την ενάρετο, καθώς και άλλοτε είχεν ακούση παρ’ άλλων, υπερευχαριστήθη. Μετά ταύτα δε γενομένης συνόδου ιεράς μετά των αγίων Αρχιερέων, καθήκον εκρίθη παρά πάσης της αγίας συνόδου να τιμηθή ο αοίδιμος Ακάκιος δια του υψηλού αξιώματος της Αρχιεροσύνης, ως ων άξιος εργάτης του ιερού Ευαγγελίου, ίνα ποιμάνη το λογικό ποίμνιο, ίνα πληρωθή ή φωνή ή Ευαγγελική, ή λέγουσα: Ου καιουσι λύχνων και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πασι, τοις εν τη οικία· και τοιουτοτρόπως χειροτονηθείς ηξιώθη του μεγίστου και υψηλού αξιώματος της Αρχιεροσύνης, λαχών της μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αρτης.
Άφ’ ου δε κατήλθεν εις την επαρχία του, έστειλε εις το Αγιον Όρος και επήρε τον αγαπητό του υποτακτικό και καθαρόν υπουργό του Θεού, λέγω τον πανάριστον Δαβίδ και, ως έφθασε ούτος εις την Ναύπακτο εντός της μητροπόλεως, μεγάλη χαρά έγένετο αμοιβαία εις τους δύο, δηλαδή εις τον Αρχιερέα και εις τον Όσιο Δαβίδ. Και αμέσως ό γέροντας του μετά χαράς ψυχικής λέγει τον ένθεον σκοπόν του προς τον Δαβίδ- τέκνον μου αγαπητόν εν Κυρίω, εγώ επίτηδες σε μετακάλεσα εκ της μονής να σε χειροτονήσω επίσκοπο, να ποιμάνης λαόν, διότι είσαι άξιος εργάτης και διδάσκαλος του ιερού Ευαγγελίου, ίνα φωτίζης ψυχάς ανθρώπων. Ό δε μακάριος Δαβίδ μηδόλως έστερξεν, αν και ήτον άξιος αυτού του υψηλού αξιώματος, επειδή κατεφρόνει την δόξαν, και ησπάζετο την ταπεινοφροσύνην και ησυχία διό καθ’ έκάστην κατεγίνετο και ενησχολείτο να φύλαξη την ψυχήν του άσπιλο και καθαράν από τας επιβουλάς και ενέδρας του δολίου Σατανά και να την λαμπρύνη με τα πρέποντα προτερήματα και αρετάς, θέλων να αφανίση τελείως τας της σαρκός άτακτους κινήσεις και ορμάς και να υπόταξη το σώμα εις την ψυχήν. Δια τούτο με μεγάλας νηστείας και με ολονύκτιους αγρυπνίας και συνεχείς γονυκλισίας εταλαιπώρει τον εαυτόν του, επειδή πώποτε δεν χόρτασε την κοιλίαν με φαγητό, ποτέ δεν φόρεσε εύμορφον φόρεμα, ποτέ δεν γέλασε άτακτα, ποτέ δεν έκαμε τίποτε εναντίον του μοναχικού βίου, άλλ’ είχε δια παντός τον φόβον του Θεού επιστηριγμένον εις την ψυχήν του και ησπάζετο την ταπείνωσιν και ήτον υποτεταγμένος προς τον άγιον γέροντα του και πνευματικόν του πατέρα δια να μάθητε λοιπόν πόση υπακοή είχεν ό παμμακάριστος εις τον διδάσκαλόν του, ακούσατε μετά προσοχής το έξης διήγημα.
Ό όσιος Δαβίδ εστάλη παρά του γέροντος του εκ Ναυπάκτου εις την Άρτα δια τίνα υπηρεσία ή οδός ή απέχουσα της Ναυπάκτου άχρι της Αρτης είναι τεσσάρων ήμερων, ό μακάριος επειδή συνήθιζε να περιπατή ανυπόδητος, φθάσας εις την Άρτα, ύστατο εν μέρει τινι χάριν αναπαύσεως· ιδών δε αυτόν εις άρχων θεοφιλής και φιλόπτωχος ανυπόδητον, ευθύς αγόρασε μίαν ζυγήν υποδήματα και έρχεται προς τον Όσιο και τω λέγει παρακαλών: δούλε του Θεού, λάβε αυτά τα υποδήματα και βάλε τα εις τους πόδας σου και μη ταλαίπωρης τόσον πολλά τον εαυτόν σου. Ό δε μακάριος Δαβίδ, εννοήσας την ευλάβειαν του άρχοντος, τα εδέχθη και τα φόρεσε και, άφ’ ου έκαμε όλα τα προστάγματα του γέροντος του αγίου Ναυπάκτου, επέστρεψεν πίσω ταχέως. Ό δε Άρχιερεύς ό γέροντας του, ίδών τον Δαβίδ φορούντα τα υποδήματα, λέγει προς αυτόν μετά θύμου: ω Γέρων (επειδή ούτω εκαλείτο παιδιόθεν ό μακάριος δια την πολλήν φρόνησίν του) τίς σου έδωκε τα υποδήματα αυτά; Ό δε όσιος Δαβίδ μετ’ ευλάβειας πολλής απεκρίθη και λέγει προς αυτόν: ένας άνθρωπος φιλόχριστος, Πάτερ μου, μοί τα χάρισε ό δε Άρχιερεύς λέγει προς αυτόν αυτή είναι ή υποταγή την οποίαν σώζεις προς έμέ, ω Γέρων; και διατί δεν ήλθες ανυπόδητος, καθώς υπήγες; αλλά ελυπήθης τον εαυτόν σου; άπελθε λοιπόν και δός τα υποδήματα οπίσω εις τον άνθρωπον ό οποίος σου τα έδωκε και πάλιν στρέψον οπίσω, καθώς υπήγες ανυπόδητος· τούτον τον κανόνα έκρινα να σου δώσω, δια να μάθης ποτέ να μη κάμης έργον τι χωρίς της προσταγής μου. Τότε ό ταπεινόφρων Δαβίδ, ποιήσας μετάνοιαν, εδέχθη μετά χαράς την επιτίμησιν και έπραξε καθώς τον διέταξεν ό ιερός εκείνος Άρχιερεύς· και, άφ’ ου γύρισε πίσω, τον υπεδέχθη ό θείος ανήρ μετ’ ευλάβειας και χαράς, ως άξιον υπηρέτη του Θεού και τέκνον της υπακοής. Ούτω διάγων δε μετά του Αρχιερέως έλαμπε με τας αρετάς και θεία κατορθώματα, ως αστήρ φαεινότατος.
Είτα δε χειροτονήθη και ιερεύς, γενόμενος λειτουργός των αγίων του Θεού Μυστηρίων, και όλος ηύξανεν εις την αρετή επιδίδων εις τους αγώνας και καμάτους, ως δένδρον πεφυτευμένον εις γήν αγαθή, όπερ υψούτο τη θεία βοήθεια, φέρον καρπούς αγαθούς διότι ήκουε την σοφίαν την λέγουσα: Όσον μέγας ει, τοσούτον ταπεινού σεαυτόν, και εύρήσεις χάριν παρά Κυρίου.
Όθεν δια την υπερβάλλουσαν ταπείνωσιν απέφυγε το αξίωμα της Αρχιεροσύνης ορών δε ό Άρχιερεύς και οι του τόπου άρχοντες τας ουράνιους χάριτας και προτερήματα τα όποια είχε, τον παρεκάλεσαν πολλά δια να γένη ηγούμενος της ιεράς μονής της Θεοτόκου, επιλεγόμενης Βερνικόβης. Ούτω λοιπόν, δια των πολλών παρακλήσεων του Αρχιερέως και των αρχόντων, Ανεδείχθη την ηγουμενεία του ιερού εκείνου Μοναστηρίου και πάντοτε δια φροντίδας είχε την επιμέλεια της ψυχικής σωτηρίας των μοναχών εκείνων, νουθετών και διδάσκων καθ’ έκάστην αυτούς άπαντα του μοναχικού βίου τα καθήκοντα, αποδεικνύω αυτοίς μάλιστα τον εαυτόν του καλόν παράδειγμα. Άλλ’ οι μοναχοί εκείνοι δεν ηθέλησαν πώποτε να επιδώσωσιν εις την προκοπή της αρετής και ούτω επληρούτο το ρυτόν εκείνο το λέγον Ει Αιθίοψ αλλαξεται το δέρμα αυτόν και παρδαλίς τα ποικίλματα αυτής, τότε καταλείψουσι και εκείνη τας κακάς των συνήθειας, επειδή ηγάπα ό καθείς να έχη την ιδιορρυθμίαν και να τρέχη, ως θέλει, εις τας αισχράς του πράξεις.
