Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε. Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, καὶ ἐν εὐφροσύνη, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται».
Μὲ τὴν ἔναρξι τῆς Τεσσαρακοστῆς στὶς 15 Νοεμβρίου καὶ τὴν εὐφρόσυνη ψαλμωδία σὲ Α’ ἦχο τοῦ «Χριστὸς γεννᾶται…» ἀπὸ τὴν 21η Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει σταδιακά, ψυχολογικὰ καὶ πνευματικὰ ὥστε νὰ ἑορτάσωμε, τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπαξίως, τὴν ἀναμενόμενη μεγάλη ἑορτή τῶν Χριστουγέννων.
Ζώντας ἤδη αὐτὴ τὴν προχριστουγεννιάτικη λειτουργικὴ περίοδο, μᾶς δίδεται ἡ ἀφορμή καὶ ἡ εὐκαιρία γιὰ ἕνα ἐπίκαιρο θεολογικὸ σχολιασμὸ τοῦ περιεχομένου τοῦ χαρακτηριστικοῦ αὐτοῦ προεξαγγελτικοῦ καὶ εἰσαγωγικοῦ -στὸ πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων- ὕμνου τῆς προμετωπίδος τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ἂς σημειωθῆ ὅτι αὐτὴ ἡ παιδαγωγικὴ ἀρχή τῆς προεξαγγελίας κάποιου γεγονότος δημιουργεῖ εὐχάριστα αἰσθήματα ὑπομονῆς, χαρᾶς κι ἐλπίδος καὶ δημιουργικὴ διάθεσι προετοιμασίας, προβληματισμοῦ καὶ περισυλλογῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀρχή αὐτὴ ἐφαρμόζεται πάντοτε ἀπό τούς Ὑμνωδοὺς καὶ Ὑμνογράφους στοὺς ὕμνους, κυρίως, τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν.
Τὸ ἀνωτέρω ὑμνολογικό κείμενο ἀνήκει στὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος τὸ εἶπε ὡς προοίμιο τῆς χριστουγεννιάτικης ὁμιλίας του (PG 36, 312-333). Ἀργότερα, ὁ μεγάλος ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Κοσμᾶς, ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ -ξεναδελφὸς καὶ συνασκητὴς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ- τὸ μετέτρεψε σὲ «εἱρμὸ» τῆς Α’ Ὠδῆς τοῦ Α’ Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων καὶ ψὰλλεται ἔκτοτε συνεχῶς γιὰ δώδεκα αἰῶνες.
Ὁ ὑπὸ σχολιασμὸ ἀνωτέρω ὕμνος συντίθεται ἀπὸ δύο ἑνότητες. Ἡ πρώτη περιέχει τρεῖς μικρὲς προτάσεις καὶ ἡ δεύτερη μία, ἀλλά μεγαλύτερη. Ἡ πρώτη ἑνότης εἰσάγεται μὲ τὴν ἐπιβεβαιωτικὴ φράσι: «Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε», μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ πίστι τῆς Ἐκκλησίας -καὶ κατ’ ἐπέκτασι κάθε πιστοῦ- στὸ μυστήριο τῆς ἐν χρόνῳ ἐνανθρωπήσεως τοῦ ἄσαρκου Θεοῦ-Λόγου καὶ τονίζεται ἡ ἐθε- λούσια «κένωσι» καὶ «συγκατάβασί» Του.
Ὁ Θεὸς-Λόγος, ἐνῶ γεννᾶται ἀχρόνως καὶ θεοπρεπῶς ἐκ τοῦ Πατρὸς ἄνευ μητρός, ὡς Θεάνθρωπος γεννᾶται ἐν χρόνῳ ἐκ Μητρὸς ἄνευ πατρὸς «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου», ὥστε νὰ μὴν ἀπολέση τὴν ἰδιότητα τῆς υἱότητός Του σὲ σχέσι μὲ τὸν Πατέρα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (PG 94, 1108).
