ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 14 – 30
14 Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. 15 ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ὡς εἷς τῶν προφητῶν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι Ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. 17 αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. 18 ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. 19 ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· 20 ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. 21 καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρῴδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, 22 καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδῃ καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· Αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. 23 καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι Ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. 24 ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· Τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· Τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 25 καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· Θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. 26 καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεὺς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. 27 καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 28 ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. 29 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. 30 Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποιήσαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν.
Ερμηνευτική απόδοσις υπό Ι. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 14 – 30
14 Ηκουσε δε τότε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι’ αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. 15 Αλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. 16 Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. 17 Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. 18 Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. 19 Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, 20 επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. 21 Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. 22 Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. 23 Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. 24 Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. 25 Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. 26 Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. 27 Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. 28 Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. 29 Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. 30 Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν.
Πληροφορίες γιά τόν Ἰωάννη τόν IIρόδρομο ἔχουμε ἀπ τήν Καινή Διαθήκη καί τόν Ἑβραῖο ἱστορικό Ἰώσηπο (Ἀρχαιολ. XVIII, 5, 2). Σ′ αὐτόν ἐπίσης ἀναφέρονται σάν μία μεσσιανική μορφή καί τά λεγόμενα Μανδαϊκά Κείμενα. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς προφήτης τῆς ἀναμενόμενης ἡμέρας τῆς κρίσης τοῦ Κυρίου καί τῆς ἐγκαθίδρυσης μίας νέας τάξης πραγμάτων κηρύττοντας στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας «μετανοεῖτε• ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 3, 2). Ἑρμηνεύει τό ἔργο του σάν μία προετοιμασία γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, κατά τήν πρόρρηση τοῦ Ἠσαΐα: «ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου». Γι′ αὐτό κι ὀνομάστηκε Πρόδρομος. Καταγόταν ἀπό ἱερατική οἰκογένεια (οἱ γονεῖς του ἀναφέρονται ὡς Ζαχαρίας καί Ἐλισάβετ), καί φαίνεται νά μή συμπαθοῦσε ἰδιαίτερα τό πολιτικό ἀλλά καί θρησκευτικό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ζωή καί ἡ ἐμφάνισή του ἐπίσης δείχνουν τήν ἀντιθεσή του πρός τήν πολιτιστική διαφθορά τῆς κοινωνίας του.
Ἐκτός ἀπό τήν προφητική του παρουσία ὁ Ἰωάννης βάπτιζε, καί γι′ αὐτό ἔχει μείνει γνωστός στήν ἱστορία ὡς Βαπιστής. Σύμφωνα μέ τόν Ἰώσηπο, τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη εἶχε τήν ἠθική σημασία τῶν καθαρμῶν, ὅπως γινόταν καί ἀπό ὁρισμένα ἐθνικά θρησκευτικά κινήματα τῆς ἐποχῆς του (νεοπυθαγόριοι). Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη εἶχε καί μεσσιανικό ἡ ἐσχατολογικό χαρακτήρα καί δέν ἦταν μόνο ἀποκαθαρτικό τῶν ἁμαρτιῶν: «βάπτισμα μετανοίας τῷ λαῷ λέγων εἰς τόν ἐρχόμενον μετ′ αὐτόν ἵνα πιστεύσωσι» (ΙΙράξ. 19, 4). Μέ τό βάπτισμά του προετοίμαζε τό λαό γιά νά δεχθεῖ τόν Μεσσία.
Ἡ σημασία τοῦ ἔργου τοῦ Βαπτιστή Ἰωάννη βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ἀπό τή διδασκαλία του προῆλθε τό χριστιανικό κίνημα. Στό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστή Ἰωάννη (1:6 κ.ἑξ.) διαφαίνεται ὅτι οἱ πρῶτοι μαθητές τοῦ Ἰησοῦ βγῆκαν ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Βαπτιστή. Πράγματι τήν ἐποχή αὐτή ἀλλά καί τήν περίοδο μετά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε στήν Παλαιστίνη κάποια κίνηση παράλληλη πρός τή χριστιανική μέ κεντρική τή μορφή τοῦ Ἰωάννη. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἀξιολογεῖ τή μορφή τοῦ Ἰωάννη μέ τά λόγια: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γενντοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ…» (Ματθ. 11:11 κ.ἑξ.).