Εν ω διήγεν ό μακάριος εις αυτό το Μοναστήριον της Θεοτόκου, κατά τύχην ελθών εις την Αχαίαν ό αγιώτατος Πατριάρχης Ιερεμίας, μετά του σοφωτάτου ρήτορος Εμμανουήλ, πέρασε και από την ειρημένην Μονήν μια δε των ημερών, οντος του Πατριάρχου εκεί, ό όσιος Δαβίδ επήρε καιρόν δια να λειτουργήση κατά το σύνηθες· ό δε ρήτωρ έχων
ουκ ολίγην ευλάβειαν προς τον μακάριο εισήλθεν εις την Έκκλησίαν και βλέπει εις το άγιον βήμα τον Όσιο, ό οποίος ήτον εις την προσκομιδήν, ότι τον είχε περικεκυκλωμένον φως θείον και έλαμπε το πρόσωπον του ως ήλιος, διότι εστέκετο σχεδόν ένα πήχυν υψηλότερον της γης. Τούτο το θαύμα Ίδών ό ρήτωρ έδραμε εις τον Πατριάρχη και λέγει προς αυτόν έλθέ, Δέσποτα άγιε, εις την Έκκλησίαν, να ιδής Αγγελον επίγειο και ευθύς δραμών ό Πατριάρχης ένδον του αγίου βήματος, το μεν φως το οποίον είδεν ό ρήτωρ πρότερον, ό Πατριάρχης δεν το είδεν, άλλ’ είδε το πρόσωπον του αγίου βεβρεγμένον με δάκρυα Τούτο ως είδεν ό Πατριάρχης εθαύμασε και έπειτα πολλά παρεκάλεσε τον Όσιο να τον κάμη Αρχιερέα εις μίαν μητρόπολιν αλλά ουδόλως έστερξε. Διατρίψας λοιπόν ολίγον καιρόν εις αυτό το Μοναστήριον ό Όσιος και βλέπων το αδιόρθωτο των Μοναχών εκείνων, έφυγε εκείθεν περιφερόμενος από τόπου εις τόπον, δια να τύχη τον αρμόδιο τόπον της ασκήσεως εις εκτέλεσιν του αληθούς σκοπού του. Διό ποιήσας ευχήν προς τον φιλάνθρωπον Θεόν είπε. Παντοκράτορ Δέσποτα, δημιουργέ του παντός, φιλάνθρωπε και ελεήμον Θεέ, Λυτρωτά και ρύστα της ανθρωπινής φύσεως, συ, ω γλυκύτατε μου Ιησού, έχυσες το πανάγιόν σου αίμα επάνω εις τον Τίμιον Σταυρόν δια την σωτηρίαν του άνθρωπου, συ οδήγησαν με, Πανάγιε Βασιλεύ, του ευρείν τόπον ησυχίας και ανέσεως. Ταύτα όταν έλεγε ό Όσιος μετά θερμών δακρύων προς τον παντάνακτα Θεόν, τω απεκαλύφθη ούτος εν οράματι και τω είπε να απέλθη εις το ορός Στείρι καλούμενον, όπερ κείται μεταξύ Ελικώνος και Παρνασσού, και αμέσως τη θεία οδηγία ήλθε επί το ορός και εύρε τόπον αρμόδιο να καθησύχαση και εκεί έκαμε μικράν οίκοδομήν ασκητηρίου, εσύναξε και τινας Μοναχούς ευλαβείς και σπουδαίους και μετά τούτων υμνολογεί τον άγιον Θεόν ημέρας τε και νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν αρετών και θείων χαρίτων. Διότι ό μακάριος Δαβίδ δεν ήτο μόνον στολισμένος με τας χάριτας του μοναδικού βίου, άλλ’ ήτο και με σοφίαν των Εκκλησιαστικών μαθημάτων, επειδή εδιδάχθη αρκούντως παρά του γέροντος του Ακάκιου αγίου Ναυπάκτου και παρ’ εκείνου απεστάλη προς τον Δεκαδίωνα σοφόν Ιουστίνων και ευγενέστατο Ανδρέα Άρνη, εδιδάχθη δε και παρ’ αυτών μαθήματα αρκούντα.
Εις αυτό λοιπόν το ορός καθησυχάσας διήγεν αταράχως καιρόν τίνα εκ των σατανικών προσβολών άλλ’ ο μισόκαλος και πονηρός διάβολος δεν έπαυε να μηχανάται τρόπους δολίους κατά του παμμάκαρος, φθόνων την ύπερβάλλουσαν αρετήν του. Ό δε Όσιος ειδώς την άμετρον κακίαν και φθόνον του δολίου εχθρού ύστατο ως στερεά πέτρα, ουδόλως δειλιών τα σατανικά αυτού βέλη, και ως ουδέν λογιζόμενος τας πονηράς μηχανάς του· άλλ’ εις το έσχατον καταφλεγόμενος ο πονηρός Βελίαρ υπό του φθόνου ενεργεί κατά του Όσίου πειρασμόν τοιούτον, και ακροασθήτε το τέχνασμα του φθονερότατου δράκοντας.
Μεταξύ της Χαιρώνειας και του Ελικώνος ευρίσκεται μία πόλις καλούμενη Λεβάδεια, ένθα κατοικούσι και Αγαρηνοί, εις εξ αυτών εν τάξει ων εξουσίας είχε σκλαβόπουλα, άτινα τυχόντα ευκαιρία έφυγον ό δε αυθέντης αυτών ερευνών μετά πόθου και γενόμενος πλήρης θυμού εζήτει τα ρηθέντα σκλαβόπουλα. Τινές οπαδοί του διαβόλου κάκιστοι παρουσιασθέντες τω Αγαρηνω εκείνω είπον ότι ό Όσιος εγένετο αίτιος της φυγής των σκλάβων και αμέσως εκείνος δραμών ως λύκος κεχηνώς ήρπασε τον μακαριώτατον Δαβίδ και τον παρέδωκεν εις τον ηγεμόνα της πόλεως· ούτος δε, ων ως θηρίον άγριον, ευθύς πρόσταξε και έρριψαν οί ύπηρέται του τον άγιον επί της γης και τον έδειραν σφοδρότατα με τόση ασπλαχνία, ώστε σχεδόν ημιθανής έγένετο ό Όσιος εκ των άμετρων πληγών, έπειτα τον εφυλάκωσεν. Ό δε άγιος ως πεπλησμένος της χάριτος του παναγίου Πνεύματος έχαιρε και ευφραίνετο ενθυμούμενος το ρητό του Αποστόλου Ιακώβου του Άδελφοθέου, το λέγον: πάσαν χαράν ηγήσασθε αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις Την ερχόμενη ήμέραν πάλιν πρόσταξε ο αλιτήριος, και τον έβγαλαν από την φυλακήν και τον ξύλισαν σκληρότατα εκείνα τα αγριότατα θηρία, έπειτα του έδεσαν οπίσω τας χείρας και τον κρέμασαν δια πολλήν ώραν και εκ τούτου ησθένησαν τα χέρια του αγίου και έμειναν πολύν καιρόν ακίνητα. Άλλα τίς δύναται να διηγηθή εις πλάτος τας αλλάς τιμωρίας και βάσανα, τα όποια εδέχθη εις το σώμα του ο άγιος; Εν ω ήτο κρεμάμενος, τον πότιζαν διάφορα ποτά φαρμακερώτατα αλλά ταύτα πάντα τα υπέμενεν υπομονητικώτατα, διότι ήτον αρματωμένος με την δύναμιν και χάριν του Δεσπότου Χριστού και επεθύμει να λαβή και το τέλος του μυστηρίου, να απόλαυση ταχέως τον στέφανον τον αμαράντινον και να συναυλισθη εις την χορείαν των αγίων. Άλλ’ ό πανάγαθος Θεός είδώς ότι δι’ αυτού του πολυτίμου μαργαρίτου, λέγω του οσίου Πατρός, εσώζοντο πολλαί ψυχαί, τον ήλευθέρωσε, φωτίσας τινάς Χριστιανούς και έδωκαν χρήματα πολλά τω ηγεμόνι, και ελυτρώθη ό άγιος.
