8 Σεπτεμβρίου , Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και μνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων των εν τη Μικρασιατική Καταστροφή , ήτοι Χρυσοστόμου Σμύρνης , Γρηγορίου Κυδωνιών , Προκοπίου Ικονίου , Αμβροσίου Μοσχονησίων και Ευθυμίου Ζήλων
Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού – Το χάλκινο φίδι
Ευαγγέλιο : Εκ του κατά Ιωάννην , κεφ. γ΄, στίχοι 13-17
Oὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ.
καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον .
οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοσις
Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ’ ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.
Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.
Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.
Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν· δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.
Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.
Το χάλκινο φίδι
Η Κυριακή πριν από την εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μας προετοιμάζει πνευματικά για να συναισθανθούμε το μέγα μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα μας μεταφέρει σε μία ιερή συζήτηση μέσα στη νύχτα, όπου ο Κύριος απεκάλυψε στον κρυφό μαθητή του Νικόδημο το μέγα μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Κανείς από τους ανθρώπους, είπε, δεν έχει ανεβεί στον ουρανό, παρά μόνο εγώ που κατέβηκα από τον ουρανό και έγινα άνθρωπος. Κι ενώ τώρα είμαι στη γη, εξακολουθώ να είμαι και στον ουρανό. Και όπως κάποτε ο Μωυσής κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται μ’ αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών της ερήμου, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να υψωθώ εγώ ψηλά πάνω στο σταυρό.
Ποια όμως είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα στο γεγονός αυτό της Παλαιάς Διαθήκης με τη σταύρωση του Κυρίου μας; Εκεί στην έρημο συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό. Είχαν παρουσιαστεί φίδια φαρμακερά και τρύπωναν στις σκηνές των Ισραηλιτών. Φίδια αμέτρητα δάγκωναν όσους έβρισκαν μπροστά τους. Κι αυτοί με πόνους δυνατούς και κραυγές απελπιστικές σε λίγη ώρα έπεφταν νεκροί! Οι Ισραηλίτες τρομοκρατημένοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τιμωρούνται για τις πολλές τους αμαρτίες. Σκέφτηκαν ότι μόνον ο Θεός μπορούσε να τους σώσει. Έτρεξαν λοιπόν στον Μωυσή κι εκείνος με όλη του την ψυχή παρακαλούσε τον Θεό να τους σώσει. Και ο Θεός, σαν αγαθός πατέρας, επειδή είδε ότι μετανόησε ο λαός, άκουσε την προσευχή του Μωυσή και του λέει: Φτιάξε ένα φίδι χάλκινο και κρέμασέ το σε ένα ξύλο. Και πες στους Ισραηλίτες: «Καθένας που θα τον δαγκώσει φίδι, να κοιτάζει το χάλκινο αυτό φίδι και θα σώζεται από το θάνατο». Και το θανατικό σταμάτησε, οι Ισραηλίτες σώθηκαν.
Γιατί όμως ο Κύριος συσχετίζει το γεγονός αυτό με τη δική του σταύρωση; Το χάλκινο φίδι το ύψωσε ο Μωυσής καρφωμένο σε ξύλο. Στο τίμιο ξύλο του σταυρού υψώθηκε κρεμασμένος κι ο Χριστός μας. Τα φαρμακερά φίδια σκορπούσαν το θάνατο. Ο σατανάς, ο όφις ο αρχαίος, με τα φαρμακερά τσιμπήματά του νεκρώνει την ψυχή του ανθρώπου. Στην έρημο ο Μωυσής κρέμασε πάνω στο ξύλο ένα χάλκινο φίδι, που ήταν το ομοίωμα των φαρμακερών φιδιών. Στο σταυρό κρεμάστηκε ο ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος θεωρήθηκε το ομοίωμα της αμαρτίας, καθώς σήκωσε επάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Στην έρημο οι Ιουδαίοι ατενίζοντας το χάλκινο φίδι διέφυγαν τον πρόσκαιρο θάνατο, εμείς οι πιστοί ατενίζοντας τον Σταυρό του Χριστού λυτρωνόμαστε από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τον αιώνιο θάνατο, μπορούμε να εισέλθουμε όχι στη γη της επαγγελίας, αλλά στη Βασιλεία του Θεού.
Ο Κύριος στη συνέχεια εξηγεί στον Νικόδημο το νόημα της δικής του υψώσεως πάνω στο ξύλο του Σταυρού: Ο υιός του ανθρώπου, λέει, θα υψωθεί πάνω στο Σταυρό, για να μη χαθεί κανένας από όσους θα πιστεύουν σ’ Αυτόν στον αιώνιο θάνατο, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε σε θάνατο τον μονάκριβο Υιό του, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας πιστός, άλλα να έχει ζωή αιώνια. Διότι δεν απέστειλε ο Θεός τον Υιό του στο αμαρτωλό γένος των ανθρώπων για να κατακρίνει και να καταδικάσει το γένος αυτό, αλλά για να σωθεί ολόκληρος ο κόσμος.
