Ο Μωϋσής ο προφήτης και θεόπτης, ο υπέρτατος των φιλοσόφων και ο σοφώτατος των νομοθετών και ο αρχαιότερος, όλων των ιστοριογράφων, γεννήθηκε από τη φυλή του
Λευΐ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αμράμ και η μητέρα του Ιωχαβέδ. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το έτος 1571 π.Χ. Όταν ο Φαραώ διέταξε να σφάξουν τα νήπια των Εβραίων η μητέρα
του τον έβαλε σ’ ένα κιβώτιο και τον άφησε στις όχθες του Νείλου εγκαταλείποντας το στην θεία πρόνοια. Το βρέφος το βρήκε η κόρη του Φαραώ Θέρμουθιν (ή Mέρις ή Mέρρινα),
η οποία το υιοθέτησε και του έδωσε το όνομα Μωυσής, που σημαίνει «σεσωσμένος από τα ύδατα».
Η ανατροφή του Μωϋσή
Ο Μωϋσής ανατρέφεται στα ανάκτορα του Φαραώ, όπου διδάχθηκε όλη τη φιλοσοφία των Αιγυπτίων επί 40 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά όμως έμεινε πιστός στους ομοεθνείς του.
Αισθανόταν λύπη πραγματική και βαθειά, όταν έβλεπε να καταπιέζονται και να τυραννούνται οι Ισραηλίτες από τους Αιγυπτίους. Άνδρας τώρα πια ο Μωϋσής, όταν είδε ένα
Αιγύπτιο, να δέρνει άδικα ένα Εβραίο, αγανάκτησε. Κοίταξε γύρω του και όταν είδε ότι κανένας δεν τον έβλεπε, σκότωσε τον Αιγύπτιο και τον έχωσε στην άμμο. Η πράξη αυτή του
Μωϋσή δεν έμεινε για πολύ καιρό κρυμμένη. Έγινε γνωστή και στον ίδιο τον βασιλέα, ο οποίος ζητούσε να θανατώσει τον Μωϋσή. Γι’ αυτό ο Μωϋσής φεύγει από το ανάκτορο
και από την πρωτεύουσα και έρχεται στη γη Μαδιάμ.
Ο Μωϋσής παντρεύεται
Εκεί παντρεύτηκε την Σαπφώρα, θυγατέρα του Iοθόρ, και απέκτησε δύο γιους, τον Γηρσάμ, που σημαίνει «είμαι πάροικος σε ξένη γη», και τον Ελιέζερ, που σημαίνει «ο Θεός
βοηθός». Κατά την πολυχρόνιο εξορία του μακριά από τον λαό του ο Μωυσής, ενώ έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του στην ησυχία των βουνών και της ερήμου, καταρτιζόταν
στην αποστολή για την οποία τον προόριζε ο Θεός, να ποιμάνει το λογικό Του ποίμνιο. Συγχρόνως καθάριζε την καρδιά και τον νου του με την προσευχή και την συνεχή
αδολεσχία του Θεού.
Ο Θεός αποκαλύπτεται στον Μωϋσή
Ο Μωϋσής καθώς έβοσκε τα πρόβατα του πεθερού του μια μέρα, ανέβηκε στο όρος Χωρήβ, πλησίον του Σινά. Έξαφνα βλέπει μια βάτο, που έβγαζε φλόγες, χωρίς να καίγεται
και να χωνεύεται. Πλησίασε λοιπόν κοντά να δη το περίεργο αυτό φαινόμενο, οπότε ακούει μια φωνή, που έβγαινε από μέσα από την πατουλιά και έλεγε: «Μωϋσή, Μωϋσή. Μη
πλησιάσεις, διότι είναι τόπος ιερός, άγιος. Εγώ είμαι ο Θεός του πατέρα σου Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ». Ο Μωϋσής φοβήθηκε και σκέπασε το πρόσωπό του. Πάλι ο Κύριος είπε
προς τον Μωϋσή «Είδα τα δεινά του λαού μου στην Αίγυπτο και θέλω να τους ελευθερώσω και να τους οδηγήσω σε γη αγαθή, που τρέχει γάλα και μέλι. Στη γη Χαναάν. Πήγαινε,
λοιπόν στο Φαραώ και ζήτησε την άδεια να βγάλεις τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο». Ο Μωϋσής με την ταπεινοφροσύνη του φοβήθηκε να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο έργο.