Άφ’ ου δε ηλευθερώθη του τυράννου δεν έκρινεν εύλογο να επιστρέψη εις το αυτό ασκητήριο, αλλά περιήρχετο από τόπου εις τόπον έως να εύρη πάλιν τόπον αρμόδιο ησυχίας, δοκιμάζων καθ’ οδόν άμετρους τυραννίας και θλίψεις εκ των βαρβάρων και κακών ανθρώπων. Τέλος δε ήλθε εις την νήσον της Ευβοίας, εύρων αυτού τόπον ησυχίας, πλησίον του χωρίου Οροβιαίς. Εις αυτόν δε τον τόπον ήτο ναός έπ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Χριστού· τον ναό τούτον τη θεία βοήθεια δια συνδρομής τινών ευλαβών χριστιανών ανήγειρε εκ βάθρων, καλλωπισθέντα και ωραισθέντα μετά των αρμοδίων κελλίων, και εφεπομένων οικοδομών, αποκαταστήσας Μοναστήριον, ως επόθει. Έπειτα δε οί ποθούντες τον μοναδικό βίον, άκούοντες τας αρετάς και κατορθώματα του αγίου έτρεχαν πανταχόθεν και ελάμβαναν το αξίωμα της μοναδικής πολιτείας και τοιουτοτρόπως επρόκοπτον εις την αρετή δια των θείων παραινέσεων και διδασχαλιών του παναρίστου Δαβίδ. Εξ αυτών δε των μοναζόντων οί πλέον προκομμένοι εις την αρετή εισιν ούτοι· ο Ισαάκ όστις είχε και το αξίωμα της Ιεροσύνης, ο Ίωαννίκιος και ο Ησαΐας, κεχαριτωμένοι τω οντι με διαφόρους άρετάς και προτερήματα· μετά τούτων ήτο και ό Γεράσιμος, Ιωακείμ, Διονύσιος και Δανιήλ Ιεροδιάκονοι, και αυτοί άξιοι και στολισμένοι με προτερήματα.
Εως εδώ, άκροαταί μου, διηγήθην την αποκατάστασιν του ιερού Μοναστηρίου και τας χάριτας και αρετάς του οσίου πατρός Δαβίδ, τώρα δε θα διηγηθώ ακολούθως τας περιηγήσεις, την υπερβάλλουσαν ελεημοσύνη την οποίαν έκαμνε εις τους πτωχούς και τα θαύματα αυτού. Έφάνη ποτέ εύλογο τω άγίω να υπάγει εις την επισκοπή του αγίου Δημητριάδος· συμπαρέλαβε δε τον Χριστόφορο, όστις και τον βίον του οσίου έπειτα συνέγραψε, και τον ιερόν Ίωαννικιο, και Περιπατούντες ήλθον έξω της επισκοπής προς το εσπέρας και κτύπησαν την θύραν έξήλθεν εις διάκονος του αγίου Δημητριάδος και τους έρωτα ποιοι είναι και τι θέλουσιν; Ό δε άγιος απεκρίθη προς αυτόν ξένοι άνθρωποι είμεθα και θέλομε να ξενισθώμεν εις την επισκοπή. Τότε ο διάκονος έπιστρέψας είπε του γέροντος του, άπερ είπεν ό όσιος· και πάλιν εξελθών ό διάκονος είπεν ότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθητε επειδή ο γέροντας μου δειπνεί μετά των φίλων του πάρετε λοιπόν μίαν ψάθαν και καθίσατε αυτού έξω. Τότε ό Όσιος άπεκρίθη του διακόνου· ημείς, τέκνον μου, εις τον οίκον άγαπώμεν να μείνωμεν, και όχι έξω εις τον δρόμο. Και ευθύς λέγει προς τον Χριστόφορο ό άγιος γέρων τράβα το μουλάρι, επειδή είχον ένα μαζί των, άνελε (ούτω είχεν συνήθείαν να τον ονομάζη χαριεντιζόμενος). Αυτός δε έχων θάρρος προς τον αγιον είπεν ας προσμείνωμεν ολίγον, Πάτερ, ίσως και μας ανοίξουν. Ό δε θείος Πατήρ βλέπων αυτόν αργοπορούντα να κάμνη το πρόσταγμα του, τον κτύπησε με την ράβδο του εις την ράχη, λέγων δεν κάμνεις εκείνο το οποίον σοι λέγω, μόνον στέκεσαι και φιλονεικάς; Αυτός δε ευλάβεια και φόβω φερόμενος, ετράβησε το μουλάρι. Και ό διάκονος του Αρχιερέως ιστάμενος έτι παρά τη θύρα και άκούων αυτά έδραμε προς τον γέροντα του, και τω διηγείται όλα αυτά τα όποια ήκουσεν. Ό δε άρχιερεύς κατάλαβε ότι ήταν ό περίφημος εκείνος Δαβίδ, επειδή προ πολλού δι ακοής είχε τα προτερήματα του, και ηγάπα να τον ιδη και αμέσως άφησε το τραπέζι και μετά των ευρεθέντων φίλων προσέδραμεν εις τον Όσιο και, ως τον είδε, λέγει μετ’ ευλάβειας· συ είσαι ό γέρων Δαβίδ; και άπεκρίθη αυτός μετά ταπεινώσεως εγώ ό δούλος της σης αγιοσύνης ειμί. Και ευθύς ό άρχιερεύς προσπίπτων ζητεί συγχώρησιν. Ό δε μακάριος Δαβίδ, ως μιμητής ων του Δεσπότου Χριστού, έδωκε συγχώρησιν εις τον αρχιερέα και την πρέπουσα νουθεσία να ευσπλαχνίζηται τους ξένους και να τους φιλοφρονή, δίδων αυτοίς και έλεος, αν έχωσι χρείαν, δια να αποπληροί το χρέος του επαγγέλματος. Έπειτα δε μαθόντες οι κάτοικοι της χώρας προσέτρεχον άνδρες τε και γυναίκες, ως ή διψώσα έλαφος, εξομολογούμενοι και λαμβάνοντες ευλογία παρά του αγίου επέστρεφαν δοξάζοντες τον άγιον Θεόν, διότι ηξιώθησαν να ίδωσι τον άγιον και να ακούσωσι την μελίρρυτον εκείνη διδασκαλία και νουθεσία, ως εχοντες δι’ ακοής πρότερον τας ενάρετους αυτού πράξεις.
Εκείθεν δε πάλιν άπήλθον εις την Λάρισα προς τον άγιον Λαρίσης, Νεόφυτο καλούμενο, όστις ήτον αληθής Ιεράρχης του Θεού, και εκεί δε διέτριψαν τινάς ημέρας και ωφελήθηκαν πολλοί των χριστιανών εκ της διδασκαλίας του αγίου, ομοίως και ό σεβασμιότατος Ιεράρχης.
Έπειτα δε τη θεία βοήθεια επέστρεψαν εις την Μονήν των και τις δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρετάς του αγίου, και μάλιστα την έλεημοσύνην την υπερβάλλουσαν, την οποίαν όχι μόνον τοις ομοπίστοις μετήρχετο, αλλά και τοις αλλοφύλοις;
Εν μια των ήμερων ήλθε τις Αγαρηνώς εξ Ευβοίας εις το Μοναστήριον πένης ων ιδών αυτών ο όσιος, οίκτω καμφθείς, πρόσταξε τον δοχειάρην να του δώση φορέματα και υποδήματα εκ των ετοίμων και όχι μόνον ταύτα, αλλά και τροφάς ακόμη δια τα παιδία του· Τοιαύτην μεγίστη ευσπλαχνία είχεν ο άγιος.
Ποτέ δε εις ιερομόναχος, Ευφρόσυνος καλούμενος, εκ της συνεργείας του πονηρού δράκοντας ακουσίως φόνευσε άνθρωπον και επειδή ήκουσαν τούτο οι ηγεμόνες του τόπου, εφυλακώθη παρ’ αυτών και ελήφθη άπασα ή πατρική περιουσία και έτι υπέπεσε εις χρέος βαρύτατο και, μη έχων οβολόν ο άθλιος, προσέδραμε τω άγίω γέροντι χάριν ελέους και βοηθείας. Ό δε συμπαθέστατος όσιος, άμα μαθών την άκραν δυστυχίαν του, ως άλλος Αβραάμ και ξενοδόχος φιλάρετος, τω έδωκεν ολην την ποσότητα του χρέους, λέγων αύτω υπάγε, τέκνον μου, απόδος τοις δανεισταίς και έπειτα απόρριψαν τας φροντίδας του κόσμου και υπουργεί τον Θεόν, καθώς υπεσχέθης αρχήθεν και ούτω ηλευθερώθη του χρέους ευχάριστων τον Θεον και τον ευσπλαχνικώτατον Όσιο.