Στά Μανδαϊκά κείμενα ὁ Ἰωάννης ἐμφανίζεται σάν θεία μεσσιανική μορφή μέ στόχους σωτηριολογικούς, κάτι δηλ. σάν τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ἀναγνωρίζει τήν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστοῦ: «Οὗτος (ὁ Ἰωάννης) ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός» (Ἰωάν. 1:8).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστική συνείδηση παρουσίασε τόν Τίμιο Πρόδρομο σάν τό συνδετικό κρίκο τῶν δύο κόσμων, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιατί στό πρόσωπό του συγκεντρώνονται ὅλα τά χαρακτηριστικά, τόσο τῶν προφητῶν καί τῶν δικαίων, ὅσο καί τῶν μαρτύρων καί ἀποστόλων τῆς περιόδου τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ὁ μοναδικός Προφήτης πού προφητεύτηκε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη (Μαλαχ. 3:1), καί μάλιστα «περισσότερον προφήτου» (Λουκ. 7:26), ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τόν ἀποκάλεσε. Φώτισε τούς «καθημένους ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου» ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὥστε νά μπορέσουν νά ἀναγνωρίσουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόν ἀναμενόμενο Μεσσία καί νά πιστεύσουν σ′ Αὐτόν. «Δείκνυσι παρόντα, ὅν πόρρωθεν προμελετᾶ ὁ νόμος καί οἱ προφῆται, τόν ἕνα καί μόνον Θεόν», ὅπως λέγει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξάνδρεας. Ἔγινε γιά τούς δικαίους «ὁ ἐπίγειος ἄγγελος», γιά τούς ἀποστόλους ὁ πρῶτος κήρυκας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιά τούς μοναχούς ὁ υἱός τῆς ἐρήμου, γιά τούς μάρτυρες ἐκεῖνος πού σφράγισε μέ τό αἷμα του τήν ἀπόλυτη πίστη του στόν Χριστό.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἰωάννη περιγράφεται στά τρία πρῶτα Εὐαγγέλια, καί ἰδίως ἀπό τόν Μάρκο, μέ ἰδιαίτερη δραματικότητα. Οἱ Εὐαγγελιστές παρουσιάζουν τόν Ἰωάννη νά ἐλέγχει τήν ἀνήθικη συμπεριφορά τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη Ἀντίπα, ἰδιαίτερα τοῦ γάμου του μέ τήν Ἡρωδιάδα, πού τή χώρισε ἀπό τόν ἀδερφό του Φίλιππο καί τήν παντρεύτηκε ὁ ἴδιος. Ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος λέει πώς ὁ Ἡρώδης φοβήθηκε ὅτι θά ξεσπάσει πολιτική ἐπανάσταση ἀπό τό κίνημα τοῦ Βαπτιστῆ κι ἔκρινε φρόνιμο νά ἀποφύγει κάτι τέτοιο μέ τό νά συλλάβει καί νά φυλακίσει τόν Ἰωάννη στά μπουντρούμια τοῦ παλατιοῦ του στή Μαχαιρούντα, στό νοτιότερο σημεῖο τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας.
Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, οἱ Εὐαγγελιστές βασίζονται στήν παράδοση θέλοντας νά ἀποδώσουν τήν πραγματικότητα, καί παρουσιάζουν τήν εἰκόνα τῆς θανάτωσης τοῦ Ἰωάννη ὡς ἑξῆς: Ὁ Ἡρώδης γιόρταζε τά γενέθλιά του δίνοντας ἕνα μεγάλο γεῦμα στούς ἄρχοντες τῆς Ἰουδαίας. Πρός τιμή τῶν καλεσμένων χόρεψε ἡ Σαλώμη, καί μόλις ἡ κοπέλα τελείωσε τό χορό της, ὁ Ἡρώδης συγκινημένος τή ρώτησε μέ ποιό τρόπο θά ἤθελε νά τήν ἀνταμείψει. Αὐτή σέ συννενόηση μέ τή μητέρα της ζήτησε τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη «ἐπί πίνακι». Στό ἐπάνω μέρος τοῦ παλατιοῦ συνεχίζεται τό γλέντι καί ὁ χορός, καί μέσα σ′ αὐτήν τήν ἀτμόσφαιρα ὅλης τῆς ἀφρόκρεμας τῶν διεφθαρμένων τῆς Γαλιλαίας λαμβάνεται ἀπόφαση γιά τήν τύχη τοῦ πιό ἀξιόλογου μετά τόν Ἰησοῦ Χριστό ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς.
Ἡ σύλληψη καί μαρτυρική ἐκτέλεση τοῦ Ἰωάννη δημιούργησε πραγματικό πνευματικό σάλο. Ὡστόσο τό κήρυγμά του εἶχε ριζώσει καί ὁ δρόμος γιά τόν Σωτήρα εἶχε ἀνοιχθεῖ. Οἱ Συνοπτικοί Εὐαγγελιστές θεωροῦν τό γεγονός τῆς θανάτωσης τοῦ Βαπτιστῆ ὡς μήνυμα πρός τόν Ἰησοῦ γιά νά ἀρχίσει τή δική του δράση. Γι′ αὐτό καί οἱ τρεῖς γράφουν περίπου τά ἑξῆς: «Μετά δέ τό παραδοθῆναι Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τήν Γαλιλαίαν κηρύσσων τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρός καί ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ…» (Μάρκ. 1:14 καί πρλλ).
Ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας εἰκονογραφεῖ τό κείμενο ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου: «Καί εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεύς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τήν κεφαλήν αὐτοῦ. Ὁ δέ ἀπελθών ἀπεκεφάλισεν αὐτόν ἐν τῇ φυλακῇ, καί ἤνεγκε τήν κεφαλήν αὐτοῦ ἐπί πίνακι καί ἔδωκεν αὐτήν τῷ κορασίῳ, καί τό κοράσιον ἔδωκεν αὐτήν τῇ μητρί αὐτῆς». Μέσα στό κτίριο πού παριστάνει τό παλάτι τοῦ Ἡρώδη μέ ἐνσωματωμένη φυλακή στά ὑπόγειά του λαμβάνει χώρα τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Ὁ στρατιώτης πού ἔχει σύρει τό ξίφος ἀπ τή θήκη του ἔχει καταφέρει τό χτύπημα πάνω στό λαιμό τοῦ Προδρόμου καί ἑτοιμάζεται νά ἀποτελειώσει μέ δεύτερη προσπάθεια τό ἔργο του. Ὁ Ἅγιος μέ τά χέρια δεμένα, γονατιστός καί σκυμμένος πάνω ἀπό τό δίσκο δέχεται μέ πρόσωπο πού φανερώνει ἐσωτερική γαλήνη καί ταπεινοφροσύνη καρτερικά τό μαρτύριό του. Φοράει σκουροπράσινο χιτώνα καί ἀπό κάτω μηλωτή, ὅπως βρίσκουμε στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (3:4): «Εἶχε τό ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπό τριχῶν καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφύν αὐτοῦ». Τά μακριά μαλλιά καί γένια του εἶναι ἀτημέλητα, καί τά γυμνά μέρη τοῦ σώματός του ἐξαιρετικά ἀδύνατα: ἕνας ἀληθινός ἀθλητής τῆς ἐρήμου πού τρεφόταν μέ χόρτα καί μέλι ἀπό ἀγριομελίσσια ἐκεῖ ὅπου ζοῦσε.