Αλλά ο Κύριος του έδωσε θάρρος και του είπε ότι θα είναι μαζί του. Ο Μωϋσής όμως δίσταζε ακόμη, γιατί ήταν βραδύγλωσσος και δεν είχε δυνατή φωνή. Αλλά ο Κύριος και πάλι
τον ενθάρρυνε και του είπε ότι θα του δώσει βοηθό τον αδελφό τον Ααρών. Ο Μωϋσής υπάκουσε. Ο Αφού παρέλαβε τον αδελφό του τον Ααρών, ήλθε στην Αίγυπτο και
διηγήθηκε στους Ισραηλίτες τον σκοπό για τον οποίον ήλθε.
Ο Μωϋσής στον Φαραώ
Παρουσιάστηκαν λοιπόν ο Μωϋσής με τον Ααρών στον Φαραώ και εν ονόματι του Θεού ζήτησαν να επιτρέψει στους Ισραηλίτες, να αναχωρήσουν στην έρημο για να τελέσουν
εκεί εορτή προς τον Θεό. Αλλά ο Φαραώ τους έδιωξε, λέγοντας ότι και τον Θεό δεν γνωρίζει και τους Ισραηλίτες δεν τους αφήνει να φύγουν. Διέταξε μάλιστα να τους καταπιέζουν
βαρύτερα και σκληρότερα. Ο Μωϋσής παρηγόρησε τους ομοεθνείς του και τους υποσχέθηκε ότι ταχύτατα θα ελευθερωθούν. Παρουσιάστηκε ο Μωϋσής πάλι στον Φαραώ, και
έκαμε ενώπιόν του διάφορα έκτακτα σημεία, για να τον πείσει ότι ο Θεός τον έστειλε, να ζητήσει να ελευθερώσει τους συμπατριώτες του. Αλλά η καρδιά του Φαραώ σκληρύνθηκε
πιο πολύ και δεν τον πίστευε. Τότε ο Θεός για τιμωρία έστειλε δέκα μεγάλες πληγές, όπως λέγει η Αγία Γραφή, δηλαδή δέκα τιμωρίες. Ο Φαραώ όσο διαρκούσε κάθε τιμωρία ήταν
έτοιμος να αφήσει τους Ισραηλίτες να φύγουν. Αλλά όταν περνούσε η τιμωρία πάλι η καρδιά του σκληρυνόταν και δεν τους άφηνε. Την τελευταία όμως τιμωρία φοβήθηκε τόσο
πολύ, που πείσθηκε να δώσει την άδεια να φύγουν.
Οι Ισραηλίτες φεύγουν από την Αίγυπτο
Ύστερα από τετρακόσια τριάντα λοιπόν χρόνια από την υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ, εξακόσιες χιλιάδες άνδρες Εβραίοι, εκτός από τα γυναικόπαιδα φεύγουν από την
Αίγυπτο. Ο Θεός οδηγούσε τους Ισραηλίτες στο δρόμο τους, την μεν ημέρα, σαν στύλος από σύννεφο, και το βράδυ, σαν στύλος φωτιάς. Αλλά ο Φαραώ μετάνοιωσε, που τους
άφησε να φύγουν. Και αμέσως στέλνει εναντίον τους εξήντα άρματα και άλογα και στρατό πολύ να τους καταδιώξει. Οι Ισραηλίτες είχαν φθάσει στην Ερυθρά θάλασσα, όταν οι
Αιγύπτιοι πλησίασαν. Οι Ισραηλίτες φοβήθηκαν πολύ και απελπίστηκαν γιατί βρέθηκαν μεταξύ των εχθρών τους και της θάλασσας. Ο Μωϋσής με την θεία βοήθεια κτύπησε με
το ραβδί του τα νερά της Ερυθράς θάλασσας, τα οποία σχίστηκαν στα δύο, και οι Ισραηλίτες πέρασαν ανάμεσα, σαν να περνούσαν από ξηρά. Οι Αιγύπτιοι είχαν φθάσει στα μέσα
της Ερυθράς Θάλασσας, όταν οι Ισραηλίτες έβγαιναν από το άνοιγμα. Τότε ο Μωϋσής με την δύναμη του Θεού πάλι κτύπησε τα νερά με το ραβδί του και οι Αιγύπτιοι
εξαφανίστηκαν μέσα. Τους κατάπιε όλους η θάλασσα, που ενώθηκε πάλι. Τότε οι Ισραηλίτες δόξασαν τον Θεό και έψαλλαν την επινίκια ωδή του Μωϋσή, που η Εκκλησία μας
ψάλλει μέχρι σήμερα: «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασθαι. Ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Έξοδ. ιε’, 1-11).
