4 Φεβρουαρίου μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ισιδώρου του Πηλουσιώτου
Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
Η καταγωγή και η μόρφωση του
Ο άγιος Ισίδωρος, ο χαρακτηριζόμενος ως Πηλουσιώτης, γεννήθηκε κατά το 350 μ.Χ. στο Πηλούσιο της Αιγύπτου από γονείς ευγενείς και θεοφιλείς. Εξαιτίας της ευγενικής καταγωγής του, αλλά και του πλούτου των γονέων του ο άγιος κατόρθωσε να αποκτήσει κατά την παιδική και νεανική ηλικία του μία πάρα πολύ μεγάλη μόρφωση, που δεν αναφερόταν μονάχα στην εγκύκλια παιδεία, αλλά και στη θεολογία. Στην απόκτηση της θεολογικής παιδείας άλλωστε βοήθησαν τον άγιο κατά τη νεότητά του δύο παράγοντες, η ακατάπαυστη μελέτη των θείων Γραφών από τη μία πλευρά και η παρακολούθηση των μαθημάτων της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξάνδρειας από την άλλη. Περισσότερο από κάθε τι όμως βοήθησε κατά την εποχή αυτή τον άγιο η γνωριμία του με τον Ιερό Χρυσόστομο, τον οποίο θαύμασε και αγάπησε από την πρώτη στιγμή τόσο πολύ, ώστε να εκφράζεται πάντοτε για εκείνον με τον πιο μεγάλο θαυμασμό, που μπορούσε να έχει ένας μαθητής για το διδάσκαλο του.
Κατηχητής και διδάσκαλος της Εκκλησίας
Παρουσιαζόταν όχι μονάχα στα έργα του σπουδαίος, αλλά και στα λόγια του διδακτικός. Γι’ αυτό, μετά το τέλος των σπουδών του, ανέλαβε το έργο του Κατηχητού και Διδασκάλου στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Σαν κατηχητής και διδάσκαλος ο άγιος έδειξε ευθύς εξαρχής ένα «κατά Θεόν» ζήλο πάρα πολύ μεγάλο, γιατί πίστευε στο έργο της Κατήχησης, που στην πραγματικότητα δεν εγκατέλειψε μέχρι το τέλος της ζωής του ποτέ. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως «ρήτωρ», εφόσον ασκούσε πιθανότατα και το επάγγελμα του ρητοροδιδασκάλου κατά το χρόνο της άσκησης του κατηχητικού έργου του. Συνάντησε όμως και πολλές δυσκολίες, που τον εξανάγκασαν να προσευχηθεί και να μελετήσει περισσότερο, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του βαθύτερα και ανεβαίνοντας καθημερινά στα ύψη των θεοποιών αρετών.
Η αναχώρηση του αγίου από τον κόσμο και η καταφυγή του στο παρακείμενο προς το Πηλούσιο όρος
Φαίνεται, ότι το δύσκολο έργο της κατήχησης και του κηρύγματος κούρασε κάποτε τον άγιο, που ένιωθε την ανάγκη μεγαλυτέρου στηρίγματος. Την κούρασή του αυτήν άλλωστε ομολογεί και ο ίδιος ο άγιος σε μία από τις επιστολές του, στην οποία αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ούτως ημείς κατηχούντες κεκμήκαμεν». Γι’ αυτό, όταν έφθασε σε μία ηλικία ωριμότερη, έκρινε ως συμφερότερο για την ψυχή του το «Χριστώ ζήσαι», ώστε να ασκήσει, τρεπόμενος «προς τον μονήρη βίον», προς τον οποίο απέκλινε από παιδί, «την αληθή φιλοσοφίαν», ως «όντως σοφός». Σαν