Μπροστά ἀπό τόν Βαπτιστή ἡ βασιλοπούλα Σαλώμη κρατεῖ στά χέρια ἀσημένιο δίσκο καί εἶναι ἕτοιμη νά παραλάβει τήν Τίμια Κεφαλή. «Καί ἠνέχθη ἡ κεφαλή αὐτοῦ ἐπί πίνακι» (Ματθ. 14:11). Αὐτός ὁ δίσκος εἶναι χαρακτηριστικός καί στήν εἰκονογράφηση τῆς σκηνῆς ὅπου παριστάνεται ἡ «εὕρεση τῆς Τίμιας Κεφαλῆς». Οἱ εἰκόνες πού δείχνουν τή Σαλώμη νά μεταφέρει τό κεφάλι τοῦ Βαπτιστῆ «ἐπί πίνακι» μᾶς θυμίζουν ἀντίστοιχες ἀπό τό βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἰουδήθ», ὅπου ἡ ὁμώνυμη ἡρωίδα τῶν Ἑβραίων κρατεῖ στά χέρια τό κομμένο κεφάλι τοῦ στρατηγοῦ Ὀλοφέρνη. Οἱ δύο μορφές ἀντικριστά ἐπιστέφονται μέ στέμμα: ὁ μέν Ἰωάννης μέ θεϊκό ὁλόχρυσο φωτοστέφανο, σημάδι τῆς οὐράνιας παρουσίας του, ἡ δέ Σαλώμη μέ βασιλική κορῶνα, ἔνδειξη τῆς ἐπίγειας κυριαρχίας της.
Ὁ Ρωμαῖος στρατιώτης μέ τά πόδια σέ διασκελισμό —πράγμα πού δηλώνει δράση— φοράει πλουμιστή στολή, καθώς προέρχεται ἀπό τό Αὐλικό περιβάλλον τοῦ βασιλιᾶ, καί στό κεφάλι ἔχει στρατιωτικό κράνος, περικεφαλαία. Τόσο αὐτός ὅσο καί ἡ Σαλώμη περιβάλλονται ἀπό τά κόκκινα βασιλικά χρώματα σέ ἀντίθεση μέ τόν Πρόδρομο πού τά σκοῦρα χρώματά του ἐκφράζουν στέρηση καί ταπεινότητα. Μέ τίς διαφορετικές χρωματικές ἀποδώσεις δηλώνονται ἔτσι καί οἱ διαφορετικοί κόσμοι στούς ὁποίους ἀνήκουν οἱ πρωταγωνιστές…
Τό οἰκοδόμημα σέ προοπτική στό φόντο τῆς σκηνῆς εἶναι ὁ χῶρος μέσα στόν ὁποῖο λαμβάνει χώρα τό μαρτύριο. Ἔχει φρουριακή μορφή μέ πολεμίστρες στήν κορυφή, ἐνῶ στήν κάτοψή του ἀνοίγεται τοξοειδής εἴσοδος μέ ξύλινη πόρτα πού φέρει σιδερένιους μοχλούς καί κλειδωνιές. ΙΙιό πάνω στόν ἴδιο τοῖχο ἡ πρόσοψη στολίζεται μέ πλούσια διακόσμηση. Στή δεξιά πλευρά τοῦ κτιρίου δεσπόζει τό παράθυρο τῆς φυλακῆς μέ τίς σιδερένιες ἀμπάρες του, καί πιό ψηλά εἰκονίζονται δύο μικρά τοξοειδῆ ἀνοίγματα. Τέλος, ἀριστερά στήν εἰκόνα πίσω ἀπ′ τό στρατιώτη παριστάνεται βραχῶδες ἔξαρμα.
Ἐκτιμώντας τή σύνθετη πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι αὐτό πού ἐπιδιώκεται νά τονισθεῖ δέν εἶναι τόσο τό μαρτύριο καθαυτό οὔτε καί ὁ τρόπος τῆς ἐκτέλεσής του, ἀλλά ἡ ἑτοιμότητα τοῦ Προδρόμου μπροστά στή Θυσία. Ὁ Ἰωάννης προετοίμασε τό δρόμο τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέστη μαρτύριο πρίν ἀπ’ αὐτόν.
Ἀπό τό βιβλίο: Οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκαόρτου
Ἀθαν. Διαλεκτόπουλου