Στην έρημο από την Ερυθρά θάλασσα ως το Σινά, παρά τους συνεχείς γογγυσμούς τους, ο Θεός με έκτακτες θαυματουργίες τους έδειχνε την παρουσία του και την στοργική του
προστασία μέσω του δούλου του Μωυσέως. Στην Μερρά γλύκανε τα πικρά νερά, για να ανακούφιση την δίψα τους. Στην έρημο Σίν χάρις στην προσευχή του Μωυσέως έστειλε
το μάννα, που ποίκιλλε στην γεύση ανάλογα με την επιθυμία του καθενός. Τέλος, στην βραχώδη Ραφιδείν, κοντά στο Σινά, όταν ο γογγυστής λαός εξ αιτίας της δίψας παρά λίγο
θα λιθοβολούσε τον Μωυσή, ο Θεός του έδωσε εντολή να κτυπήσει με το ραβδί του ένα βράχο, από όπου ανέβλυσε άφθονο νερό. Εκεί τους επετέθησαν και οι αλλόφυλοι
Αμαληκίτες, τους οποίους κατατρόπωσε ο Ιησούς του Ναυή.
Φθάνουν στο όρος Σινά
Τον τρίτον μήνα μετά την αναχώρηση από την Αίγυπτο οι Ισραηλίτες στρατοπέδευσαν απέναντι στο όρος Σινά. Ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος. Κατόπιν κάλεσε τους Ισραηλίτες
και ανήγγειλε σ’ αυτούς εν ονόματι του Θεού, ότι αν υπακούσουν στην φωνή του Θεού και φυλλάττουν την Διαθήκη του, θα είναι λαός του Θεού περιούσιος και εκλεκτός. Θα
αποτελέσουν iερόν βασίλειο και έθνος Άγιο. Ο λαός δέχθηκε. Τότε ο Μωϋσής τους παρήγγειλε να καθαρισθούν και να προετοιμασθούν.
Ο Θεός δίνει τις δέκα έντολές
Την τρίτη ημέρα ακούστηκαν από το πρωί βροντές, αστραπές, και ένα σκοτεινό σύννεφο σκέπασε το όρος Σινά. Συγχρόνως ακούστηκε και φωνή σάλπιγγας και ο λαός έμεινε
κατατρομαγμένος περιμένοντας με φόβο τι μέλλει να ακούσει. Ο Μωϋσής οδήγησε τον λαόν του κάτω στη ρίζα του όρους και αυτός ανέβηκε επάνω. Εκεί ο Θεός του έδωκε τις
δέκα εντολές. Ήσαν γραμμένες επάνω σε δύο πλάκες, και έγραφαν σύντομα τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεόν και τον πλησίον.
Οι δέκα εντολές
1. Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἔσονται σοὶ θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἑμοῦ.
2. Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.
3. Οὐ λήψει τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ.
4. Ἓξ ἡμέρας ἔργα καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου. Τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου.
5. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς.
6. Οὐ μοιχεύσεις.
7. Οὐ κλέψεις.
8. Οὐ φονεύσεις.
9. Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
10. Οὐκ ἐπιθυμήσεις πάντα ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστι.
Αφού παρέλαβε τις δέκα εντολές ο Μωϋσής έμεινε στο όρος Σινά 40 ήμερες! Οι Ισραηλίτες νόμισαν ότι δεν θα γυρίσει κοντά τους. Τότε ζήτησαν από τον Ααρών να κάμει θεούς
για να τους οδηγήσουν. Ο Ααρών αναγκάστηκε να μαζέψει από το λαό τα σκουλαρίκια τους, με τα οποία έφτιαξε ένα χρυσό μοσχάρι. Ο λαός θυσίαζε σ’ αυτό το μοσχάρι και
χόρευε γύρω του τρώγοντας και πίνοντας.