Αλλοτε πάλιν τέσσαρες γέροντες ήλθον εις το Μοναστήριον, καταγόμενοι από το χωρίον των Οροβίων. Ίδών δε αυτούς ο άγιος τους ρώτησε πώς ήλθατε αδελφοί; Αυτοί δε απεκρίθησαν ημείς, άγιε γέρον, είμεθα πτωχοί και γέροντες, και ήλθομεν έως εδώ να μας σώσης ψυχικώς και σωματικώς. Ό δε άγιος γέρων μετά χαράς και ευχαριστίας τους εδέχθη, και διδάξας αυτούς τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας τους ενέδυσεν και το σχήμα των Μοναχών. Οι δε έτεροι μοναχοί έλεγον προς τον άγιον δεν είναι συμφέρον του μοναστηρίου να μείνωσιν εδώ αυτοί, επειδή είναι και γέροντες και έχουσι χρέη και θα έχωμεν ενοχλήσεις παρ’ αυτών. Ό δε άγιος γέρων άπεκρίθη αυτοίς· σεις οπού θέλετε υπάγετε και αφήσατε εδώ τους πτωχούς γέροντας, διότι το μοναστήριον είναι του Δεσπότου Χριστού και των πτωχών, και όσοι έρχονται τους δέχεται. Μείναντες δε εκεί οι γέροντες οι πτωχοί ηλευθερώθησαν και της θλίψεως της πενίας και του βαρύτατου χρέους.
Άλλος τις ύπο πτώχειας κατατρυχόμενος, Γεώργιος ονόματι, από χωρίον Καλαμοΰδι, έχων και παιδία πολλά, προσέτρεχε κατά συνέχεια τω σεβασμίω γέροντι, επαιτών έλεος χάριν θεραπείας της πτώχειας του· ό δε άγιος τον εδέχετο μετά χαράς, και του έδινε ελεημοσύνη. Εν μια ουν των ήμερων ήλθε πάλιν ό αυτός Γεώργιος εις το μοναστήριον, κατά την συνήθειάν του, και ίδών ο άγιος γέρων αυτόν πολλά ταλαιπωρημένον υπο της πτώχειας δάκρυσε και λέγει προς αυτόν πώς περνάς αδελφέ, συ και τα παιδία; Είχε δε συνήθειάν ο άγιος, οτε έβλεπε ανθρώπους κακουχουμένους και τεθλιμμένους υπο πτώχειας, να χύνη δάκρυα υπο της συμπαθείας του. Ό δε πτωχός Γεώργιος άπεκρίθη, λέγων προς τον Όσιο δι’ ευχών σας αγίων, Δέσποτα μου, υγείαν έχομεν αν όμως έλειπεν ή αγιωσύνη σου, ήμεθα αποθαμένοι. Ό δε όσιος λέγει προς αυτόν υπάγε αδελφέ εις την τράπεζαν να φάγης ψωμί και έπειτα να σε δώση ο κελλάρης δύο κιλά κεχρί να υπάγεις εις τον οίκον σου δια να φάγωσι τα παιδία σου. Άφ’ ου δε έφαγε ψωμί, επήρε και τρία ψωμία το δε κεχρί δεν ηθέλησαν οι προϊστάμενοι του μοναστηρίου να το δώσωσιν, άλλ’ είπον αυτόν δεν σοι αρκεί οπού καθ’ έκάστην έρχεσαι και μας ενοχλείς, αλλά θέλεις να σου φορτώνωμεν και τας ημίονους του Μοναστηρίου με τα προς ζωάρκειαν να επιστρέφης εις τα ίδια; Ό Χριστόφορος, ων εντεταλμένος παρά του αγίου Γέροντος να τω αναφέρη τα τοιαύτα προς διόρθωσιν των ψυχών, ήλθε προς τον άγιον και είπεν άπερ ηκολούθησαν εις τον πτωχόν Γεώργιον.
Ό δε όσιος μετ’ άκρας λύπης γύρισε εις τον τοίχον και έκλαυσεν, έπειτα είπε τω ιερομονάχω Ισαάκ, όστις ήτον εκεί κράξον τον ηγούμενον και τους γέροντας να έλθωσιν εδώ ούτοι δε αμέσως ήλθον έμπροσθεν του και, ως είδεν αυτούς,. λέγει αυτοίς. Διατί, αδελφοί, διώξατε τον πτωχό Γεώργιο και δεν τω εδώκατε το κεχρί δια να φάγη αυτός και τα παιδία του; διατί παρωργίσατε τον Χριστόν και έμέ τον ταπεινόν γέροντα; Ό δε ηγούμενος και οι γέροντες άκούοντες τους λόγους του οσίου πατρός, κύψαντες κάτω την κεφαλήν των και φοβηθέντες, ελεγον μετ’ ευλάβειας συγχώρησαν μας, Πάτερ άγιε, ότι επταίσαμεν. Ό δε άγιος τοις λέγει· λάβετε το κεχρί ογλήγορα και άλλα φαγητά και υπάγετε εις τον πτωχόν Γεώργιον και φάγετε και πίετε μαζί του, και κάμετε άγάπην, και τότε θα έχητε συγχώρησιν από τον Θεόν. Και ούτω έκαμαν, καθώς τους διέταξε, και ηξιώθησαν της συγχωρήσεως.
Εις Μοναχός ευλαβέστατος, Σάββας ονομαζόμενος, έχων πατρικά και μητρικά χρήματα πολλά, ηγόρασεν εύμορφον κήπον και τον χάρισεν εις το Μοναστήριον του αγίου δια ψυχική του σωτηρίαν και μετά 35 έτη τινές μοναχοί εκ της μονής του αγίου Νικολάου, ονομαζόμενου Γαλατάκη, Παχώμιος και Θεόληπτος, έχοντες πλησίον του κήπου αυτού, του παρά του Σάββα αφιερωθέντος εις το Μοναστήριον του οσίου, μικρόν κηπάριον του ιδικού των Μοναστηρίου, αδίκως και παραλόγως, ως πλεονέκται, το εξουσίασαν. Μαθών τούτο ο μακάριος Δαβίδ ουδόλως ωργίσθη, ουδόλως κατηράσθη, ούδ’ ύβρισεν αυτούς δια την πλεονεξίαν των, άλλα καιτοι πολλάκις σκανδαλισθείς και συγχυσθείς και ζημιωθείς υπ’ αυτών, ο άγιος έφύλαττε την αγάπην κατά το ρυτόν του Ευαγγελίου: Αγαπάτε τους διώκοντας υμάς, και μη επιδυέτω ο ήλίος επί τω παροργίσμω του αδελφού σου. Και οτε ή Μονή των κινδύνευε να αφανισθή υπο των ληστών, αυτός έκαμνε εις αυτούς ουκ ολίγην την βοήθειαν, μάλιστα τους ωκοδόμησε και φρούριον παρά τη θαλασσή, και τους έκαμνε δια παντός μεγάλας ευεργεσίας, νουθετών και διδάσκων αυτούς ευαγγελικός, ως ακριβής φύλαξ του ιερού Ευαγγελίου. Άλλ’ ο Θεός άχρι τέλους ου παρείδε το δίκαιον, μόνον τους έπαίδευσε με αρρώστιας μεγάλας δια την ψυχική των σωτηρίαν. Πάσχοντες δε οί διαληφθέντες ούτοι Παχώμιος και Θεόληπτος ύπο νόσου βαρείας, ώστε σάπισαν αί σάρκες των, και φθάνοντες εις το τέλος της ζωής των ήλθον εις μεγάλην μετάνοιαν και στέλλοντες προς τον άγιον ζητούν την συγχώρησιν, δια τα οσα σκάνδαλα και ζημίας τω έκαμαν. Ό μεν Θεόληπτος ηξιώθη της συγχωρήσεως δια γράμματος και ευθύς έκοιμήθη, ο δε Παχώμιος, κατά μίμησιν του παραλύτου εβλήθη εις τον κράββατον, και υπο τεσσάρων ανδρών κρατούμενος πορεύετο προς τον άγιον. Ό δε όσιος καταβαίνον εις το φρούριο της Ευβοίας, καθ’ οδον τους υπήντησε και, βλέπων ο παμμάκαρ την άθλία κατάστασιν του πάσχοντος, έκλαυσε και τω έδωκε την συγχώρησιν και ευθύς άφ’ ου εγύρισεν εις το Μοναστήριον του πλήρωσε το κοινό χρέος και ωμολόγησε προ του θανάτου αυτού ότι ο κήπος είναι του Μοναστηρίου του οσίου Δαβίδ και εδόθη πίσω.