τόπο άσκησής του και διαβίωσης, στον οποίο ο άγιος κατέφυγε «εξ έτι νέου», για να ανεβεί στην υψηλότατη της φιλοσοφίας κορυφή και να σώσει την ψυχή του, διάλεξε το μοναστήρι που βρισκόταν στο Πηλούσιο όρος, κτισμένο επάνω σε λόφο. Στο μοναστήρι εκείνο έζησε στην αρχή με αυστηρότατη άσκηση και εγκράτεια, έχοντας σαν πρότυπο και ύπογραμμό του τον άγιο ‘Ιωαννη το Βαπτιστή. Τόσο πολύ, λέπτυνε με τους κόπους τη σάρκα του και τόσο πολύ καταπλούτισε την ψυχή του με τις θείες διδασκαλίες, ώστε να ζήσει στην πραγματικότητα αγγελική ζωή επάνω στη γη, και έτσι να καταστεί ζωντανό παράδειγμα της μοναχικής ζωής, και γενικότερα της ένθεης, πολιτείας για όλους. Μαζί με την αυστηρότατη άσκηση μάλιστα έκανε ταυτόχρονα και τέλεια υπακοή στο γέροντα εκείνο στον οποίο τον παρέδωσε ευθύς εξαρχής ο ηγούμενος. Γι’ αυτό πρόκοψε, όπως ήταν επόμενο, σε σύντομο χρονικό διάστημα πάρα πολύ, ώστε να γίνει διαβόητος για τη σοφία και την ενάρετη ζωή του όχι μονάχα στους μοναχούς της περιοχής, αλλά και στους ανθρώπους του κόσμου, που κάθε τόσο επισκέπτονταν το μοναστήρι του για την πνευματική τους οικοδομή. Για τη δική του οικοδομή άλλωστε ο άγιος δεν περιοριζόταν μονάχα στις άσκήσεις, που καθόριζαν στο μοναστήρι του, αλλά κατέφευγε κάθε τόσο και στην έρημο, όπως συνηθιζόταν στην εποχή τους, για αυστηρότερη άσκηση. Για το λόγο αυτό παρουσιάζεται στις επιστολές του άλλοτε ως κοινοβιάτης και άλλοτε ως αναχωρητής η «ερημίτης».
Η χειροτονία του σε Πρεσβύτερο και η πρώτη δράση στην Αλεξάνδρεια
Ύστερα από άρκετά χρόνια ασκητικής ζωής όμως, κατά τα οποία όλοι θεωρούσαν τον αγιο ως αυθεντία στην ερμηνεία δύσκολων χωρίων της αγίας Γραφής, οι συμμοναστές του ζήτησαν τη χειροτονία του σε Πρεσβύτερο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της μονής. Η χειροτονία του αγίου, εγινε πιθανότατα από την επίσκοπο του Πηλουσίου Αμμώνιο, που ήταν φίλος του, η ίσως και από τον ίδιο το Μ. Αθανάσιο, που τον συγκατέλεξε στον Ιερό κλήρο της Αλεξάνδρειας, παρά τους αρχικούς δισταγμούς και τις αντιρρήσεις του.Μετά τη χειροτονία του ο άγιος άρχισε να εργάζεται συστηματικά μεταχειριζόμενος κυρίως δύο ειδών πνευματικά όπλα. Για όσους, δηλαδή, ήταν πλησίον του μεταχειριζόταν τον προφορικό λόγο, με τον οποίο τους βοηθούσε, ώστε να πράττουν «τα δέοντα». Για όλους τους άλλους όμως, που βρίσκονταν μακρυά του, μεταχειριζόταν τις επιστολές, που ημέρα και νύκτα έγραφε ακατάπαυστα. Ένα μονάχα δεν παρέλειπε να δείχνει σε όλες τις εκδηλώσεις και τις επιστολές του, «το κηδεμονικόν ομού και φιλόθεον», δηλαδή τη δικαιοσύνη και ταυτόχρονα την αγάπη, που συντελούσαν, ώστε να συμπεριφέρεται σαν πατέρας πνευματικός των πιστών και ταυτόχρονα αρχηγέτης τους στον καλό αγώνα.
