1 Αυγούστου , η Πρόοδος του Τιμίου Σταυρού και μνήμη τωνΑγίων Επτά Μακκαβαίων Παίδων , της μητρός αυτών Σολομονής και του διδασκάλου αυτών Ελεαζάρου και της Αγίας Οσιομάρτυρος Ελέσης της εν Κυθήροις
Από Ι.Ν. ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ · 31 Ιουλίου 2016
Τί είναι η «πρόοδος» του Τιμίου Σταυρού και γιατί εορτάζεται κατά την 1η Αυγούστου;
Η πρόοδος του Τιμίου Σταυρού
Πρόκειται για εορτή που συμπίπτει με την πρώτη ημέρα της νηστείας της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και θεσπίστηκε σε ανάμνηση της απαλλαγής των Βυζαντινών, με τη βοήθεια του Τιμίου Σταυρού, από την επιδρομή των Σαρακηνών επί της εποχής του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Στην Κωνσταντινούπολη κατά την εορτή αυτή γινόταν λιτάνευση (πρόοδος) του Τιμίου Σταυρού.
Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης για το γεγονός αυτό γράφει τα έξης: «Κατά την ημέραν ταύτην εξήγετο εκ του σκευοφυλακίου της μεγάλης εκκλησίας ο τίμιος σταυρός, περιήγετο ανά την πόλιν και εξετίθετο εις διαφόρους ναούς προς προσκύνησιν και αγιασμόν των πιστών και πάλιν απετίθετο εις το σκευοφυλάκιον».
Με την ευκαιρία αναφέρουμε επιγραμματικά και τις υπόλοιπες εορτές αφιερωμένες στον Τίμιο Σταυρό:
α) Εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρου (14 Σεπτεμβρίου)
β) Εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως (Κυριακή Γ’ Νηστειών).
γ) Μνήμη του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Τιμίου Σταυρού (7 Μαΐου) την εποχή του Κωνστάντιου (337-361), γιου του Μ. Κωνσταντίνου.
δ) Τέλος αφιερωμένες στον Τίμιο Σταυρό, (όλο το έτος), είναι δύο ημέρες της εβδομάδας, η Τετάρτη και η Παρασκευή.
Οι επτά Μακκαβαίοι
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ – ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑΝ ΤΩΝ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ
(1) Συνέβη δε το κατωτέρω γεγονός : Συνελήφθησαν επτά αδελφοί μετά της μητρός των και ηναγκάζοντο υπό του βασιλέως να φάγουν χοίρειον κρέας απηγορευμένον υπό του Θείου Νόμου, βασανιζόμενοι διά μαστιγώσεων με μαστίγια τα οποία είχον κατασκευασθή από νεύρα.
(2) Ο πρώτος δε εκ των αδελφών αυτών εξ ονόματος των άλλων είπε προς τον βασιλέα: «Τι θέλεις να ερωτάς και τι θέλεις να μάθεις από εμάς; είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν παρά να παραβώμεν τους νόμους των πατέρων ημών».
(3) Ο βασιλεύς θυμωθείς λίαν διέταξε να θέσουν εις την πυράν τηγάνια και λέβητας.
(4) Όταν αυτά αμέσως επυρώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς αμέσως να κόψουν την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος είχε την πρωτοβουλίαν να ομιλήση ούτω, έπειτα διέταξε και αφηρέθη το δέρμα της κεφαλής του, απεκόπησαν τα άκρα του σώματός του υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός του.
(5) Όταν αυτός κατήντησε ανίκανος καθόλου να κινηθή, διότι πλήρως ηκρωτηριάσθη, ο βασιλεύς διέταξεν, ενώ ακόμη ανέπνεε να βάλουν αυτόν εις την πυράν, δια να τηγανίσουν αυτόν. Ενώ δε ο ατμός του τηγανιού ανεδίδετο επί μακρόν, οι αδελφοί του μετά της μητρός του παρεκίνουν αλλήλους να αποθάνουν γενναίως λέγοντες τα κατωτέρω:
(6) «Κύριος ο Θεός βλέπει και είναι τη αληθεία πράγματι συμπαθής προς ημάς, όπως μας το είπεν ο Μωυσής εις την ωδήν, εν τη οποία διεμαρτύρετο ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού λέγων : Ο Κύριος ευσπλαγχνίζεται τους δούλους του».