Ο Μωϋσής κατεβαίνει από το Σινά
Σε λίγο κατεβαίνει ο Μωϋσής από το όρος Σινά και βλέπει όσα γινόταν εις βάρος της λατρείας του Θεού, κρατώντας στα χέρια του τις δύο πλάκες με τις δέκα εντολές. Όταν είδε
το χρυσό μοσχάρι, θύμωσε τόσο πολύ, ώστε πέταξε τις δύο πλάκες κάτω και τις έσπασε. Κατόπιν κατέκαψε με φωτιά και το χρυσό μοσχάρι. Έπειτα τιμώρησε βαρύτατα τους
πρωταίτιους και μάλωσε σκληρά τον αχάριστο λαό που ξέχασε τόσο γρήγορα τις δωρεές του Θεού. Ύστερα από τα σκληρά λόγια του Μωϋσή ο λαός μετανόησε πικρά για την
ασέβεια του και λάτρευσε πάλι τον αληθινό Θεό! Ο Θεός δέχθηκε τη μετάνοια του λαού και τον συγχώρησε. Ο Μωϋσής κατόπιν ανέβηκε στο όρος Σινά πάλι και εκεί έγραψε σε
δυο πλάκες τις δέκα εντολές που του υπαγόρευσε ο Θεός, και τις έδωκε στο λαό να τις φυλάξει!
Η Κιβωτός της Διαθήκης
Αφού ο Μωϋσής παρέδωκε τις δέκα εντολές στο λαό, τους διέταξε να του φέρουν ότι είχε καθένας από αυτούς σε χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Με αυτά κατασκεύασε την
Κιβωτό της Διαθήκης από ξύλο, περιχρυσομένο από μέσα και από έξω και σκεπασμένο με χρυσά Χερουβείμ. Κατασκεύασε ακόμη και πολύτιμη σκηνή, που την ονόμασαν Σκηνή
του Μαρτυρίου, που χρησίμευε, σαν κινητός Ναός. Απετελείτο δε η σκηνή από δύο μέρη. Το μεν ένα που ήταν στο βάθος λεγόταν Άγια των Αγίων ή άδυτον, το δε μπροστινό
μέρος λεγόταν ιερό. Μέσα στη σκηνή φυλασσόταν η κιβωτός της Διαθήκης που είχε τις δυο λίθινες πλάκες. Μπροστά σ’ αυτή κρεμόταν καντίλι επτάφωτο. Μέσα στη σκηνή
επίσης στεκόταν και ένα χρυσό τραπέζι, που είχε επάνω τους άρτους της προθέσεως και ένα χρυσό θυμιατήριο. Μπροστά δε στη σκηνή στήθηκε το θυσιαστήριο, επάνω, στο
οποίο προσέφεραν τις θυσίες. Ήσαν δε δυο ειδών οι θυσίες, εκείνες που έσφαζαν ζώα επάνω στο θυσιαστήριο και έχυναν το αίμα τους, οι λεγόμενες έναιμες, και οι αναίμακτες,
δηλαδή αυτές από διάφορα προϊόντα της γης. Την υπηρεσία αυτή της λατρείας την ανέθεσε ο Μωϋσής στη φυλή του Λευΐ. Ο Ααρών και οι απόγονοι αυτού ήσαν ιερείς, ένας δε
από αυτούς αρχιερέας. Οι ιερείς προσέφεραν τις θυσίες, οι δε Λευίτες τους βοηθούσαν.