Σαρκούμενος ὁ Θεὸς-Λόγος, λαμβάνει «δούλου μορφὴν (Φιλιπ. 2, 7) καὶ τὸ ἀνθρώπινο ὄνομα «Χριστός», τὸ ὁποῖο σημαίνει «κεχρισμένος» (Λευϊτ. 4, 3 καὶ 5, 16), δηλαδὴ προωρισμένος γιὰ κάτι μεγάλο, μοναδικὸ καὶ θαυμαστό. Εἶναι Αὐτός, τὸν Ὁποῖον, οἱ Προφῆτες τῆς Π. Διαθήκης, ἐν Ἁγ. Πνεύματι, εἶχαν προεξαγγείλλει ὡς «Μεσσίαν», «ὃ ἐστιν μεθερμηνευόμενον, Χριστὸς» (Ἰωάν. 1, 41) καὶ ὡς «Σωτήρα» τοῦ κόσμου (Λουκ. 1, 47- 2,11. Ἰωάν. 4, 42).
Ἡ σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχει σωτηριολογικὸ σκοπὸ καὶ προϋποθέτει τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων ἔρχεται δὲ ὡς ἐκπλήρωσι τῆς μεταπτωτικῆς ὑποσχὲσεως τοῦ Θεοῦ (Πρβλ. Γεν. 3, 15. Ψαλμ. 109, 4) γιὰ μελλοντικὴ ἀποκατάστασι τῆς διασαλευθείσης ἡθικῆς τάξεως μεταξὺ δημιουργήματος καὶ Δημιουργοῦ.
Ὁ μελωδὸς Θεοφάνης ὁ Γραπτὸς (Σαββαΐτης), στηριζόμενος πιθανώτατα σὲ κείμενο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, αἰτιολογεῖ βιβλικῶς τὸ «γιατί» τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ψάλλοντας:
«Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδὰμ καὶ Θεὸς ἐπιθυμήσας, οὐ γέγονεν
ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται…»
(Δοξαστικό Αἴνων ἑορτῆς Εὐαγγελισμοῦ)
Ὁ τριαδικὸς Θεὸς καμπτόμενος ἀπὸ τὴν ἄρρητη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ τὸν πατρικό Του οἶκτο πρὸς τὸ ταπεινωμένο, βασανισμένο καὶ ἐξουθενωμένο πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, φανερώνει ἐν χρόνῳ (Γαλ. 4, 4) τὸ «ἀπ’ αἰῶνος κεκρυμμένον μυστήριον» (Πρβλ. Ρωμ. 16, 25. Ἔφ. 3, 9) σωτηρίας, ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος ν’ ἀπόκτηση καὶ πάλι τὰ ἀπολεσθέντα προπτωτικά χαρίσματα. Νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς πτώσεως, τὴν ἁμαρτία, τὰ πάθη, τὴν φθορά, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Νὰ γίνη καὶ πάλιν ἄξιος τοῦ «κατ’ εἰκόνα» καὶ τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1, 2).
Ἡ ἀγαπητική πρὸς τὸν ἄνθρωπο αὐτόβουλη σωτηριολογική κίνησι τοῦ Θεανθρώπου, λογικὰ καὶ ἠθικά, ἀπαιτεῖ μία ἀντίστοιχη δοξολογική κι εὐχαριστιακὴ ἀνταπόδοσι ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἐλάχιστο ἀντίδωρο, ἀναγνωρίσεως κι ἀποδοχῆς, τῶν θείων εὐεργετημάτων. Γι’ αὐτό κι ὁ ἱερός Ὑμνωδὸς προτρέπει μὲ τὸ «δοξάσατε» γιὰ μία δοξολογική ἀνταπόδοσι λόγων κι ἔργων.
Τὰ τρία ρήματα τῶν τριῶν πρώτων προτάσεων τοῦ ὕμνου «δοξάσατε», «ἀπαντήσατε» καὶ «ὑψώθητε», ὑπονοοῦν μία ἀναγωγικὴ πορεία τοῦ νοῦ καὶ τῆς διαθέσεως τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται: α) νὰ δοξάση τὸν Αἴτιον τῶν θείων δωρεῶν, β) νὰ σπεύση σὲ συνάντησί Του -ἀποδεχόμενος τὸν σωτηριολογικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐνανθρωπήσεώς Του- καὶ γ) νὰ ὑφωθῆ ἀπό τῆς γῆς πρὸς τὰ οὐράνια (μὲ ἠθική κι ἐσχατολογικὴ σημασία).
Ἡ χρῆσι τῶν ἀνωτέρω τριῶν προτρεπτικῶν ρηματικῶν τύπων ἀποβλέπει στὴν ἀφύπνησι, στὴν ἑτοιμότητα καὶ τὴν ἐγρήγορσι τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ἐνεργοποιηθῆ καὶ νὰ δράξη τὴν, προσφερομένη ἀπὸ τὸν Κύριο, εὐκαιρία σωτηρίας.