(7) Όταν κατ΄αυτόν τον τρόπον υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον ο πρώτος αδελφός, ωδήγουν οι αξιωματικοί του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν εις το μαρτύριον. Αφού απέσπασαν το δέρμα της κεφαλής μετά των τριχών, ηρώτων αυτόν εάν θέλει να φάγει χοίρειον κρέας, πριν βασανισθεί εις έκαστον εκ των άλλων μελών του σώματός του.
(8) Αυτός εις την γλώσσαν των πατέρων του απήντησεν: «Όχι!» Δια τούτο και αυτός υπέστη με την σειράν του τα αυτά βασανιστήρια ως και ο πρώτος.
(9) Όταν ευρίσκετο εις την στιγμήν να εκπνεύση είπε προς τον βασιλέα: «Συ μεν αλιτήριε, αφαιρείς εξ ημών την παρούσαν ζωήν, ο Βασιλεύς όμως του κόσμου θα μας αναστήσει εις μίαν αιώνιον ζωήν, εφ’ όσον ημείς απεθάνομεν πιστοί εις τους νόμους Του».
(10) Έπειτα απ’ αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Εις την αίτησιν του δημίου εξήγαγεν αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του έτεινε μετά θάρρους
(11) και ατρομήτως είπεν: «Εκ του εν ουρανοίς Θεού έχω τα μέλη ταύτα, αλλά και χάριν των νόμων του Θεού περιφρονώ ταύτα, διότι εκ του Θεού ελπίζω να επανεύρω αυτά μίαν ημέραν».
(12) Αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι, οι οποίοι ηκολούθουν αυτόν, εξεπλάγησανμε το θάρρος του νεαρού τούτου ανθρώπου, ο οποίος ουδόλως ελάμβανεν υπ’ όψιν τους πόνους εκ των βασανιστηρίων.
(13) Αποθανόντος και αυτού ωδήγησαν τον τέταρτον υιόν εις τα βασαβιστήρια (14) προκειμένου και αυτός να εκπνεύσει είπε προς τον βασιλέα: «προτιμότερον είναι να αποθνήσκει τις δια των χειρών των ανθρώπων, με την ελπίδαν την οποίαν έχει προς τον Θεόν, ότι θα αναστηθεί υπ’ Αυτού! Δια σε όμως η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν».
(15) Κατόπιν οδηγήθη ο πέμπτος υιός , τον οποίον εβασάνιζον.
(16) Αυτός προσηλώσας το βλέμμα του προς τον βασιλέα είπεν: « Έχεις την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και θνητός και δύνασαι να πράξης παν ό,τι θέλεις. Δεν πρέπει όμως να πιστεύσης, ότι το γένος ημών έχει εγκαταλειφθή υπό του Θεού.
(17) Περίμενε συ και θα ίδεις την μεγάλην δύναμιν του Θεού πόσο σε και την φυλήν σου θα βασανίσει».
(18) Έπειτα δε απ’ αυτόν ωδήγουν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν. Προκειμένου και αυτός να αποθάνη είπε προς τον βασιλέα: «Μη πλανάσαι ματαίως. Διότι ημείς οι ίδιοι έχωμεν επισύρει τας συμφοράς ταύτας εις εαυτούς αμαρτήσαντες ενώπιον του Θεού μας. Δι’ αυτό επήλθον εις ημάς τα εκπληκτικά ταύτα κακά.
(19) Αλλά συ δεν πρέπει να φαντασθής, ότι θα είσαι ατιμώρητος, αφού ετόλμησας να γίνεις Θεομάχος».
(20) Η μήτηρ δε η οποία ήτο πολύ αξιοθαύμαστος και αξία αγαθής μνήμης, βλέπουσα να αποθνήσκουν οι επτά υιοί της εν διαστήματι μιας ημέρας, υπέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των υιών της, διότι είχε τας ελπίδας της προς τον Κύριον.
(21) Αυτή παρεκίνει ένα έκαστον εκ των υιών της εις την μητρικήν των γλώσσαν και πλήρης ευγενεστάτων συναισθημάτων ενεθάρρυνεν αυτούς μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος. Και έλεγεν προς αυτούς:
(22) «Δεν γνωρίζω πως εγεννήθητε εις την κοιλίαν μου, ούτε εγώ σας έδωκα πνεύμα και ζωήν. Δεν είμαι εγώ εκείνη, η οποία συνεκέντρωσα και εταξηνόμησα τα στοιχεία, τα οποία απετέλεσαν το σώμα σας.