Μέχρι τούδε διηγήθημεν τας αρετάς και τα κατορθώματα του αγίου, τώρα δε θα διηγηθώμεν και τίνα θαύματα του, οσα έτι ζων εξετέλεσεν.
Εις καιρόν του θέρους επορεύετο ο άγιος εις την Κάρυστον δια τίνα χρείαν του μοναστηρίου· καθ’ οδον δε προς το εσπέρας κατέλυσεν εις χωρίον ονομαζόμενο Δίστον, να αναπαυθή ολίγον εκ του κόπου, και οντες πάρα πολλοί κώνωπες έβλαπτον τους ανθρώπους, ουδόλως δίδοντες ησυχία αυτοίς να κοιμηθώσι. Διό έτρεχαν οί άνθρωποι οι μεν εις τα σπήλαια, οι δε εις τα όρη· ίδόντες δε τον άγιον οί κάτοικοι του χωρίου προσέτρεξαν εις αυτόν πίπτοντες εις τους πόδας του και παρακαλούντες αυτόν να δεηθή του Θεού, ως έχων παρρησίαν μεγάλην, να τους ελευθέρωση από το πλήθος των κωνώπων. Ό δε άγιος βλέπων την εύλάβειάν των και τα δάκρυα τα οποία έχυνον τους δίδαξε τα οσα είναι αναγκαια δια την ψυχική των σωτηρίαν και τοις είπε να έχωσι την ελπίδα των εις τον Θεον και αυτός θα τους ελευθέρωση ευθύς και είτα σήκωσε τας χείρας του εις τον ούρανον και το όμμα της ψυχής του εις τον Θεον και είπε Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις ηλευθέρωσας τους Ισραηλίτας από τας χείρας του Φαραώ και εχάρισας αυτοίς την γήν της επαγγελίας, συ λύτρωσαν και ελευθέρωσαν και τους δούλους σου τούτους εκ των παγίδων του νοητού Φαραώ, και του πλήθους των κωνώπων, ίνα δοξάζωσι το όνομα σου το άγιον εις Σε, Πανάγιε Βασιλεύ, εχουσι τας ελπίδας της σωτηρίας των.
Άφ’ ου εδεήθη ό άγιος, και ευθύς, ω των απείρων σου θαυμάτων Παμβασιλεύ, των κωνώπων όλα τα πλήθη έφυγαν και πνίγηκαν εις την θάλασσαν και όλοι δόξασαν τον Θεον και ηκούσθη το θαύμα εις πολλούς τόπους.
Αλλην φοράν πάλιν πορευόμενος εις το χωρίον καλούμενον Έλευσίς δια ώφέλειαν πολλών ψυχών, εφιλοξενήθη παρ ενός ευλαβούς Χριστιανού, όστις θέλων να φιλοφρόνηση τον Όσιο μεταξύ των έτερων φαγητών έβαλε και μίαν κολοκύνθην εις το τραπέζι, ως ουσαν νεοφανή προς περισσοτέρα ευχαρίστησιν του μακαρίου ανδρός. Τρώγων δε ο Όσιος εξ εκείνης της κολοκύνθης την ηύρε τόσον πικράν, ώστε δεν ήδύνατο κανείς να την βάλη εις το στόμα του. Ό μεν οικοκύρης ελυπήθην μεγάλως· ο δε άγιος γνούς τον λογισμόν του, εν ω εκάθητο ήσυχος, εδεήθη του Θεού ίνα μεταβληθεί ή πικρότης εις γλυκύτητα και ευθύς έγένετο γλυκύτατη. Τότε λέγει προς τον οικοκύρη τρώγε τώρα τέκνον μου, ότι είναι γλυκεία, γλυκύτατη ή κολοκύνθη. Τούτο ως είδεν ο Χριστιανός εκείνος, μεγαλοφώνος δόξασε τον Θεον και εις όλον τον τόπον εκείνον κήρυξε το γεγονός θαύμα.
Άλλοτε πάλιν ο άγιος πορεύετο εις την χωράν του Ζητουνίου και τις Αγαρηνός έτυχε καθ’ οδον κρατών εις τας χείρας του ράβδο και κτύπησε τον άγιον εις την ράχη ο μεν θειος πατήρ δεν μίλησε τίποτε, το δε χέρι του Αγαρηνού έξηρανθην γενόμενων άκίνητον. Τότε ο Αγαρηνός μη δυνάμενος να κάμη τι προστρέχει εις τον άγιον μετ’ άλλων Αγαρηνών, εις το κατάλυμα οπού εξενίσθη, και παρακαλεί τον Όσιο κλαίων πικρώς ίνα τον θεραπεύση· και αμέσως ο άγιος είπεν ας είναι το χέρι σου ιατρευμένον ως και πρότερον δια της θείας δυνάμεως. Και ω του θαύματος, απεκατεστάθη το χέρι του υγιές. Βλέποντες οι ομόπιστοί του το παράδοξο θαύμα το κήρυξαν εις πολλούς ομοπίστους των. Και ό μεν ιαθείς έφερε χρήματα αρκετά του αγίου προς ευχαρίστησιν, ο δε άγιος του τα έδωκεν οπίσω λέγων αύτω: Υπάγε να τα δώσης έλεος των ομοπίστων σου και εις το έξης πώποτε να μη κάμης κακόν. Και τοιουτοτρόπως εδοξάσθη ο άγιος παρά του αγαθοδότου Θεού ως πιστός δούλος και υπηρέτης άριστος του Δεσπότου Χριστού, θαυματουργών τοις πιστοίς και απίστοις εις δόξαν Θεού.
Και εκ τούτων λοιπόν των θαυματουργημάτων του αγίου δύναται να εννοήσει πάς τις πόσην παρρησίαν είχεν ο άγιος προς τον Θεον δια τας μεγάλας αρετάς του· είχε δε και εις το Μοναστήριόν του πολλήν ευταξία και κοσμιότητα και ήσαν οι εν αυτό ασκούμενοι Πατέρες με διάφορα χαρίσματα της μοναδικής πολιτείας· και δια να γένη φανερό πόση άρίστην διοίκησιν είχεν ο μακάριος Δαβίδ εις την ίεράν Μονήν του, ακούσατε μετά προσοχής και εκ των επομένων διηγήσεων θα βεβαιωθήτε περισσότερον.
Ιεροδιάκονος τις καταγόμενος από το Ζητούνι ήτο συγκοινοβιάτης εις το Μοναστήριόν είχε δε γεννήτορας πλουσίους και ευγενείς· ο δε άγιος δεν εδωκεν εις αυτόν πώποτε φορέματα καινούργια να φορέση, αλλά ταπεινά και πενιχρά. Ηθέλησε ποτέ ο διάκονος να υπάγη να ίδη τους γονείς του και δι’ αδείας του Οσίου πατρός υπήγεν άφ’ ου δε επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, είχε φορέσει λαμπρά τίνα ενδύματα ως υιός ευγενούς επαγγελόμενος. Ό δε άγιος, ως είδεν αυτόν εστολισμένον τα περιφανή ενδύματα ταύτα, τω είπε διατί διάκονε κατεφρόνησας την στολήν της ταπεινώσεως και εξεδύθης το ένδυμα της υπερηφάνειας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας οί οποίοι κάθηνται επάνω εις τους ώμους σου. Ό δε διάκονος άκουσας, έντρομος έγένετο, πεσών δε εις τους πόδας του αγίου ζητεί συγχώρησιν. Ό δε θείος Πατήρ είπε προς αυτόν ογλήγορα έβγαλε τα φορέματα της υπερηφάνειας και ρίψε τα εις την φωτιά και φόρεσε τα ενδύματα της ταπεινώσεως και τότε λαμβάνεις συγχώρησιν. Αμέσως ό διάκονος έκαμε την προσταγή του αγίου Γέροντος και ευθύς, ίδόντες οι δαίμονες την ταπείνωσιν του διακόνου, αναχώρησαν κατησχυμένοι.