Εμείς κατανοούμε άραγε το ύψους αυτό της αγάπης του; Αντιλαμβανόμαστε την άπειρη αυτή και ύψιστη ευεργεσία του; Γι’ αυτό ας παρακαλούμε Αυτόν που τόσο πολύ μας αγάπησε, να μας φωτίζει να κατανοούμε όσο μπορούμε το ύψος της αγάπης του. Και να ζούμε πλέον μόνο για τον Θεό και με τον Θεό.
Μ.Φ.Ν.Θ
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον…»
Η σύνδεση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του κόσμου με την πληρότητα της αγάπης, αναδεικνύει και την αυθεντικότητα της σχέσης που σφυρηλατείται στο χώρο της Εκκλησίας. Στους ορίζοντες αυτούς, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αποκαλύπτει το απύθμενο βάθος αλλά και το δυσθεώρητο ύψος της θεϊκής αγάπης: «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν υμίν, ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄Ιω. δ΄9).
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή συνιστά το απόσταγμα της συνομιλίας του Χριστού με το Νικόδημο. Ο Νικόδημος παρόλο που είχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία, αφού ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου και ανήκε ακόμα στην τάξη των φαρισαίων, ωστόσο αποκαλύπτεται ως άνθρωπος με καλή και αγαθή ψυχή. Με τέτοιες λοιπόν αγαθές διαθέσεις όχι μόνο γνώρισε αλλά και συνομιλούσε με τον Χριστό για μεγάλες και αιώνιες αλήθειες. Έτσι, ενώ οι φαρισαίοι συνέδεαν τη σωτηρία με την τυπολατρία, ενδεδυμένη με την υποκριτική τήρηση κάποιων διατάξεων του Νόμου, ο Χριστός έρχεται να αποκαλύψει ότι για να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί πνευματικά, να καταστεί καινούργια ύπαρξη, όχι πλέον με νομικές διατάξεις, αλλά με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. ε΄5).
Η καινούργια ζωή
Η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου δεν έχει να κάνει με οποιεσδήποτε πιέσεις και συμπιέσεις, με φάσεις και αντιφάσεις του κόσμου τούτου, αλλά με το άνοιγμα σε μια νέα ζωή που κινείται πάντοτε στην τροχιά της αιωνιότητας. Τη ζωή εκείνη που υπερβαίνει τη φθορά και τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Στην υπέρβαση αυτή, η όποια απόγνωση μεταβάλλεται σε αναστάσιμη ελπίδα και η όποια λύπη και στεναχώρια σε χαρά και αγαλλίαση. Η ζωή αυτή δεν συνδέεται σε καμιά περίπτωση με αφηρημένα σχήματα και θεωρίες, αλλά αποκαλύπτεται ως η πιο ισχυρή πραγματικότητα με τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Τότε ακριβώς ολόκληρος ο χρόνος γίνεται καιρός μετοχής στις θείες δωρεές. Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση ο άνθρωπος απελευθερώνεται από το φόβο της φθοράς και του θανάτου και μπορεί να ατενίζει πλέον δημιουργικά τη ζωή του μέσα στον χρόνο. Και όπως ο φυσικός θάνατος μέσα από την φωτοχυσία της ανάστασης μετατρέπεται σε γέφυρα προς τη ζωή, έτσι και ο χρόνος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, μεταβάλλεται σε παράγοντα πνευματικής προκοπής και τελείωσης.
Μόνο μέσα στις αγκάλες της θεϊκής αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να εισέλθει σε τροχιές πνευματικής αναγέννησης. Η αγάπη αυτή σαρκώνεται στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, το συνάνθρωπο αλλά και με την κτίση ολόκληρη. Είναι εναρμονισμένη με τον τρόπο ύπαρξης του Τριαδικού Θεού, όπως αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός όχι μόνο στο Νικόδημο αλλά στον κάθε άνθρωπο που ανοίγει καλοδιάθετα την καρδιά του, φανερώνει το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Μέσα απ’ αυτό αποκρυπτογραφείται η κοινωνία της αγάπης που προσφέρεται αδιάκοπα στον άνθρωπο, ως «εικόνα του Θεού». Και η σκάλα βέβαια που ο Χριστός ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό είναι η φανέρωση της άπειρης αγάπης του μέσα από τον Σταυρό.