Η εκδίωξη του από την Αλεξάνδρεια από τον πατριάρχη Θεόφιλο
Ενώ όμως ο άγιος εργαζόταν κατά τρόπο υποδειγματικό ως πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, παραδίδοντας τον εαυτό του «πόνοις και ίδρώσιν» για τη σωτηρία των αδελφών, σε κάποια στιγμή ο πατριάρχης Θεόφιλος, που διαδέχθηκε το 373 το Μ. Αθανάσιο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, φθόνησε κατά σατανική παρακίνηση, την αρετή του αγίου και στράφηκε, χωρίς κανένα λόγο, εναντίον του. Μη μπορώντας ο Θεόφιλος να κρύψει την απέχθεια, που είχε βάλει ο σατανάς στην καρδιά του εναντίον του αγίου, άρχισε να εκδηλώνει το φθόνο του, αποστρατευόμενος σε κάθε καλό και κοινωφελές έργο, που εκείνος προσπαθούσε με μύριους τρόπους να πραγματοποιήσει. Στην τροπή των πραγμάτων εκείνη όμως «ο θαυμαστός τω όντι Ισίδωρος» δε θέλησε να έλθει σε προστριβές και φιλονικίες με τον επίσκοπο του, αλλά αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο όρος που μόναζε. Δε θέλησε να αυξήσει το κρίμα του Θεοφίλου, αλλά να γίνει μιμητής του πράου και ταπεινού Χριστού, μεταβάλλοντας τον πειρασμό του εκείνο σε εφόρμηση τελειότερης ζωής.
Η χαρισματική ζωή και δράση του αγίου στο μοναστήρι της μετάνοιας του και η ανάδειξη του σε ηγούμενο
Στο μοναστήρι της μετάνοιας του ο άγιος ζούσε ειρηνικά, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε τον εαυτό του ακατάπαυστα με τις προσευχές, τις μελέτες και τις ασκήσεις τις πνευματικές ώστε να γίνεται για όλους «κανών και στάθμη αρετής». Η μεγάλη άσκηση και η ταπείνωση του αγίου συνετέλεσαν, ώστε να στολισθεί με τα μεγάλα χαρίσματα της διάκρισης των πνευμάτων, της διδασκαλίας του θείου λόγου, της ερμηνείας της Αγίας Γραφής και προπάντων της θεολογίας και της αγάπης. Τα χαρίσματα ακριβώς αυτά και γενικότερα η ευαγγελική απλότητα της ζωής και των τρόπων και η άδολη εξυπηρετικότητά του έφερναν, όπως ήταν επόμενο, πάρα πολλούς ανθρώπους κοντά του, ενώ ταυτόχρονα ζεσταίνονταν κοντά στον άγιο και έφευγαν πάντοτε ωφελημένοι και οι μοναχοί της μονής. Για το λόγο αυτό ο ηγούμενος ανέθεσε στον άγιο όχι μονάχα την καθοδήγηση των δόκιμων μοναχών, αλλά και την εξομολόγηση των τελειότερων. Με τον τρόπο αυτό το πνευματικό επίπεδο του μοναστηριού τους ανυψώθηκε, όπως επίσης και το κύρος του αγίου, στον οποίο κατέφευγαν πλέον όχι μονάχα οι λαϊκοί από τα γύρω μέρη, αλλά και πολλοί μοναχοί και πρεσβύτεροι από μακρινές περιοχές, για να εκθέσουν στον άγιο τα προβλήματά τους, αναζητώντας τη λύση τους. Εξαιτίας της δράσης του αυτής όμως και γενικότερα του κύρους, που είχε αποκτήσει, πολλοί ερευνητές υποθέτουν ότι αργότερα έγινε και ηγούμενος της μονής εκείνης.
Ο έλεγχος ισχυρών εκκλησιαστικών ανδρών από τον άγιο
Λόγω της τεράστιας θεολογικής του κατάρτισης, απέκτησε μεγάλο κύρος και φήμη, ώστε να θεωρείται μοναδικός στις ερμηνείες περίπλοκων γραφικών χωρίων. Κατά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Έφεσο το έτος 431 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408 – 450 μ.Χ.), ο Άγιος αναφαίνεται με μεγάλη υπόληψη και σπουδαίο κύρος στην Εκκλησία. Έλεγχε με παρρησία τους αμαρτάνοντες, φώτιζε τους πάντες με τον θείο του λόγο, νουθετούσε τους άρχοντες, υπεστήριζε τους κλονιζόμενους και ήταν η «μούσα της ημετέρας αυλής», όπως αποκαλούσε αυτόν ο ιερός Φώτιος (Επιστολή 2, 44). Συνέγραψε αρκετές πραγματείες, ως και πλήθος επιστολών, από τις οποίες σώζονται 2.012, με τις οποίες νουθετούσε, συμβούλευε και συγχρόνως εξηγούσε τις θείες και σωτήριες Γραφές.