Ό διαληφθείς εκείνος Χριστόφορος έλαβε λογισμόν ποτέ να αναχώρηση από του Μοναστηρίου, οτε ό σεβάσμιος πατήρ δια του προορατικού χαρίσματος γνωρίσας τον σκοπόν του, εν ω ό Χριστόφορος εις το μετόχιον ητοιμάζετο μεθ’ ενός ετέρου Μονάχου να φυγή, ό άγιος προφθάσας αυτόν τον επήρε κατ’ ιδίαν ομιλών αύτω εν είδει εξομολογήσεως. Ό δε Χριστόφορος έννοήσας του αγίου τους λόγους, πώς δια του προορατικού του έγνώρισε τον σκοπόν του, ευθύς έπεσεν. εις τους πόδας του αγίου ζητών συγχώρησιν ό δε μακάριος Δαβίδ μετά συμπαθούς ψυχής ευλόγησε αυτόν και τον ηλευθέρωσεν από των κακών λογισμών και ειρήνευσαν ούτος του λοιπού εις το Μοναστήριον μετ’ ευχαριστίας μεγίστης.
Τοσούτον διεδόθη ή φήμη του αγίου και ό έπαινος απανταχόσε, ώστε πολλοί των Αρχιερέων προσεκάλουν αυτόν εις τας επαρχίας των χάριν ψυχικής σωτηρίας των Χριστιανών αυτός δε, ως υπηρέτης πιστός του Ιησού Χριστού και μαθητής της υπακοής, μετέβαινε μετά σπουδής και επιμελείας. Όθεν και εις την Πελοπόννησον ποτέ οί εκεί Αρχιερείς και οι άρχοντες, έχοντες μεταξύ των σκάνδαλα και λογομαχίας ου σμικράς, εμήνυσαν εις τον άγιον να υπάγη να τους ειρήνευση. Ό δε άγιος ευθύς μετά προθυμίας ούτε το μήκος της οδού εβαρύνθη ούτε συμπάθειαν εις το γήρας του έδωκεν ούτε εις το σώμα του, το οποίον ήτο πολλά ισχνό και κατάξηρον από τας νηστείας και άμετρους κακουχίας και τας αγρυπνίας, άλλ’ επήρε μεθ’ εαυτού και τινας μαθητάς του και εκίνησε δια την Πελοπόννησον. Καταβάς δε εις τον αιγιαλόν ηύρε πλοίον και εμβήκε μέσα μετά των μαθητών του, δια να πέραση αντίκρυ εις το Ταλάντι. Πριν δε να φθάση εις τον λιμένα το πλοίον, συνέβη άφνω τρικυμία και ζάλη της θαλάσσης μεγάλη, ώστε το πλοίον γύρισε, και όλοι έπεσον εις το βάθος της θαλάσσης, οί οποίοι, τη θεία βοήθεια, εξήλθον ό μεν κολυμβών, ό δε εις ξύλον επάνω ό δε μακάριος Δαβίδ ως γέρων και αδύνατος κατήλθεν εις τον βυθόν, άλλ’ έπειτα δια του θείου ελέους ανήλθεν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης εξηπλωμένος, ωσάν να εκοιμάτο. Οί δε μαθηταί του ελευθερωθέντες, έκλαιον έξω του αιγιαλού πικρώς δια τον Δαβίδ, τον πνευματικόν δεσπότην και πατέρα των. Εν ω εύρίσκοντο εις βαθείαν λύπην, μετά εννέα ώρας ορώσι τον άγιον εις την επιφάνειαν της θαλάσσης υπτιον, ζώντα, όλως αβλαβή, όστις έξήλθεν έξω απολαβών τους αυτού μαθητάς, και πάντες δόξασαν τον πανάγαθον Θεόν δια το μέγα τούτο θαυμάσιον. Εκείθεν λοιπόν μετέβη εις την Πελοπόννησον μετά των αυτών μαθητών, ένθα όχι μόνον δια των πνευματικών του νουθεσιών και διδασκαλιών ειρήνευσε τους σκανδαλισθέντας υπό του πονηρού Βελίαρ, άλλ’ προξένησε και μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν πνευματικήν εις πάσαν τάξιν Χριστιανών, και Ούτω επέστρεψε εις το Ιερόν του Μοναστήριον μετά των μαθητών του.
Μετά την επιστροφή του είπεν ότι μετά την κοίμησίν του έχει να έβγη νερόν εις το δείνα μέρος, ως μη ον πρότερον, όπερ ως ήδη φαίνεται ρέον από κρήνης αέναου.
Τοιούτος ήτον ό μακάριος Δαβίδ λελαμπρυσμένος πολλαίς αρετάς και χαρίσμασι του παναγίου Πνεύματος και, φθάσας εις γήρας βαθύ, προείδε την κοίμησίν του δι’ αποκαλύψεως θείας και είπε πασι τοις συνασκουμένοις πατράσιν ότι μετά τρεις ημέρας μέλλω να απέλθω εντεύθεν κατά το θείον βούλημα. Ερχόμενης δε της τελευταίας ημέρας, έκραξεν όλους τους πατέρας λέγων προς αυτούς· εγώ, Πατέρες, αδελφοί και τέκνα μου, μέλλω να υπάγω προς τον Κύριόν μου, ο οποίος με προσκαλεί, ύμεϊς δε οίδα, τε τους κανόνας της μοναδικής ζωής ακολουθείτε λοιπόν αυτούς και μη αμελείτε και δια παντός εστε αφιερωμένοι ψυχή τε και τω νω εις την ίεραν προσευχήν, δοξολογούντες τον Δεσπότην Χριστόν, τον γλυκύτατον Ιησούν και Σωτήρα του παντός, προς αλλήλους δε έχετε την κατά Θεόν άγάπην, προς εκπλήρωσιν του ρητού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Όπου είσι δυο ή τρεις συνημμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών. Δια παντός μελετάτε τον θάνατον και μνημονεύετε τα κάλλη του νοητού παραδείσου αποφεύγετε τους πονηρούς λογισμούς και πάντοτε Εξομολογείσθε εις δεδοκιμασμένους πνευματικούς προς διόρθωσιν των πονηρών λογισμών, ίνα έχητε την ούράνιον χάριν φεύγετε την φιλίαν του κόσμου, έχετε την ταπείνωσιν, την πραότητα, την υπακοήν και ενασχολείσθε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών και ελεείτε τους χρείαν έχοντας και προ πάντων ασπάζεστε την πνευματικήν πτωχείαν και υπομένετε πασαν θλίψιν και στενοχώρια, πενθούντες και κλαίοντες δια τα πλημμελήματα σας, και εστε δια παντός εγρηγορότες εις πόνους, εις καμάτους, εις κακουχίας, ίνα απολαύσητε εκείνη την ανεκλάλητον χαράν, λέγω την ουράνιον βασιλείαν.
Τας νουθεσίας ταύτας και αλλάς πολλάς ειπεν ό θείος Πατήρ τοις αδελφοίς πατράσιν, έπειτα ήρχισε να αναπέμπει ύμνους και δοξολογίας τω πανοικτίρμονι Θεώ, λέγων ευλογημένος ει Ποιητά του ουρανού και της γης, Θεέ πολυέλεε, ό καταδεξάμενος λαβείν σταυρικόν θάνατον δια την απολεσθείσαν ανθρώπινον φύσιν συ Πανάγιε Βασιλεύ, ως πολυεύσπλαγχνος και ευσυμπάθητος Θεός συγχώρησαν μοι και πάριδε τα έμά πταίσματα και ενίσχυσαν με παραστήναι τω φοβερωψ ήματί σου ακατακρίτως.
Ταύτην την εύχήν ειπών, γύρισε τα όμματα του προς τους αδελφούς και λέγει αυτοίς· ιδού αδελφοί, ό Δεσπότης Χριστός ήλθε. Και ευθύς απέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού του ζώντος κατά τον σοφόν Σολομώντα: Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού· ήτο δε ή τρίτη του Νοεμβρίου μηνός.