Κάτω ἀπὸ τὴν τριπλῆ παράθεσι τῶν ρημάτων καὶ τὴν τριπλῆ ἐπανάληψι τοῦ ὀνόματος «Χριστὸς» πρέπει νὰ ἐννοήσωμε τριαδολογικό συμβολισμό, δεδομένου ὅτι συνηθίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐπικαλοῦνται δοξολογικά κι εὐχαριστιακὰ τὸν τριαδικὸ Θεὸ -ἐμφανῶς ἤ συμβολικῶς- στὴν ἀρχή καὶ τὸ τέλος τῶν ὁμιλιῶν τους καὶ οἱὝμνωδοί ἀντιστοίχως στοὺς ὕμνους τους.
Στὶς ἀντιθετικές, τώρα, ἐκφράσεις, τοπικοῦ προσδιορισμοῦ, «ἐξ οὐρανῶν» καὶ «ἐπὶ γῆς» πρέπει νὰ ἀναζητήσωμε τὴν ἔμμεση διδασκαλία τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Μὲ τὸ «ἐξ οὐρανῶν» δηλώνεται ἡ Θεία φύσις, ὁ ἄσαρκος δηλαδή, Θεὸς-Λόγος, ὁ ὁποῖος, χωρίς νὰ χάνη τὴν ἰδιότητα τῆς θεὸτητος, κινεῖται ἐθελουσίως πρὸς τὴν γῆ διατηρώντας ἀναλλοίωτη τὴν ἐνδοτριαδική Του σχέσι. Μὲ τὸ «ἐπὶ γῆς» νοεῖται ὁ σαρκωμένος Θεὸς-Λόγος, ὁ Χριστός. Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ ἕνα ἔμμεσο τρόπο διατυπώνεται ἡ χριστολογικὴ διδασκαλία τοῦ ὅρου τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος δογματίζει γιὰ τὴν συνύπαρξι -στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου- τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».
Τὸ πρῶτο μέρος τοῦ ὕμνου, ὅπως εἶναι φανερό, ἔχει δογματικὸ-Χριστολογικὸ καὶ ἠθικό χαρακτήρα. Δογματικό, ὡς χριστοκεντρικὴ ἀνθρωπολογία καὶ ἠθικό, ὡς σχέσι πίστεως, ἀγάπης καὶ ἐλπίδος τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἔτσι, ἡ ψαλμώδησι τοῦ ὕμνου διδάσκει τὸ δόγμα, τὴν σωτηριολογικὴ του σημασία καὶ τὶς ἀνθρωπολογικές του ἀκολουθίες καὶ συγχρόνως προτρέπει γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἠθικῶν ὑποχρεώσεων καὶ μηνυμάτων πού ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ δόγματος.
Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ στὸ σημεῖον αὐτὸ ὅτι ἡ ἐνεστωτικὴ μορφὴ τῶν τριῶν μνημονευθέντων ρημάτων «δοξάσατε», «ἀπαντήσατε» καὶ «ὑψώθητε», δηλώνει τὴν ἔννοια τοῦ «λειτουργικοῦ χρόνου», ὅπως τὸν ζῆ ἡ ‘Ἐκκλησία μας μέσα στὸν λειτουργικὸ κύκλο τοῦ εἰκοσιτετραώρου, τῆς ἑβδομάδος καὶ τοῦ ἔτους, ὅπου οἱ ἔννοιες, «παρελθὸν» καὶ «μέλλον», βιώνονται ὡς διαρκὲς παρόν. Ἔτσι, ἡ πτῶσι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας κατανοεῖται ὡς δική μας πτῶσις. Ἡ γέννησι, ἡ σταύρωσι καὶ ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ὡς προσωπικὴ ἀναγέννησι, συσταύρωσι καὶ συνανάστασι κ.λπ. Ὅλες δηλαδή, οἱ ἐπὶ μέρους φάσεις τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ -κι αὐτὴ ἡ ἐσχατολογικὴ καθολικὴ ἀνάστασι καὶ δικαία κρίσι- πρέπει νὰ βιώνονται ὡς «τώρα», ὡς μοναδικὴ χρονικὴ εὐκαιρία σωτηρίας πού δὲν ἀναβάλλεται, οὔτε περιφρονεῖται.