(23) Δι’ αυτό λοιπόν ο Δημιουργός του κόσμου, Εκείνος, ο οποίος έπλασεν τον άνθρωπον ευθύς εξ’ αρχής, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν εις όλα τα πράγματα, Αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία Του θα αποδώση το πνεύμα και την ζωήν προς υμάς, διότι τώρα σεις περιφρονείτε τον εαυτόν σας χάριν των νόμων Αυτού».
(24) Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν, ότι περιεφρονείτο και υπωπτεύετο, ότι υβρίζετο δια των λόγων της μητρός αυτής, όταν ακόμη ο νεώτερος υιός της ευρίσκετο εν ζωή, όχι μόνον απηύθηνεν ο βασιλεύς εις αυτόν παροτρύνσεις δια λόγων απλών, αλλ’ υπέσχετο εις αυτών δια όρκων, να κάμη αυτόν πλούσιον και ευτηχή, να κάμη αυτόν φίλον του και να εμπιστευθή εις αυτόν υψηλάς θέσεις, εάν εγκαταλέιψη τους νόμους των πατέρων του.
(25) Επείδη όμως ο νεαρός αυτός αδελφός ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας προσφοράς αυτάς του βασιλέως, ο βασιλεύς προκαλέσας την μητέραν παρεκίνει αυτήν, ίνα συμβουλεύσει τον υιόν της δια την σωτηρίαν του.
(26) Όταν ο βασιλέυς επί πολύν χρόνον παρεκίνει αυτήν, η μήτηρ εδέχθη να πείσει τον υιόν.
(27) Κύψασα Δε αυτή προς τον υιόν και χλευάσασα τον ωμόν βασιλέα, κατ’ αυτόν τον τρόπον ωμίλησε με την γλώσσαν των πατέρων της και είπε προς τον υιόν της: «παιδί μου λυπήσου εμέ, η οποία σε έφερον εννέα μήνες εν τη κοιλία μου, εμέ η οποία εθήλασά σε και έφερον μέχρι της ηλικίας αυτής που είσαι.
(28) Σε εξορκίζω, παιδί μου, να ίδης τον ουρανόν και την γην και όλα τα εν αυτή. Θέλω να γνωρίζεις, ότι ο Θεός εδημιούργησε αυτά εκ του μηδενός και το γένος των ανθρώπων δια του Θεού ήλθεν εις την ύπαρξιν.
(29) Μη φοβηθείς τον δήμιον αυτόν, αλλά έσο αντάξιος των αδελφών σου, δέξαι τον θάνατον, ίνα σε επανεύρω μετά των αδελφών σου εις τον καιρόν του ελέους του Θεού, της αναστάσεως των νεκρών.
(30) Ενώ η μήτηρ ωμίλει ακόμη, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς τους δημίους: «Τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την εντολήν του βασιλέως, υπακούω εις τας εντολάς του νόμου, ο οποίος εδώθη διά του Μωϋσέως εις τους πατέρας υμών.
(31) Συ δε βασιλεύ, γενόμενος αίτιος όλων των συμφορών αυτών εναντίον των Εβραίων δεν θα αποφύγεις την τιμωρόν χείραν του Θεού.
(32) Ημείς υποφέρομεν δια τας αμαρτίας μας.
(33) Εάν ο Κύριος ημών, ο οποίος είναι ο πραγματικός ζων Θεός, ίνα τιμωρήσει και διορθώση ημάς έδειξε προς στιγμήν τον θυμόν του, πάλιν θα συμφιλιωθεί μεθ’ ημών των δούλων αυτού.
(34) Συ δε, ασεβέστατε και πάντων ανθρώπων μιαρώτατε, μη υπερηφανεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ελπίδας ψευδείς και υψώνων την φονικήν και άδικον χείραν σου εναντίον των δούλων του Θεού (35) διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην του Παντοκράτορος και επόπτου Θεού ημών, του εποπτεύοντος επί όλου του κόσμου.