Οι γιορτές των Ισραηλιτών
Ο Μωϋσής όρισε διάφορες γιορτές, με τις οποίες ο λαός του Ισραήλ έμελλε να φυλάξει ζωηρή τη λατρεία του αληθινού Θεού. Εκτός από το Σάββατο ήτοι δηλαδή την έβδομη
ημέρα της εβδομάδας, που γιορτάζεται για ανάμνηση που έπαυσε ο Θεός να εργάζεται μετά τα έργα της δημιουργίας, και την οποίαν οι Εβραίοι κρατούν αυστηρά, έκαμε ο
Μωϋσής και τις εξής γιορτές. Το Πάσχα, η εορτή των αζύμων, εις ανάμνηση που βγήκαν οι Ισραηλίτες από την Αίγυπτο, και διάβηκαν και την Ερυθρά θάλασσα. Την Πεντηκοστή,
που εορτάζεται 50 ημέρες μετά τη γιορτή του Πάσχα, για ανάμνησι που τους παρέδωσε ο Θεός τις εντολές. Την Σκηνοπηγία, που γιορτάζεται οκτώ ημέρες για ανάμνησι, που
παρέμειναν οι Ισραηλίτες κάτω από σκηνή στην έρημο. Την γιορτή του εξιλασμού, κατά την οποίαν μπαίνει ο αρχιερέας μέσα στη σκηνή και προσφέρει θυσία υπέρ του λαού. Την
εορτή του Ιωβιλαίου, που γιορτάζεται κάθε σαράντα δύο χρόνια, και το έτος αυτό λέγεται έτος αφέσεως. Όρισε επίσης ο Μωϋσής να διαβάζεται ο Νόμος στο λαό κάθε επτά έτη.
Όρισε τα καθήκοντα των γονέων και των τέκνων, τα καθήκοντα προς τις χήρες και τα όργανά, προς τους πτωχούς και τους δυστυχείς. Και πολλά άλλα καλά και ωφέλιμα διέταξε.
Με όλα αυτά ο Μωϋσής ζητούσε να οδηγήσει τους Ισραηλίτες στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον και να τους κάμει ικανούς να γίνουν Άγιοι, καθώς ο Θεός είναι
Άγιος.
Σαράντα χρόνια στην έρημο
Αφού έμειναν ένα χρόνο στο Σινά, στην αρχή του δευτέρου έτους ο Μωυσής αρίθμησε τον λαό και συνέχισαν την πορεία στην έρημο, ώσπου έφθασαν στην έρημο Κάδης, στα
σύνορα της γης της Επαγγελίας. Ο λαός, επηρεασμένος από τους κατασκόπους που έστειλε ο Μωυσής στην Χαναάν, αποθαρρύνθηκε για την κατάληψη της χώρας, στασίασε
εναντίον του και ζήτησε νέους αρχηγούς για να επιστρέψει στην Αίγυπτο. Ο Θεός ήταν έτοιμος για μία ακόμη φορά να τους αφανίσει τελείως, αλλά ο Μωυσής με την θερμή του
προσευχή άλλαξε την θεία βουλή και καταδικάσθηκαν σε τριάντα οκτώ χρόνια περιπλάνηση, αφ’ ενός μεν για να παιδαγωγηθούν, αφ’ έτερου δε για να πεθάνουν στην έρημο και
να μην εισέλθουν στην γη της Επαγγελίας όλοι οι γογγυσταί ηλικίας είκοσι ετών και άνω.
Κατά την μακροχρόνια αυτή περιπλάνηση έξω από την γη Χαναάν, ο Μωυσής με θαυμαστή πραότητα και σύνεση αντιμετώπιζε τις συνεχείς μεμψιμοιρίες, τις αντιζηλίες και τις
ανταρσίες του δυσκυβέρνητου λαού.
Στην αρχή του τεσσαρακοστού από τη έξοδο τους έτους έφθασαν πάλι στην έρημο Κάδης. Οι επιλήσμονες «υιοί του Ισραήλ» δυσφόρησαν και πάλι από την έλλειψη νερού και
ξέσπασαν σε νέους γογγυσμούς κατά του ηγέτη τους. Ο Θεός είπε στον Μωυσή να τους δώσει νερό από τον βράχο, αλλά αυτός, κυριευμένος από αθυμία για την νέα τους
απείθεια, δίστασε προς στιγμήν και τους είπε: «ἀκούσατέ μου, οἱ ἀπειθεῖς· μὴ ἐκ τῆς πέτρας ταύτης ἐξάξομεν ὑμῖν ὕδωρ;» (Άρ. 20, 10). Το νερό ανέβλυσε άφθονο από τον
βράχο, όταν τον κτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής· ο ίδιος όμως εξ’ αιτίας της «αντιλογίας» του τιμωρήθηκε από τον Θεό να μην εισέλθει στην γη της Επαγγελίας.