Η κοίμηση του αγίου
Ζώντας κατά τον τρόπο που περιγράψαμε πιο πάνω ο άγιος έφθασε σε βαθιά γεράματα, χωρίς να σταματήσει όμως ούτε στιγμή την πνευματική εργασία του. Κατά τον τρόπο αυτό όλοι οι μοναχοί και γενικότερα οι κληρικοί θεωρούσαν τον άγιο ως «κανόνα» και «στάθμη» της αρετής και ταυτόχρονα της πνευματικής δράσης. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του όμως ο άγιος υπέφερε από μία ασθένεια βαριά, για την οποία έκανε στις επιστολές του πολλές φορές λόγο.Από την ασθένεια αυτή που χαρακτηρίζεται από το βιογράφο του ως «βραχεία», ο άγιος έπαιρνε αφορμή, ώστε να ευχαριστεί το Θεό και ταυτόχρονα να παρακαλεί να τον πάρει κοντά Του. Με τον τρόπο αυτό έφθασε μέχρι και τις τελευταίες της ζωής του στιγμές, κατά τις οποίες είχαν συγκεντρωθεί πολλοί, για να του συμπαρασταθούν και να εκζητήσουν τις ευχές του στην αρχή και για να τον προπέμψουν κατόπιν, ψάλλοντας τους εξόδιους ύμνους. Οι τελευταίες του στιγμές ήταν ειρηνικές και αλησμόνητες. Όλοι εκείνοι, που παρευρέθηκαν στην κοίμηση του, ασπάσθηκαν το τίμιο λείψανο του με συγκίνηση και στη συνέχεια το εναπέθεσαν «μετά πολλής δορυφορίας τε και τιμής», με ύμνους εξόδιους, στη γη εκείνη, που για έναν αιώνα περίπου είχε διαποτίσει με τα δάκρυα και τους Ιδρώτες του, στις 4 Φεβρουαρίου του 440 μ.Χ.. Μετά το θάνατο του μάλιστα ο Ισίδωρος τιμήθηκε πολύ σύντομα ως άγιος όχι μονάχα στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, εφόσον το άγιο λείψανο του έγινε «πηγή θαυμάτων τοις προσιούσι πιστών». Τα θαύματα ακριβώς αυτά ήταν η αψευδής απόδειξη της αγιοσύνης του. Γι’ αυτό δίκαια η Εκκλησία τον κατέταξε στο χορό των αγίων της, γιορτάζοντας τη μνήμη του στις 4 Φεβρουαρίου ημερομηνία της οσιακής κοιμήσεως του.
Στίχος
Πηλουσιῶτα, χαῖρε, πολλὰ μοι, τὸν πηλὸν ἐκδύς, καὶ χαρᾶς τυχὼν ξένης. Ἐν δ’ lσίδωρον ἔθεντο τετάρτῃ σήματι λυγρῷ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Σοφίᾳ κοσμούμενος, παντοδαπεῖ εὐκλεῶς, τοῖς λόγοις ἐκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, Ἰσίδωρε Ὅσιε· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, σεαυτὸν ἐκκαθάρας, πράξει καὶ θεωρίᾳ, διαλάμπεις ἐν κόσμῳ· δι’ ὧν μυσταγωγούμεθα, Πάτερ τὰ κρείττονα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ΄.
Ἐν σοί Πάτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβών γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττων ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰσίδωρε τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιο. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐωσφόρον ἄλλον σε ἡ Ἐκκλησία, εὑραμένη ἔνδοξε, ταῖς τῶν σῶν λόγων ἀστραπαῖς, λαμπρυνομένη κραυγάζει σοι· χαίροις παμμάκαρ θεόφρον Ἰσίδωρε.
Μεγαλυνάριον
Ἔρωτι σοφίας διαπρεπής, ἀποδεδειγμένος, καταλάμπεις πᾶσαν τὴν γῆν, ἐκ τοῦ Πηλουσίου, τῶν λόγων τὰς ἀκτῖνας, ὥσπερ πυρσὸς ἐκπέμπων, Πάτερ Ἰσίδωρε.