Αγαπητοί αδελφοί, μέσα από το μυστήριο του Σταυρού αναδύεται η θεϊκή αγάπη στην πιο αυθεντική της μορφή. Έτσι, ο Σταυρός γίνεται κρίση για τον κόσμο. Ο Κύριος έχει μόνιμα ανοικτές τις αγκάλες του και μας προσκαλεί να δεχθούμε την κοινωνία της αγάπης του. Αν ο άνθρωπος ελεύθερα ανταποκριθεί, τότε μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε΄24). Αν όμως αρνηθεί, εγκλωβισμένος στον εγωισμό και την φιλαυτία του, αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί σε αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία. Η αγάπη που ξεπηδάει από το ξύλο του Σταυρού είναι η πιο αυθεντική και η πιο αληθινή. Γιατί νικά ακόμα και το θάνατο. Αυτή την εμπειρία μάς προσκαλεί η Εκκλησία να γευθούμε. «Γεύσασθε και οίδατε».
http://www.churchofcyprus.org.cy/article.php?articleID=4611
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και οι συν αυτώ Άγιοι Αρχιερείς :
Γρηγόριος Κυδωνιών,
Αμβρόσιος Μοσχονησίων,
Προκόπιος Ικονίου,
Ευθύμιος Ζήλων
καθώς και οι κληρικοί και λαϊκοί που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή
Εορτάζει την Κυριακή μεταξύ 7 και 13 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Συμφώνως με την υπ’ αριθμ. 2556/5-7-1993 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, η εορτή αυτών των Αγίων θα τιμάται κάθε έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ’ αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ’ όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι’ αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.
Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 – 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε’ (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ μητροπολίτης Δράμας (1902 – 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 – 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Άγιος Αμβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων
Ο Άγιος Αμβρόσιος σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων και στη θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Υπήρξε δε εφημέριος σε πολλές ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας (Θεοδοσίας, Συμφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Το 1913 μ.Χ. χειροτονήθηκε βοηθός επίσκοπος της Μητροπόλεως Σμύρνης με τον τίτλο Ξανθουπόλεως, αναπλήρωσε δε τον εξόριστο μητροπολίτη κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Το 1919 μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως πατριαρχικός έξαρχος στα Μοσχονήσια, το δε 1922 μ.Χ. έγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή τάφηκε ζωντανός, από τους Τούρκους μαζί με άλλους εννέα Ιερείς σε λάκκο έξω από την πόλη των Κυδωνιών (15 Σεπτεμβρίου 1922 μ.Χ.).
Άγιος Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ικονίου (1911 – 1923 μ.Χ.)
Προηγουμένως επίσκοπος Αμφιπόλεως (1894 – 1899 μ.Χ.) και Μητροπολίτης Δυρραχείου (1899 – 1906 μ.Χ.) και Φιλαδέλφειας (1906 – 1911 μ.Χ.). Ήταν και αυτός μεταξύ των εθνοϊερομαρτύρων εκείνων των χρόνων.
Οι συνθήκες γι’ αυτόν ήταν ιδιαίτερες. Οι νεότουρκοι προσπαθούσαν να οργανώσουν τουρκορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητη απ’ το Πατριαρχείο, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τη τουρκική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό πίεζαν ιερείς να προσχωρήσουν σ’ αυτή τη προσπάθεια. Αλλά απέτυχαν. Ιδιαίτερα στην Ανατολία – τα βάθη της Μικράς Ασίας – είχαν εγκλωβίσει τους ορθοδόξους και τους υπέβαλλαν σε φοβερές κακώσεις μέχρι να αποσκιρτήσουν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τρείς μάλιστα αρχιερείς, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ικονίου Προκόπιο, τους ανάγκαζαν να προβούν σε αυθαίρετη και αντικανονική χειροτονία επισκόπου, έτσι ώστε να διαρρηχτούν οι σχέσεις τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να χειραφετηθούν αυθαίρετα ως αυτοτελής τουρκορθόδοξη Σύνοδος. Εν μέσω αυτής της καταδυναστεύσεως του ποιμνίου και των ποιμένων του, αλλά και των απελπισμένων κλαυθμών του λαού, ο Μητροπολίτης Προκόπιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Μέγα Αρχιερέα και Σωτήρα Χριστό, προμαχώντας και συμπάσχοντας με τους στενάζοντες Έλληνες χριστιανούς της Ανατολίας.