Ύστερα από πολλούς αγώνες πού διεξήγαγε με την βοήθεια του Ιησού του Ναυή εναντίον των Αμορραίων, των Μαδιανιτών και των Μωαβιτών, κατέλαβε την χώρα ανατολικά
του Ιορδανού, απέναντι από την Χαναάν.
Το τέλος του Μωϋσή
Όταν έφθασαν στη Γη του Μωάβ, ο Μωϋσής, κάλεσε τον λαό να τους ομιλήσει. Τους ανέφερε όλες τις ευεργεσίες του Θεού προς αυτούς, και τους συμβούλεψε, να μένουν πιστοί
προς Αυτόν και να τηρούν τις εντολές Του. Κατά διαταγή τους Θεού διόρισε διάδοχό του τον Ιησού τον υιό του Ναυή και τον παρουσίασε στο λαό. Κατόπιν ευλόγησε κάθε μια
φυλή ιδιαιτέρως και τους αποχαιρέτησε. Έπειτα ανέβηκε στην κορυφή Φασγά του όρους Ναβαού της Μωάβ. Εκεί είδε από μακρυά τη Γη Χαναάν, την οποίαν του έδειξε Άγγελος
Κυρίου, και εκεί πέθανε. Οι Ισραηλίτες τον έθαψαν στην πεδιάδα του Μωάβ και τον έκλαψαν τριάντα ημέρες. Ο Μωϋσής έζησε 120 έτη, και πέθανε μετά το έτος 1451 π.Χ. Ούτε
τα μάτια του είχαν εξασθενήσει, ούτε οι δυνάμεις του είχαν ελαττωθεί. Υπέμενε πολλές δοκιμασίες και θλίψεις, αλλά ήλπιζε πάντοτε στο Θεό, ζητούσε την βοήθειά Του με πίστη
και ότι ζητούσε με την προσευχή το έπαιρνε.
Ο Μωϋσής συγγραφεύς
Ο Μωϋσής έγραψε και τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία καλούνται Πεντάτευχος. Οι δύο πρώτες ωδές είναι: « Άσωμεν τω Κυρίω» κλ.π. και το «Πρόσεχε
Ουρανέ και λαλήσω κλ.π.». Το πρώτο το έψαλε στην παραλία της Ερυθράς θάλασσας μόλις την πέρασαν, και τη δεύτερη λίγες ημέρες πριν τελειώσει, στη γη Μωάβ.
Λέγεται ότι κατά την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, η θαυματουργή ράβδος του Μωϋσή μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ο βασιλεύς βγήκε πεζός να την υποδεχθή.
Έκτισε ναό της Θεοτόκου όπου έβαλε τη ράβδο, αλλά κατόπιν την έφερε στα ανάκτορα.
Στίχος
Οὐκ ἐκ πέτρας νῦν, ουδ᾿ ὀπισθίων μέρει, Μωσῆ θεωρεῖς, ἀλλ᾿ ὅλον Θεὸν βλέπεις.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Γνόφον ἄϋλον, τεθεαμένος, νόμον ἔνθεον, πλαξὶν ἐδέξω, ὡς θεάμων μυστηρίων τοῦ Πνεύματος· καὶ καταπλήξας τὴν Αἴγυπτον θαύμασι, δημαγωγὸς
Ἰσραὴλ ἐχρημάτισας. Μωσῆ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς θεωρὸν τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπήσεως καὶ μυστογράφον τῆς αὐτοῦ συγκαταβάσεως μακαρίζομεν Θεόπτα σε ἐπαξίως. Ἀλλ’ ὡς πέφυκας μεσίτης
ἀξιόθεος Ἐκ παντοίων ἡμᾶς λύτρωσαι κακώσεων, Ἵνα κράζωμεν· χαίροις μάκαρ Μωσῆ σοφέ.
Μεγαλυνάριον
Τὸν χρηματισθέντα ἐν τῷ Σινᾷ, καὶ ἐξαγαγόντα, ἐξ Αἰγύπτου τὸν Ἰσραήλ, τὸν ὑπερκοσμίων, ἐπόπτην θεαμάτων, Μωσέα τὸν θεόπτην, ὕμνοις τιμήσωμεν.