Ἡ τελευταία πρότασι τοῦ ὕμνου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ δεύτερο μέρος του, συντίθεται ἀπὸ τὸν ψαλμικὸ στίχο «Ἀσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…» κι ἀπὸ ἄλλες ψαλμικὲς καὶ ὑμνολογικές ἐκφράσεις. Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς προτάσεως εἶναι καὶ δογματικὸ καὶ ἠθικό. Δογματικό, γιατί προβάλλονται χριστολογικὲς κι ἐκκλησιολογικὲς προφητικὲς θέσεις τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ, ὁ ὁποῖος διεῖδε, ἐν Πνεὺματι Ἁγίῳ, τὴν παγκοσμιότητα τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν διαχρονικὴ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας Του ποὺ συνεχίζει τὸ ἔργο σωτηρίας Ἐκείνου. Ἠθικό, γιατί ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Σωτῆρος τοῦ κόσμου, δημιουργεῖ στοὺς πιστοὺς εὔλογη χαρὰ κι εὐφροσύνη, δοξολογική κι εὐχαριστιακὴ διάθεσι καὶ κίνησι, ὡς ἔκφρασι εὐγνωμοσύνης κι ἀνταποδόσεως. Ἐπειδὴ δέ, μετὰ τὴν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων «ἄκανθας καὶ τριβόλους» (Γεν. 3, 18) βλαστάνει ἡ γῆ κι ὅλη ἡ ὅρατη κτίσι «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν», γι’ αὐτό προτρέπεται καὶ «πᾶσα ἡ γῆ» νὰ ἐκφράση πρὸς τὸν Λυτρωτὴ τῶν βασάνων της, μὲ τὸ δικό της τρόπο, τὴν δική της δοξολογία ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν ὑπακοή της στοὺς φυσικοὺς Θείους νόμους.
Τὸ «δεδόξασται» μὲ τὸ ὁποῖο τελειώνει ὁ ὕμνος συνδέεται μὲ τὸ δεδοξασμένο τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο τελειώνει μὲ τὴν Ἀνάληψί Του καὶ τὴν «ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» Πατρὸς καθέδρα (Μάρκ. 16, 19). Στὴν αἰώνια δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καλεῖται νὰ μετάσχη καὶ κάθε ἄνθρωπος.
Ἐν ὄψει τῶν ἁγίων ἡμερῶν τοῦ Δωδεκαημέρου ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστεύοντες στὸ ἀπολυτρωτικὸ καὶ σωτηριολογικὸ ρόλο τῆς Θείας Οἰκονομίας ὀφείλομε νὰ ἐπαναπροσδιορίσωμε τὴν θέσι καὶ τὴν στάσι μας ἔναντι τοῦ νηπιάσαντος γιὰ τὴν ἡμετέραν πνευματικὴ ἄνδρωσι, τοῦ ταπεινωθέντος γιὰ τὴν δική μας ἀνύψωσι, τοῦ σταυρωθέντος καὶ παθόντος γιὰ τὴν ἡμέτερα συσταύρωσι τῶν παθῶν καί, τέλος, τοῦ ἀναστάντος γιὰ τὴν δική μας πορεία πρὸς τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἂς συνειδητοποιήσωμε τί σημαίνει γιὰ μᾶς τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» κι ἂν γιὰ τὸν α’ ἤ β’ λόγο δὲν εἴμαστε σὲ θέσι ν’ ἀξιοποιήσωμε τὴν προσφερθεῖσα ἁπλόχερη Θεία Χάρι ἂς ἀναπέμψωμε, πρὸς τὸν Σωτήρα κι εὐεργέτη, τουλάχιστον, ἕνα «Κύριε ἐλέησον» ἤ ἕνα «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ἂς τὸν παρακαλέσωμε νὰ μᾶς φωτίση τὸν νοῦν, ὥστε ν’ ἀνακαλύψωμε τὸ ἐσωτερικό μας σκότος, τὴν ἐγγενῆ ἀδυναμία μας, τὴν ἀσθενικὴ πίστι μας, τὴν ἀδικαιολόγητη ἀδιαφορία μας, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν δοξολογία τῆς χαρᾶς, στὴν συνάντησι τῆς ἐλπίδος καὶ στὴν ἀνυψωτικὴ κίνηση τῆς θεώσεώς μας.
Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε.
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς,ὑψώθητε»
Ἀθανάσιος Βουρλῆς