Οι δε Μοναχοί βυθισθέντες εις λύπην βαθείαν και θρηνούντες απαρηγόρητος δια την στέρησιν του κοινού πατρός και διδασκάλου αυτών, πίπτοντες επάνω εις το άγιον λείψανον μετά δακρύων και μετ’ ευλάβειας πολλής κατεφίλουν αυτό, μη έλπίζοντες εις το έξης να ίδωσι τον θείον Δαβίδ, τον κοινόν πατέρα και προστάτην των ψυχών των και ούτω μετά ταύτα ενεταφίασαν πάντες το άγιον αυτού λείψανον εν ιεραίς υμνολογίες και ακολουθίαις, ποιούντες όλοι ομοθυμαδόν προσευχήν επάνω του τάφου αυτού λέγοντες: Σε αγιώτατε Πάτερ παρακαλούμεν, προστάτα θειε των ημετέρων ψυχών, βάλλοντες μεσίτην προς τον πανάγαθον Θεόν τον οικτίρμονα, ως παριστάμενον τω θρόνω αυτού, ίνα δια πρεσβειών σου διαφυλλάττη ό ελεήμων Θεός πάντας ημάς άτρωτους και ανεπηρέαστους των σατανικών επιβουλών, ωσαύτως και την ίεράν σου Μονήν, ην ποικίλοις αγώσι και κόποις ανήγειρας, θειότατε Πάτερ, προς διηνεκή δοξολογίαν του πολυελέου Θεού.
Μετά δε την κοίμησίν του ό άγιος τοσαύτα θαυμάσια επετέλει, ώστε πλήθη ανθρώπων προσήρχοντο τη θεία αυτού σορώ μετ’ ευλάβειας, και εθεραπεύοντο εκ παντοίας νόσου και έως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τη ιερά αυτού Μονή οι χριστιανοί μετά πόθου και ευλάβειας, αρυόμενοι ιάματα εκ της παντίμου αυτού κάρας, ης ή σιαγών είναι διηρημένη οπού δε μετ’ ευλάβειας προσκαλείται ή τίμια αυτού κάρα και ή αγία σιαγών, εκεί νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες απελαύνονται, πάθη ποικίλα ιατρεύονται, το των ακριδών φθοροποιό πλήθος θαυμασίως αποδιώκεται. Ευλογητός ό Θεός, ο δοξάζων τους αγίους αυτού- όθεν και ημείς αδελφοί χριστιανοί, ας καταλείψωμεν πασαν κακίαν και πονηρίαν και ας μιμηθώμεν κατά τας δυνάμεις μας την αρετή και τα κατορθώματα του αγίου, επιμελούμενοι να άποκτήσωμεν την ενάρετο ζωήν και πολιτείαν, κατά την Ευαγγελική εντολή την παραγγέλλουσαν Γίνεσθε άγιοι, ότι καγώ άγιος ειμί όπως δια πρεσβειών και ικεσιών του οσίου πατρός ημών Δαβίδ αξιωθώμεν της επουρανίου βασιλείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω ή δόξα και το κράτος εις τους απέραντους αιώνας. Αμήν
ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Ή θαυματουργική παρουσία του Οσίου συνεχίζεται ασταμάτητη και επί των ημερών μας. Από το βιβλίο θαυμάτων του Όσίου, πού τηρείται στο Μοναστήρι, σταχυολογούμε μερικά από τα πολυάριθμα και καθημερινά θαύματα του και τα μεταφέρουμε εδώ:
1. Ό μικρός Ιωάννης Αχιλλέα Μακρής, από την Κερασιά της Αγίας Άννης, έπασχε από μία δερματική νόσο πολύ σοβαρής μορφής. Οι γιατροί δεν είχαν καταφέρει να του προσφέρουν καμιά ουσιαστική βοήθεια. Ή πιστή μάνα του τον φέρνει στο Μοναστήρι και παρακαλεί τον Ιερέα της
Μονής να της κάνει Θεία Λειτουργία και Άγιο Ευχέλαιο.
Μετά την τέλεση των Αγίων Μυστηρίων το δέρμα του μικρού Ιωάννη καθαρίστηκε θαυματουργικά.
2. Ή μικρή Μαρία Γκριτζάπη, κόρη του Παναγιώτη και της Βασιλικής Γκριτζάπη, από το Λούτσι της Λιβαδειάς, ήταν παράλυτη, δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει. Οι γονείς της την έφεραν στο Μοναστήρι και στις 5 Απριλίου 1965, παραμονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, κατά τη λιτάνευση των λειψάνων του Αγίου, όταν τα άγια Λείψανα πέρασαν πάνω της, σηκώθηκε και περπάτησε μέσα στο ναό. Έγινε τελείως καλά και από τότε περιπατεί ελεύθερα και έρχεται τακτικά και στον Άγιο για να τον δοξάζει και να τον ευχαριστεί.
3. Ό Νικόλαος και ή Ελευθερία Κουφομαργαρίτη από το Μοσχάτο Αττικής είχαν ένα κοριτσάκι, Μάρθα το όνομα πού αρρώστησε από λευχαιμία. Οι γονείς έμαθαν για του τον Όσιο Δαβίδ από μία γυναίκα από τις Ροβιές Ευβοίας, την Ελευθερία Τζινή, την οποία είχε λυτρώσει ό Άγιος από βαριά ασθένεια. Οί γονείς με το άρρωστο κοριτσάκι είχαν επισκεφθεί πολλούς γιατρούς, άλλα ελπίδα για το παιδί τους δεν τους είχε δώσει κανένας. Τότε ήταν πού γνώρισαν την Ελευθερία Τζινή από τις Ροβιές και τους μίλησε για «τον άγιο μας». «Ποιος είναι αυτός ο άγιος;» ρώτησε ή μητέρα του παιδιού, «δεν τον ξέρω». «Ό όσιος Δαβίδ», απάντησε ή γυναίκα. Παίρνει τότε ή μάνα το παιδί στα χέρια της, το σηκώνει ψηλά και λέει μέσα από την καρδιά της: «Άγιε μου Δαβίδ, κάνε καλά το παιδί μου». Μόνο αυτό. Και την ίδια στιγμή το παιδί έγινε αμέσως καλά και το έφερε και στη Μονή υγιέστατο και δόξασε τον άγιο Γέροντα. Αυτά το έτος 1976.
4. Πάρα πολλές είναι και οι εμφανίσεις του Όσίου Δαβίδ, όχι μόνο στους Πατέρες της Μονής αλλά και σε άλλους ευλαβείς Χριστιανούς πού βρίσκονται σε ανάγκη.
Ή Αγαθή Γιογιού εξ Αμερικής έπασχε από επιληψία. Οί γονείς της Γεώργιος και Παρασκευή κατάγονταν από το χωριό Παγώντα Ευβοίας. Ή μητέρα της Αγαθής έταξε το παιδί της σε πολλούς αγίους. Άκουσε και για τον όσιο Δαβίδ από μια γυναίκα από την Σκεπαστή Ευβοίας και παρακάλεσε τον άγιο: «Άγιε Δαβίδ, δεν σε γνωρίζω ποιος είσαι, σε παρακαλώ, όμως, κάνε καλά το παιδί μου, την Αγαθή». Το ίδιο βράδυ είδε έναν καλόγηρο σε ένα βουνό, με την όψη πού έχει ό άγιος στην εικόνα της εξώπορτας της Μονής, ό οποίος της είπε: «Το παιδί σου θα γίνει καλά και να έλθεις στο σπίτι μου, σε περιμένω». Εκείνη τον ρώτησε: «Ποιος είσαι εσύ πού θα κάνεις καλά το παιδί μου;» και ό άγιος της απάντησε: «Αυτός πού κάλεσες πριν από λίγη ώρα, ό όσιος Δαβίδ».
Αυτά θα τα διηγηθεί ή Ίδια ή μητέρα της Αγαθής, σε προσκύνημα της στη Μονή στις 5 Απριλίου 1979, όταν είχε έλθει να ευχαριστήσει τον Άγιο πού το παιδί της είχε —τότε— δυόμισι χρόνια να πάθει επιληπτική κρίση και αισθανόταν τελείως καλά
5. Ό Κων/νος Μπασδέκης και ή γυναίκα του από τη Μαλεσίνα Λοκρίδας βρίσκονταν σε μεγάλη θλίψη, γιατί δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά. Τα παιδιά γεννιόνταν και λίγο μετά τη γέννηση πέθαιναν. Ή γυναίκα, κάποια νύχτα, βλέπει στον ύπνο της έναν καλόγερο να της λέει ότι είναι έγκυος και ότι θα γεννήσει κοριτσάκι. Στην ερώτηση της ποιος είναι, ο καλόγερος απάντησε: «Είμαι ό όσιος Δαβίδ από την Εύβοια. Θα σε βοηθήσω να αποκτήσεις το κοριτσάκι, το οποίο θα ονομάσεις Δαβιδούλα. Θα το φέρεις και θα το βαφτίσεις στο σπίτι μου και εκεί θα κοινωνήσει των Άχραντων Μυστηρίων για πρώτη φορά. Μη διστάσεις να πεις αυτό πού σου έκανα, όπου και αν ευρίσκεσαι».