(36) Οι αδελφοί ημών πρόσκαιρον υποστάντες θλίψιν, ευρίσκονται υπό την προστασίαν του Θεού δια υποσχέσεως υποσχομένης μίαν αιώνιον ζωήν. Συ όμως δια της καταδίκης του Θεού θα υποστής την τιμωρίαν της υπερηφανείας σου.
(37) Ως προς εμέ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου θα παραδώσω το σώμα μου και την ζωήν μου χάριν των νόμων των πατέρων μου παρακαλών τον Θεόν να φανή αμέσως ίλεως προς τον λαόν Του και να οδηγήσει και σε δια βασάνων και θλίψεων εις το να ομολογήσεις, ότι είναι ο μόνος Θεός.
(38) Εύχομαι δε όπως εις εμέ και εις τους αδελφούς μου στματήση ο Θεός την οργήν Του , η οποία δικαίως εστράφη ενάντίον ολοκλήρου του γένους ημών.
(39) Ο βασιλεύς περιελθών εις μεγάλην οργήν διέταξεν, όπως ο νεώτερος αυτός αδελφός βασανισθεί περισσότερο απ’ τους άλλους αδελφούς, διότι βαρέως έφερεν την περιφρόνησιν αυτού.
(40) Ούτως απέθανε και ο νεαρός αυτός αδελφός καθαρός πάσης ειδωλολατρίας και πλήρως αφωσιομένος εις τον Θεόν.
(41) Τέλος απέθανε μαρτυρικώς τελευταία και η μήτηρ έπειτα από τους υιούς.
(42) Αρκετά λοιπόν είναι τα ανωτέρω, τα οποία ανέφερον δια την υπόθεσιν, τον διασκορπισμόν των σπλάγχνων των μαρτύρων και δια τας υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου επί των Ιουδαίων.
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκης
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι’ αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων. Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε. Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη – Γεράκα. Το 1871 ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με συνδρομές των χριστιανών πάνω στα ερείπια του παλαιού Ναού, ο οποίος επιχωματώθηκε για να ισοπεδωθεί το έδαφος στο σημείο όπου θα ανεγειρόταν ο νέος Ναός. Πάνω ακριβώς από τον παλαιό Ναό εκτίσθη το άγιο Βήμα και πάνω από το σημείο, όπου ήταν ο τάφος της Αγίας εκτίσθη και του νέου Ναού η Αγία Τράπεζα. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν γύρω από το Ναό και τα πρώτα κελλιά ισόγεια με βόλτα (καμάρες). Ο Ναός ήταν συναδελφικός με αδελφούς τους Βενέρηδες του χωριού Γερακιάνικα. Το 1945 ο Ναός έγινε ενοριακός του γειτονικού χωριού Πούρκου. Κατά τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε ο εξωραϊσμός και η ανάδειξη του Προσκυνήματος με την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως ήταν ο εξωραϊσμός του ναού, η ανέγερσις νέου κωδωνοστασίου, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η ανέγερση ηγουμενείου και σύγχρονων κελλίων, ο ηλεκτροφωτισμός και η κατασκευή αυτοκινητόδρομου, που ήταν και το δυσκολώτερο έργο, λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, που δημιουργείται από τους κάθετους απόκρημνους βράχους. Η Αγία Ελέσα με τον Όσιο Θεόδωρο θεωρούνται προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει «χαλινώσει» τα φίδια των Κυθήρων και δεν είναι δηλητηριώδη.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄ Ὡς ὁ προφήτης ἐκ στείρας, Ἐλέσα, βλαστήσασα, καὶ τῆς ἐρήμου ὡς οὗτος οἰκήτειρα γέγονας. Λιποῦσα γὰρ δόξας τιμάς τε ἐν γῇ, λαμπαδηφόρος ἐχώρεις πρὸς τὰ οὐράνια. Θαυματουργούσης δὲ ὄρη πορείαν σοὶ ἐσκεύαζον, τὴν κεφαλὴν τμηθείση ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ γεννήτορος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἡμῖν προστάτιν ἀκοίμητον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄ Ταχὺ προκατάλαβε Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄ Θείας πίστεως
Γόνος ἅγιος, Πελοποννήσου, γέρας ἔνθεον, νήσου Κυθήρων, ἀνεδείχθης, Ἐλέσα πανεύφημε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ νομίμως ἀθλήσασα, χειρὶ πατρῷα ἐτμήθης τὴν κάραν σου, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.