Άγιος Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιών (22 Ιουλίου 1908 – 3 Οκτωβρίου 1922)
Προηγουμένως διετέλεσε και μητροπολίτης Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης (12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. – 22 Ιουλίου 1908 μ.Χ.). Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μεταγλώττιση δική του, Ωρολογάς. Γεννήθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας το 1864 μ.Χ. Ως Ιεροκήρυκας ανήκει στους πρώτους που στο κήρυγμα χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Και στις τρεις μητροπόλεις που υπηρέτησε εργάστηκε με ζήλο και επιτυχία για την προάσπιση των εθνικών ελληνικών δικαίων και ιδιαίτερα συνεργάστηκε γι’ αυτά με τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902 – 1910 μ.Χ.), τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910 – 1922 μ.Χ.). Στις 12 Οκτωβρίου 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε μητροπολίτης στη σπουδαία από εθνικής απόψεως επαρχία Τιβεριουπόλεως και Στρωμνίτσης στην οποία αγωνίστηκε όχι μόνο κατά των τούρκων αλλά ιδιαίτερα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου, μέλη του οποίου προσπάθησαν, πολλές φορές, να τον δολοφονήσουν (1905 μ.Χ.). Η τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Γρηγόριο, μεταθέτοντας τον στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών στις 22 Ιουνίου 1908 μ.Χ., όπου ο Γρηγόριος συνέχισε την εθνική του δράση. Το 1918 μ.Χ. κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές στο Στρατοδικείο της Σμύρνης, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μετά την αποφυλάκιση του (16 Οκτωβρίου 1918 μ.Χ.) και την κατάληψη των Κυδωνιών από τον ελληνικό στρατό (19 Μαΐου 1919 μ.Χ.), ο Γρηγόριος δεν απομακρύνθηκε από την επαρχία του, για υποθέσεις της οποίας πολλές φορές ήλθε σε αντίθεση με τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη Αριστείδη Στεργιάδη. Μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνιές, ο Γρηγόριος, σε σύσκεψη με τη δημογεροντία, εισηγήθηκε την αναχώρηση των κατοίκων των Κυδωνιών και τη μεταφορά τους στη Μυτιλήνη, για να αποφύγουν τη σφαγή από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές. Έτσι το δράμα των κατοίκων των Κυδωνιών άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922 μ.Χ., όταν άτακτος τουρκικός στρατός κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Αδραμυττηνού Κόλπου 4.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών. Ο μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς που υφίστατο από τις τουρκικές αρχές, τις επισκεπτόταν και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιο του. Όταν δε στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να παραλάβουν 20.000 Έλληνες από τις 35.000 που κατοικούσαν τις Κυδωνιές. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να αναχωρήσει και στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά και στις 3 Οκτωβρίου, μαζί με άλλους Ιερείς και προκρίτους των Κυδωνιών που είχαν επίσης συλληφθεί θανατώθηκε.
Ο Ευθύμιος Αγριτέλης, υπήρξε επίσκοπος Ζήλων από το 1912 μ.Χ. έως το 1921 μ.Χ. Μοναχός της Ιεράς Μονής Λειμώνος, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και κατόπιν έκανε διδάσκαλος και Ιεροκήρυκας στη Λέσβο και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Μηθύμνης. Στις 12 Ιουνίου 1912 μ.Χ. χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζήλων. Ως επίσκοπος ανέπτυξε μεγάλη θρησκευτική και εθνική δράση. Όταν η δράση του έγινε γνωστή στους Κεμαλιστές Τούρκους, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους πρόκριτους της επαρχίας Αμασείας στις 21 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. Με αίτηση του, ζήτησε από την κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας να θεωρηθεί μόνο αυτός ένοχος και να απαλλαγούν οι υπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δε μπροστά στο δικαστήριο απολογήθηκε με θαυμάσια αγόρευση. Στη φυλακή υπέστη πολλά βασανιστήρια, από τα όποια και πέθανε στις 29 Μαΐου 1921 μ.Χ. Μετά δε τον θάνατο του ήλθε και η καταδικαστική απόφαση του τούρκικου δικαστηρίου!
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Μέγαν μάρτυρα ἡ Ἐκκλησία, μέγαν ἥρωα τὸ ἔθνος σύμπαν, τὸν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον. Καὶ γὰρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινεν ὑπὲρ πατρίδος καὶ πίστεως θάνατον. Ἱεράρχου τε ὑπόδειγμα ἑαυτὸν ἀνέδειξε, τὸν στέφανον λαβὼν τὸν ἀμαράντινον.
Τιθεὶς ψυχὴν Χρυσόστομος ὁμοῦ συμμύσταις,
λαοῦ καὶ στρατοῦ τε ἀπαρχὴ προσηνέχθη.
Πρωτομάρτυς Χρυσόστομος ἀποφράδι ἐτύθη,
Συνάθλων πληθύος ἑπομένης τῷ πότμῳ.