Τα λόγια του Γέροντος εκπληρώθηκαν κατά γράμμα κατά το έτος 1958.
6. Πολλοί παραθεριστές της Λίμνης Ευβοίας, σαν μάθουν ότι λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω βρίσκεται ή Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος, ανεβαίνουν και προσκυνούν τον Όσιο.
Ή Παρασκευή Γρηγοριάδου (Ευγενίου Καραβία 60, Κάτω Πατήσια) ήταν και αύτη μια παραθερίστρια πού πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο και είδε φανερά την επίσκεψη του μετά από θερμή, με δάκρυα, προσευχή, στην οποία παρακάλεσε τον Άγιο να την απαλλάξει από τη χρόνια ωτίτιδα πού τη βασάνιζε. Να πώς έγινε το θαύμα: κουρασμένη ή προσκυνήτρια ανέβηκε στο κελί του ξενώνα για να ξεκουραστεί. εκεί την πήρε ό ύπνος και είδε να ανοίγει ή πόρτα του κελιού της και ένας μοναχός να μπαίνει μέσα και να της δίνει το ράσο του να το φορέσει. Το πήρε και το φόρεσε. Όταν ξύπνησε ήταν τελείως καλά, το ευλογημένο ράσο του Αγίου την είχε θεραπεύσει. Αυτό μας θυμίζει τα «σιμικίνθια» και τα «σουδάρια» των Αποστόλων, πού έκλειναν μέσα τους θαυματουργική δύναμη, ώστε εκείνοι από τους αρρώστους πού τα αγγίζανε με πίστη να θεραπεύονται (Πραξ. 19, 12).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ. ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ 1991.
ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΕΝΗ Η ΕΚ ΣΙΝΩΠΗΣ
Μαρτύρησε στη Σινώπη την 1η Νοεμβρίου ( 18ος αι.)
Η αγία παρθενομάρτυς Ελένη καταγόταν από την Σινώπη , τη μητρόπολη των πόλεων του Πόντου. Ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Οι γονείς της την ανέθρεψαν με φόβο Θεού. Στην ανατροφή της επέδρασε και ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, που δίδασκε σε ελληνικό , κρυφό, σχολειό της Σινώπης.
Η αγία ήταν δεκαπέντε ετών, πολύ όμορφη, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της.
Μια ημέρα η μητέρα της την έστειλε να αγοράσει νήματα, για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στο δρόμο εκείνο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου πασά της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη την είδε ο πασάς απ’ το παράθυρο και η ωραιότητά της τράβηξε την ακόλαστη ψυχή του. Διέταξε αμέσως και την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε δυο και τρεις φορές να την μιάνει αλλά μια αόρατη δύναμη τον απωθούσε . Ένα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη. Ήταν το τείχος της προσευχής .Η Ελένη προσευχόταν νοερώς λέγοντας συνεχώς τον εξάψαλμο .
Ο αγαρηνός δεν απελπίστηκε, διέταξε τους στρατιώτες του να την φρουρούν. Πίστευε πως αργά ή γρήγορα θα πετύχαινε τον βδελυρό σκοπό του.
Κάποια στιγμή όμως η αγία, με τη σκέπη του Θεού, διέφυγε την προσοχή των στρατιωτών και έτρεξε σπίτι της, όπου διηγήθηκε στους γονείς της τι της συνέβη. Ο πασάς όταν αντιλήφθηκε την απόδραση της κόρης έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τους δημογέροντες και τους ζήτησε να του φέρουν αμέσως την κοπέλλα ειδ’ άλλως θα διέτασσε γενική σφαγή των Ελλήνων στην πόλη.
Οι δημογέροντες, αφού έκαναν σύσκεψη στο Ελληνικό Σχολείο, κάλεσαν τον πατέρα και του ζήτησαν να παραδώσει την κόρη του στον πασά για το γενικό καλό. Ο πατέρας με λυγμούς αναγκάστηκε να δεχθεί για να μη γίνει μεγάλο κακό. Πήγε στο σπίτι του και ,αφού ενίσχυσε κατάλληλα την κόρη του , την πήρε και την οδήγησε στον πασά , για να προσφέρει τον εαυτό της όχι στις ασελγείς ορέξεις του τούρκου αλλά ευώδες θυμίαμα στον Χριστό.
Ο πασάς τη δέχτηκε με ανείπωτη χαρά ελπίζοντας ότι θα ικανοποιήσει την επιθυμία του. Προσπάθησε πολλές φορές να την μολύνει , μάταια όμως, η αόρατη δύναμη , ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη, τον εμπόδιζε και τον απωθούσε. Η αγία προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον εξάψαλμο, τον οποίο γνώριζε από στήθους καθώς και άλλες προσευχές που είχε μάθει στο σχολείο από τον θείο της.
Την επόμενη μέρα πάλι επεχείρησε ο πασάς αλλά τίποτε. Οργισμένος, εκνευρισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης. Η καρδιά του σκλήρυνε συνεχώς, δεν έβλεπε το θαύμα. Η ακόρεστη ασέλγειά του φούντωνε περισσότερο. Την επισκέφτηκε στη φυλακή ελπίζοντας να πετύχει εκεί τον σκοπό του αλλά μάταια, και εκεί ο Νυμφίος Χριστός προστάτευσε την νύμφη του. Οπότε υπερβολικά οργισμένος διέταξε να την βασανίσουν και να την θανατώσουν.
Την βασάνισαν μπήγοντάς της καρφιά στο κεφάλι. Και την αποκεφάλισαν. Το σώμα της και το κεφάλι τα έβαλαν σ’ ένα σακί και το έριξαν στη θάλασσα. Αυτό όμως αντί να βυθιστεί επέπλεε ενώ φως κατέβαινε από τον ουρανό και φώτιζε το άγιο λείψανο. Οι τούρκοι τα’χασαν , άρχισαν να φωνάζουν « η γκιαούρισα καίγεται, η γκιαούρισα καίγεται » . Το άγιο λείψανο συνέχισε να επιπλέει, ώσπου έφτασε στην τοποθεσία Γάει , όπου τα νερά είναι μαύρα λόγω του βάθους και εκεί βυθίστηκε.
Ύστερα από λίγες ημέρες ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε εκεί κοντά. Το τρίτο βράδυ ο νυχτοφύλακας είδε στο βυθό κάτι να λάμπει σαν χρυσός. Ειδοποίησε τον πλοίαρχο και με δύτες ανέσυραν τον θησαυρό . Δεν επρόκειτο όμως για φθαρτό θησαυρό . Ανοίγοντας τον σάκο βρέθηκαν μπροστά στο τίμιο λείψανο της αγίας παρθενομάρτυρος και νεομάρτυρος Ελένης. Στην κεφαλή της ήταν μπηγμένο ένα καρφί και υπήρχε και άλλη μια τρύπα από καρφί.
Ο πλοίαρχος φοβήθηκε τους τούρκους και παρέδωσε το σώμα της αγίας σε παραπλέον πλοίο που έφευγε με Έλληνες για τη Ρωσία ενώ την αγία κάρα της κρυφά τη μετέφερε στον ναό της Παναγίας στη Σινώπη.
Στον τόπο που βυθίστηκε η αγία μέσα στη θάλασσα βγήκε σαν πίδακας γλυκό νερό, αγίασμα και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Αγιάσματα.
Η τιμία κάρα της αγίας έκανε πολλά θαύματα στη Σινώπη. Ιδιαίτερα όταν υπέφεραν από πονοκεφάλους , καλούσαν τον ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία κάρα ,έψαλλε παράκληση και αγιασμό και θεραπεύονταν ο πονοκέφαλος.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, ο πρόεδρος της Σινώπης Χρήστος Καφαρόπουλος μετέφερε την κάρα της αγίας στη Θεσσαλονίκη και την εναπέθεσε στον Ι. Ναό της Αγίας Μαρίνης στην Άνω Τούμπα, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα ευωδιάζοντας και θαυματουργώντας.
Ο καταγόμενος από τη Σινώπη αείμνηστος μητροπολίτης Σερρών Κωνσταντίνος Μεγρέλης ερχόταν στην Αγία Μαρίνα κάθε 1 Νοεμβρίου και συνεόρταζε την Αγία νεομάρτυρα Ελένη μαζί με τους Αγίους Αναργύρους. Την ημέρα δε αυτή συγκεντρώνονταν και συνεόρταζαν όλοι οι Σινωπείς .